Powered By Blogger

4.2.09

AΠΟΚΡΙΕΣ

Image and video hosting by TinyPic
Τι είναι το Τριώδιο;

Τριώδιο είναι το βιβλίο της Εκκλησιαστικής Ακολουθίας των ύμνων που ψάλλονται από την Κυριακή του Τελώνου και Φαρισαίου , μέχρι

και του Μ. Σαββάτου. Με την εμφάνιση και τον βαθμιαίο καταρτισμό του σαρανταήμερου της νηστείας προ του Πάσχα, ακολούθησε και η

ανάγκη της δημιουργίας σχετικής ασματικής ποίησης και της συλλογής της σε ένα βιβλίο. Έτσι δημιουργήθηκε το εκκλησιαστικό βιβλίο

Τριώδιο, το οποίο αρχικά περιείχε τρεις ωδές. Περιλαμβάνει ιερά ποιήματα από τον 5ο ως τον 15ο αιώνα. Το πρώτο έντυπο του

Τριωδίου εξεδόθη στην ελληνική γλώσσα το 1522 μ.Χ.



ΑΠΟΚΡΙΑ

Αποκριά ετυμολογικά σημαίνει μακριά από το κρέας. (εκκλησιαστικά) Είναι η περίοδος προετοιμασίας του ανθρώπου, ψυχικής και

σωματικής, για βιώσει το Θείο Πάθος και την ανάσταση του Σωτήρα Χριστού..

Περιλαμβάνει τις τρεις εβδομάδες πριν από την Μεγάλη Σαρακοστή, που μας ανοίγει το Τριώδιο. Η περίοδος αυτή προσδιορίζεται από τις

Κυριακές του «Τελώνου και Φαρισαίου», του «Ασώτου», των «Απόκρεω» και της «Τυρινής». Η Μεγάλη Σαρακοστή ξεκινά από την

Καθαρά Δευτέρα.

Αποκριά (λαογραφικά) Η περίοδος αυτή συνδυάζεται με το έθιμο του «Καρνάβαλου» που είναι η θεότητα της Αποκριάς. Είναι έθιμο του

γλεντιού, της ψυχαγωγίας, του «μασκαρέματος».

Για την προέλευσή του υπάρχουν πολλές εκδοχές: Από τα Σατουρνάλια ή τα Λουπερκάλια των Ρωμαίων. Ίσως και από την μεταφορά

των Καλανδών, πάλι, των Ρωμαίων από την αρχή του έτους στην αρχή της Άνοιξης. Αλλά, είναι πιθανόν, και από τη συγχώνευση εθίμων

που υφίστανται από την αρχαιότητα και έχουν σχέση με την αναγέννηση της φύσης.

Από όπου, όμως κι αν προέρχονται, τι βέβαιον είναι ότι γιορτάζονταν και βιώνονταν δυναμικά από το λαό μας.

Σε όλες σχεδόν τις περιοχές της πατρίδας μας γιορτάζονταν οι Αποκριές με τον ίδιο τρόπο, με μικρές διαφορές ή παραλλαγές από

περιοχή σε περιοχή.



Αρχή της σελίδας.

ΗΘΗ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ ΤΗΣ ΑΠΟΚΡΙΑΣ ΣΤΟΝ ΤΟΠΟ ΜΑΣ

Ανοίγει το Τριώδιο. Μια εβδομάδα πριν από την Τσικνοπέμπτη, με το άνοιγμα του Τριωδίου ξεκινούσε η διαδικασία της σφαγής των

γουρουνιών, τα χοιροσφάγια. Γι’αυτό η εβδομάδα αυτή και σφαγαριά ονομαζόταν.
Image and video hosting by TinyPic

Ανοίγει το Τριώδιο. Μια εβδομάδα πριν από την Τσικνοπέμπτη, με το άνοιγμα του Τριωδίου ξεκινούσε η διαδικασία της σφαγής των

γουρουνιών, τα χοιροσφάγια. Γι’αυτό η εβδομάδα αυτή και σφαγαριά ονομαζόταν.



ΧΟΙΡΟΣΦΑΓΙΑ

Στα παλιά εκείνα τα χρόνια, κάθε σπίτι έτρεφε για ένα χρόνο το γουρουνόπουλό του. Ένα καλό γουρούνι για «χοιροσφαγή» έφτανε τις

100 με 150 κιλά. Όλο το χρόνο ταϊζόταν με καλαμπόκι, πίτουρα κουρκούτι, σγόρτσα (άγρια αχλάδια) βελανίδια και αποφάγια του σπιτιού

(παμφάγο).

Το σφάξιμο του γουρουνιού γινόταν την περίοδο των Απόκρεω, την πρώτη εβδομάδα του Τριωδίου, την σφαγαριά. Ήταν γιορτή για όλο

το χωριό.. Οι κάτοικοι σχημάτιζαν φιλικές συντροφιές και έσφαζαν «χαλάγαν» με τη σειρά τα χοιρινά τους.

Πρώτη μέρα

Ένα επιδέξιος σφαγέας έσφαζε το γουρούνι. Η σφαγή γινόταν με μαχαίρι ή με όπλο (δίκανο).

Μετά το σφάξιμο του βάζαν ένα λεμόνι στο στόμα, το λιβάνιζαν και το σκέπαζαν για φύγει το κακό σπυρί.- αν έχουν επάνω τους-. Ο

σφάχτης πηδούσε τρεις και τρεις φορές και στη συνέχεια από μια η οικογένεια. Το κεφάλι θα το κρεμάσουν για το καλό του σπιτιού.

Αλλού πάλι χάραζαν ένα σταυρό στο στήθος, πάνω στις σχισμές τοποθετούσαν αναμμένα κάρβουνα και λιβάνι.

Τα μικρά χοιρινά τα έκαναν μαδητά, τα μεγάλα τα έγδερναν, εκτός από την κοιλιά.

Ο πρώτος μεζές στα κάρβουνα ηταν ο «καρούτσαφλος», (ο λάρυγγας, το καρύδι δηλ. του χοιρινού) συνοδευόμενος από κρασί,

μπομποτοκουλούρα και «χρόνια πολλά», αλλά και «ο θεός να σχωρέσει τις ψυχές» των νεκρών. Ιδιαίτερα τον πρόσφεραν στον σφαγέα.

Από δω, ίσως βγήκε, και η παροιμιακή φράση «θα σου φάω τον καρούτσαφλο ή το λαρύγγι».

Αλλού σαν πρώτο μεζέ χρησιμοποιούσαν το κομμάτι το κρέας που ψήθηκε στον σταυρό με τα κάρβουνα και το λιβάνι.

Οι γυναίκες ετοίμαζαν και το συκώτι του γουρουνιού με ψιλοκομμένο κρεμμύδι, έναν πολύ νόστιμο μεζέ, για την περίσταση.

Τα παιδιά έβαζαν ένα κόκκινο σταυρό από το αίμα του γουρουνιού, για να ην τους τρώνε τα κουνούπια το καλοκαίρι, έπαιρναν τη

«φούσκα» (κύστη), την έτριβαν στη στάχτη, τη φούσκωναν, έριχνα σπυριά από αραποσίτι κι έπαιζαν. Οι μεγάλοι την χρησιμοποιούσαν

για καπνοσακούλα. Απ’ το αίμα θα φοβούνταν τα κουνούπια και δεν θα τους τσιμπούσαν.

Τη «χολή» του ασήμαδου μαύρου γουρουνιού τη βάζαν για φυλαχτάρι στα ζώα ή πότιζαν τις γκαστρωμένες φοράδες για να μην

απορρίξουν.

Την «πυτιά» την κομμάτιαζαν. Ρίχναν ξύδι, λάδι, σκόρδο, αλάτι, ούζο και την ξεραίνουν στον ήλιο. Την κρεμούν μέσα σε σακούλι στην

καπνιά του παραγωνιού και την ρίχνουν στο τυρί για πήζει.

Δεύτερη μέρα

Οματιά

Τη δεύτερη μέρα ετοίμαζαν την «οματιά» (αιματιά (;)) Έπαιρναν τα χοντρά έντερα, σε μήκος 60 έως 80 εκ. τα έπλεναν καλά. Τα γέμιζαν

με: μισοστουμπισμένο και μισοβρασμένο σιτάρι, σταφίδες, πορτοκαλόφλουδες, μυρωδικά και μπαχαρικά. Τα έβαζαν σε «τεψιά» με

λίπος από την μαδημένη κοιλιά «σγόρτσα» και την έψηναν στο φούρνο. Ήταν νόστιμη. Τρώγονταν ζεστή ή κρύα.

Από την ψημένη «οματιά» έστελναν και στις οικογένειες που δεν είχαν , ή δεν έσφαξαν το δικό τους χοιρινό.

Πηχτή ή ποδομούτσουνα

Μια επιπλέον γαστρονομική απόλαυση της «σφαγαριά», τα ποδομούτσουνα που κάναν την πηχτή.

Καθάριζαν καλά πόδια και κεφάλι. Τα κομμάτιαζαν, τα έβραζαν, τα ξεκοκκάλιαζαν, εκτός των ποδιών, τα κομμάτιαζαν σε «μπουκιές»,

τα ξανάβραζαν με στουμπισμένο σκόρδο και ξύδι «σκορδοστούμπι», αλάτι και πιπέρι. Έτσι ετοιμαζόταν η πηχτή που έπηζε σαν

κρύωνε, (μέσα σε πιάτο ή σε λαγήνα για αργότερα) και κοβόταν με το μαχαίρι…ήταν νοστιμότατη, με άρωμα σκόρδου και νοστιμιά

ξυδιού…

Τα λουκάνικα

Τα ψιλά έντερα, πλυμένα και γυρισμένα, σε μήκος ενός περίπου μέτρου, τα «ξεθέρμιζαν», τα φούσκωναν, τα έδεναν στις άκρες και τα

κρεμούσαν σε ένα οριζόντιο καλάμι για να ξεραθούν. Με αυτά φτιάχνανε τα λουκάνικα. Γέμιζαν τα έντερα με κρέας β΄κατηγορίας,

κομμένο και λιανισμένο πάνω σε κρεατοκόφτη. Έριχναν ψιλοκομμένο κρεμμύδι, κοπανισμένα μπαχαρικά (κανέλα, γαρύφαλλα, πιπέρι

μαύρο) λίγη ψιλοκομμένη πιπεριά, πορτοκαλόφλουδα, αλάτι και ότι άλλο αρωματικό. Όλα αυτά τα μισοέβραζαν, πριν βάλουν με χωνί τη

γέμιση ζεματούσαν τα λουκάνικα για να καθαρίσουν και να μαλακώσουν. Γεμισμένα και τρυπημένα τα βουτούσαν σε ζεστό νερό για

φύγει ο αέρας, που τυχόν θα έμενε … Ύστερα τα κρεμούσαν κατά προτίμηση μέσα στο τζάκι, για να στεγνώσουν γρηγορότερα…Γινόταν

πικάντικα. Τρωγόταν ψητά ή έμπαιναν στο παστό που ετοιμαζόταν την Τσικνοπέμπτη.

Το «ξεφόρτιασμα»

Τη δεύτερη μέρα μετά το γδάρσιμο «ξεφόρτιαζαν» το σφαχτό, δηλ. αφαιρούσαν το στρώμα λίπους που είχε στη ράχη, με λωρίδες

«φέρτσες», από πάνω προς τα κάτω, καθώς ήταν κρεμασμένο από τα πισινά του πόδια.

Το λίπος το κομμάτιαζαν, το έβαζαν στο νερό, που το άλλαζαν δυο φορές, για να γίνει «άσπρη αλοιφή», το αλάτιζαν και το άφηναν για

«να το πιάσει το αλάτι». Το ξύγκι, «το πλαστήρι» το έβαζαν χωριστά. Με το «ξεφόρτιασμα» κομμάτιαζαν το κρέας, διάλεγαν το καλό για

το «παστό», το αλάτιζαν, έριχναν ρίγανη και το άφηναν μερικές μέρες «να το πιάσει το αλάτι».

ΤΣΙΚΝΟΠΕΦΤΗ ΦΤΙΑΧΝΑΝ ΤΟ ΠΑΣΤΟ

«Τσικνοπέφτη» ήταν η μέρα που ετοίμαζαν το «παστό». Έβραζαν το λίπος με λίγο νερό, ραντίζοντάς το συγχρόνως με νερό. Το

σούρωναν στη συνέχεια. Αυτή ήταν η «γουρναλοιφή». Φυλαγόταν σε δοχεία (πήλινα). Χρησιμοποιούνταν ως άρτυμα για όλη τη χρονιά.

Στον πάτο του λεβετιού (καζανιού) έμεναν οι «τσιγαρίδες» που νοστιμίζαν τα φαγητά (με χόρτα, αυγά, όσπρια).

Σε «λεβέτι» έβραζαν το κρέας με λίγο κρασί για να βγάλει λίπος, που με αυτό έβραζε. Έριχναν τα μπαχαρικά για νοστιμάδα κα τα

λουκάνικα, αφού τα καθάριζαν από την καπνιά. Πρόσεχαν μη «τσικνιστούν» γιατί θα χάλαγε όλο το «παστό».

Μετά το βράσιμο καθάριζαν το κρέας από τα κόκαλα, έκοβαν τα λουκάνικα και τα τοποθετούσαν σε «λαγήνες» (δοχεία πήλινα), και τα

περιέχεαν με λίπος για να σκεπαστούν οι μεζέδες. Ήταν το φαγητό για όλο το χρόνο. Μ’αυτό φίλευαν και τους ξένους.

Ονομαστό φαγητό από «παστό» ήταν οι «καγιανάδες»- οι «αλιμοκαγιανάδες», με κρεμύδι κι αυγά.

Διαδικασία εβδομάδας γιορταστική, με λιχουδιές λογιών – λογιών, κρασί, τραγούδι. Κι «έχει ο Θεός», αφού έδωσε για να έχει κι ο

Χριστιανός για όλη τη χρονιά, όλα τα καλά. Και γουρναλοιφή, και τσιγαρίδες και λουκάνικα, και παστό και πυτιά, και γουρνοσάπουνο, και

γουρνοτσάρουχα, αλλά και την καπνοσακούλα από τη φούσκα.Για τούτο πρέπουν τις μέρες αυτές γιορτάσια και χαρές. Και «μεγάλη

νάναι η χάρη Του».

Στη υγειά μας, λοιπόν, με «καράτζαφλο» με συκώτι με ψιλό κρεμύδι, με «οματιές» και κρασί… και πειράγματα…

Η μάνα Γη μας τρέφει καλά… καιρός χαράς, καιρός να ξεχαστούμε…τώρα…κι αυτή την εβδομα΄δα την εβδομάδα της «απολυτής», της

«προφωνήσιμης» ή «προφωνής».





ΜΕΤΑΜΦΙΕΣΕΙΣ- ΔΡΩΜΕΝΑ



Εκτός από τα συμπόσια, τις διασκεδάσεις, τα χοιρσφάγια, την θύμηση των νεκρών, κύριο χαρακτηριστικό των Απόκρεω είναι οι

μεταμφιέσεις, οι προσωπιδοφορίες, για τον τόπο μας οι «μουτσούνες», σπάνια με μάσκα, περισσότερο με μακιγιάζ, και μουντζούρα από

τον πάτο του «λεβετιού». Αυτά συνδιάζονται με αθυροστομίες, με θεατρικού διαλόγους, παρουσίαση διαφόρων δρώμενων. Αναβίωναν

προλήψεις και δεισιδαιμονίες, ακουγόταν άσεμνα τραγούδια, γινόταν εικονικές δίκες.

Οι Χριστιανοί ανταλλαζαν επισκέψεις, έβρισκαν την ευκαιρία της επικοινωνίας , και διασκέδαζαν.

Μεταμφιεζόταν σε «μπούλες» οι άντρες ντυνόταν γυναίκες και οι γυναίκες άντρες, έφτιαχναν τις συντροφιές τους και γύριζαν σ’όλο το

χωριό από σπίτι σε σπίτι. Αναπαρίσταναν ότι μπορεί να φαντστεί κανείς, γιατρούς με τα γιατροσόφια τους, γέρους και γριές, με

μπαστούνια και κουδούνια, αρκουδιάρηδες με κρεμασμένες κουδούνες στη μέση του, για α γίνεται θόρυβος κ.ά. Τους δεχόταν, τους

κερνούσαν, αντάλλαζαν αστεία και προσπαθούσαν με εύθυμο τρόπο να τους κάνουν να φανερώσουν το πρόσωπό τους, την ταυτότητά

τους.

Από νωρίς τα βράδια μαζευόταν στις γειτονιές, στα ξέφωτα, στις πλατείες, όπου άναβαν φωτιές. Εκεί «μπούλες» και μη, μικροί και

μεγάλοι, χοροπηδώντας γύρω στις φωτιές, τραγουδούσαν εύθυμα έλεγαν πιπεράτα αστεία, αναπαρίσταναν φάσεις γενετήσιες (έγκυες

γυναίκες κ.τ.λ) Τα παιδιά που έπρεπε να κοιμηθούν νωρίς τους χάλαγαν κάπως το γλέντι.

ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΑΠΟΚΡΙΑΤΙΚΑ

Κατά τη διάρκεια των απόκρεω οργανωνόταν και διάφορα παιγνίδια με νικητές και νικημένους, μεταμφιεσμένους και μη.

Ο Βαλμάς, παιζόταν στα χωριά της Πηνείας, από δυο ομάδες δεμένους σε σχοινί. Τραβούσε η κάθε ομάδα το σχοινί. Νικήτρια ήταν η

ομάδα που έσυρε στο δικό της μέρος την αντίπαλη ομάδα. Το ξεχωριστό στο παιχνίδι ήταν ότι πριν και μετά το παιχνίδι έκαναν αστείο

διάλογο, σαν θεατρικό.

Η ρίψη του λίθου ήταν αγώνισμα. Σ’αυτό προσπαθούσαν να χτυπήσουν το στόχο τους ρίχνοντας τις πέτρες, οι σομάδες.

Στην Αμαλιάδα, την παλιά, πέρα απ’τις φωτιές ξεκινούσαν για τον πατροπαράδοτο πετροπόλεμο στην Σοχιά, πιο πολύ κατά το μέρος του

Γηπέδου.

Γαϊδουροδρομίες οργανώνονταν από ομάδες για να βγάλουν τον νικητή γάϊδαρο, μέσα στην οχλαγωγή και τα πειράγματα και τις αστείες

διονυσιακού τύπου μεταμφιέσεις.

Τα αλευρώματα (που έχουν την προέλευσή τους στο Γαλαξίδι) και τα γιαουρτώματα (εβδομάδα της Τυρινής), τα μουντζουρώματα της

Καθαράς Δευτέρας ήταν μερικές άλλες συνήθειες που διασκέδαζαν και προξενούσαν πολύ γέλιο.

ΑΠΟΚΡΙΑΤΙΚΑ ΛΑΪΚΑ ΔΡΩΜΕΝΑ

Κατά τη διάρκεια των Απόκρεω «ελάμβαναν χώραν» και διάφορα λαϊκά δρώμενα.

Από τη αρχή του Τριωδίου ξεκίναγε από του Καλίτσα το Παραδοσιακό γαϊδουράκι, μεταμφιεσμένος άνθρωπος, με τους Γενιτσάρους

δεξιά και αριστερά για να διαλαλήσει την αρχή του Τριωδίου.

Σε πολλά χωριά πέρναγε ο Καρνάβαλος από τους δρόμους του χωριού, με τη συνοδεία του με μουσικές και πειράγματα.

Ένα από τα βασικά θέματα τις Αποκριάς ήταν η Αναπαράσταση του Γάμου. Γίνονταν εικονικοί γάμοι ανάμεσα στα χωριά και οι γαμήλιες

πομπές ξεκινούσαν από το ένα για να πάνε στο άλλο. Ο γαμπρός με το άλογο, κι από κοντά ο κουμπάρος και γύρω οι συμπέθεροι.

Συναντιόταν με την πομπή της νύφης και γινόταν τρικούβερτο γλέντι…μ εόλα τα συνακόλουθα…. Ο επικεφαλής της πομπής, ο

σταχτιάρης κράταγε σακκούλι με στάχτη, για να ρίχνει σ’ αυτούς που ήθελαν να παρεμποδίσουν την πομπή, να παρεμποδίσουν το γάμο.

Έτσι παρέμεινε η παροιμιακή φράση «Μας έριξε στάχτη στα μάτια». Επίσης δεν έλλειπαν και οι εικονικές δίκες με βάσει τα

προικοσύμφωνα ή το σεντόνι της πρώτης νύχτας του γάμου, όπου ο πατέρας της νύφης δεν εκτέλεσε τις υποχρεώσεις του, το δικαστήριο

αποφάσιζε να του την επιστρέψει πίσω. Διακωμωδούσαν υποθέσεις, που τους βασάνιζαν στην καθημερινότητά τους, έπεφτε πολύ

γέλιο.

Το γαϊτανάκι, ήταν γνωστό και στην περιοχή μας. Ένα ψηλό ξύλο, με δεμένες πολύχρωμες κορδέλες. Κάθε κορδέλα και χορευτής με την

παραδοσιακή του στολή. Και ρυθμοί χορευτικοί να οδηγούν τα βήματα γύρω από τα γαϊτανάι. Λέγεται ότι το γαϊτανάκι έγινε γνωστό στην

περιοχή μας από τους Αρκάδες (Σπάθαρι, και Βυζίκι που το χόρευαν με συνοδεία πίπιζας και ταμπούρλου) που εγκαταστάθηκαν στη

Ηλεία.

Η τελευταία εβδομάδα των Αποκρεών είχε σχέσεις με την εμφάνιση του Διαβόλου. Μασκαράδες διάβολοι, κακομούτσουνοι με σχισμένα

σκούρα ρούχα ή προβιές και γουρουνοδέρματα, ουρές και κέρατα, με δρεπάνια, τζουγκράνες κι άλλα εργαλεία διέσχιζαν τους δρόμους

και καμωνόταν ότι παίρνουν τις ψυχές. Ίσως έχει σχέση με τα Ψυχο-Σάββατα, με τις μέρες των νεκρών τους. Παραλλαγή του εθίμου

αυτού είναι ο «Σκατουλιάρης» των χωριών του κάμπου. Το σκατουλιάρη τον περίμεναν , προ πάντων τα απιδιά για να τρέξουν ξωπίσω

του, να τον κυνηγήσου, με μεγάλη ανυπομονησία… Σκατουλιάρης ντυνόταν ένας νέος του χωριού με προβιές, κέρατα και ουρά, καθώς

και μουντζουρωμένο πρόσωπο. Έτρεχε στο δρόμο και πείραζε όσους συναντούσε. Σε μερικούς καβαλούσε στο σβέρκο, όπως λέγεται

ότι κάνει ο διάβολος. Οι παροιμιακές φράσεις «τον έχει διχάλα», «ακόμα δεν το ξεκαβαλήκεψε» έχουν την αφετηρία τους σ’αυτήν την

δοξασία. Τον «κακό άγγελο» με το σταυρό και το λιβανωτό, που έκαιγε πιπεριές κόκκινες, κρεμίδια και σκόρδα, στα χέρια θα διώξει ο

«παπάς», άλλος μεταμφιεσμένος. Ο Σκατουλιάρης στην δύναμή του όπου φύγει – φύγει, με αστείες κινήσεις και κάποιο αγχώδικο

σταμάτημα, για θυσία στο Βάκχο με κρασί σε πήλινο κανάτι.. Το έθιμο αυτό το συναντάμε σε πολλά χωριά της περιοχής μας με πολλές

παραλλαγές. Πολλά από αυτά γίνονται και την Καθαρά Δευτέρα.

Κυρίως έθιμο των χωριών του Κάμπου είναι το Γκοτσαριό ή Τσετιά ή Γενίτσαροι, που έδινε και το χρώμα των Αποκριών, με

αποκορύφωμα την Κυριακή της Τυρινής όπου οι τσετιές των χωριών κατάφταναν στα Λεχαινά «εν πομπή» για τον τελικό διαγωνισμό, σε

ένα πραγματικό μεγαλειώδες λαϊκό Πανηγύρι. Η προετοιμασία της Γκοτσαριά ξεκινούσε ένα μήνα πριν τις Αποκριές.

Η τσετιά, στα παλιά καλά χρόνια, κατέφτανε και στην Αμαλιάδα γιατί: «Είναι μεγάλο το μέρος και καταλαβαίνει κι όλας ο κόσμος» όπως

έλεγαν.

Η αρχή της Γκοτσιαριάς ανάγεται στα Διονυσιακά μυστήρια και φτάνει στα χρόνια της Τουρκοκρατίας που συνδιαζόταν με την ανταλλαγή

μηνυμάτων ανάμεσα στα χωριά δια μέσου των προεστών, για το ξεκίνημα της Επανάστασης του ’21, που ήταν κρυμμένα σε

πορτοκάλια – σύμβολα.

Παράταξη Τσετιάς: Στη μέση στεκόταν ο Γενιτσάρης ως αρχηγός με το «κηλούμι» (σκήπτρο) στα χέρια, κι ένα μαντήλι «καλαματιανό»

δεμένο στην άκρη του. Δεξιά και αριστερά οι Πρωτόγκοτσοι (υπασπιστές) και πίσω τους οι Γκότσηδες με μασάκια ή χαρμιά στα χέρια

(μουσικό θόρυβο). Φορούσαν φουστανέλες, σελάχι στη μέση, φέσι με κόκκινη φούντα, μεϊντανογέλεκο, τσαρούχια με κόκκινες φούντες.

Μπλέκονταν ανάμεσά τους δυο Μπούλες (άντρες ντυμένοι με γυναικεία ρούχα) με πορτοκάλι στο χέρι και χόρευαν ασταμάτητα. Την

παρέα συμπλήρωνε ο γέρος με τη γριά. Ο γέρος ντυμένος με κάπα, κουδούνα δεμένη στη μέση, και μπαρμπούτα (μάσκα). Κουβαλούσε

το τράστο γεμάτο με στάχτη, για εκείνους που μπλέκονταν στο χορό και τον εμπόδιζαν …δηλ. τα παιδιά ενώ στηριζόταν σε γκλίτσα. Η

γριά ντυμένη με γκιούρντα, τσεμπέρα και τη ρόκα της με λίγα μαλλιά.

Δεξιά κι αριστερά οι ταμίες με το πανέρι τους.

Όργανα έπαιζαν οι γύφτοι. Ένα νταούλι και τρεις καραμούζες. Η τσετιά χόρευε το Τουμπουλίστικο. Σε γρήγορο ρυθμό «Με τα μάτια μου

την είδα..», και σε αργό ρυθμό «Μαλάμω».

Ο χορός περιελάμβανε πηδήματα δεξιά κι αριστερά με στροφή στο τέλος του στίχου δεξιά, που γι’ αυτήν έδινε το σύνθημα ο Γενίτσαρης.

Το ξεκίνημα της Τσετιάς γινόταν από την Πλατεία του χωριού. Χορεύοντας γύριζαν όλα τα σπίτια του χωριού. Αντάλλαζαν επισκέψεις με

τα γύρω χωριά, ή διοργάνωναν συναντήσεις οι Γκοτσαριές, όπου γινόταν και η ανταλλαγή των πορτοκαλιών με τα μηνύματα.

Αντιλαλούσε ο τόπος όλος από τις μουσικές και τους ρυθμούς γεμάτους με επιφωνήματα…λογιών λογιών. Και τον χόρευαν όλοι όπου κι

αν βρίσκονταν, και τα παιδιά από κοντά μπολιάζονταν έτσι με την παράδοση. Η τελική συνάντηση των Τσεπιών του Κάμπου ήταν στα

Λεχαινά την Τυρινή στο αποκορύφωμα της Αποκριάς.

Αλλά και την καθαρά Δευτέρα σε πολλές περιοχές εξακολουθούν να λειτουργούν τα δρώμενα που έχουν σχέση με την αναγέννηση της

φύσης, τις γενετικές λειτουργίες της, αλλά και με τον καθαρμό της ψυχής και του σώματος.

Στα γύρω χωριά, και ιδιαίτερα στα χωριά του Κάμπου την ημέρα αυτή γινόταν η αναπαράσταση του γάμου στην Πλατεία του χωριού με

παπά να διαβάζει τις ανομολόγητες ευχές, και στάχτη αντί για ρύζι να πέφτει στα μάτια όλων- κατάλοιπο των Βυζαντινών

διαπομπεύσεων.

Εκεί στην πλατεία, «τη λάκκα», γινόταν το όργωμα και η σπορά από το υνί κάποιου νιου γεωργού με το σακάκι ανάποδα φορεμένο,

προφανώς για να μη αναγνωρίζεται από τα κακά πνεύματα. Αντί για σπόρους έριχνε στάχτη στα χωράφια. Το αλέτρι το έσυραν δυο νέοι

μεταμφιεσμένοι του χωριού. Οι ευχές που ακουγόταν ήταν Διονυσιακού χαρακτήρα.

Αλλά και ο θάνατος περιλαμβανόταν στα δρώμενα της Κ.Δ. με αναπαράσταση της κηδείας. Ο νεκρός τοποθετούνταν σε «κορίτο» και

περιφερόταν στο χωριό. Όσοι τον συναντούσαν, διακωμωδώντας την κατάσταση ρωτούσαν την αιτία του θανάτου κι έπαιρναν πιπεράτες

απαντήσεις από τους τεθλιμένους συγγενείς. Η γλώσσα δεν είχε φραγμούς τις ώρες εκείνες… Μόνο που οι κοπέλες σκύβαν το κεφάλι

από ντροπή. Το «κορίτο» τοποθετούνταν στην πλατεία δίπλα στη φωτιά, γύρω μαινόταν ο χορός, «χορός της φωτιάς(;)»

Τελικά γινόταν και η Ανάσταση του νεκρού με όλα τα σχετικά επακόλουθα που ήταν πειράγματα, τραγούδι και οινοποσία για την ήττα του

θανάτου…

Ο Γάμος, και ο Θάνατος συνυπάρχουν στα έθιμα της Αποκριάς. Οι ζωντανοί και οι πεθαμένοι μαζί, αφού και γι αυτούς ετοιμάζονται τα

«σπερνά». Έθιμα που μα θυμίζουν και τις αρχαίες Ελληνικές παραδόσεις μας. Τότε που οι ψυχές τω αποθαμένων «απολύονται» απ’

τον Άδη κάποιες μέρες της Άνοιξης για νάρθουν να συγκατοικήσουν με ους ζωντανούς. Έθιμα που μας λένε ότι τίποτα δεν χάνεται σ’

αυτόν τον κόσμο και μέσα στον δικό του χρόνο

ΤΥΡΙΝΗ

Μετά την Κρεατινή εβδομάδα, εβδομάδα της απολυτής ακολουθεί η Τυρινή Εβδομάδα, με έμφαση γιορτασμού την Τυρινή Κυριακή. Την

εβδομάδα αυτή εξαφανιζόταν από το σπίτι όλα τα κρεατικά. Το Παστό ήταν στις λαγήνες του, και κανείς δεν αρτευόταν. Οι τσομπάδηδες

μοίραζαν γάλα στους χωριανούς τους για να φτιάξουν τις γαλόπιτες τις ξιπόλυτες, τις μακαρονόπιτες και τυρόπιτες να πήξουνε τις

γιαούρτες. Οι νοικοκυρές ετοίμασαν τα γαλακτερά φαγητά και γλυκίσματα αυτά για να κεράσουν τις μπούλες και τους φίλους . Τα ψάρια

επιτρέπονταν στο σιτηρέσιό τους.

Το Σάββατο της Τυρινής οι γυναίκες φτιάχναν τα ψυχούδια. Μικρά στρογγυλά ψωμάκια με τη σφραγίδα στη μέση , σαν πρόσφορο . Την

ημέρα αυτή μαζεύονται και τα παιδιά στα νεκροταφείο. Κάθονται καταγής. Παίρνουν από ένα ψυχούδι και λένε: ¨Είδαμε δεν είδαμε.

Θεός συγχωρήσει τα, τους περσινούς , τους φετεινούς και τους απολησμονημένους¨. ¨Νουνό προς νουνό, θεός συγχωρέσει¨. ¨Κυράκα

μας προς κυράκα μας θεός συγχωρέσει¨.

Οι γυναίκες μαζί με τα ψυχούδια, έχουν ένα σίδερο του σιδερώματος με αναμμένα κάρβουνα, για να ρίξουν μαζί με λιβάνι, επάνω στο

μνήμα. Στις ψυχές προτού φύγουν θα αφήσουν μια μπουκιά ψυχούδι μουσκεμένο στο κρασί.

Έμφαση σε όλα δίνοταν την Κυριακή της Τυρινής. Το πρωί ήταν ο καθιερωμένος εκκλησιασμό. Το μεσημέρι το τραπέζι περιλάμβανε ,

πρώτα το ¨τυροζούμι¨, (αραιή άρμη για τους Χαβαραίους), ¨βακαλάο¨, πλακί ή ψητόστη ¨μπουγάνα¨ με σκορδαλιά. Ο βακαλάος τότε

ήταν –το φαί των φτωχών- και ψάρι φρέσκο- που να φτάσει τότε στα ορεινά της Ηλείας-. Συνοδευόταν από γαλόπιτα την ξιπόλυτη, γιατί

δεν είχε φύλλο. Το βράδυ ετοίμαζαν μακαρόνια με μπόλικη μυζήθρα και με χοιρινό λίπος που συνοδευόταν από τηγανητό βακαλάο και

το κρασι στο τραπέζι.

Το πρώτο μακαρόνι τα κορίτσια το έβαζαν , χωρίς να το δει κανείς , κάτω από το μαξιλάρι τους για να δουν ποιόν θα παντρευτούν.

Έτρωγαν και τη γαλόπιτα ανάμεσα σε όλα με τις ευχές ¨Καλή Σαρακοστή¨ αλλά και στις ψυχές των πεθαμένων.

Το γλέντι τέλειωνε με το ψήσιμο των αυγών στη θράκα ή μάλλον στη χόβολη , ένα για τον καθένα του σπιτιού , αλλά και για κάθε

ζωντανό. Μερικά ίδρωναν και άλλα έσπαγαν. Σε κάθε τόπο ερμήνευαν το γεγονός διαφορετικά.

Το ιδρωμένο ήταν του Τεμπέλη και αυτού που έσκαγε ήταν οι ¨οχτροί του που σκάσανε από το κακό τους¨. Όσο πιο πολύ θόρυβο έκανε

και διαλυόταν τόσο πιο τυχερός ήταν.

Το ιδρωμένο είναι του δυνατού ενώ το σκασμένο είναι του τεμπέλη.

Αυτού που έσκασε το αυγό λέγαν ότι θα παντρευτεί σε μέρη μακρινά.

Οι κοπέλες έψηναν το αυγό τους και έβγαιναν έξω κοιτώντας τον ουρανό σε ένα συγκεκριμένο σημείο. Αν το αστέρι τους μετακινιόταν

τότε θα ξενιτευόταν, αν όχι θα έμεναν για να παντρευτούν εδώ, στον τόπο τους.

Τα τσόφλια τα πετούσαν στην φωτιά. Καθώς έσκαγαν έλεγαν:¨έτσι να σκάσουν και οι εχθροί μας¨.

Κρέμαγαν το δεμένο αυγό από το νταβάνι, ο πατέρας το κουνούσε στα ανοιχτά στόματα των παιδιών για να το πιάσουνε. Ήταν ο

τυχερός αυτός που το έπιανε.

Κάπου από το αυγό της Κυριακής της Τυρινής τρώγαν μόνο το μισό. Το άλλα το πετούσαν για να το ολοκληρώσουν την Ανάσταση

τρώγοντας το άλλο μισό. Δείγμα του κύκλου της Σαρακοστής.

Με τα αυγά τελείωναν οι Αποκριές και με αυγά άρχιζε το Πάσχα.

Εκείνο το βράδυ διώχναν και τους ψύλλους από το σπίτι τους. Έβγαιναν έξω φωνάζοντας τους γείτονες. Αν ο γείτονας ξεχνούσε το έθιμο

κι έβγαινε έξω του έλεγαν: ¨Εμείς τους ξεχειμωνιάσαμε, εσείς να τους ξεκαλοκαιριάσετε¨.

Το κοινό τραπέζι μεταξύ όλων των συγγενών και φίλων γινόταν αυτό το βράδυ της τελευταίας Αποκριάς. Πρώτος ο παππούς καμάρωνε

τη γενιά του , έκανε το σταυρό του , ευχόταν ¨Καλή Σαρακοστή¨ και ¨του χρόνου¨ μαζί με ορμήνιες ¨Ομόνια και γεροσύνη ¨, ¨γεροσύνη να’

χουμε εμείς και τα ζά μας¨ (Χάβαρι). Επιβεβαιωνόταν το δέσιμο μέσα και από την διαδικασία του ¨συχώριου¨. Τα αποφάγια του

σπιτιού πήγαιναν στα τρία σημεία του χωραφιού ή τα θα τα έδεναν οι γυναίκες σε τρεις κόμπους, μέσα στα πατσαβούρια, ενώ έλεγαν

¨Δένω την αλπού , τα φίδια, τις νυφίτσες, όλα τα σούρμενα και τα πετούμενα¨. Θα τα τοποθετούσε στη ρίζα των βάτων ένα αρσενικό

παιδί.

ΚΑΘΑΡΑ ΔΕΥΤΕΡΑ

Η Καθαρά Δευτέρα είναι το τέλος των Απόκρεω και η πρώτη μέρα της Σαρακοστής .

Γιορτάζεται στην εξοχή με νηστίσιμα, που ¨δεν κόβουν λίξα¨, όπως λέγαν στο Χάβαρι, και κρασί, γι’ αυτό και γυρίζουν μεθυσμένοι.

Συνεχίζεται η ευθυμία με τραγούδια και διασκεδάσεις . Κάθε τόπος πέρα των κοινών εθίμων, έχει και τα δικά του ξεχωριστά έθιμα. Τα

κοινά έθιμα είναι το άζυμο ψωμί δηλαδή η λαγάνα, και τα λογιών νηστίσιμα φαγώσιμα (μαρουλάκια, κρεμύδια και σκόρδα, ταραμάς,

ελιές, φασολάδες λευκές, βοβριά, κ.α.).

Στον τόπο μας τα βρασμένα κουκιά ήταν σήμα κατατεθέν της ημέρας. Οι νοικοκυρές ζύμωναν ψωμί ¨λιζό¨, την μπουγάτσα.

Πάμε να χαλάσουμε τα Κούλουμα , λέγαν οι Καρδαμαίοι. Η προετοιμασία εκεί αρχίζει από τους μπακάληδες που πουλούν βρασμένα

κουκιά με ρίγανη και όλα τα νηστίσιμα. Τόση ήταν η κίνηση στον καρδαμά τότε, που οι έμποροι και οι καταστηματάρχες ζήτησαν να

καθιερωθεί η ημέρα αυτή ως αργία και ημέρα πανηγυριού. Ο Πρόεδρος συγκαλεί Κοινοτικό Συμβούλιο. Στις 28-2-1954 καθορίζεται η

αργία και το πανηγύρι, με όλα τα σχετικά καταστήματα να εξυπηρετούν τους πανηγυριστές και δημιουργεί αγροτική παρέλαση, με

ανθοστολισμένα “άρματα” και μεταμφιεσμένους.

Οι Αγραπιδοχωρήτες που εγκαταστάθηκαν στην Ηλεία φτιάχναν και τα αλμυροκούλουρα. Οι κοπέλες αν με το μακαρόνι της Τυρινής

δεν έβλεπαν στον ύπνο τους ποιόν θα πάρουν για άνδρα, τότε την Καθαρά Δευτέρα έτρωγαν αλμυροκούλουρα, και δεν έπιναν καθόλου

νερό για να πάει ο μέλλον σύζυγός τους στο όνειρό τους, να τους δώσει νερό να ξεδιψάσουν. Έλεγαν:”Τρώνε την αλμυροκουλούρα για

να δούνε πο9ιόν θα πάρουνε;” Το έθιμο αυτό υπάρχει σε πολλές περιοχές.

Αλλού την παραμονή της Καθαράς Δευτέρας οι γυναίκες έβγαζαν βορβούς. Πρόσεχαν ο πρώτος να είναι ο μεγαλύτερος, που τον

τοποθετούσαν με τα φύλλα του το πρωί της Κ.Δ. στην πόρτα του σπιτιού. Το βράδυ τον έβγαζαν στη μαλάθα του ψωμιού μέχρι το

Πάσχα, για να είναι φτούρια το ψωμί του σπιτιού.

Την ημέρα αυτή ήταν συνήθεια να μαζεύονται οι περισσότεροι σε συγκεκριμένους τόπους, για να γιορτάζουν τα “Κούλουμα”. Οι

Σαβαλαίοι πήγαιναν σε τόπο γεμάτο από Σπέντζες, στην Σπετζολουλουδιά. Οι Αμαλιαδαίοι διάλεγαν την Φραγκαβίλα.

Στην περιοχή μας λάμβαναν χώρα και κάποια δρώμενα. Το κάψιμο του Καρνάβαλου, ο γάμος και η κηδεία, οι γαϊδουροδρομίες και

άλλα παιχνίδια, που τα συνόδευαν μουντζουρώματα και αλευρώματα κ.α.

Το πέταγμα του ¨χαρταετού¨ του αστεριού στα ψηλώματα ήταν ανάμεσα στα έθιμα. Τους ¨χαρταετούς¨ τους κατασκεύαζαν μόνοι τους με

καλάμια και χαρτί. Ήθελε μαστοριά στο ζύγισμα. Αν δεν τα κατάφερνες να τα ζυγιάσεις χαρταετό ψηλά δεν έβλεπες.

Με την Καθαρο-Δευτέρα ξεκινούσε η Μεγάλη Σαρακοστή . οι πρώτες τρεις μέρες επέβαλαν αυστηρή νηστεία. Όχι μόνο δεν έτρωγαν λάδι

οι νηστικοί, μόνο νερό έπιναν. Το βράδυ ίσως λίγες σταφίδες να ξεγελάσουν την σφοδρή πείνα τους. Έτσι θεωρούσαν τον εαυτό τους

άξιο της θείας Κοινωνίας με την λειτουργία των Προηγιασμένων Τιμίων Δώρων, την Τετάρτη που ακολουθούσε. Άξιοι για την θεία

Κοινωνία, αλλά και το αντάλλαγμα της σοβαρό. Κι αυτό φόβιζε προπάντων τις γριές. Έτσι δεν μπορούσαν να ευχαριστηθούν την Τυρινή

(Τουρνή) με τα καλούδια της. Η κατάσταση αυτή γέννησε την παροιμία: ¨Όσο συλλογάται η γριά το Τρίμερο, μαύρη Τουρνή (Τυρινή) την

πάει¨.
Image and video hosting by TinyPic