Powered By Blogger

19.3.09

Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ


Η Θεοτόκος. Η Μητέρα του Θεού είναι η «κεχαριτωμένη», η ευλογημένη μεταξύ των γυναικών. Η βυζαντινή εικόνα του Ευαγγελισμού

την παρουσιάζει άλλοτε να κάθεται στο θρόνο της και άλλοτε όρθια. Στην περίπτωση που η Θεοτόκος εικονίζεται καθισμένη, η εικόνα

υπογραμμίζει την υπεροχή της απέναντι στον αρχάγγελο. Στην Εκκλησία μας υμνούμε, ως γνωστό, τη Θεοτόκο ως «την τιμιωτέραν των

Χερουβίμ και ενδοξοτέραν ασυγκρίτως των Σεραφίμ» (των αγγελικών δηλαδή ταγμάτων). Εδώ ο αγιογράφος είναι και συνεπής στο

απόκρυφο κείμενο. Το Πρωτοευαγγέλιο του Ιακώβου γράφει πως η Παναγία «πήρε την πορφύρα, κάθησε στο θρόνο της και την

έγνεθε. Και κείνη τη στιγμή στάθηκε μπροστά της ένας Άγγελος». Σ’ άλλες εικόνες η Θεοτόκος είναι όρθια. Με τη στάση αυτή ακούει,

κατά κάποιο τρόπο, καλύτερα το θείο μήνυμα.
Στην περίπτωση της Θεοτόκου αξίζει να μελετηθούν κυρίως τα αισθήματά της και οι σκέψεις της, ο ψυχικός της γενικά κόσμος την ώρα

του Ευαγγελισμού.
Η εμφάνιση, πρώτα, του αρχαγγέλου και ο χαιρετισμός του, τάραξον τη Θεοτόκο. Το αδράχτι με το νήμα που σύμφωνα με την

παράδοση (Πρωτοευαγγέλιο του Ιακώβου) κρατούσε στο χέρι της, έπεσε από το φόβο της. Βυθίστηκε σε σκέψεις. Σκεπτόταν τη

σημασία του αγγελικού χαιρετισμού. Δεν αμφιβάλλει, δεν απιστεί στη διαβεβαίωση του αρχαγγέλου ότι θα γίνει Μητέρα του Θεού, μόνο

με φρόνηση ρωτάει «Πώς έσται μοι τούτο, επεί άνδρα ου γινώσκω;». Εδώ η Θεοτόκος διαφέρει από την Εύα. Εκείνη παρασύρθηκε

από τον εγωισμό της και δέχτηκε ανεξέταστα όσα ο σατανάς της πρότεινε. Η Θεοτόκος, αντίθετα, στολισμένη με ταπεινοφροσύνη και

υπακοή στο θέλημα του Θεού, ζητάει να μάθει με πιο τρόπο θα πραγματοποιηθούν τα λόγια του αγγελιοφόρου του Θεού. Όταν όμως ο

αρχάγγελος τη διαβεβαίωσε πως όλα θα γίνονταν με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος και τη δύναμη του Θεού (το μαρτυρούν το τμήμα του

κύκλου και οι ακτίνες που εκπέμπονται από αυτό στο πάνω μέρος της εικόνας), εκείνη ολόψυχα και ανεπιφύλακτα συγκατατέθηκε,

«ίδου η δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου». Στο δοξαστικό των αποστίχων του εσπερινού της εορτής, η Εκκλησία μας δίκαια

ψάλλει «Άγγελος λειτουργεί τω θαύματι, παρθενική γαστήρ τον Υιόν υποδέχεται Πνεύμα Άγιον καταπέμπεται, Πατήρ άνωθεν ειδοκεί και

το συνάλλαγμα (=συμφωνία) κατά κοινήν πραγματεύεται βούληση, την επιθυμία, τη συμφωνία μεταξύ του Θεού και της Παρθένου,

Πλάστη και πλάσματος, γιατί «η σάρκωσις του Λόγου ήτο έργον όχι μόνον του Πατρός και της Δυνάμεώς Του και του Πνεύματος... αλλά

και της θελήσεως και της πίστεως της Παρθένου» (άγιος Νικόλαος Καβάσιλας, «Η Θεομήτωρ», σ. 134).
Η αμηχανία και η φρόνηση της Θεοτόκου, που με υπέροχους διαλόγους παρουσιάζουν τα τροπάρια της εορτής του Ευαγγελισμού,

εκφράζονται σ’ άλλες εικόνες με την ανοιχτή παλάμη του δεξιού της χεριού. Η χειρονομία αυτή της απορίας είναι σαν να λέει «Γάμου

υπάρχω αμύητος, πως ουν παίδα τέξομαι;» (β’ στιχηρό του εσπερινού).
Άλλες εικόνες του Ευαγγελισμού μάς τονίζουν τη συγκατάθεση της Θεοτόκου στα λόγια του αρχαγγέλου. Η Μητέρα του Θεού εικονίζεται

με σκυμμένο το κεφάλι (όπως στην εικόνα μας) έχοντας το δεξί της χέρι πάνω στο στήθος της, ή να βγαίνει από το μαφόριό της. αυτά

μάς θυμίζουν το «ιδού η δούλη Κυρίου...». Στην εικόνα μας ο αγιογράφος συνδυάζει στη στάση της Θεοτόκου την αμηχανία με τη

συγκατάθεση. Παρουσιάζει τη Θεοτόκο με σκυμμένο το κεφάλι και βυθισμένη στις σκέψεις της.


Ο πιστός, καθώς ατενίζει και μελετά και προσκυνεί την εικόνα του Ευαγγελισμού, γεμάτος από χαρά και ευγνωμοσύνη σιγοψάλλει

«Άξιον εστίν, ως αληθώς, μακαρίζειν σε την Θεοτόκον, την αειμακάριστον και παναμώμητον και μητέρα του Θεού ημών».
Με την λέξη Ευαγγελισμός αναφερόμαστε στην χαρμόσυνη είδηση για τον Χριστιανισμό, της γέννησης του Ιησού Χριστού, που δόθηκε

από τον αρχάγγελο Γαβριήλ προς την Μαριάμ. Επίσης, με τον ίδιο όρο αναφερόμαστε στην εκκλησιαστική εορτή που τελείται την 25η

Μαρτίου προς ανάμνηση του γεγονότος αυτού.



Ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου, περιγράφεται στο Κατά Λουκάν Ευαγγέλιον 1:26-38:

Εν δε τώ μηνί τώ έκτω απεστάλη ο άγγελος Γαβριήλ από τού Θεού εις πόλιν της Γαλιλαίας, ή όνομα Ναζαρέτ 27 προς παρθένον

μεμνηστευμένην ανδρί, ώ όνομα Ιωσήφ, εξ οίκου Δαυίδ, και το όνομα της παρθένου Μαριάμ. 28 και εισελθών ο άγγελος προς αυτήν

είπε Χαίρε, κεχαριτωμένη ο Κύριος μετά σού ευλογημένη σύ εν γυναιξίν. 29 η δε ιδούσα διεταράχθη επί τώ λόγω αυτού, και διελογίζετο

ποταπός είη ο ασπασμός ούτος. 30 και είπεν ο άγγελος αυτή Μή φοβού, Μαριάμ εύρες γάρ χάριν παρά τώ Θεώ. 31 και ιδού συλλήψη

εν γαστρί και τέξη υιόν, και καλέσεις το όνομα αυτού Ιησούν. 32 ούτος έσται μέγας και υιός υψίστου κληθήσεται, και δώσει αυτώ Κύριος

ο Θεός τον θρόνον Δαυίδ τού πατρός αυτού, 33 και βασιλεύσει επί τον οίκον Ιακώβ εις τους αιώνας, και της βασιλείας αυτού ουκ έσται

τέλος. 34 είπε δε Μαριάμ προς τον άγγελον Πώς έσται μοι τούτο, επεί άνδρα ου γινώσκω; 35 και αποκριθείς ο άγγελος είπεν αυτή

Πνεύμα άγιον επελεύσεται επί σε και δύναμις υψίστου επισκιάσει σοι διό και το γεννώμενον άγιον κληθήσεται υιός Θεού. 36 και ιδού

Ελισάβετ η συγγενής σου και αυτή συνεληφυία υιόν εν γήρει αυτής, και ούτος μην έκτος εστίν αυτή τή καλουμένη στείρα 37 ότι ουκ

αδυνατήσει παρά τώ Θεώ πάν ρήμα. 38 είπεν δε Μαριάμ Ιδού η δούλη Κυρίου γένοιτό μοι κατά το ρήμά σου. και απήλθεν απ' αυτής ο

άγγελος.

Σύμφωνα με τον Ευαγγελιστή Λουκά το γεγονός του Ευαγγελισμού έλαβε χώρα στη Ναζαρέτ, το ασήμαντο αυτό χωριό που δεν

συναντάμε ούτε στην Παλαιά Διαθήκη, ούτε στο Ταλμούδ, ούτε στα κείμενα του Ιώσηπου. Η περιφρονημένη αυτή περιοχή, από την

οποία οι άνθρωποι σκέπτονταν αν δύναται τι αγαθόν είναι; (Ιωάν. 1:46), αποτελεί την πατρίδα των γονέων της Μαρίας (Μαριάμ) και της

ίδιας της μητέρας του Ιησού και πιθανόν και του μνήστορος Ιωσήφ. Τελικά όμως, η Ναζαρέτ τιμήθηκε ιστορικά ως η ιδιαίτερη πατρίδα

του Ιησού Χριστού, του επονομαζόμενου και "Ναζωραίου".
Σύμφωνα με την παράδοση και στοιχεία που αντλούνται από πολλά απόκρυφα κείμενα, το κορίτσι που έμελλε να γίνει η μητέρα του

Ιησού Χριστού, έζησε σ' ένα φτωχικό σπίτι της Ναζαρέτ, όπου η καθημερινή ζωή της περιελάμβανε μεταξύ άλλων, τις πνευματικές

ενασχολήσεις που επέβαλλε το τυπικό της ιουδαϊκής θρησκείας (προσευχή, μελέτη των Γραφών, συμμετοχή στις λατρευτικές

εκδηλώσεις της Συναγωγής). Ο Λουκάς άλλωστε, περιγράφει τη Μαρία ως μια ευσεβή Ιουδαία (Λκ. 2:22, 27, 39).

Τον έκτο μήνα από την σύλληψη του Προδρόμου, ο Αρχάγγελος Γαβριήλ, σταλμένος από τον θεό, συναντά την Μαρία στο μέρος όπου

διέμενε και της απευθύνει τον χαιρετισμό: "Χαίρε, κεχαριτωμένη ο Κύριος μετά σου". Το "χαίρε" του αγγέλου δεν είναι ένας απλός

χαιρετισμός, αλλά θυμίζει τις επαγγελίες για την έλευση του Κυρίου στην αγία πόλη του (π.χ. "Χαίρε σφόδρα, θύγατερ Σιών· κήρυσσε,

θύγατερ Ιερουσαλήμ· ιδού ο βασιλεύς σου έρχεταί σοι..." Ζαχ. 9:9).

Στον χαιρετισμό αυτό, η Μαρία αντιδρά φυσιολογικά για ένα κορίτσι περίπου δεκατεσσάρων ετών, που θα είχε σχεδόν μηδενικές

κοινωνικές συναναστροφές. Οι λέξεις του Γαβριήλ "κεχαριτωμένη", "ευλογημένη συ εν γυναιξίν" δεν από αυτές που συνήθιζε να ακούει

ένα κορίτσι αντίστοιχης ηλικίας και κοινωνικής θέσης. Αρχίζει έτσι να διερωτάται "ποταπός είη ο ασπασμός ούτος", δηλ. ποιας

προέλευσης (θείας ή μή) ήταν αυτός ο χαιρετισμός, συνετιζόμενη ίσως από το παράδειγμα της σχετικής εμπειρίας που είχε η Εύα στον

παράδεισο.


Ο άγγελος, βλέποντας τον δισταγμό της, την καθησυχάζει με τη φράση "Μή φοβού", που παρόμοιες συναντάμε συχνά στην Παλαιά και

στην Καινή Διαθήκη σε γεγονότα θείων αποκαλύψεων (Μτ. 1:20, 14:27 -Μκ. 5:36 -Λκ. 1:13, 1:30, 2:10 - Ιησ. 1:9, Κρ. 6:23, Ιερ. 1:8, Δαν.

10:12 κ.ά.). Αμέσως μετά της δηλώνει ότι βρήκε χάρη από το Θεό, πράγμα που δείχνει πως η Μαρία συγκαταλέγεται πλέον ανάμεσα

σε εκείνα τα πρόσωπα που έγιναν αποδέκτες της εύνοιας του Θεού (Γέν. 6:8, Έξ. 33:13 κ.ά.).

Ακολούθως, ο Γαβριήλ φανερώνει το περιεχόμενο της ευαγγελίας του. Η Μαρία πρόκειται να φέρει στον κόσμο ένα γιο τον οποίο θα

ονομάσει Ιησού και ο οποίος "έσται μέγας" και θα αναγνωριστεί από όλους ως "υιός υψίστου". Για να δηλωθεί πως ο υιός αυτός θα είναι

ο αναμενόμενος Μεσσίας, αναφέρει την καταγωγή του εκ του Δαυίδ όπως προείπαν οι προφήτες και το αιώνιο της Βασιλείας του κατά

τον Δανιήλ: "δώσει αυτώ Κύριος ο Θεός τον θρόνον Δαυίδ τού πατρός αυτού, και βασιλεύσει επί τον οίκον Ιακώβ εις τους αιώνας, και

της βασιλείας αυτού ουκ έσται τέλος" (βλ. 2Σαμ. 7:12 - Ησ. 9:6-7 - Δαν. 2:44, 4:3, 6:26, 7:14).

Αμέσως μετά, η Μαρία εφράζει μια εύλογη απορία, που δείχνει ότι ο Λουκάς αποδίδει μεγάλη σημασία στην παρθενία της Μαρίας,

όπως και σ' όλο του το έργο άλλωστε ενδιαφέρεται για την εγκράτεια (Λκ 2:36, 14:26, 18:29) και για την παρθενία (Πραξ. 21:9).

Αναφέρει βέβαια το γάμο της Μαρίας με τον Ιωσήφ (Λκ 1:27, 2:5), γιατί βλέπει στο γεγονός αυτό τη βάση της μεσσιανικής νομιμότητας

του Ιησού (3:23 εξ) καθώς η αποκάλυψη του θεού, ανταποκρίνεται πάντοτε στα συγκεκριμένα δεδομένα της ιστορίας. Ο "γάμος" της με

τον Ιωσήφ έδωσε την αναγκαία νομιμότητα στα γεγονότα που επακολούθησαν, χωρίς καμιά υποψία και μομφή. Μέσα στο μυστήριο

αυτό της γέννησης του Ιησού, πίσω από το ιστορικό και κοινωνικό προσκήνιο, υπάρχει και μια άλλη αλληλουχία πραγμάτων, εκείνη που

ανήκει σε μιας άλλης φύσεως πραγματικότητα, που δεν είναι θεατή και αποδεκτή από όλους. Στα ιερά κείμενα η αλληλουχία αυτή

εκφράζεται με την επισήμανση ότι ο Ιησούς ήταν μόνο "ο υιός της Μαρίας" και απλώς "ενομίζετο" ως υιός του Ιωσήφ (Λκ. 3:23).


Ο Λουκάς λοιπόν τονίζει για τη νεαρή σύζυγο ότι είναι παρθένος και αυτό φαίνεται από την αντίρρηση που απευθύνει στον άγγελο, όταν

της αναγγέλλει ότι θα γίνει η μητέρα του Μεσσία: "Πώς έσται μοι τούτο, επεί άνδρα ου γινώσκω;" που σημαίνει: "πως θα γίνει αυτό, αφού

ως τώρα δεν έχω συζυγικές σχέσεις". Ο Λουκάς υπαινίσσεται πως η Μαρία ρωτάει όχι από απιστία αλλά για να μάθει τον τρόπο, αφού

την ερώτησή της δεν ακολουθεί κάποιο αντίστοιχο επιτίμιο όπως στον Ζαχαρία που έδειξε να μην πιστεύει την γέννηση του Προδρόμου

(Λκ. 1:20). Καταλαβαίνει ίσως η Μαρία πως θα γίνει αμέσως μητέρα, όπως άλλωστε συνέβει στη μητέρα του Σαμψών που συνέλαβε

μόλις ο άγγελος της ανήγγειλε τη μητρότητα της (Κρ. 13:5-8). Το ερώτημά της Μαρίας, οδηγεί τον Γαβριήλ να της αναγγείλει την

παρθενική σύλληψη του Ιησού με τρόπο υπερφυσικό. Για την πλειοψηφία των χριστιανών, ο στίχος "Πνεύμα άγιον επελεύσεται επί σε

και δύναμις υψίστου επισκιάσει σοι διό και το γεννώμενον άγιον κληθήσεται υιός Θεού'' ερμηνεύεται "Τριαδολογικά", που σημαίνει ότι

αναγνωρίζονται στον στίχο αυτόν δρώντα τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδας: Ο Πατέρας (δύναμις υψίστου), ο Υιός (υιός Θεού) και το

Άγιο Πνεύμα (Πνεύμα άγιον επελεύσεται).
Κατόπιν, ο άγγελος συνεχίζει, και ως πιστοποίηση της δύναμης του Θεού για το θέμα αυτό της σύλληψης, φέρνει το παράδειγμα της

Ελισσάβετ η οποία αν και ήταν σε προχωρημένη ηλικία ήταν ήδη στον έκτο μήνα της κυοφορίας της.

Στο τέλος της Ευαγγελικής περικοπής, ένα σημαντικό, θεολογικό μήνυμα περιέχεται: ο Γαβριήλ τελείωσε μεν την ευαγγελία του προς την

Παρθένο, όχι όμως και την αποστολή του. Περιμένει τη συγκατάθεση της Μαρίας. Για τον Λουκά, ούτε μια τέτοια σπουδαία ενέργεια του

Θεού δεν αφαιρεί από τον άνθρωπο το χάρισμα της συνδημιουργίας: "Ευτυχισμένη Μαρία, ο κόσμος όλος περιμένει τη συγκατάθεσή

σου" αναφέρει ο ιερός Αυγουστίνος. Πράγματι, η μητρότητα αυτή είναι θεληματική. Μπροστά στην απροσδόκητη κλήση που της

αναγγέλλει ο Γαβριήλ, η Μαρία ενδιαφέρεται να καταλάβει το κάλεσμα του Θεού. Οταν η Μαρία διαφωτίζεται πλήρως, δέχεται, και η

διακονία της, είναι προπάντων ελευθερία.

25 ΜΑΡΤΙΟΥ 1821


Πολλές επαναστάσεις ενάντια στην οθωμανική κυριαρχία είχαν λάβει χώρα στον ελληνικό γεωγραφικό χώρο πριν από την μεγάλη

επανάσταση του 1821. Άλλες από αυτές ήταν μικρότερης και άλλες μεγαλύτερης σημασίας, όλες όμως είχαν γενικά τοπικό χαρακτήρα.

Η επανάσταση του 1821 ήταν η μόνη που οργανώθηκε προσεκτικά, πολλά χρόνια πριν την έκρηξή της στην Ελλάδα (σαν Ελλάδα

εννοείται την περίοδο αυτή ο ιστορικός ελληνικός γεωγραφικός χώρος). Στον απόηχο των μεγάλων γεγονότων που συγκλόνισαν την

Ευρώπη (Γαλλική Επανάσταση του 1789, Ναπολεόντιοι πόλεμοι) αλλά και τον κόσμο (Αμερικανική επανάσταση του 1776), που δεν

είχαν αντίκτυπο στις οπισθοδρομικές πλέον οικονομικοπολιτικοστρατιωτικές δομές της αχανούς Οθωμανικής Αυτοκρατορίας του

Μαχμούτ Β' (1808-1839), οι Έλληνες της διασποράς που αποτελούσαν το πιό ενημερωμένο και προοδευτικό κομμάτι του ελληνισμού,

ίδρυσαν κατά το πνεύμα της εποχής δύο εταιρείες, που αντιπροσωπεύουν ανάγλυφα τις δύο τάσεις του ελληνισμού στην προσπάθεια

για την παλιγγενεσία του στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα.

Η Φιλόμουσος Εταιρεία, που ιδρύθηκε στη Βιέννη το 1814[1], ήταν νόμιμη, είχε μέλη πολλούς επιφανείς (Καποδίστριας, Κοραής) και

οικονομικά ισχυρούς Έλληνες της διασποράς, έθετε σαν πρώτο στόχο την πνευματική ανύψωση του γένους των Ελλήνων

(συγκέντρωση πόρων για ίδρυση σχολείων στην Ελλάδα, επάνδρωσή τους με φωτισμένους δασκάλους, υποτροφίες για σπουδές νέων

στο εξωτερικό κλπ.) και κατόπιν όταν οι συνθήκες το ευνοούσαν επανάσταση με εκμετάλλευση κάποιου πιθανού νέου ρωσοτουρκικού

πολέμου ή (και αυτό μάλλον ήταν πιό διαδεδομένο στους κόλπους της εταιρείας) εσωτερική "διάβρωση" της αυτοκρατορίας και

σταδιακή κατά το δυνατόν "ελληνοποίησή" της με την προώθηση Ελλήνων σε καίριες θέσεις της.


Το έμβλημα της Φιλικής ΕταιρείαςΗ Φιλική Εταιρεία, που ιδρύθηκε στην Οδησσό της Ρωσίας το 1814, ήταν μυστική και παράνομη,

θεωρούσε ότι το γένος ήταν έτοιμο και είχε σαν στόχο την συγκέντρωση πόρων αλλά και την δημιουργία των δομών για άμεση

οργάνωση επανάστασης, με επιδίωξη την ίδρυση ανεξάρτητου κράτους και αν οι συνθήκες δεν το επιτρέψουν παραχώρηση

αυτονομίας υπό τους κόλπους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ιδρύθηκε από φλογερούς πατριώτες, ριζοσπαστικά μέλη της (μικρο)

αστικής τάξης και μετά από κάποιες πρώτες δυσκολίες μυήθηκαν σε αυτήν πολλοί λόγιοι, φοιτητές, έμποροι, οικονομικά ισχυροί

Έλληνες της διασποράς και ιδίως μετά την μεταφορά της "έδρας" της στην Κωνσταντινούπολη, πολλοί οικονομικά και πολιτικά ισχυροί,

ιεράρχες, στρατιωτικά ισχυροί (κλέφτες και αρματολοί) αλλά και απλός κόσμος μέσα στα όρια της αυτοκρατορίας. Ο Αλέξανδρος

Υψηλάντης, που ανέλαβε την αρχηγία της Εταιρείας στις 12 Απριλίου 1820 επιδίωκε να προετοιμάσει μια γιγαντιαία

εθνικοαπελευθερωτική επιχείρηση, που θα συντάρασσε τα Βαλκάνια και για το σκοπό αυτό η Εταιρεία εκτός από την εθνεγερτική

δράση της στον ελληνικό γεωγραφικό χώρο και τους Έλληνες έκανε ή προσπάθησε να κάνει μυστικές συμφωνίες με Ρουμάνους,

Σέρβους και Βουλγάρους πατριώτες. Τα συντηρητικά στοιχεία της Φιλικής μαζί με τους προεστούς (κοτζαμπάσηδες) του Μοριά δεν

ήθελαν εκτεταμένες στρατιωτικές επιχειρήσεις στον Ελληνικό χώρο και προωθούσαν την ιδέα να γίνει εκμετάλλευση της προστριβής

μεταξύ Πύλης και Αλή πασά. Φήμες ότι τα σχέδια της Φιλικής είχαν προδοθεί στον σουλτάνο από τους Άγγλους υποχρέωσαν τον

αρχηγό της να αναπροσαρμόσει το αρχικό σχέδιο, προχωρώντας σε μιά τοπική εξέγερση στις ρουμανικές ηγεμονίες, ελπίζοντας ότι θα

τραβήξει προς τα εκεί την προσοχή των Οθωμανών, ώστε να γίνει δυνατή αργότερα η εξέγερση στην Ελλάδα χωρίς μεγάλη οθωμανική

στρατιωτική πίεση.

Σημείωση: Όλες οι ημερομηνίες του παρόντος άρθρου αναφέρονται στο παλιό ημερολόγιο, εκτός και αν σημειώνεται διαφορετικά.
Το γενικό των Φιλικών πρόβλεπε ότι η επανάσταση έπρεπε να ξεκινήσει τις πενήντα πρώτες ημέρες του 1821, όταν ο Υψηλάντης θα

έφτανε στη Μάνη για να αναλάβει την αρχηγία της. Για την προετοιμασία της επανάστασης έφτασε στον Μοριά ήδη από το τέλος του

1820, ο αρχιμανδρίτης Γρηγόριος Δικαίος Παπαφλέσσας, εξουσιοδοτημένος από την Εταιρεία να προετοιμάσει γενικά την επανάσταση

και υπεύθυνος μαζί με τον Αναγνωσταρά για την Μεσσηνία.

Στις 24 Δεκεμβρίου 1820 εκστρατεύει από την Τριπολιτσά εναντίον του Αλή πασά στα Ιωάννινα, ο Χουρσίτ πασάς του Μοριά και

μειώνονται σημαντικά οι αξιόμαχες τουρκικές στρατιωτικές δυνάμεις στην περιοχή. Στις 6 Ιανουαρίου περνά στο Μοριά από την

Ζάκυνθο, ειδοποιημένος από τους Φιλικούς ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Ο Παπαφλέσσας οργώνει τον Μοριά μιλώντας για την

επανάσταση σε πόλεις και χωριά. Ο Κολοκοτρώνης κάνει συγκεντρώσεις καπεταναίων από όλη την Πελοπόννησο και τους ενημερώνει

να πάρουν τα όπλα μόλις δοθεί το σύνθημα. Άλλοι Φιλικοί προετοιμάζουν την επανάσταση σε Ρούμελη, Θεσσαλία και Μακεδονία.

Στις 26 Ιανουαρίου γίνεται στη Βοστίτσα (Αίγιο) η λεγόμενη σύναξη των προεστών του Μοριά. Μετέχουν επίσημοι αντιπρόσωποι των

προεστών της Πάτρας και των Καλαβρύτων, τρεις ιεράρχες (δεσπότες) μεταξύ των οποίων ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, διάφοροι

προεστοί και καπεταναίοι από όλη την Πελοπόννησο και ο Παπαφλέσσας. Παπαφλέσσας και καπεταναίοι δηλώνουν έτοιμοι για

εξέγερση, οι προεστοί είναι διστακτικοί και ζητούν εγγυήσεις για την υποστήριξη της Ρωσίας, τελικά συμφωνούν όλοι να περιμένουν την

άφιξη του Υψηλάντη για να ξεκινήσει η εξέγερση.


Ο Αλέξανδρος ΥψηλάντηςΜετά την ουσιαστική αποτυχία στο συντονισμό μιας βαλκανικής εξέγερσης, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης

αποφασίζει να εισβάλει στα ρουμανικά πριγκηπάτα κηρύσσοντας την επανάσταση. Πρώτη πολεμική πράξη ήταν η διάβαση του

ποταμού Προύθου, στην Μολδαβία στις 22 Φεβρουαρίου 1821 και η είσοδος στο Γιάσι (Ιάσιο). Στις 24 Φεβρουαρίου βγάζει την ιστορική

του προκήρυξη που καλεί τους Έλληνες να πάρουν τα όπλα, βεβαιώνοντας ότι "μια κραταιά δύναμις" είναι έτοιμη να βοηθήσει τον

αγώνα. Την 1 Μαρτίου αρχίζει την πορεία του προς τη Βλαχία αφού ενώθηκε με τα τμήματα του Γεωργάκη Ολύμπιου, του Φαρμάκη και

πολλών Ελλήνων εθελοντών. Μαζί με τον Ιερό Λόχο που είχε συγκροτηθεί από 500 περίπου σπουδαστές των σχολών των

πριγκηπάτων, η στρατιωτική δύναμη του Υψηλάντη έφτανε τους 7.000, μεταξύ των οποίων ήταν Βαλκάνιοι γείτονες (Σέρβοι, Βούλγαροι,

Αρβανίτες).

Την 1 Μαρτίου ξεκινά από την Κωνσταντινούπολη με προορισμό την Πελοπόννησο, μετά από ενέργειες του Φιλικού Ξάνθου, ένα καράβι

φορτωμένο με προκηρύξεις για εξέγερση. Με το καράβι αυτό θα φτάσει στη Μάνη στα τέλη Μαρτίου και η είδηση της εξέγερσης στα

ρουμανικά πριγκηπάτα. Κάποιες αναταραχές των χριστιανών στην Πόλη σχετικές με την εξέγερση στα πριγκηπάτα, θα δώσουν όταν

ξεσπάσει η επανάσταση στο Μοριά αφορμή για σφαγές.

Η Πύλη θεωρούσε πρωταρχικό θέμα την αντιμετώπιση της ανταρσίας του Αλή πασά, αλλά ανησυχούσε σοβαρά από τις φήμες και τις

καταγγελίες των Άγγλων για εξέγερση στο Μοριά. Λίγο μετά την εξέγερση στις ρουμανικές ηγεμονίες, αλλά όχι εξαιτίας της, οι Τούρκοι

της Τριπολιτσάς κάλεσαν τους προεστούς του Μοριά με πρόσχημα την συνηθισμένη κοινή ετήσια σύσκεψη, με στόχο όμως να τους

κρατήσουν ομήρους. Οι περισσότεροι προεστοί ήταν διστακτικοί και δεν πήγαν και σωστά, αφού όσοι πήγαν εκτελέστηκαν με το

ξέσπασμα της επανάστασης.

Στις 11 Μαρτίου φτάνει με καράβι στην Χαλκιδική ο Φιλικός Εμμανουήλ Παππάς με εντολή να οργανώσει την επανάσταση. Πολλοί

καλόγεροι από το Άγιο Όρος ξεσηκώνονται έτοιμοι να τον ακολουθήσουν και γίνονται επαφές με Μακεδόνες οπλαρχηγούς σε μια

προσπάθεια να προετοιμαστεί μια συντονισμένη εξέγερση.

Στα μέσα Μαρτίου 1821 ο Παπαφλέσσας είχε ολοκληρώσει τον κύκλο των περιοδειών του στην Πελοπόννησο και βρισκόταν μαζί με τον

Αναγνωσταρά στη Μεσσηνία, που ήταν η περιοχή για την οποία είχε ταχθεί υπεύθυνος από την Φιλική Εταιρεία. Ο Κολοκοτρώνης ήταν

επίσης στο χώρο ευθύνης του, τη Μάνη. Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος ήταν κρυμένος στην Πάτρα, έτοιμος να αναλάβει δράση. Άλλοι

Φιλικοί ήταν σε διάφορους χώρους ευθύνης ο καθένας. Παρά τις αμφιβολίες των προεστών, το κλίμα στην Πελοπόννησο ήταν έντονα

επαναστατικό και ένας σπινθήρας έλειπε για την έκρηξη. Στο δεκαήμερο μεταξύ 14-25 Μαρτίου δόθηκε το έναυσμα της επανάστασης

σε διαφορετικά σημεία στο Μοριά.Στις 14 Μαρτίου 1821 καταφθάνει στη Ζάχολη , από το Μοναστήρι του Προφήτη Ηλία του Κούτου , ο

ηγούμενος Γερμανός ,όπου μετά από πανηγηρική δοξολογία στον ναό του Αγίου Γεωργίου,υψώνει την Σημαία της Επαναστάσεως με τα

σύμβολα της Φιλiκής Εταιρείας και μαζί με τους Ζαχολίτες οπλαρχηγούς Παναγιωτάκη Γεραρή και Χρήστο Ζίνη ή Ζαχολίτη εκδιώκουν

από την Ζάχολη τις τούρκικες οικογένειες.Στό Φενεό ο Αναγνώστης Κορδής και ο Χρήστος Ζαχολίτης, μετά από συμπλοκή σκότωσαν

τούρκους γυφτοχαράτζηδες και ύστερα με ένοπλους Ζαχολίτες ενίσχησαν τη μικρή δύναμη του Φιλικού Νικόλα Σολιώτη που μαζί με

τους Ζαχολίτες επιτέθηκε σε Οθωμανούς φοροεισπράκτορες (χαρατζήδες) στο χωριό Πόρτα των Καλαβρύτων. Παράλληλα ο

Παναγιωτάκης Γεραρής με 60 Ζαχολίτες ξεκίνησε γιά να λάβει μέρος στην πολιορκία της Ακροκορίνθου που άρχισε στις 24 Μαρτίου.

Στις 20 Μαρτίου ο Σολιώτης με τους Πετμεζαίους χτύπησαν τους Οθωμανούς στους τρεις πύργους των Καλαβρύτων, όπου κλείστηκαν

οι ντόπιοι μουσουλμάνοι και ξεκίνησαν την πολιορκία τους πιάνοντας τον πασά των Καλαβρύτων Αρναούτογλου . Στις 21 Μαρτίου,

ξεσηκώθηκε η Πάτρα από τους Φιλικούς Παναγιώτη Καρατζά, Βαγγέλη Λειβαδά και Ν. Γερακάρη και οι Οθωμανοί αναγκάστηκαν να

κλειστούν στο φρούριό της και η Μάνη[2] με τους Κολοκοτρώνη, Παπαφλέσσα, Νικηταρά και Κεφάλα. Στη Μάνη εξοπλίστηκαν 2.000

Μανιάτες και Μεσσήνιοι με πολεμοφόδια που είχαν σταλεί από τους Φιλικούς της Σμύρνης και είχαν φτάσει εκεί με καράβια. Στις 23

Μαρτίου μπήκαν στην Καλαμάτα και αυτό είναι η πρώτη πολεμική επιτυχία της επανάστασης. Στις 24 Μαρτίου μαζεύτηκαν στα

περίχωρα της Καλαμάτας γύρω στους 5.000 Έλληνες για να πάρουν την ευλογία της Εκκλησίας και την ίδια μέρα ξεσηκώθηκε η

Φωκίδα στη Ρούμελη.

Στην Καλαμάτα συστάθηκε η Μεσσηνιακή γερουσία και ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης τοποθετήθηκε επικεφαλής της. Πρώτη πράξη της

νέας εξουσίας ήταν να στείλει έγγραφο προς τα χριστιανικά έθνη ζητώντας τη βοήθειά τους και αυτό το έγγραφο είναι και η πρώτη

πράξη διεθνούς δικαίου της επανάστασης. Στην Πάτρα ιδρύθηκε το Αχαϊκό διευθυντήριο, από τους προεστούς Ανδρέα Λόντο και

Χαραλάμπη, τον Παπαδιαμαντόπουλο και το δεσπότη Παλαιών Πατρών Γερμανό.

Στα πριγκηπάτα η επανάσταση εξαπλώνεται με επιτυχία. Οι Ρουμάνοι σύμμαχοι ήταν συσπειρωμένοι γύρω από τον εθνικό τους ηγέτη,

συνεργάτη των Φιλικών Τούντορ (Θεόδωρος) Βλαντιμιρέσκου, που είχε κηρύξει επανάσταση ένα μήνα πριν ο Υψηλάντης περάσει τον

Προύθο. Στις 21 Μαρτίου ο Βλαντιμιρέσκου με 6.000 πεζούς και 2.500 ιππείς καταλαμβάνει το Βουκουρέστι μέσα σ ένα κλίμα γενικού

ενθουσιασμού του πληθυσμού και ακολουθεί ο Υψηλάντης που μπήκε στην πόλη με τον στρατό του στις 27 Μαρτίου. Όλα έδειχναν ότι

τα δύο κινήματα, θα συνεργάζονταν για την επιτυχία της εξέγερσης όμως για ποικίλους λόγους αυτό δεν έγινε.

Ο όρκος στην Αγία Λαύρα
Πίνακας του Θεόδωρου ΒρυζάκηΗ 25η Μαρτίου είναι εθνική εορτή, καθώς είχε οριστεί με βασιλικό διάταγμα του Όθωνα στις 15

Μαρτίου του 1838 ως επέτειος της έναρξης της Επανάστασης, μάλλον με την έννοια της συμπύκνωσης στην ημέρα αυτή των

επαναστατικών γεγονότων των ημερών.

Για το τί έγινε εκείνες τις ημέρες υπάρχουν πολλές διαφορετικές απόψεις. Σύμφωνα με την παράδοση στις 25 Μαρτίου του 1821, ο

Παλαιών Πατρών Γερμανός ευλόγησε μία ελληνική σημαία και κήρυξε την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης στο μοναστήρι της Αγίας

Λαύρας. Όμως, η Ελληνική Επανάσταση είχε ήδη ξεκινήσει στις 21 Φεβρουαρίου από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη στο Ιάσιο. Ο ίδιος ο

Γερμανός δεν αναφέρει απολύτως τίποτα σχετικό στα απομνημονεύματά του, για την ημέρα εκείνη, αλλά αντιθέτως ότι δε βρισκόταν στη

Λαύρα.[3] Παρ'ολα αυτά το γεγονός οτι ο Παλαιών Πατρών Γερμανός άφησε ανολοκλήρωτα απομνημονεύματα δεν μας αφήνει να

βγάλουμε ασφαλή συμπεράσματα. [1]

Οι περισσότεροι ιστορικοί, όπως αναφέρει ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, ήταν της άποψης που αναφέρεται στα

απομνημονεύματα του Παλαιού Πατρών Γερμανού, δηλαδή, "οι δε συγκεντρωθέντες αποφάσισαν να μην δώσουν αιτίαν τινά, αλλά ως

φοβισμένοι να παραμερίσωσι εις ασφαλή μέρη". Άλλοι ιστορικοί υποστηρίζουν ότι ο πυρήνας της όλης ιστορίας διασώζει κάποια

ιστορική αλήθεια, βασιζόμενοι σε προσωπικά αρχεία αγωνιστών και ιεραρχών του 1821, που ισχυρίζονται ότι ο Παλαιών Πατρών

Γερμανός τέλεσε δοξολογία στις 17 Μαρτίου στην Αγία Λαύρα, ύψωσε το λάβαρο και όρκισε ορισμένους κοτζαμπάσηδες και

επισκόπους του Μωριά, που βρίσκονταν εκεί για τον εορτασμό του Αγίου Αλεξίου. [2] Το μόνο σίγουρο είναι ότι οι συγκεντρωμένοι

έφυγαν από την Αγία Λαύρα έχοντας γνώση της επικείμενης έναρξης επανάστασης.

Στην Στερεά Ελλάδα κηρύχθηκε επίσημα η έναρξη της επανάστασης στις 27 Μαρτίου, στη μονή οσίου Λουκά κοντά στη Λιβαδειά, με

παρόντες τους οπλαρχηγούς Αθανάσιο Διάκο και Βασίλη Μπούσγο και προκρίτους της περιοχής.

Στο συμβούλιο των οπλαρχηγών στη Μεσσηνία ο Κολοκοτρώνης πρότεινε σαν βασικό στόχο την Τρίπολη, που ήταν το στρατιωτικό και

διοικητικό κέντρο της Πελοποννήσου και μετά από τη διαφωνία του Μαυρομιχάλη, που είχε οριστεί αρχιστράτηγος, άρχισε πορεία

στρατολόγησης στην Αρκαδία. Ανάλογες πορείες έκαναν άλλοι οπλαρχηγοί σε διάφορες περιοχές. Στις 29 Μαρτίου ο Κολοκοτρώνης

είχε μαζέψει 6.000 άνδρες και προσπάθησε να πολιορκήσει την Καρύταινα, όμως στην πρώτη έξοδο των Τούρκων, το στράτευμα

διαλύθηκε. Δεν απογοητεύτηκε και μεθοδικά εγκατέστησε φρουρές σε επίκαιρα σημεία γύρω από την Τρίπολη (Λεβίδι, Πιάνα,

Χρυσοβίτσι, Βέρβαινα, Βαλτέτσι, Τρίκορφα), για να μπορούν να ελεγχθούν οι δρόμοι που οδηγούσαν προς τα εκεί.

Η επανάσταση επεκτάθηκε γρήγορα σε όλη την Πελοπόννησο και Ανατολική Στερεά και είχε μεγάλη επιτυχία αφού πέρασαν στον

έλεγχο των επαναστατών πολύ σύντομα,Ζάχολη (14 Μαρτίου), Καλαμάτα (23 Μαρτίου), Αίγιο (23 Μαρτίου), Καλάβρυτα (26 Μαρτίου),

Άργος, Καρύταινα, Μεθώνη, Νεόκαστρο, Φανάρι, Γαστούνη, Ναύπλιο στην Πελοπόννησο και Σάλωνα (Πανουργιάς, 27 Μαρτίου),

Γαλαξίδι (Γκούρας, 28 Μαρτίου), Λιδωρίκι (Σκαλτζάς, 28 Μαρτίου), Μαλανδρίνο (Σκαλτζάς, 30 Μαρτίου), Λιβαδειά (Διάκος, 31 Μαρτίου),

Θήβα (Μπούσγος, 3 Απριλίου), Αταλάντη στη Στερεά Ελλάδα.

Οι Οθωμανοί περιορίστηκαν στα κάστρα όπου είχαν αρχίσει πολιορκίες. Τα σπουδαιότερα από αυτά τα κάστρα ήταν: το κάστρο του

Μοριά (Ρίο) με το αντίστοιχο κάστρο της Ρούμελης (Αντίρριο), της Πάτρας, του Ακροκορίνθου πάνω από την Κόρινθο, τα δύο κάστρα του

Ναυπλίου (το Παλαμήδι και το Μπούρτζι), της Μονεμβασιάς, της Μεθώνης, της Κορώνης, το Νεόκαστρο και το Παλαιόκαστρο του

Ναυαρίνου (Πύλος) και το κάστρο της Τριπολιτσάς (Τρίπολη). Στο κάστρο του Άργους που ήταν παραμελημένο δεν κλείστηκαν

Οθωμανοί. Όλα τα κάστρα ήταν κτισμένα (Βυζαντινοί, Ενετοί, Οθωμανοί) κατά βάση παράλια σε δύσβατα σημεία και είχαν το

πλεονέκτημα της δυνατότητας τροφοδοσίας από θάλασσα (οθωμανικός στόλος), πλην του κάστρου της Τρίπολης που ήταν κτισμένο

γύρω από την πόλη. Μέχρι το τέλος Μαρτίου οι μουσουλμάνοι είχαν απωθηθεί ή εγκαταλείψει τα πεδινά της Πελοποννήσου (ένα τμήμα

της Ηλείας γύρω από το Λάλα έμενε υπό τον έλεγχο των ντόπιων Αλβανών) και είχαν περιοριστεί στα κάστρα, μερικά από τα οποία (αν

άντεχαν στην πολιορκία) θεωριόταν ικανά για ανάκτηση ολόκληρης της Πελοποννήσου. Οι περισσότεροι από αυτούς είχαν

συγκεντρωθεί στην Τρίπολη.

Τα κάστρα πολιορκούσαν ομάδες ατάκτων υπό την "διοίκηση" ντόπιων καπεταναίων, προεστών ή ιεραρχών που είχαν ξεσηκωθεί και

ο αριθμός των πολιορκητών δεν ήταν σταθερός αλλά αυξομειώνονταν ανάλογα με τις περιστάσεις. Η πιο οργανωμένη πολιορκία ήταν

της Τρίπολης (Κολοκοτρώνης, Νικηταράς) η οποία δεν ήταν ασφυκτική αλλά επιτελική με κατοχή και οχύρωση καίριων υψωμάτων

γύρω από την πόλη, που έλεγχαν της προσβάσεις προς αυτή. Το οθωμανικό ιππικό όμως είχε το πάνω χέρι στο οροπέδιο της πόλης,

επιτρέποντας τον ανεφοδιασμό της με τα απαραίτητα.

Σε διεθνές (ευρωπαϊκό) επίπεδο η είδηση για εξέγερση στα πριγκηπάτα από τον Υψηλάντη δεν έγινε ευνοϊκά δεκτή από τις ισχυρές

δυνάμεις της εποχής και μετά από μια σειρά διπλωματικών διεργασιών (Αγγλία, Αυστρία) και πιέσεων ο τσάρος της Ρωσίας

Αλέξανδρος αποκηρύσσει τελικά την εξέγερση και ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε' της Κωνσταντινούπολης αφορίζει τον Υψηλάντη και καλεί

τον πληθυσμό να μείνει υπάκουος στο καθεστώς. Τα γεγονότα αυτά επηρεάζουν το κίνημα στις ηγεμονίες και από το σημείο αυτό και

μετά λανθασμένες επιλογές από το ελληνικό και ρουμανικό στρατόπεδο φέρνουν την τελική αποτυχία της εξέγερσης στα πριγκηπάτα.

Οι ειδήσεις για εξέγερση και στο Μοριά έφτασαν στο τέλος Μαρτίου και στην Υψηλή Πύλη. Η πρώτη αντίδραση ήταν η προσπάθεια

περιορισμού της εξέγερσης στο Μοριά, που εκδηλώθηκε με τρομοκρατικές σφαγές διακεκριμένων προσώπων και προεστών στην

Πόλη, αλλά και σε άλλες πόλεις της αυτοκρατορίας που το ελληνικό στοιχείο ήταν σημαντικό, όπως τις Κυδωνίες (Αϊβαλί), Ρόδο, Κύπρο.

Δεν είναι δυνατό να εκτιμηθεί η έκταση και ο αριθμός των θυμάτων των σφαγών σε αυτές τις περιοχές. Ανήμερα το Πάσχα (10 Απριλίου

1821), μετά τη θεία λειτουργία, καθαιρέθηκε και απαγχονίστηκε στην κεντρική πύλη του πατριαρχείου στην Κωνσταντινούπολη ο

πατριάρχης Γρηγόριος Ε' (πάνω από 70 ετών τότε), σε μιά καθαρά πολιτική κίνηση της Πύλης, αφού δεν είχε δοθεί κανενός είδους

αφορμή για αυτή την ενέργεια. Το σώμα του, αφού έμεινε κρεμασμένο για τρεις μέρες, περιφέρθηκε στην πόλη από τον όχλο,

μεταφέρθηκε με ακάτιο και ρίχτηκε στην μέση του Κεράτιου κόλπου[4].

Η πρώτη στρατιωτική αντίδραση από τους Οθωμανούς στις ειδήσεις για εξέγερση των Ελλήνων ήρθε από τον Γιουσούφ πασά Σέρεζλη

(από τις Σέρρες). Βρισκόταν με στρατό στο Βραχώρι (Αγρίνιο) καθ' οδόν προς την Εύβοια όταν έμαθε για την πολιορκία της Πάτρας.

Διεκπεραιώθηκε μέσω Ρίου στην Πελοπόννησο στις 3 Απριλίου, έκαψε την Πάτρα, αιφνιδίασε και διάλυσε τους πολιορκητές του

φρουρίου της και εγκαταστάθηκε εκεί. Το φρούριο (ακρόπολη) της Πάτρας και τα γειτονικά φρούρια του Μοριά (Ρίο) και της Ρούμελης

(Αντίρριο) θα μείνουν στα χέρια των Οθωμανών σε όλη τη διάρκεια του πολέμου, δίνοντας στα τουρκικά στρατεύματα μια σημαντική

δίοδο πρόσβασης προς τα ενδότερα της Πελοποννήσου.

Αρχές Απριλίου άρχισαν να κινούνται και τα νησιά. Παρόλο που η Φιλική Εταιρεία είχε διείσδυση σε αυτά παρατηρείται σχετική

καθυστέρηση στον ξεσηκωμό, που οφείλεται σε τοπικές οργανωτικές αλλά και κοινωνικές ιδιαιτερότητες, και σε κάποια από αυτά

λαϊκές εξεγέρσεις προηγούνται και επισπεύδουν την κήρυξη της επανάστασης. Στις 30 Μαρτίου ξεσηκώθηκε η Ύδρα από τον πλοίαρχο

δεύτερης σειράς Αντώνη Οικονόμου. Οι οικοκυραίοι (πλοιοκτήτες) ήταν διστακτικοί και ο Οικονόμου ίδρυσε στις 31 Μαρτίου τη Διοίκηση,

σε αντιδιαστολή με την υπάρχουσα Καγγελαρία. Στις 3 Απριλίου ξεσηκώθηκαν από ντόπιους φιλικούς οι Σπέτσες και ακολούθησαν ο

Πόρος, η Σαλαμίνα και η Αίγινα και στις 10 Απριλίου τα Ψαρά. Την ίδια μέρα ο αρματολός Γιάννης Δυοβουνιώτης μπήκε στην

Μπουδουνίτσα (Μενδενίτσα) της Ρούμελης. Στην Αττική ο Φιλικός Μελέτης Βασιλείου και άλλοι ντόπιοι μικροκαπετάνιοι αφού

στρατολόγησαν αγρότες και χωρικούς για αρκετές μέρες, μπήκαν αιφνιδιαστικά στην Αθήνα στις 15 Απριλίου, περιορίζοντας τους

ντόπιους μουσουλμάνους στο κάστρο της Ακρόπολης και την ίδια μέρα η Ύδρα κήρυξε επισήμως την επανάσταση. Στις 18 Απριλίου οι

Ρουμελιώτες αρματολοί Διάκος, Δυοβουνιώτης και Πανουργιάς μπήκαν στο Πατρατζίκι (Υπάτη) και την ίδια μέρα ξεσηκώθηκε η Σάμος

με τον Φιλικό Λυκούργο Λογοθέτη.

Η στρατιωτική απάντηση του Χουρσίτ πασά της Πελοποννήσου, που βρισκόταν[5] στα Γιάννενα διευθύνοντας τις επιχειρήσεις εναντίον

του Αλή πασά, προέβλεπε την προσβολή της εξέγερσης στην Πελοπόννησο με τακτικό στρατό, πεζικό και ιππικό, από δύο μεριές: Από

τη μια απευθείας διεκπεραίωση στρατευμάτων μέσω Ρίου-Αντιρρίου και από την άλλη κάθοδο διαμέσου της ανατολικής Στερεάς με

καταστολή της εξέγερσης που είχε ήδη αρχίσει εκεί. Το πρώτο σκέλος των στρατευμάτων υπό τη διοίκηση του Μουσταφάμπεη, πέρασε

στην Πελοπόννησο πολύ νωρίς (6 Απριλίου) και επιδόθηκε σε συστηματικές καταστροφές πόλεων που είχαν περιέλθει στους

εξεγερμένους. Το δεύτερο σκέλος των στρατευμάτων υπό τον Ομέρ Βρυώνη και τον Κιοσέ Μεχμέτ βρισκόταν στη Φθιώτιδα στις 19

Απριλίου με εντολή τη διενέργεια τακτικών εκκαθαριστικών επιχειρήσεων από βορά προς νότο.

Τα ελληνικά στρατιωτικά τμήματα που (μια μέρα πριν) είχαν καταλάβει την Υπάτη, αποφάσισαν να την εγκαταλείψουν και να

αντιμετωπίσουν την οθωμανική στρατιά στην Φθιώτιδα σε τρία σημεία: Ο Πανουργιάς στη Χαλκωμάτα, ο Δυοβουνιώτης στο

Γοργοπόταμο και ο Διάκος στην Αλαμάνα. Στις 24 Απριλίου, ο Ομέρ Βρυώνης επιτέθηκε και στα τρία σημεία ταυτόχρονα. Ο Πανουργιάς

και ο Δυοβουνιώτης αναγκάστηκαν σε υποχώρηση, όμως το τμήμα του Διάκου που αντιστάθηκε πεισματικά στη γέφυρα της Αλαμάνας

σφαγιάστηκε και ο ίδιος συνελήφθη επιτόπου[6]. Λίγες μέρες αργότερα τα ελληνικά στρατιωτικά σώματα ηττήθηκαν στο Ελευθεροχώρι

της Λαμίας. Στις 8 Μαΐου ο Οδυσσέας Ανδρούτσος κατάφερε πλήγμα στον Ομέρ Βρυώνη στο χάνι της Γραβιάς. Με 120 μαχητές

αντιμετώπισε επιτυχημένα όλη την ημέρα τις οθωμανικές επιθέσεις προξενώντας τους σημαντικές απώλειες και αποσύρθηκε τη νύχτα

προς τα βουνά, με ελάχιστες δικές του απώλειες. Λίγες μέρες αργότερα οθωμανικό στρατιωτικό σώμα απέτυχε να καταλάβει τα

Βλαχοχώρια της Γκιώνας, που υπερασπίζονταν ο Γιάννης Γκούρας. Οι τελευταίες αυτές επιτυχίες αναπτέρωσαν το ηθικό των

επαναστατημένων και προβλημάτισαν τους Τούρκους, που αποσύρθηκαν προσωρινά στην Μενδενίτσα.

Στις 6 Απριλίου είχε περάσει μέσω Ρίου στην Πελοπόννησο ο Μουσταφάμπεης, κεχαγιάμπεης του Χουρσίτ πασά, με εντολή την

καταστολή της εξέγερσης. Έκαψε τη Βοστίτσα (Αίγιο), διάλυσε την πολιορκία του Ακροκόρινθου, έκαψε το Άργος, σύντριψε την

αντίσταση που βρήκε στον ποταμό Ξεριά[7], διάλυσε την πολιορκία του Ναυπλίου και μπήκε πανηγυρικά στην Τρίπολη στις 6 Μαΐου.

Στις 12 Μαΐου επιχείρησε μια πρώτη απόπειρα διάσπασης της πολιορκίας της Τρίπολης και επιτέθηκε με ισχυρές δυνάμεις εναντίον των

πολιορκητών, στο Βαλτέτσι από βορά και νότο. Τη θέση υπερασπίσθηκαν λυσσαλέα, στρατιωτικά σώματα των Μαυρομιχαλαίων

(Κυριακούλης, Ηλίας και Γιάννης), του Κολοκοτρώνη, των Πλαπουταίων και άλλων καπεταναίων. Την επόμενη ο Μουσταφάμπεης

άρχισε υποχώρηση που η ελληνική αντεπίθεση μετέτρεψε σε άτακτη φυγή με σημαντικές απώλειες. Επιζητώντας με κάθε τρόπο την

διάνοιξη δρόμου προς τη Μεσσηνία ο Μουσταφάμπεης επιτέθηκε στις 18 Μαΐου στα Δολιανά και στα Βέρβαινα, όπου ηττήθηκε από τα

ελληνικά στρατιωτικά σώματα και επέστρεψε άπρακτος στην Τρίπολη. Οι νίκες αυτές, που οφείλουν πολλά στην επιμονή, την

μεθοδικότητα αλλά και τις στρατηγικές ικανότητες του Κολοκοτρώνη (αρχιστράτηγος από τις αρχές Μαΐου), επέτρεψαν την στενότερη

πολιορκία των φρουρίων, στα οποία άρχισαν να σημειώνονται ελλείψεις των αναγκαίων αφού ο ελληνικός στόλος είχε ήδη περιορίσει

με τη δραστηριότητά του, την από θάλασσα τροφοδοσία τους.

Στις πρώτες του εξόδους και περιπολίες τον Απρίλιο, ο ελληνικός στόλος κυρίεψε αρκετά πλοία και μαζεύτηκαν μεγάλες ποσότητες από

λάφυρα. Η θέα του ελληνικού στόλου με την επαναστατική σημαία, βοηθούσε να ξεσηκωθούν νησιά ή παραθαλάσσιες περιοχές που

δεν είχαν μέχρι τότε ξεσηκωθεί και τα πληρώματα του στόλου δεν δίσταζαν να βγουν οπλισμένα στη στεριά και να συμμετέχουν σε

επιχειρήσεις. Σημαντική ήταν η συμβολή του στόλου και στον από θαλάσσης αποκλεισμό και κανονιοβολισμό των φρουρίων που

πολιορκούνταν (Ναύπλιο, Μονεμβασία).


Ναυτικό κανόνι του 1821Στις 7 Μαΐου επαναστάτησαν με πρώτο τις Μηλιές, τα Εικοσιτέσσερα (τα χωριά του Πηλίου) της Θεσσαλίας,

όπου ο υπεύθυνος για την περιοχή Φιλικός Άνθιμος Γαζής είχε προετοιμάσει το έδαφος από νωρίς με σημαντική εθνεγερτική δράση και

επαφές με τους ντόπιους αρματολούς Μπασδέκηδες (Κυριάκο και Παναγιώτη). Οι ισχυροί προεστοί (κοτζαμπάσηδες) ήταν πολύ

αρνητικοί στην ιδέα της επανάστασης, όμως όταν εμφανίστηκαν από το Τρίκερι τρία πλοία του ελληνικού στόλου, ο λαός δεν μπορούσε

πια να συγκρατηθεί. Στις 9 Μαΐου οι επαναστάτες από όλα τα χωριά μαζεύτηκαν έξω από το Βόλο και πολιόρκησαν τους Οθωμανούς

που κλείστηκαν στο φρούριο της πόλης. Στην πολιορκία βοήθησαν και τα ελληνικά πλοία και πληρώματα. Στις 11 Μαΐου οι επαναστάτες

μπήκαν στο Βελεστίνο (οι Οθωμανοί κλείστηκαν στους 4 ισχυρότερους πύργους) και εκεί μαζεύτηκαν την ίδια μέρα αντιπρόσωποι από

τα επαναστατημένα χωριά, κηρύχθηκε επίσημα η επανάσταση και συστάθηκε η Βουλή της Θετταλομαγνησίας, με πρόεδρο τον Άνθιμο

Γαζή και γραμματέα τον Φίλιππο Ιωάννου. Οι επαναστάτες στη Θεσσαλία ήταν στην συντριπτική τους πλειοψηφία άτακτοι χωρικοί,

χωρίς κανενός είδους στρατιωτική εμπειρία, αλλά και χωρίς τα απαραίτητα όπλα και πολεμοφόδια και όταν λίγες μέρες αργότερα

εμφανίστηκε πολυπληθής οθωμανική στρατιά από τη Λάρισα υπό τη διοίκηση του Μαχμούτ πασά Δράμαλη (από τη Δράμα),

διαλύθηκαν αμέσως προς τα χωριά τους. Ο Δράμαλης έκαψε την Κάπουρνα και τα Κανάλια, ανέβηκε μέχρι τη Μακρυνίτσα και ζήτησε

από όλα τα χωριά να πληρώσουν μεγάλα πρόστιμα. Οι περισσότεροι επαναστάτες φοβισμένοι υπέκυψαν και οι κοτζαμπάσηδες

προσκύνησαν φέρνοντας στον Δράμαλη πλούσια δώρα. Αυτός προωθήθηκε προς το Λαύκο επιδιώκοντας να μπεί στις Μηλιές, που

ήταν το στρατηγείο της επανάστασης, όμως στις 25 Μαΐου συνάντησε αντίσταση στα Λεχώνια και δεν προχώρησε. Στις Μηλιές η

κατάσταση ήταν αντιφατική, με τους κοτζαμπάσηδες να θέλουν να προσκυνήσουν και τους επαναστάτες με τον Γαζή να θέλουν να

αντισταθούν. Τελικά ο Γαζής αναγκάστηκε να φύγει στη Σκιάθο και οι Μηλιές προσκύνησαν στα μέσα Ιουνίου τον Δράμαλη που έφτασε

μέχρι τη Μηλίνα και δεν προχώρησε άλλο. Όσοι επαναστάτες απέμειναν προωθήθηκαν προς το Τρίκερι και πολλά γυναικόπαιδα

πέρασαν σε Σκιάθο και Σκόπελο. Όταν αποχώρησε ο Δράμαλης η επανάσταση έμεινε ζωντανή στο Λαύκο, την Αργαλαστή, το

Προμμύρι και το Τρίκερι.

Την ίδια μέρα που γίνονταν η μάχη στη Γραβιά (8 Μαΐου) και μια μέρα μετά την έναρξη της επανάστασης στη Θεσσαλία, επαναστάτησε

και το γειτονικό Ξεροχώρι (Ιστιαία) στην βόρεια Εύβοια. Από εκεί η επανάσταση διαδόθηκε στην Λίμνη και στην Κύμη της Εύβοιας, που

ανήκε στο ισχυρό πασαλίκι του Εγρίπου (Ευρίπου) με πρωτεύουσα τη Χαλκίδα και είχε σημαντικές οθωμανικές στρατιωτικές δυνάμεις.

Τέλη Μαΐου οι επαναστάτες προσπάθησαν δύο φορές να πολιορκήσουν την Χαλκίδα χωρίς όμως επιτυχία και στη συνέχεια

κυνηγήθηκαν από το οθωμανικό ιππικό, που τους προκάλεσε μεγάλες απώλειες.

Μετά από την αποτυχία των επίμονων προσπαθειών συντονισμού ταυτόχρονης έκρηξης της επανάστασης στον Όλυμπο και την

Χαλκιδική ο Εμμανουήλ Παπάς κήρυξε τελικά την επανάσταση στη Μακεδονία, στον Πολύγυρο στις 17 Μαΐου. Η οθωμανική απάντηση

ήταν εδώ άμεση με συλλήψεις ομήρων και καταλήψεις πόλεων. Ιδιαίτερα δεινοπάθησε η Θεσσαλονίκη, όπου εξοντώθηκαν χιλιάδες

Έλληνες και οι περιουσίες τους δημεύθηκαν ή καταστράφηκαν. Χρειάστηκε να περάσουν τουλάχιστον πενήντα χρόνια για να επανέλθει

ο ελληνισμός της πόλης στα πριν του 1821 επίπεδα και να συνέλθει από αυτό το συντριπτικό χτύπημα. Οι οπλαρχηγοί του Ολύμπου και

του Βερμίου ήταν διστακτικοί και περίμεναν ενισχύσεις σε μαχητές και πολεμοφόδια από την νότια Ελλάδα. Μόνο ο Διαμαντής Νικολάου

προσφέρθηκε να εξεγερθεί άμεσα και πέρασε με το στρατιωτικό σώμα του στη Χαλκιδική τον Ιούνιο.

Στις 21 Μαΐου προεστοί από όλες τις επαρχίες και ντόπιοι οπλαρχηγοί συγκεντρώθηκαν στο Λουτρό των Σφακιών, ίδρυσαν Καγκελαρία

και κήρυξαν την επανάσταση και στην Κρήτη. Στο νησί υπήρχε ισχυρό και εμπειροπόλεμο τουρκικό στοιχείο και η επανάσταση

καταπνίγηκε γρήγορα με κατάληψη και της κοιτίδας της στα Σφακιά.

Στις 20 Μαΐου επαναστάτησε το Μεσολόγγι με τον αρματολό του Ζυγού Δημήτρη Μακρή και την επόμενη ο Μακρής ξεσήκωσε και το

Ανατολικό (Αιτωλικό). Στις 25 Μαΐου ο Γιώργος Βαρνακιώτης κήρυξε με προκήρυξη την επανάσταση στο Ξηρόμερο και στις 4 Ιουνίου

επαναστάτησε και το Καρπενήσι με τους Γιολντάσηδες. Η καθυστέρηση στην κήρυξη της επανάστασης στη Δυτική Ελλάδα, φαίνεται ότι

οφείλεται στην ύπαρξη ισχυρών οθωμανικών δυνάμεων στην Ήπειρο, λόγω της στρατιωτικής αναμέτρησης της Πύλης με τον Αλή Πασά,

αλλά και στην απροθυμία ισχυρών αρματολών (Γιώργος Βαρνακιώτης, Ανδρέας Ίσκος) της περιοχής να εμπλακούν, ίσως λόγω φόβων

για την απώλεια των προνομίων τους.

Τον Μάιο πλοία του ελληνικού στόλου υπό τη διοίκηση του Γιακουμάκη Τομπάζη προσέγγισαν στη Χίο, σε μια προσπάθεια να πεισθούν

οι Χιώτες να προσχωρήσουν στην επανάσταση. Δεν υπήρξε ανταπόκριση ούτε από τους επώνυμους αλλά ούτε από τους χωρικούς και

ο στόλος απέπλευσε. Οι Οθωμανοί συνέλαβαν ομήρους μεταξύ των επιφανών Ελλήνων και ένα σώμα ατάκτων πέρασε από τα

τουρκικά παράλια στο νησί για τη "διατήρηση της τάξης". Στην πρώτη του έξοδο από τα Δαρδανέλλια ο οθωμανικός στόλος βρήκε

μπροστά του τα ελληνικά πολεμικά. Στις 27 Μαΐου ο Τομπάζης κυνήγησε την οθωμανική μοίρα και κατάφερε να αποκλειστεί το

μεγαλύτερο πλοίο (πλοίο της γραμμής με 76 πυροβόλα) στον κόλπο της Ερεσσού, το οποίο ανατινάχτηκε τελικά από τον Παπανικολή με

πυρπολικό φτιαγμένο στα Ψαρά, με σημαντικές απώλειες των Οθωμανών.

Το Μάιο με πρωτοβουλία της Μεσσηνιακής γερουσίας συγκλήθηκε πανπελοποννησιακή συνεύλευση στην Μονή των Καλτεζών, υπό την

προεδρία του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη. Συμμετείχαν ισχυροί προύχοντες ή αντιπρόσωποί τους, ιεράρχες και λίγοι στρατιωτικοί και

Φιλικοί. Προσκλήσεις στάλθηκαν και στα τρία ναυτικά νησιά τα οποία όμως δεν συμμετείχαν. Με ανακοίνωσή της στις 26 Μαΐου,

συστάθηκε η Πελοποννησιακή Γερουσία, στην οποία περιήλθαν όλες οι εξουσίες και η ευθύνη της διεύθυνσης των επαναστατικών

πραγμάτων για όλη την Πελοπόννησο. Μέλη της Γερουσίας αυτής ήταν αντιπρόσωποι από όλα τα μεγάλα προυχοντικά τζάκια της

Πελοποννήσου, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης και γραμματέας ο Ρήγας Παλαμήδης. Επρόκειτο για μια

εσπευσμένη αλλά συντονισμένη ενέργεια των ισχυρών να αντιπαρατεθούν στην εξουσία του Δημήτριου Υψηλάντη, που αναμενόταν να

φτάσει στην Πελοπόννησο. Μέχρι την άφιξή του η Γερουσία αυτή έκανε εκλογές επαρχιακών και κοινοτικών αντιπροσώπων και

προκήρυξε γενική επιστράτευση.


[επεξεργασία] Η επανάσταση στη Μολδοβλαχία
Στα πριγκιπάτα η επανάσταση δεν είχε καλή εξέλιξη. Πρώτα ήρθε η διάσπαση των επαναστατών και η σύλληψη και εκτέλεση του

Βλαντιμιρέσκου από τους Έλληνες, την νύχτα της 27 Μαΐου. Οι Οθωμανοί παρακινημένοι από τους ντόπιους μπαίνουν με ισχυρές

στρατιωτικές δυνάμεις στο Βουκουρέστι και ο Υψηλάντης, σε απελπιστική θέση υποχωρεί αμαχητί προς τα Καρπάθια. Στις 7 Ιουνίου

δίνεται από τους μαχητές του Ιερού Λόχου η πολυαίμακτη μάχη στο Δραγατσάνι, όπου έπεσαν νεκροί διακόσιοι νέοι σπουδαστές και

σαράντα πιάστηκαν αιχμάλωτοι από τους Οθωμανούς. Ο Υψηλάντης υποχωρώντας φτάνει στα αυστριακά σύνορα, συλλαμβάνεται

από τους αυστριακούς και φυλακίζεται στο φρούριο του Μούνκατς. Λίγο μετά την αποφυλάκισή του επτά χρόνια αργότερα, θα πεθάνει

από καρδιά.

Στη Μολδαβία τα τμήματα του Ολύμπιου, του Φαρμάκη και του Καρπενησιώτη συνέχισαν τον άνισο αγώνα με τις οθωμανικές δυνάμεις.

Ο Καρπενησιώτης συγκρούεται με τους Οθωμανούς στο Γαλάτσι και τον Προύθο με σοβαρές απώλειες. Ο Ολύμπιος, μετά από πολλές

συγκρούσεις, καταφεύγει με έντεκα μαχητές στη Μονή Σέκου, αντιστέκεται ηρωικά και στις 23 Οκτωβρίου βάζουν φωτιά στη

μπαρουταποθήκη του μοναστηριού και τινάζονται στον αέρα μαζί με τους εχθρούς. Ο Φαρμάκης προδόθηκε στους Οθωμανούς από

Άγγλους και Αυστριακούς και θανατώθηκε με φρικτά βασανιστήρια. Στις αρχές του 1822 το κίνημα στα ρουμανικά πριγκηπάτα είχε

κατασταλεί εντελώς. Η απασχόληση στα πριγκηπάτα σοβαρών στρατιωτικών οθωμανικών δυνάμεων βοήθησε να ανάψει και να

διατηρηθεί η επαναστατική φλόγα στην Ελλάδα.

Τον Ιανουάριο του 1822 η πρώτη εθνική σύνοδος, στην Επίδαυρο ανακήρυξε την ανεξαρτητοποίηση της Ελλάδας απο την Οθωμανική

Αυτοκρατορία. Η ανακήρυξη αυτή επισφραγίστηκε μετά τις αξιοσημείωτες νίκες των μαχόμενων Ελλήνων, σε στεριά και θάλασσα.


Νικηφ. Λύτρας, Η πυρπόληση της τουρκικής ναυαρχίδας από τον Κανάρη (π. 1866-1870). Λάδι σε μουσαμά, 143 εκ. x 109 εκ.

Πινακοθήκη Αβέρωφ, Μέτσοβο.Οι πολεμικές επιχειρήσεις έληξαν, όταν ο Σουλτάνος υποχρεωμένος από την Ρωσία, αποδέχθηκε την

αυτονομία της Ελλάδας με την Συνθήκη της Αδριανούπολης το 1829.