Powered By Blogger

26.6.08

ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΚΩΣΤΑΝΤΙΝΟΣ








Ο Κωνσταντίνος (Αθήνα, 2 Ιουνίου 1940 - ) υπήρξε Βασιλιάς των Ελλήνων από το 1964 έως το 1967 (τυπικά έως το 1973 οπότε διενεργήθηκε το "δημοψήφισμα" της δικτατορίας) ενώ εξέπεσε οριστικά του αξιώματός του το 1974 με το δημοψήφισμα για τη μορφή του πολιτεύματος στην Ελλάδα στο οποίο ο Ελληνικός λαός επέλεξε με ποσοστό 69,2% την Αβασίλευτη Δημοκρατία, ως μορφή πολιτεύματος στην Ελλάδα. Από το 1967 ζούσε αυτοεξόριστος στην Ιταλία και το Ηνωμένο Βασίλειο.
Πίνακας περιεχομένων[Απόκρυψη]
1 Νεανικά χρόνια
2 Οικογένεια
3 Η περίοδος της Βασιλείας του
3.1 Ιουλιανά
3.2 Ο Κωνσταντίνος και η Δικτατορία της 21ης Απριλίου
3.3 Το Αντικίνημα της 13ης Δεκεμβρίου
3.4 Βασιλιάς στο εξωτερικό
3.5 Το τέλος της Δυναστείας
3.6 Η πτώση της Χούντας
3.7 Το Δημοψήφισμα για τη λύση του πολιτειακού
4 Πρώην βασιλική περιουσία και δικαστικές προσφυγές
5 Ιδιωτεύων τέως μονάρχης
6 Υποσημειώσεις
7 Εξωτερικοί δεσμοί
//

[Επεξεργασία] Νεανικά χρόνια
Γεννήθηκε στο Παλαιό Ψυχικό στις 2 Ιουνίου 1940 και γονείς του ήταν ο πρίγκιπας Παύλος της Ελλάδας, αδελφός και διάδοχος του τότε Βασιλέως των Ελλήνων Γεωργίου Β΄, και η πριγκίπισσα του Ανόβερου, της Μεγάλης Βρετανίας και Ιρλανδίας, Πριγκίπισσα Διαδόχου Φρειδερίκη. Βαπτίστηκε στην Αθήνα με ανάδοχο τις Ένοπλες Δυνάμεις. Ο ίδιος μοναχογιός έχει δύο αδελφές την Σοφία και την Ειρήνη. Η αδελφή του Σοφία είναι η σημερινή Βασίλισσα της Ισπανίας.
Η οικογένειά του ακολούθησε τη βασιλική οικογένεια που τις παραμονές της ναζιστικής προέλασης στην Αθήνα μαζί με την Κυβέρνηση και την ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων της Χώρας μέσω Κρήτης κατέφυγαν στην Αίγυπτο όπου και σχημάτισαν τη λεγόμενη Κυβέρνηση της Αιγύπτου και τέθηκαν επικεφαλής ελληνικών ταγμάτων που μάχονταν στην Αφρική κατά του Άξονα. Αργότερα διέμεινε στη Νότια Αφρική. Επέστρεψαν στην Ελλάδα το 1946 με την παλινόρθωση της μοναρχίας και την επιστροφή του Βασιλέως Γεωργίου Β', ενώ ένα χρόνο αργότερα, μετά τον αιφνίδιο θάνατο του Γεωργίου, ο πατέρας του ανέβηκε στο θρόνο και ο Κωνσταντίνος ορίστηκε διάδοχος. Το 1955 του απονεμήθηκε, κατά παράβαση του Συντάγματος, ο τίτλος του Δούκα της Σπάρτης και ένα χρόνο αργότερα άρχισε την εκπαίδευσή του στα Σώματα των Ενόπλων Δυνάμεων. Το 1960 σε ηλικία 20 ετών συμμετείχε στους Ολυμπιακούς αγώνες της Ρώμης, όπου κέρδισε χρυσό μετάλλιο στην ιστιοπλοΐα.

[Επεξεργασία] Οικογένεια
Παντρεύτηκε τον Σεπτέμβριο του 1964 στην Αθήνα τη μικρότερη κόρη του Βασιλιά Φρειδερίκου της Δανίας, Πριγκίπισσα Άννα- Μαρία (γεν. 30 Αυγούστου 1946 Ανάκτορα Αμαλίενμποργκ, Κοπεγχάγη) και απέκτησαν πέντε παιδιά:
την Πριγκίπισσα Αλεξία της Ελλάδας (γεν. 10 Ιουλίου 1965 στο Μόν Ρεπό, Κέρκυρα) που παντρεύτηκε στις 9 Ιουλίου στο Λονδίνο τον Κάρλος Μοράλες Κιντάνα και απέκτησαν τρία παιδιά:
Αρριέτα Μοράλες (γεν. 24 Φεβρουαρίου 2002, Βαρκελώνη)
Άννα Μαρία Μοράλες (γεν. 15 Μαΐου 2003, Βαρκελώνη)
Κάρλος Μοράλες (γεν. 30 Ιουλίου 2005, Βαρκελώνη)
τον Πρίγκιπα Παύλο (γεν. 20 Μαΐου 1967, Τατόι,Αθήνα) που παντρεύτηκε στις 1 Ιουλίου 1995 στο Λονδίνο τη Μαρί Σαντάλ Μίλλερ και απέκτησαν τέσσερα παιδιά:
τη Μαρία Ολυμπία (γεν. 25 Ιουλίου 1996, Νέα Υόρκη)
τον Κωνσταντίνο Αλέξιο (γεν. 29 Οκτωβρίου 1998, Νέα Υόρκη)
τον Αχχιλέα Ανδρέα (γεν. 12 Αυγούστου 2000, Νέα Υόρκη)
τον Οδυσσέα Κίμωνα 14 Σεπτεμβρίου 2004, Λονδίνο)
τον Πρίγκιπα Νικόλαο (γεν. 1 Οκτωβρίου 1969, Ρώμη) με Πτυχίο Bachelor's στις Διεθνείς Σχέσεις από το Πανεπιστήμιο Brown των ΗΠΑ. Ο Νικόλαος υπηρέτησε στο Βρετανικό Στρατό, στο τάγμα της Βασιλικής Φρουράς των Σκωτών Δραγόνων. Εργάστηκε στις εταιρείες Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης Metromedia και Fox News και στον οικονομικό οργανισμό NatWest Markets Foreign Exchange Options του Λονδίνου. Από το 1998 είναι υπεύθυνος του προσωπικού Γραφείου του πατέρα του. Είναι μέλος της Επιτροπής Round Square Conference of Schools, της Διοικητικής Επιτροπής του Ελληνικού Κολλεγίου του Λονδίνου και του Διοικητικού Συμβουλίου του Ιδρύματος «Άννα-Μαρία».
την Θεοδώρα (γεν. 9 Ιουνίου 1983, Λονδίνο), που το 2004 τελείωσε τις σπουδές της στο Πανεπιστήμιο Northeastern, στην Βοστόνη και σήμερα σπουδάζει στο Πανεπιστήμιο Βrown, στο Ρόουντ Άιλαντ, στις Η.Π.Α., θεατρικές σπουδές.
τον Φίλιππο (γεν. 26 Απριλίου 1986, Λονδίνο), που από το 2004 σπουδάζει στο Πανεπιστήμιο Georgetown στην Ουάσιγκτον Διεθνείς σχέσεις

[Επεξεργασία] Η περίοδος της Βασιλείας του
Στις 6 Μαρτίου του 1964 ο Βασιλιάς Παύλος πέθανε από καρκίνο και τον διαδέχτηκε στο θρόνο ο 24χρονος Κωνσταντίνος ως Βασιλεύς των Ελλήνων Κωνσταντίνος Β΄ (ενώ ορισμένοι τον αριθμούσαν ΙΓ΄ ως δήθεν συνεχιστή των Βυζαντινών Αυτοκρατόρων). Αν και δημοφιλής θεωρήθηκε νέος, άπειρος και ευρισκόμενος υπό την ισχυρή επιρροή της μητέρας του Βασίλισσας Φρειδερίκης. Το Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου παντρεύτηκε την πριγκίπισσα της Δανίας Άννα–Μαρία, αδελφή της μετέπειτα Βασίλισσας της Δανίας Μαργαρίτας Β΄.
Η πολιτική κατάσταση εκείνη την περίοδο ήταν ιδιαίτερα πολωμένη μεταξύ του Πρωθυπουργού και αρχηγού της Ενώσεως Κέντρου Γεωργίου Παπανδρέου και του αρχηγού της Ε.Ρ.Ε. Παναγιώτη Κανελλόπουλου, ο οποίος ουσιαστικά υποκαθιστούσε τον αυτοεξόριστο ιδρυτή του κόμματος Κωνσταντίνο Καραμανλή.

[Επεξεργασία] Ιουλιανά
Αν και αρχικά είχε δοθεί η εικόνα της αγαστής συνεργασίας μεταξύ του νεαρού μονάρχη και του γέροντα Πρωθυπουργού, το σκηνικό αυτό ανατράπηκε σύντομα με την παρέμβαση αυλικών συμβούλων, που προέτρεπαν τον Κωνσταντίνο να κρατήσει τον πλήρη έλεγχο του στρατού όταν ο Γεώργιος Παπανδρέου αποφάσισε, και ολόκληρο το υπουργικό συμβούλιο ενέκρινε, την αντικατάσταση του αρχηγού του ΓΕΣ Γεννηματά. Στο στράτευμα κυριαρχούσαν αξιωματικοί, οι οποίοι είχαν συμμετάσχει στον Εμφύλιο πόλεμο και διατηρούσαν στενές επαφές με τον παλαιό κρατικό μηχανισμό. Όταν ο Γεώργιος Παπανδρέου προσπάθησε να αποστρατεύσει μερικούς από αυτούς συνάντησε τη σθεναρή αντίσταση των Ανακτόρων. Το Μάιο του 1965 ο Πρωθυπουργός αποφάσισε την αποπομπή του Υπουργού Εθνικής Αμύνης, βασικού χρηματοδότη του αλλά και έντονα φιλομοναρχικού, Πέτρου Γαρουφαλλιά αναλαμβάνοντας ο ίδιος το Υπουργείο. Ο Βασιλιάς με πρόσχημα την εκδικαζόμενη τότε υπόθεση "ΑΣΠΙΔΑ", στην οποία φερόταν να εμπλέκεται ο γιος του Πρωθυπουργού, Ανδρέας Παπανδρέου, απέφευγε να δεχτεί σε ακρόαση τον Πρόεδρο της Κυβέρνησης αρνούμενος, κατά παραβίαση του Συντάγματος, την απόφασή του για ανάληψη από τον ίδιο του Υ.Ε.Α. Τότε ξέσπασε κρίση μεταξύ των δύο ανδρών συνοδευόμενη από ανταλλαγή οξέων επιστολών. Τελικά ο Γεώργιος Παπανδρέου ανέβηκε στα Ανάκτορα στις 15 Ιουλίου 1965 και κατόπιν έντονης λογομαχίας υπέβαλε προφορικά την παραίτησή του. Λίγο αργότερα ο Κωνσταντίνος όρκισε την πρώτη κυβέρνηση των λεγόμενων "Αποστατών", με πρόεδρο τον ακαδημαϊκό και μέχρι τότε Πρόεδρο της Βουλής Γεώργιο Αθανασιάδη – Νόβα, ανοίγοντας ένα μακρύ κύκλο πολιτικής κρίσης και αστάθειας με συνεχή εναλλαγή κυβερνήσεων.
Η πολιτική των Ανακτόρων στη διάρκεια των Ιουλιανών ήταν η στήριξη κυβερνήσεων αποτελούμενων από στελέχη της Ενώσεως Κέντρου τα οποία είχαν αποστατήσει, προκειμένου να αποτραπούν οι εκλογές, που κατά πάσα πιθανότητα θα επανέφεραν στην εξουσία τον Παπανδρέου. Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, αρχηγός της Ε.Ρ.Ε., που είχε στηρίξει την Αποστασία και τις βασιλικές επιλογές ανέφερε για τους αποστάτες βουλευτές της Ε.Κ: «Το χειρότερον... είναι ότι η απόσπασις των αναγκαίων βουλευτών... έγινε με εξαγοράν συνειδήσεων... με τον υπουργικόν θώκον ή και με άλλα ακατανόμαστα μέσα...».
Η καταψήφιση από τη Βουλή της κυβέρνησης Νόβα ανάγκασε στο σχηματισμό κυβέρνησης υπό τον, παλιό Υπουργό της Κυβέρνησης του Βουνού, Ηλία Τσιριμώκο, η οποία επίσης καταψηφίστηκε. Τρίτη στη σειρά κυβέρνηση ήταν αυτή του Στέφανου Στεφανόπουλου, που κατάφερε να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης και παρέμεινε έως το Δεκέμβριο του 1966. Πριν όμως του δωθεί το πρωθυπουργικό αξίωμα, Ο Στ. Στεφανόπουλος είχε σχολιάσει τα γεγονότα της Αποστασίας λέγοντας (23.7.65): "Αυτό το οποίον εγένετο, αποτελεί έγκλημα κατά του κόμματος, κατά της Δημοκρατίας, κατά των εθνικών συμφερόντων." Και πρόσθετε, καταλυτικά: "Οι βασιλείς διαιρούν, είναι αναμφισβήτητον και δεδομένον!"(9.8.65).
Εντωμεταξύ το αντιμοναρχικό ρεύμα μεγάλωνε καθοδηγούμενο από τον αρχηγό της Ενώσεως Κέντρου, το γιο του Ανδρέα και πολλά στελέχη του κεντρώου και αριστερού χώρου. Οι φήμες για την επιβολή δικτατορίας αύξαναν και συζητούνταν ευρέως ακόμη και εντός του Κοινοβουλίου. Υπήρχε η αίσθηση πως το πραξικόπημα θα υποκινούνταν από το Βασιλιά και θα περιελάμβανε ανώτατους αξιωματικούς πιστούς στο στέμμα. Αυτή η θεωρία υποστηρίζεται από αρκετούς σύγχρονους ερευνητές. Το Δεκέμβριο του 1966, κατόπιν συμφωνίας των δύο κυρίαρχων πολιτικών δυνάμεων, ανατέθηκε εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στο διοικητή της Εθνικής Τραπέζης Ιωάννη Παρασκευόπουλο με σκοπό τη διενέργεια εκλογών το Μάιο του 1967. Στις 4 Απριλίου, μετά την παραίτηση Παρασκευόπουλου, δόθηκε εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον Παναγιώτη Κανελλόπουλο. Η ενέργεια αυτή του Βασιλιά χαρακτηρίστηκε πραξικοπηματική από τον Παπανδρέου και ο ίδιος ο μονάρχης "κομματάρχης της Ε.Ρ.Ε.". Με δεδομένη την καταψήφιση της κυβέρνησης Κανελλόπουλου από τη Βουλή προκηρύχθηκαν εκλογές για τις 28 Μαΐου.

[Επεξεργασία] Ο Κωνσταντίνος και η Δικτατορία της 21ης Απριλίου
Τη νύχτα της 20ης προς 21η Απριλίου 1967 εκδηλώθηκε το στρατιωτικό πραξικόπημα. Η αναποφασιστικότητα του Κωνσταντίνου τη νύχτα του πραξικοπήματος αντικατοπτρίζεται στις τηλεφωνικές συνομιλίες του από τα θερινά Ανάκτορα του Τατοΐου, όπου διέμενε. Στις 2.30, ξύπνησε από το τηλεφώνημα του Αθανάσιου Σπανίδη, απόστρατου ναυάρχου, ο οποίος βρισκόταν στο ναύσταθμο της Σαλαμίνας. Ο Σπανίδης, αφού ενημέρωσε το Βασιλιά για τα γεγονότα, εισηγήθηκε απόπλου του στόλου για την Κρήτη και το σχηματισμό εκεί νόμιμης κυβέρνησης. Στη συνέχεια τηλεφώνησε στον Κωνταντίνο ο υπουργός Δημοσίας Τάξεως, Γεώργιος Ράλλης, από το κέντρο αμέσου δράσεως της Χωροφυλακής, στο Μαρούσι. Και αυτός με τη σειρά του εισηγήθηκε να μετακινηθούν από την επαρχία νομιμόφρονες στρατιωτικές δυνάμεις κυρίως της αεροπορίας, όπου οι κινηματίες δεν είχαν ερείσματα, όσο υπήρχε ακόμη χρόνος. Και στις δύο περιπτώσεις ήταν κατηγορηματικά αντίθετος, θέλοντας να αποφύγει την αιματοχυσία και να μάθει τα κίνητρα των πραξικοπηματιών.
Έτσι, όταν στις 5.30 το πρωί δέχτηκε τους επικεφαλής, Γεώργιο Παπαδόπουλο, Στυλιανό Παττακό και Νικόλαο Μακαρέζο, οι συνομιλίες του ήταν διαπραγματευτικού χαρακτήρα και περιορίστηκαν στη σύνθεση της νέας δικτατορικής κυβέρνησης, γνωστής ως η Χούντα των Συνταγματαρχών. Την ημέρα εκείνη στο Πεντάγωνο, σύμφωνα με τη Χούντα, φέρεται να είπε στους πραξικοπηματίες: "Είμαι βέβαιος πως ό,τι εκάνατε, το εκάνατε για να σώσετε την χώραν", υπονοώντας την πιθανή εκλογική νίκη του Γ. Παπανδρέου στις επερχόμενες εκλογές.
Μετά από επιμονή του Κωνσταντίνου, μπόρεσε και συνομίλησε με τον Πρωθυπουργό Π. Κανελλόπουλο, που ήταν κρατούμενος στο Πεντάγωνο. Ο Κανελλόπουλος δεν μπόρεσε να προτείνει μια σοβαρή και πραγματοποιήσιμη λύση. ΄Ετσι, ο Κωνσταντίνος, ακολούθησε τη συμβουλή του τρίτου συνομιλητή του, Σπύρου Μαρκεζίνη, αρχηγού ενός μικρού συντηρητικού κόμματος, να επιδιώξει τη συνδιαλλαγεί μαζί τους.
Στην προσφώνησή του της 26ης Απριλίου 1967, για το νέο καθεστώς της Χούντας των Συνταγματαρχών δήλωσε: "Είμαι βέβαιος ότι με την ευχήν του Θεού, με την προσπάθειαν υμών και προπαντός με την βοήθειαν του λαού, θα επιτευχθή ταχέως η οργάνωσις Κράτους Δικαίου, μιας αληθούς και υγιούς Δημοκρατίας".
Η συνεργασία του ο Κωνσταντίνου με τους πραξικοπηματίες θεωρήθηκε αργότερα από πολλούς, αλλά και από τον ίδιο (όπως ανέφερε σε πρόσφατη συνεντευξη που έδωσε στον Αλέξη Παπαχελά) ως τεράστιο λάθος, δεδομένου ότι το στρατιωτικό καθεστώς κατέστη σύντομα τυραννικό και λαομίσητο..

[Επεξεργασία] Το Αντικίνημα της 13ης Δεκεμβρίου
Στις 13 Δεκεμβρίου ο Βασιλιάς συνοδευόμενος από μέλη της οικογένειάς του και τον Πρωθυπουργό Κ. Κόλλια, αποπειράθηκε Αντικίνημα. Στην αρχή κατευθύνθηκε προς τη Θεσσαλονίκη, όπου στη διαδρομή, πληροφορήθηκε ότι οι Χουντικές δυνάμεις συνέλαβαν του αξιωματικούς του κινήματός του. Προσγειώθηκε στη Καβάλα και προσπάθησε να ανασυντάξει τις δυνάμεις του, με στόχο την ανατροπή της δικτατορίας. Αλλά ενώ το Ναυτικό και η Αεροπορία συντάχτηκαν και παρέμεναν μαζί του, ο Στρατός παρέμεινε πιστός στη Χούντα. Ο Κωνσταντίνος θέλοντας να αποφύγει την αιμοτοχυσία και την αποδιοργάνωση των Ενόπλων Δυνάμεων σε περίοδο κρίσης με την Τουρκία εγκατέλειψε τη προσπάθεια και αναχώρισε, μαζί με όσους τον συνόδευαν, στη Ρώμη. Αμέσως μετά ο Παπαδόπουλος ανέλαβε Πρωθυπουργός, διορίζοντας το στρατηγό Γεώργιο Ζωιτάκη Αντιβασιλέα.

[Επεξεργασία] Βασιλιάς στο εξωτερικό
Αφού εγκατέλειψε την Ελλάδα, ο Κωνσταντίνος θέλησε αρχικά να αποστασιοποιηθεί από τους συνταγματάρχες. Δήλωνε επανειλημμένως ότι πλαστογράφησαν την υπογραφή του και ότι τον εκβίαζαν απειλώντας τον για τη ζωή των μελών της οικογένειάς του. Επίσης δήλωνε ότι εξέφρασε εξ' αρχής την αντίθεσή του στο πραξικόπημα ποζάροντας συνοφρυωμένος στη φωτογραφία ορκωμοσίας της χουντικής κυβέρνησης, σε αντίθεση με τη συνήθη πρακτική του να ποζάρει χαμογελαστός, και ότι μέσω αυτής της φωτογραφίας έστελνε το μήνυμα της δυσαρέσκειάς του στον ελληνικό λαό.
Πολλοί υποστηρίζουν ότι η αρχική δυσφορία του Κωνσταντίνου προς τους πραξικοπηματίες, οφειλόνταν στο γεγονός ότι εμπόδισαν στην πραγματοποίηση άλλου πραξικοπήματος, σχεδιασμένου να εκτελεστεί από τους στρατηγούς και στο οποίο ο Κωνσταντίνος θα είχε μεγαλύτερο έλεγχο. Ο στρατηγός Σόλων Γκίκας, ιδρυτής του ΙΔΕΑ και υπουργός Δημοσίας Τάξεως στην κυβέρνηση Καραμανλή, το 1974 ανέφερε: «Οι στρατηγοί ετοίμαζαν το δικό τους πραξικόπημα... που θα γινόταν για λογαριασμό του βασιλέως και των συντηρητικών». Αλλωστε, ο ίδιος ο Κωνσταντίνος τον Οκτώβριο του 1966 είχε πει: «Είμαι έτοιμος να αναστείλω μερικά άρθρα του Συντάγματος, αν χρειασθή ­ δηλαδή, αν χρειασθή κατά την γνώμη μου, θα το κάνω για να σώσω την Ελλάδα».
Από την άλλη μεριά, εξακολούθησε να εισπράττει τη βασιλική επιχορήγηση έως το 1973 και επιπλέον απέστειλε στον Γ.Παπαδόπουλο συγχαρητήριο τηλεγράφημα "επί τη διασώσει", μετά την αποτυχημένη απόπειρα εναντίον του από τον Αλέκο Παναγούλη. Κατά τη διάρκεια του επόμενου έτους η χούντα διαπραγματεύτηκε με τον Κωνσταντίνο μέσω μεσαζόντων τους όρους για να επιστρέψει στην Ελλάδα. Αλλά ο Κωνσταντίνος επέμενε στην πλήρη αποκατάσταση των συνταγματικών δικαιωμάτων του ως προϋπόθεση, γεγονός, που δεν έβρισκε σύμφωνο τον Παπαδόπουλο. Αντ' αυτού το καθεστώς εκπόνησε ένα νέο Σύνταγμα τον Νοέμβριο του 1968, που διατήρησε το θεσμό της μοναρχίας αλλά τον απογύμνωσε της ισχύος του και προέβλεπε μόνιμη αντιβασιλεία έως ότου επέλεγε να δεχτεί ο Κωνσταντίνος τη νέα κατάσταση. Αυτό συνεχίστηκε έως το 1972, όταν ο Παπαδόπουλος απομάκρυνε το Ζωιτάκη και έγινε ο ίδιος Αντιβασιλέας.
Στις 3 Ιουλίου 2006 η εφημερίδα Ελευθεροτυπία δημοσίευσε σημαντικά νέα στοιχεία[1] που αποδεικνύουν ότι η εικόνα του βασιλέα που μάχεται στην εξορία για την αποκατάσταση της δημοκρατίας στην πατρίδα του και τηρεί εχθρική στάση προς τους πραξικοπηματίες είναι ένας μύθος. Αυτό το μύθο, μαζί με τον ισχυρισμό ότι τον εκλιπαρούσε η χούντα να επιστρέψει αλλά αυτός αρνιόταν, καλλιεργεί συστηματικά μέχρι σήμερα και ο ίδιος ο τέως βασιλιάς σε συνεντεύξεις του. Τα νέα στοιχεία, που προέρχονται από τις αποχαρακτηρισμένες αναφορές Γερμανών και Αμερικανών αξιωματούχων προς τα προϊστάμενα υπουργεία των χωρών τους και δεν επιδέχονται αμφισβήτηση, δείχνουν αντίθετα ένα Κωνσταντίνο που δέχεται να επιστρέψει υπό οποιουσδήποτε όρους. Τα έγγραφα ερευνήθηκαν συστηματικά από τον καθηγητή Ιστορίας του Πανεπιστημίου της Κοπεγχάγης Μόενς Πελτ στη μελέτη του Προσδένοντας την Ελλάδα στη Δύση (Tying Greece to the West)[2] και σε αυτή τη μελέτη βασίζεται και το σχετικό άρθρο της Ελευθεροτυπίας. Από τα αποχαρακτηρισμένα έγγραφα προκύπτει ότι ο Κωνσταντίνος προσπαθούσε να επικοινωνήσει με τη χούντα και ιδιαίτερα με τον Παπαδόπουλο μέσω του Γερμανού και του Αμερικανού πρέσβη στην Ελλάδα για να καταστήσει σαφές ότι:
Ήταν πρόθυμος να επιστρέψει άνευ όρων στην Ελλάδα και να συγκυβερνήσει με τους πραξικοπηματίες. Δεχόταν μάλιστα, όταν επιστρέψει, να τεθεί υπό εικοσιτετράωρη καθημερινή επιτήρηση από ανθρώπους έμπιστους της χούντας.
Ήταν αντίθετος με κάθε διεθνή πίεση προς τη χούντα για αποκατάσταση των δημοκρατικών θεσμών. Στις πιέσεις αυτές συμπεριλαμβάνονταν η αποπομπή της Ελλάδας από το Συμβούλιο της Ευρώπης και η διακοπή της αμερικανικής στρατιωτικής βοήθειας. Ο Κωνσταντίνος προσφερόταν μάλιστα να εργαστεί για την αναστολή κάθε διεθνούς κριτικής εναντίον της επανάληψης της αμερικανικής στρατιωτικής βοήθειας. Χαρακτήρισε «αντιπατριωτική πράξη» κάθε τέτοια κριτική από Έλληνες.
Αποδεχόταν το χουντικό Σύνταγμα του 1968 και το θεωρούσε ως ένα ικανοποιητικό πλαίσιο άσκησης των πολιτικών ελευθεριών.
Δεν σκόπευε να αποκαταστήσει τους αξιωματικούς που είχαν υποστηρίξει τον ίδιο στο λεγόμενο αντιπραξικόπημα του Δεκεμβρίου 1967.
Επιδίωκε συνάντηση με τον Παπαδόπουλο εκτός Ελλάδας για το διακανονισμό της επιστροφής του.

[Επεξεργασία] Το τέλος της Δυναστείας
Μέχρι το 1973 το στρατιωτικό καθεστώς είχε καταστεί ανυπόφορο. Σε συνέντευξή του στην εφημερίδα "Βραδυνή" , o Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής δήλωνε ότι μόνη λύση είναι η επιστροφή του Κωνσταντίνου στην Ελλάδα και η ανάθεση σχηματισμού της κυβέρνησης σε πολιτικούς, και προκύρηξη εκλογών. Την ίδια εποχή, τέλη Μαίου, ανώτεροι αξιωματικοί του, κατά ένα μεγάλο μέρος φιλοβασιλικού, Ελληνικού Ναυτικού, οργάνωσαν το Κίνημα του Ναυτικού, στο οποίο δεν αναμείχθηκε ο Κωνσταντίνος. Ο Παπαδόπουλος εκδικούμενος προέβη στην ανακήρυξη της Ελλάδας σε "Προεδρική Δημοκρατία", στις 1 Ιουνίου 1973, απόφαση που επιβεβαιώθηκε από ένα δημοψήφισμα τον Ιούλιο. Πριν το δημοψήφισμα εκδηλώθηκε μεγάλη εκστρατεία της δικτατορίας υπέρ του ΝΑΙ (εναντίον δηλαδή της μοναρχίας) και κανένα πολιτικό κόμμα δεν το αναγνώρισε.
Στις 1 Ιουνίου 1973 έπαψε, και τυπικά, ο Κωνσταντίνος να είναι Βασιλιάς των Ελλήνων. Οι πολιτικοί δεν αναγνώρισαν την αλλαγή του πολιτεύματος και δήλωσαν , με σύμφωνη γνώμη του Κωνσταντίνου, τη διεξαγωγή Δημοψηφίσματος, για τη μορφή του πολιτεύματος, όταν αποκατασταθεί η Δημοκρατία στην Ελλάδα.
Ο Παπαδόπουλος ανέλαβε καθήκοντα Προέδρου διορίζοντας ταυτόχρονα μία κυβέρνηση πολιτικών προσώπων με επικεφαλής τον παλαιό αρχηγό του Κόμματος των Προοδευτικών Σπυρίδωνα Μαρκεζίνη, σκοπεύοντας σε φιλελευθεροποίηση του καθεστώτος. Το Νοέμβριο όμως του 1973, μετά τα γεγονότα της Νομικής και του Πολυτεχνείου, ο Παπαδόπουλος ανατράπηκε από τον ταξίαρχο Δημήτριο Ιωαννίδη, τον αποκαλούμενο "αόρατο δικτάτορα", και στη θέση του τοποθετήθηκε ο στρατηγός Φαίδων Γκιζίκης.

[Επεξεργασία] Η πτώση της Χούντας
Η εισβολή του Αττίλα στην Κύπρο τον Ιούλιο του 1974 και τα επακόλουθα γεγονότα οδήγησαν στην πτώση της δικτατορίας. Σύμωνα με τον Λεωνίδα Παπάγο[3],(στο βιβλίο του «Σημειώσεις 1967 -1977»), λόγω της κρίσιμης κατάστασης, ο Κωνσταντίνος, πήρε ένα διαμέρισμα στο ξενοδοχείο Κλάριτζες, ώστε να είναι ευκολότερα προσιτός σε όποιον ζητούσε να το δεί και να έχει μεγαλύτερη ευχέρεια για τηλεφωνικές επαφές. Εκεί έμαθε στις 23 Ιουλίου 1974 τη πτώση της Χούντας. Αμέσως τηλεφώνησε τον Κωνσταντίνο Καραμανλή , στο Παρίσι, για να του μεταδώσει ότι έπεσε η Χούντα και οτι ο Φαίδων Γκιζίκης κάλεσε πολιτικο-στρατιωτικό συμβούλιο.
Το απόγευμα τελεφώνησε ο Καραμανλής, και έδωσε την πληροφορία ότι ανατέθηκε ο σχηματισμός κυβέρνησης στους Κανελλόπουλο και Μαύρο. «Κατά τα φαινόμενα», πρόσθεσε, «μόνο εσείς και εγώ μένουμε έξω».
Το βράδυ, νέο τηλεφώνημα του Καραμανλή στον Κωνσταντίνο. Η τηλεφωνήτρια ανήγγειλε «Ο πρόεδρος της Ελλάδας είναι στο τηλέφωνο». «Tί θα κάνω, Μεγαλειότατε! Με πήραν στο τηλέφωνο ο Γκιζίκης και ο Αβέρωφ και μου ζήτησαν να γυρίσω αμέσως» λέει ο Καραμανλής και συνεχίζει σε νευρική, μάλλον, κατάσταση «δέν ξέρω τί να κάνω, αλλά ούτε έχω και μέσον να πάω αμέσως στην Ελλάδα».(Εκ των υστέρων λύθηκε το πρόβλημα αυτό , γιατί ο Γάλλος Πρόεδρος Ζισκάρ ντε Εστέν διέθεσε το αεροπλάνο του). «Θα επιστρέψω στην Ελλάδα» είπε ο Καραμανλής «και θα δώσω συνταγματικήν λύσιν και θα γυρίσετε. Έως τώρα δεν έθεσα ζήτημα θεσμού εις την Χούντα δια να μην δημιουργηθούν αντιδράσεις. Μόλις φθάσω, θα το θέσω και παρακαλώ να είστε στο τηλέφωνο δια να σας ειδοποιήσω να γυρίσετε και να ορκιστή η κυβέρνησις ενώπιον του νομίμου αρχηγού του κράτους».
Ο Κωνσταντίνος του δήλωσε ότι είναι έτοιμος να προσφέρει τις υπηρεσίες του και τέλος είπε στον Καραμανλή «..το έργο που αναλαμβάνεται είναι δυσκολότατον και θα κάνω ότι μπορώ να σας βοηθήσω. Ο Θεός μαζί σας» . Ο Καραμανλής συγκινημένος έκλεισε τη συνομιλία λέγοντας «Εκτιμώ βαθύτατα όσα μου λέτε, Μεγαλειότατε, και θα σας πάρω το βράδυ στο τηλέφωνο».
Ουδεμία τηλεφωνική κλήση ήλθε από την Αθήνα ποτέ και έκτοτε δέ, απέφυγε καθε προσωπική επαφή με τον Κωνσταντίνο. Στην τηλεφωνική αυτή συνδιάλεξη ήταν παρών και ο ευρισκόμενος στο Παρίσι διευθυντής της Βραδυνής, Αθανασιάδης, που το είπε λίγες ημέρες πριν τη δολοφονία του.

[Επεξεργασία] Το Δημοψήφισμα για τη λύση του πολιτειακού
Με την αποκατάσταση της Δημοκρατίας ετέθη σε ισχύ το Σύνταγμα του 1952 εξαιρουμένων των διατάξεων για τη μορφή του πολιτεύματος. Μετά τη νίκη του στις εκλογές του Νοεμβρίου ο Καραμανλής ανήγγειλε τη διενέργεια δημοψηφίσματος για τη λύση του πολιτειακού. Ο ίδιος ως αρχηγός της συντηρητικής παράταξης, που παραδοσιακά στήριζε τη μοναρχία, δεν έκανε καμία κίνηση υπέρ του Κωνσταντίνου. Γεγονός όμως είναι ότι του απαγορεύτηκε η επιστροφή στην Ελλάδα πριν τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος, και του δόθηκε η δυνατότητα να απευθυνθεί στον ελληνικό λαό μέσω τηλεοπτικού διαγγέλματος.
Οι Έλληνες πολίτες ψήφισαν αναφανδόν υπέρ της αβασίλευτης δημοκρατίας, τιμωρώντας τον Κωνσταντίνο για την συνεργασία του με τους χουντικούς συνταγματάρχες, την απροθυμία του να αποκόψει τους δεσμούς του με τη Χούντα κατά την παραμονή του στο εξωτερικό καθώς και την αποπομπή του Γεωργίου Παπανδρέου, η οποία οδήγησε στην δικτατορία και την εθνική τραγωδία της Κύπρου. Στο δημοψήφισμα της 8ης Δεκεμβρίου 1974, η αβασίλευτη δημοκρατία συγκέντρωσε μεγάλη πλειοψηφία 69,2% έναντι 30,8% της βασιλευομένης. Με την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων ο Κωνσταντίνος Καραμανλής φέρεται να δήλωσε ότι:
«Ένα καρκίνωμα αποκόπηκε σήμερα από το σώμα του έθνους».
Ο Κωνσταντίνος απηύθυνε την επόμενη της ψηφοφορίας το ακόλουθο μήνυμα:
« Έλληνες και Ελληνίδες. Πιστός στη διακήρυξή μου, επαναλαμβάνω ότι προέχει η εθνική ενότητα χάριν της ομαλότητας, της προόδου και της ευημερίας της Χώρας και εύχομαι ολόψυχα οι εξελίξεις να δικαιώσουν το αποτέλεσμα που προέκυψε από τη χθεσινή ψηφοφορία »

[Επεξεργασία] Πρώην βασιλική περιουσία και δικαστικές προσφυγές
Ο Κωνσταντίνος δεν εξορίστηκε επίσημα ούτε αποστερήθηκε την περιουσία ή την υπηκοότητά του μετά το δημοψήφισμα, αλλά αποθαρρύνθηκε έντονα να επιστρέψει στην Ελλάδα, και δεν επέστρεψε μέχρι τον Φεβρουάριο του 1981, και μόνο για την κηδεία της μητέρας του, πρώην Βασίλισσας Φρειδερίκης. Υπήρξαν επίσης νομικές προστριβές με το ελληνικό κράτος, δεδομένου ότι ο Κωνσταντίνος αδυνατούσε ή ήταν απρόθυμος να πληρώσει τους φόρους ιδιοκτησίας του στην Ελλάδα. Στις αρχές της δεκαετίας του '90 άρχισε να εμφανίζεται συχνά στα ελληνικά μέσα ενημέρωσης. Το 1992 σύναψε συμφωνία με την κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, διά της οποίας εκχωρούσε το μεγαλύτερο μέρος της ακίνητης περιουσίας του στην Ελλάδα σε ένα μη κερδοσκοπικό ίδρυμα με αντάλλαγμα την απόδοση των παλαιών θερινών ανακτόρων του Τατοΐου στην Αθήνα και το δικαίωμα να εξαχθεί ένας μεγάλος αριθμός κινητών περιουσιακών στοιχείων από τη χώρα.
Αξίζει να αναφερθεί ότι ο Κερκυραϊκός λαός πραγματοποίησε κατάληψη στο ανάκτορο Μον Ρεπό διαδηλώνωντας κατά της συμφωνίας και δηλώνοντας ότι το ανάκτορο ανήκει στον κερκυραϊκό λαό και όχι στον μονάρχη. Επίσης το 1992 εξάχθηκε από την χώρα μέρος της κινητής περιουσίας, που βρισκόταν στα παλαιά ανάκτορα Τατοΐου, η οποία σύμφωνα με δημοσιεύματα συμπεριλάμβανε κλασικές και βυζαντινές αρχαιότητες.
Το 1993 επιχείρησε μια πρώτη μεγάλη επίσκεψη στην Ελλάδα, αλλά η κυβέρνηση ενοχλήθηκε από αυτή την περιοδεία του και αντιμέτωπη με τις όλο και ισχυρότερες διαμαρτυρίες της αντιπολίτευσης του ζήτησε να αποχωρήσει. Το 1994, η δεύτερη κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου ακύρωσε με νέο νόμο τη συμφωνία του 1992 και αφαίρεσε από τον Κωνσταντίνο τη ιδιοκτησία του στην Ελλάδα και την ελληνική ιθαγένεια. Ως όρο για την επανάκτηση της ελληνικής ιθαγένειας ο νόμος έθετε την υιοθέτηση από τον Κωνσταντίνο και τα μέλη της οικογένειάς του επωνύμου και την εγγραφή τους στα ληξιαρχεία της χώρας.
Ο τέως βασιλιάς άσκησε προσφυγή έπειτα κατά της Ελλάδας ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, ισχυριζόμενος ότι ο νόμος για τη βασιλική περιουσία παραβίαζε διατάξεις της Ευρωπαϊκής Συνθήκης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και απαιτώντας ως αποζημίωση για την περιουσία του 160 εκατομμύρια ευρώ. Δικαιώθηκε πλήρως όσον αφορά το ιδιοκτησιακό καθεστώς αλλά του επιδικάσθηκε αποζημίωση μόλις 4 εκατομμύρια ευρώ για την περιουσία του. Η ελληνική κυβέρνηση κατέβαλε αυτό το ποσό από τον προϋπολογισμό "φυσικών καταστροφών", θέλοντας να κάνει έναν πολιτικό υπαινιγμό, και εξέδωσε το σχετικό πιστωτικό εκκαθαριστικό από τη ΔΟΥ Αχαρνών (Μενιδίου) ως κατά τόπον αρμόδια, με το σκεπτικό ότι τελευταίος τόπος διαμονής του Κωνσταντίνου στην Ελλάδα ήταν τα Ανάκτορα στο Τατόι. Ο Κωνσταντίνος, στη συνέχεια, αφού παρέλαβε μέσω πληρεξουσίου δικηγόρου το ποσό, ανήγγειλε τη δημιουργία του Ιδρύματος «Άννα Μαρία», ως όχημα διάθεσης της αποζημίωσής του σε φιλανθρωπικούς σκοπούς.

[Επεξεργασία] Ιδιωτεύων τέως μονάρχης
Μετά την κατάργηση της συνταγματικής μοναρχίας το 1974, επανειλημμένα έχει δηλώσει ότι αναγνωρίζει τη δημοκρατία, τους νόμους και το σύνταγμα της Ελλάδας, αλλά συνεχίζει να χρησιμοποιεί τον τίτλο "βασιλιάς Κωνσταντίνος," αν και δεν χρησιμοποιεί πλέον το "Κωνσταντίνος, Βασιλεύς των Ελλήνων".
Ο Κωνσταντίνος χλευάζεται συχνά από τον ελληνικό Τύπο για την χρήση του τίτλου του βασιλιά και αναφέρεται πολλές φορές ως κύριος Κωνσταντίνος Γλύξμπουργκ με το όνομα της δυναστείας του ως επώνυμο. Αυτή η πρακτική εφιστά την προσοχή στο γεγονός ότι ο Κωσταντίνος θα έπρεπε να διαθέτει επώνυμο, μιας και δεν κατέχει πλέον τον βασιλικό τίτλο. Το επίσημο ελληνικό διαβατήριο του Κωνσταντίνου τον προσδιόριζε ως "Κωνσταντίνο, πρώην βασιλέα των Ελλήνων". Όμως με βάση τον νόμο του 1994 το διαβατήριο αυτό του αφαιρέθηκε μαζί με την ιθαγένεια. Ο νόμος του δίνει τη δυνατότητα να τα ανακτήσει μόνο εάν υιοθετήσει επώνυμο, κατά το πρότυπο άλλων έκπτωτων βασιλικών δυναστειών της Ευρώπης. Ο Κωνσταντίνος αρνείται ως σήμερα να συμμορφωθεί για λόγους αρχής: "Δεν έχω επώνυμο - η οικογένειά μου δεν έχει επώνυμο. Ο νόμος που ο κ. Παπανδρέου πέρασε βασικά λέει ότι θεωρεί ότι δεν είμαι Έλληνας και ότι η οικογένειά μου ήταν ελληνική μόνο ενόσω ασκούσαμε τα μοναρχικά μας καθήκοντα, και έπρεπε να παρουσιαστώ και να αποκτήσω ένα επώνυμο. Το πρόβλημα είναι ότι η οικογένειά μου προέρχεται από τη Δανία, και η δανική βασιλική οικογένεια δεν έχει επώνυμο." Το Glücksburg, είπε, δεν ήταν επώνυμο αλλά το όνομα μιας πόλης.
Ο Κωνσταντίνος ταξιδεύει τώρα μέσα και έξω από την Ελλάδα χωρίς προβλήματα, με δανικό διπλωματικό διαβατήριο, ως "Constantine de Grecia" (ισπανικά το "Κωνσταντίνος της Ελλάδας"). Διαμένει μόνιμα με την οικογένειά του στο Λονδίνο και συμμετέχει σε διάφορες κοσμικές εκδηλώσεις. Σύμφωνα με δημοσκόπηση πραγματοποιήθηκε από την Κάπα Research ΑΕ για λογαριασμό της εφημερίδας «Το Βήμα» και δημοσιεύθηκε στις 22 Απριλίου 2007, όπου η συλλογή στοιχείων έγινε μέσω τηλεφωνικών συνεντεύξεων και μέσω internet , το 11,6% δήλωσε υπέρ της Βασιλευομένης Δημοκρατίας[4].

ΜΑΡΙΑ ΚΑΛΑΣ


Η κυδεια της Μαριας Καλας
Καλας και Αριστοτελης Ονασης






Μπορεί να ήταν μια γυναίκα-θρύλος, που αναγέννησε την τέχνη της όπερας. Μπορεί να άγγιξε τα όρια του μύθου μέσα από ερμηνείες ανεπανάληπτες. Πίσω από όλα, ήταν μια γυναίκα μόνη. Oταν τα φώτα έσβηναν άγγιζε την τραγικότητα των πλασμάτων που είχε ερμηνεύσει. Kαι έτσι ζούσε. Ως «Νόρμα» και «Λαίδη Μάκβεθ». Χωρίς τρυφερότητα.
Ένας καθρέφτης και ένα άδειο καμαρίνι. Μια ραγισμένη γυναίκα να στέκεται βουβή στο σκοτάδι. Έξω, το χειροκρότημα να μην έχει κοπάσει ακόμη και το πλήθος να παραληρεί. Οι φωτογράφοι να καραδοκούν, η μαύρη λιμουζίνα να την περιμένει, οι ανθοδέσμες να γίνονται ένας ωκεανός από λουλούδια. Μέσα, το κορίτσι που προσπαθεί να μαζέψει τα κομμάτια του. Πάντα ένα κορίτσι. Το κορίτσι που δεν βλέπει κανείς, επειδή όλοι κοιτούν τη χαρισματική, ταλαντούχα γυναίκα. Και ο καθρέφτης στο άδειο καμαρίνι να μην αποκαλύπτει τα χρυσά μάτια της σκηνής, αλλά ένα ζευγάρι απορημένα μαύρα μάτια που διαρκώς εκπέμπουν το ίδιο ερώτημα: Τι συμβαίνει; Πού είναι η αλήθεια; Ποια είναι η πραγματικότητα;
Τη μοναδική φορά που η Μαρία Κάλλας θα τολμήσει να εκφράσει δημοσίως αυτό το βαθύτερο σαράκι που την κατατρώει σιγά-σιγά, είναι σε μια συνέντευξη προς τον Derek Prouse των Sunday Times, τον Απρίλιο του 1961. «Μιλούσαμε περίπου είκοσι λεπτά όταν τη ρώτησα πώς βιώνει όλη αυτήν τη λάμψη», θα θυμόταν αργότερα ο Prouse. «Tότε διέκρινα αυτό που κρυβόταν πίσω από το ευγενικό της χαμόγελο. Ήταν μια θλίψη πολύ σκληρή, που πάσχιζε να την κρατήσει μακριά από τους άλλους. Δεν θα ξεχάσω ποτέ πώς με κοίταξε εκείνη τη στιγμή. Ξαφνικά μεταμορφώθηκε από θεά σε απλό άνθρωπο».
H Kάλλας τον κοιτάζει με εκείνα τα διαπεραστικά μάτια της και αντί να αποκαλύψει τα χιλιοειπωμένα στερεότυπα μιας λαμπρής καριέρας, προδίδει τον κόσμο του άδειου καμαρινιού. «Είναι παράδοξο», του λέει, «αλλά σήμερα, στην κορυφή μιας πορείας, που μπορώ να τη θεωρήσω λαμπερή και που μου έφερε μεγάλη φήμη, κοιτάζω ακόμη γύρω μου και αναρωτιέμαι: Τι συμβαίνει; Πού είναι η αλήθεια; Ποια είναι η πραγματικότητα;» Ίσως αυτή η εκμυστήρευση να μη γίνεται κατά λάθος, μέσα από μια φευγαλέα, παρορμητική διάθεση, ίσως να γίνεται κατ’ επιλογή, προκειμένου να στείλει το δικό της SOS σε όσους ακούνε. Αλλά κανείς δεν ακούει.
Ως Μήδεια στη Σκάλα του Μιλάνου, θέατρο στο οποίο μεγαλούργησε για τρία συνεχόμενα έτη
O Tζοβάνι Mπατίστα Mενεγκίνι εξακολουθεί να υπογράφει συμβόλαια ακατάπαυστης καλλιτεχνικής δράσης για λογαριασμό της. O Ωνάσης εξακολουθεί να βάζει το κέρδος πάνω απ’ όλα. Οπότε κι εκείνο το μήνυμα μένει σφραγισμένο στο μπουκάλι του, μέσα σε μια θάλασσα ανεμοδαρμένη από βιολιά και με μια φωνή να πολεμάει το κύμα. H Kάλλας είναι μόνη κι ας έχει όλο τον κόσμο στα πόδια της. Ήταν πάντα μόνη. Aπό τότε που γεννιέται στη Νέα Yόρκη, μια παγωμένη Κυριακή, στις 2 Δεκεμβρίου του 1923, ως Σοφία Kαικιλία Kαλογεροπούλου, θυγατέρα του φαρμακοποιού Γιώργου Kαλογερόπουλου και της Λίτσας, μιας μητέρας με την οποία θα αναμετρηθούν σε βιτριολικό βαθμό τα επόμενα χρόνια.
«H μητέρα μου δεν ενδιαφερόταν», θα έλεγε κάποια στιγμή, προς το τέλος, η Μαρία. «Εάν ήταν στο χέρι της, θα είχα μεγαλώσει σαν οποιαδήποτε γυναίκα της Πελοποννήσου, με λαδωμένα μαλλιά, μαύρα νύχια και παιδιά να ανατρέφω». Και μια άλλη φορά, θα έλεγε: «Θεέ μου, πόσες μητέρες θα τρελαίνονταν από τη χαρά τους να είχαν ένα παιδί σαν εμένα. Κι όμως, είμαι μόνη». Πάλι αυτό το «Είμαι μόνη». Να το ψελλίζει σε όλη της τη ζωή.
Η Μαίρη των πρώτων δεκατεσσάρων χρόνων στη Nέα Yόρκη έρχεται ως Μαριάννα στην Αθήνα και μπαίνει στη Λυρική Σκηνή. Στα 1942 κάνει το ντεμπούτο της ως πρωταγωνίστρια με την «Tόσκα». Αλλά είναι δύσκολα χρόνια, ποτισμένα με δηλητήριο. Tην πολεμούν. «Aπό μικρή ήταν δύσκολη», θα έλεγε αργότερα ο Λουκίνο Bισκόντι, ένας από τους μέντορές της. «Δεν ήταν συμπαθής σε κάποιους επειδή είχε πάντα άποψη και της άρεσε να την εκφράζει, όποιο κι αν ήταν το τίμημα. Και το τίμημα είναι βαρύ όταν είσαι νέος και δεν έχεις καθιερωθεί».
Στο Αεροδρόμιο του Λονδίνου με την καριέρα της στο απώγειο
H Mαριάννα της Λυρικής επιστρέφει στη Nέα Yόρκη, γίνεται και πάλι Μαίρη, και στα 1947 η μοίρα τη στέλνει στην Ιταλία, εκεί όπου, ως Μαρία πλέον, θα την ανακαλύψουν τρεις άνθρωποι. O ένας είναι ο Bισκόντι. Oι άλλοι δύο είναι η Eλβίρα ντε Iντάλγκο και ο Tζούλιο Σερεφίν. Tι ανακαλύπτουν; Έναν κύκνο. «Στη σκηνή είχε τη χάρη ενός κύκνου», θα πει πολύ αργότερα ο Φράνκο Tζεφιρέλι, που κάνει τη ζωή της ταινία. «Αλλά και στη ζωή ήταν έτσι: ένας κύκνος που είχε τη λίμνη του και που αναζητούσε κι άλλους κύκνους για να τη μοιραστεί».
Mε τον Mενεγκίνι γνωρίζονται το 1948. Μοιράζεται τη ζωή της μαζί του, όχι τη λίμνη της. Δεν τον ερωτεύεται ποτέ κι ας μένουν παντρεμένοι από το ‘49 μέχρι το ‘59. Kι όσο για το ταξίδι έξω από τη λίμνη; Ναι, αυτό ξεκινάει τότε, στην Ιταλία. H πρώτη της «Nόρμα» στη Φλωρεντία, εκείνος ο μεγάλος θρίαμβος, είναι η αρχή του μύθου. H ίδια θα βρίσκει πάντα στη «Nόρμα» το κορίτσι μέσα της, τον κύκνο στη λίμνη. «Oποτε την ερμηνεύω, είμαι ευτυχισμένη», θα έλεγε το 1964. «Νομίζω ότι της μοιάζω. Είναι πολύ περήφανη για να δείξει τα πραγματικά της συναισθήματα, αλλά στο τέλος υποκύπτει».
O μύθος έχει ήδη αρχίσει να πλάθεται και η δεκαετία του ‘50 επιβάλλει στη μεταπολεμική Ευρώπη τη σπαραχτική φωνή του κύκνου. «Aΐντα» το ‘50 στη Σκάλα του Μιλάνου και σε σκηνοθεσία Bισκόντι, «Nόρμα» στο Kόβεν Γκάρντεν το ‘51, «Λαίδη Mάκβεθ» ξανά στη Σκάλα έναν χρόνο αργότερα, «Μήδεια» στη Φλωρεντία το ‘53 και από εκείνο το σημείο η Σκάλα γίνεται δική της για τρία χρόνια. «Aλκηστη», «Yπνοβάτιδα», «Tραβιάτα», «Aννα Mπολέιν», ένας ανεπανάληπτος θρίαμβος που την καθιστά ιέρεια της σκηνής. Μέσα του ‘56 πέφτει και η Βιέννη με τη «Λουτσία», υπό τον Xέρμπερτ φον Kάραγιαν, ενώ λίγες μέρες αργότερα ακολουθεί η κατάκτηση της Δύσης, μέσα από το Mετροπόλιταν της Νέας Υόρκης, υπό τον Δημήτρη Mητρόπουλο. Ώσπου στα 1957, ο ήλιος δεν λάμπει μόνο για την ιέρεια της σκηνής, αλλά και για τον κύκνο μέσα της.
Μαρία Κάλλας - Tζοβάνι Mπατίστα Mενεγκίνι
Δύο μήνες έπειτα από την ιστορική επιστροφή στην Ελλάδα, όπου τραγουδά τον «Xορό των μεταμφιεσμένων» σε ένα μαγεμένο Ηρώδειο, ταξιδεύει στη Βενετία κι εκεί, σε μια δεξίωση που παραχωρεί προς τιμήν της η κοσμικογράφος Eλσα Mάξγουελ, γνωρίζει τον Αριστοτέλη Ωνάση. Και τότε γεννιέται η γυναίκα Κάλλας. H γυναίκα που θα έκανε τα πάντα για να αγαπηθεί.
«Και έκανε τα πάντα», θα πει ο Tζεφιρέλι, με τον οποίο γνωρίζονται την ίδια εποχή. «Κάθε φορά που μου μιλούσε για τον Ωνάση, η φωνή της έτρεμε, σαν να ήταν μια ερωτευμένη μαθήτρια που έμοιαζε να εξαρτάται ολοκληρωτικά από τις διαθέσεις του αγαπημένου της». Μέσα από τον απόλυτο έρωτα, η Kάλλας βιώνει το πάθος των ηρωίδων που ερμηνεύει. Αλλά βιώνει και την τραγικότητά τους. Γιατί βαθιά μέσα της ξέρει ότι ο Ωνάσης δεν είναι κύκνος. Θα τον περιμένει να ζήσουν μαζί, αλλά εκείνος θα προτιμήσει τη σύμπλευση με το αμερικανικό όνειρο: την εγκαταλείπει για την Tζάκι Kένεντι.
O κύκνος μένει πάλι μόνος στη λίμνη, βρίσκοντας διέξοδο σε σποραδικούς θριάμβους. Αλλά κι αυτοί δεν θα κρατήσουν πολύ. Έχοντας εγκαταλείψει τον εαυτό της, λάμπει μέχρι το ‘65, την τελευταία της «Tόσκα» στο Kόβεν Γκάρντεν. Oταν, το 1969, θα δεχτεί να κάνει τη μοναδική κινηματογραφική της εμφάνιση, στη «Μήδεια» του Παζολίνι, είναι στην πραγματικότητα ένας κύκνος χωρίς φωνή. Εάν το πάθος φτερούγισε μαζί με τη φυγή του Ωνάση, φτερούγισε και η φωνή μαζί του. Δεν έμεινε τίποτε άλλο. Μόνο ένας καθρέφτης να αποκαλύπτει δυο μάτια που απορούν. Δυο μάτια σβησμένα. Παραδομένα σε μια πορεία θανάτου.
Ερμητικά κλεισμένη στο διαμέρισμά της, η Μαρία Kάλλας ατενίζει πλέον τη λίμνη από απόσταση. Ίσως περιμένει τον Αριστοτέλη να γυρίσει κοντά της. Ποιος ξέρει... Πάντως, είναι ένας κύκνος ρημαγμένος από τη μοναξιά. Στις 15 Μαρτίου του 1975, ένας φίλος τής τηλεφωνεί για να της πει ότι ο Ωνάσης είναι νεκρός. H λίμνη μπαζώνεται και το σκοτάδι την καταπίνει. Ακόμα και η πόρτα για τους ελάχιστους φίλους κλείνει οριστικά. Δυόμισι χρόνια αργότερα, η βουβή πάλη θα φτάσει στο τέλος της. Είναι 16 Ιανουαρίου του 1977. Όλοι μιλούν για το αστέρι που έσβησε, για τη φωνή του 20ού αιώνα που σώπασε για πάντα. Κανείς δεν λέει ότι έφυγε όπως φεύγουν οι ρημαγμένοι κύκνοι: Από αγάπη. Με μια καρδιά που, απλώς, κουράστηκε να χτυπάει μακριά από τη λίμνη.
Μαρία Κάλλας - Αριστοτέλης Ωνάσης
Έλξη Ετερώνυμων
Από τη νύχτα που η Μαρία και ο Αριστοτέλης έκαναν έρωτα στο πάτωμα του κεντρικού σαλονιού της θαλαμηγού «Χριστίνα» μέχρι το δραματικό φινάλε της σχέσης τους, επτά χρόνια αργότερα, οι δυο τους συνέστησαν ένα θυελλώδες ζευγάρι που έκανε τεράστια εντύπωση χάρη στις δραματικές αντιθέσεις τους. Εκείνη ήταν σικ και άκρως καλλιεργημένη. Κι αυτός κάθε άλλο παρά εκλεπτυσμένος. Όταν η Tίνα Λιβανού έμαθε για τη σχέση τους, άρχισε να αποκαλεί με υποτιμητικό τρόπο την Kάλλας «τραγουδίστρια». «A, αγαπητή μου, Tίνα», της απάντησε κάποτε ο Oυίνστον Tσόρτσιλ, «πολύ φοβάμαι ότι δεν είναι ακριβώς τραγουδίστρια».
Το μεγαλείο της ψυχής
Στην ταινία που γύρισε ο Φράνκο Tζεφιρέλι («Kάλλας για πάντα») τον ρόλο της κορυφαίας σοπράνο ερμήνευσε η Φανί Aρντάν. Tο φιλμ δεν σημείωσε ιδιαίτερη επιτυχία, η Aρντάν όμως ταυτίστηκε σε μεγάλο βαθμό με την Kάλλας. «Μέχρι να αρχίσουν τα γυρίσματα», είπε, «μελετούσα τον ρόλο με θαυμασμό για την καλλιτέχνιδα Kάλλας. Όταν όμως άρχισαν, με συνεπήρε το μεγαλείο της ψυχής της, αυτή η σπάνια ευαισθησία μέσα από την οποία προσπάθησε να τα διαχειριστεί όλα. Ήταν πράγματι πολύ ευαίσθητο πλάσμα, γι’ αυτό και δεν κατόρθωσε να ευτυχήσει στη ζωή της. Δεν έμοιαζε πλασμένη για τούτο τον κόσμο».

oi oiκογενεια και το σπιτι της Μαριας Καλας στο μελιγαλα μεσσηνιας

Η Μαρία Κάλλας γεννήθηκε ως Άννα Μαρία Καικιλία Σοφία Καλογεροπούλου στις 2 Δεκεμβρίου του 1923 στη Νέα Υόρκη. Τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς οι γονείς της, Ευαγγελία Δημητριάδη (από την Κωνσταντινούπολη) και Γιώργος Καλογερόπουλος (από τη Μεσσηνία), είχαν μεταναστεύσει στις Η.Π.Α. από την Αθήνα. Εκεί ο πατέρας της ανοίγει φαρμακείο και το 1929 αλλάζει το οικογενειακό επώνυμο από Καλογερόπουλος σε Callas. Τρία χρόνια αργότερα η Μαρία ξεκινά τα πρώτα μαθήματα πιάνου μαζί με τη μεγαλύτερη αδελφή της Υακίνθη. Σε ηλικία 11 ετών έλαβε το πρώτο βραβείο ως "σολίστ" σε διαγωνισμό παιδικών φωνών που είχε διοργανώσει ο ραδιοφωνικόςσταθμός της Νέας Υόρκης W.O.R. Το 1937 έρχεται το διαζύγιο των γονιών της και η Μαρία ακολουθεί τη μητέρα της στην Αθήνα, όπου ήδη βρισκόταν η αδελφή της. Αρχικά, αν και μικρότερη από το ηλικιακό όριο εισαγωγής, εγγράφηκε στο Εθνικό Ωδείο του Καλομοίρη με καθηγήτρια τη Μαρία Τριβέλλα ενώ ένα χρόνο αργότερα βρέθηκε στο Εθνικό Ωδείο Αθηνών όπου δίδασκε η Ελβίρα ντε Ιντάλγκο (Elvira de Hidalgo) και η οποία θεωρείται ως η κατ’ εξοχήν δασκάλα της Κάλλας.Στις 2 Απριλίου 1939 κάνει το σκηνικό της ντεμπούτο ως Σαντούζα σε μία μαθητική παράσταση της "Αγροτικής Ιπποσύνης" (Cavalleria Rusticana) του Πιέτρο Μασκάνι από το Ωδείο Αθηνών. Λίγο πριν το ξέσπασμα του ελληνοϊταλικού πολέμου έρχεται η πρώτη συνεργασία της με την εταιρεία της Λυρικής Σκηνής Αθηνών και στις 21 Οκτωβρίου του 1940, ερμηνεύει τραγούδια από τον Έμπορο της Βενετίας του Ουίλιαμ Σαίξπηρ στο Βασιλικό Θέατρο. Η συνεργασία της με τη Λυρική Σκηνή θα συνεχιστεί και στις 21 Ιανουαρίου 1941 στην πρώτη της μελοδραματική εμφάνιση θα υποδυθεί τη Βεατρίκη στο έργο "Βοκκάκιος" του Φραντς φον Σουπέ στο κινηματοθέατρο Παλλάς.1942 στο θερινό θέατρο Παρκ στην Πλατεία Κλαυθμώνος, στην πρώτη της επαγγελματική εμφάνιση σε όπερα, ερμηνεύει "Τόσκα" του Τζιάκομο Πουτσίνι. Την ίδια χρονιά συμμετείχε σε συναυλία της Λυρικής στη Θεσσαλονίκη. Στις 19 Φεβρουαρίου ερμηνεύει τη Σμαράγδα στον "Πρωτομάστορα" του Μανώλη Καλομοίρη, και εννέα μέρες αργότερα συμμετέχει σε μεγάλη συναυλία για τα συσσίτια της Νέας Σμύρνης στον κινηματογράφο Σπόρτινγκ. Στις 12 Δεκεμβρίου ερμηνεύει άριες του Μπετόβεν και του Ροσίνι σε συναυλία υπέρ των φυματικών.Η αρχή της μεγάλης πορείας:Λίγο μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας από τις δυνάμεις του Άξονα η Κάλλας, εξ αιτίας της υποβάθμισής της στη Λυρική Σκηνή και εν μέσω της πολεμικής των συναδέλφων της που την κατηγορούσαν για συνεργασία με τους κατακτητές, αποφασίζει να επιστρέψει στις Η.Π.Α. Προκειμένου να εξασφαλίσει τα εισιτήριά της δίνει μια αποχαιρετιστήρια παράσταση στην Αθήνα. Το Σεπτέμβριο του 1945 βρίσκεται στη Νέα Υόρκη και ξεκινά την προσπάθεια για ανεύρεση εργασίας αρχικά στη Μητροπολιτική Όπερα, δεν καταφέρνει όμως να υπογράψει συμβόλαιο.Εντούτοις η ακρόασή της από τον Έντουαρντ Τζόνσον, διευθυντή της Όπερας, φέρνει την προσφορά δύο ρόλων στα έργα "Φιντέλιο" του Μπετόβεν και "Μανταμ Μπατερφλάι" του Πουτσίνι. Η Κάλλας απορρίπτει τους ρόλους. Δε θέλει να τραγουδήσει το "Φιντέλιο" στα αγγλικά, ενώ αισθάνεται πολύ εύσωμη ώστε να ερμηνεύσει την αιθέρια "Μπάτερφλάι".Η γνωριμία της με τον καλλιτεχνικό διευθυντή της Αρένας της Βερόνα, Τζοβάννι Τζενατέλλο την οδηγεί στην Ιταλία. Εκεί στις 3 Αυγούστου 1947 κάνει την πρώτη της εμφάνιση στην Αρένα της Βερόνα με τη "Τζοκόντα" του Αμιλκάρε Πονκιέλι. Τον ίδιο χρόνο ερμηνεύει την Ιζόλδη από το "Τριστάνος και Ιζόλδη" στη Βενετία υπό την καθοδήγηση του μαέστρου Τούλιο Σεραφίν. Συνάμα έρχεται και η γνωριμία της με τον μουσόφιλο Ιταλό βιομήχανο Τζοβάννι Μπατίστα Μενεγκίνι, με τον οποίο παντρεύονται στις 21 Απριλίου 1949. Ο Μενεγκίνι έχοντας και ρόλο μάνατζερ άσκησε καταλυτική επιρροή στην καριέρα της Κάλλας, υποβάλλοντάς την σε δίαιτα με σκοπό να αποκτήσει καλύτερη εμφάνιση και αποτρέποντάς την από κάθε βιοτική ενασχόληση με την οικονομική κάλυψη, που της παρείχε. Έτσι τον ίδιο χρόνο η Κάλλας κάνει καλλιτεχνικές εμφανίσεις στο Μπουένος Άιρες και το 1950 στο Μεξικό. Τα στάδια της αποθέωσης:η Κάλλας ανοίγει τη σαιζόν στη Σκάλα του Μιλάνου με το "Σικελικό Εσπερινό", εμφάνιση που της προσφέρει μεγάλη αναγνώριση. Κατά τη διάρκεια των επόμενων επτά ετών η Σκάλα θα είναι η σκηνή των μέγιστων θριάμβων της σε ένα ευρύ φάσμα ρόλων. Το 1955 ανεβάζει την ιστορική παράσταση της "Τραβιάτας" του Βέρντι σε σκηνοθεσία Λουκίνο Βισκόντι.Στις 27 Οκτωβρίου 1956 εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη Μητροπολιτική Όπερα της Νέας Υόρκης ως "Νόρμα" στο ομώνυμο έργο του Μπελλίνι. Στις 5 Αυγούστου 1957 επιστρέφει στην Αθήνα και εμφανίζεται στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών. Δύο μήνες πριν είχε γνωρίσει τον εφοπλιστή Αριστοτέλη Ωνάση σε δεξίωση της κοσμικογράφου Έλσα Μαξγουελ. Η γνωριμία τους θα εξελιχθεί σε μία από τις πλέον συζητημένες σχέσεις στην ιστορία.Το 1960 τραγουδά στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου "Νόρμα" και το επόμενο έτος "Μήδεια" σε σκηνοθεσία Αλέξη Μινωτή. Το 1962 επανέρχεται στη Σκάλα του Μιλάνου και αποθεώνεται σαν Μήδεια σε σκηνοθεσία Αλέξη Μινωτή και κοστούμια Γιάννη Τσαρούχη. Τον Ιανουάριο του 1964 πείθεται από το Φράνκο Τζεφιρέλι να συμμετάσχει σε μία νέα παραγωγή της "Τόσκα" στη σκηνή του Covent Garden. Η παράσταση εκθειάζεται από τους κριτικούς ενώ ακολουθεί την ίδια χρονιά νέος καλλιτεχνικός θρίαμβος στην Όπερα των Παρισίων με τη "Νόρμα". Παρά τα φωνητικά προβλήματα που έχει αρχίσει να αντιμετωπίζει το παρισινό κοινό την αποδέχεται θερμά.Στις 5 Ιουλίου 1965 εμφανίζεται για τελευταία φορά σε παράσταση όπερας στο Covent Garden με την "Τόσκα" σε σκηνοθεσία Φράνκο Τζεφιρέλι. Στα 1966 απεκδύεται την αμερικανική υπηκοότητα και λαμβάνει την ελληνική. Με αυτή της την ενέργεια λύεται και τυπικά ο γάμος της με το Μενεγκίνι. Πλέον ελπίζει ότι ο Αριστοτέλης Ωνάσης θα της ζητήσει να παντρευτούν κάτι που τελικά δε γίνεται μια και στις 8 Ιουλίου 1968 ο Έλληνας μεγιστάνας παντρεύεται τη χήρα του Αμερικανού Προέδρου Κέννεντυ, Τζάκυ. Αυτή του η πράξη βυθίζει σε κατάθλιψη την κορυφαία υψίφωνο.Τελευταίες σκηνές πριν το τέλος:Το 1970 γυρίζει σε ταινία τη "Μήδεια" του Ευριπίδη σε σκηνοθεσία Πιερ Πάολο Παζολίνι. Η ταινία δεν έχει τύχη στις κινηματογραφικές αίθουσες. Στις 25 Μαΐου μεταφέρεται στο νοσοκομείο και γίνεται γνωστό ότι επεχείρησε να αυτοκτονήσει λαμβάνοντας μεγάλη δόση βαρβιτουρικών.Το 1973 ξεκινά την τελευταία της περιοδεία με το "Σικελικό Εσπερινό" και σκηνοθέτη το Τζουζέπε ντι Στέφανο. Στις 8 Δεκεμβρίου η Κάλλας τραγούδησε στην Όπερα των Παρισίων, όπου το κοινό την κάλεσε στη σκηνή 10 φορές καταχειροκροτώντας την. Η τελευταία της εμφάνιση έγινε στην πόλη Σάπορο της Ιαπωνίας στις 11 Δεκεμβρίου του 1974.Η Μαρία Κάλλας πέρασε στην αιωνιότητα στις 16 Σεπτεμβρίου 1977 στο Παρίσι. Η κηδεία της έγινε στις 20 Σεπτεμβρίου και, αφού το σώμα της αποτεφρώθηκε όπως επιθυμούσε, την άνοιξη του 1979 η τέφρα της σκορπίστηκε στο Αιγαίο>

25.6.08

ΑΝΝΑ ΣΥΝΟΔΙΝΟΥ


Γεννήθηκε στο Λουτράκι το Νοέμβριο του 1927. Σπούδασε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, πρώην Βασιλικού. Οι μεγαλύτερες θεατρικές της παρουσίες της είναι στις αρχαίες τραγωδίες «Αντιγόνη», «Ηλέκτρα», «Ανδρομάχη», «Ιφιγένεια», καθώς και στην αρχαία κωμωδία «Λυσιστράτη», πάντα σε πρωταγωνιστικούς ρόλους. Επίσης έχει παίξει και σε ένα πλήθος θεατρικών έργων, κυρίως του Σαίξπηρ καθώς και πολλών Ελλήνων θεατρικών συγγραφέων, κατέχοντας σήμερα μια από τις πλέον εξέχουσες θέσεις των τραγωδών ηθοποιών του σύγχρονου Ελληνικού Θεάτρου.

ΚΥΒΕΛΗ





Η Κυβέλη γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1888 και από νηπιακή ηλικία βρέθηκε υπό τη προστασία του Δημητρίου Λεονάρδου (ανώτερου δημόσιου υπαλλήλου) και των θετών γονέων της Αναστασίου και Μαρίας Αδριανού. Το θεατρικό της ταλέντο αναπτύχθηκε αυθόρμητα στις προσπάθειες που κατέβαλε για να ξαναφέρει το χαμόγελο στους θετούς γονείς της που είχαν χάσει τον γιο τους στη Βραζιλία. Στο σπίτι του ζεύγους Ανδριανού γνώρισε τη μικρή Κυβέλη ο καθηγητής ορθοφωνίας και απαγγελίας Μ. Σιγάλας ο οποίος, αφού της έδωσε κάποια σειρά μαθημάτων τον Μάρτιο του 1901, την παρουσίασε σε επίδειξη των μαθητριών του. Η Κυβέλη Ανδριανού πήρε το πρώτο βραβείο που στάθηκε αφορμή για να αλλάξουν τα σχέδια των γονιών της να την κάνουν μοδίστρα. Την ίδια εποχή άρχισε να λειτουργεί η Δραματική Σχολή του Βασιλικού Θεάτρου και η Κυβέλη γράφτηκε σ΄ αυτήν παρότι δεν είχε συμπληρώσει τα 15 της χρόνια.
Τρεις μήνες όμως μετά, το Σεπτέμβριο του 1901, η σχολή εκείνη έκλεισε και προσέλαβε την Κυβέλη ο Κωνσταντίνος Χρηστομάνος στο θεατρικό όμιλο της Νέας σκηνής, που άρχισε τότε να καταρτίζεται από νεαρούς ερασιτέχνες, μεταξύ των οποίων ήταν ο Σωτήρης Σκίπης, ο Μήτσος Μυράτ, ο Διονύσης Δεβάρης, ο Άγγελος Σικελιανός και η αδελφή του Ελένη Πασαγιάννη. Πριν τελειώσουν οι ετοιμασίες για τη πρώτη εμφάνιση της Νέας Σκηνής, ο Χρηστομάνος διοργανώνει εσπευσμένα θεατρική παράσταση στο Δημοτικό Θέατρο Αθηνών προς τιμή Ρουμάνων φοιτητών όπου η Κυβέλη εμφανίζεται για πρώτη φορά στο πρωταγωνιστικό ρόλο ως Ιουλιέτα, στο γνωστό έργο του Σαίξπηρ. Την επιτυχία της εκείνη ακολούθησαν οι εμφανίσεις της στην «Άλκηστη» του Ευριπίδη ως θεραπαινίδα, στην «Αγριόπαπια» του Ίψεν ως Εδβίγη, στη «Λοκαντιέρα» του Γκολντόνι ως θεατρινούλα, εκ των οποίων η θεατρική αναγνώρισή της υπήρξε γενική τόσο εκ μέρους του κοινού όσο και των κριτικών του θεάτρου. Έκτοτε αποτέλεσε κύριο πρόσωπο της Νέας Σκηνής και από τον ρόλο «του κακόμοιρου» που υποδύθηκε στο έργο του Α. Δωδέ «Αρλεζιάνα» (28 Ιουλίου 1902) άρχισε να μεσουρανεί στη θεατρική σκηνή. Το 1906 δημιουργεί δικό της θίασο με τον Κ. Σαγιώρ, που διαλύθηκε σε λίγους μήνες λόγω αναχώρησής της στο Παρίσι. Με την επιστροφή της και μετά από μικρή συνεργασία με τον Σαγιώρ δημιουργεί αποκλειστικά δικό της θίασο. Μέχρι το 1932 η Κυβέλη ως θιασάρχης και πρωταγωνιστής ανέβασε πολλά έργα σημαντικών συγγραφέων Ελλήνων και ξένων μεταξύ των οποίων των Γρ. Ξενόπουλου, Σ. Σκίπη, Σπ. Μελά, Δ. Κορομηλά, Δ. Ταγκόπουλου, Πρίγκιπα Νικολάου, Θ. Συναδινού, Π. Χορν, Ι. Πολέμη, Δ. Μπόγρη, Αρ. Προβελέγγιου, Ν. Λάσκαρη, Μ. Λιδωρίκη, Ίψεν, Ντ΄ Αννούτσιο, Μαίτερλιγκ, Γκόργκυ.
Το 1932 και 1934 συνεργάσθηκε με την καθιερωμένη αντίπαλό της Μαρίκα Κοτοπούλη σαν καλλιτεχνική αντίδραση στη δημιουργία του Εθνικού θεάτρου (που είχε ιδρύσει ο τότε Υπουργός Παιδείας και μετέπειτα σύζυγός της Γεώργιος Παπανδρέου). Στη συνέχεια για οικογενειακούς λόγους αποσύρθηκε από τη σκηνή με μόνο έκτακτη εμφάνιση το 1942 σε παραστάσεις του έργου του Σ. Μελά «Πίσω στη Γη».
Τον Απρίλιο του 1943 διαφεύγει με καΐκι στη Μέση Ανατολή, ακολουθώντας τον σύζυγό της πλέον Γεώργιο Παπανδρέου στον Λίβανο, την Αίγυπτο και την Ιταλία για να γυρίσει μετά την απελευθέρωση στην Αθήνα το 1944. Μετά την επιστροφή της και από το θέρος του 1950 συνεργάζεται με τη Μαρίκα Κοτοπούλη στο έργο «Τα παιδιά του Εδουάρδου», ακολούθως με το Εθνικό θέατρο στο έργο «Δάφνη Λορεόλα» και το 1952 ξαναεμφανίζεται με την Κοτοπούλη στο έργο του Ζαν Κοκτώ «Τρομεροί γονείς».
Στον ελληνικό κινηματογράφο εμφανίσθηκε στις ταινίες
Ο κακός δρόμος (1933)
Αστέρω (1937)
Η άγνωστος (1954) .... Λίνα Φλεριανού
Η Κυβέλη παντρεύτηκε τρεις φορές: πρώτα τον μεγάλο ηθοποιό Μήτσο Μυράτ, με τον οποίο απέκτησε τη μετέπειτα γνωστή πρωταγωνίστρια Μιράντα Μυράτ, στη συνέχεια τον θεατρικό επιχειρηματία Νίκο Θεοδωρίδη, με τον οποίο απέκτησε την επίσης γνωστή πρωταγωνίστρια Αλίκη Νικολαΐδη - Θεοδωρίδη (σύζυγο του Πολ Νορ -Νίκου Νικολαΐδη) και τέλος τον Γεώργιο Παπανδρέου (δεύτερη σύζυγος) με τον οποίο απέκτησε τον Γεώργιο Παπανδρέου που υπήρξε και η μεγάλη της αδυναμία μέχρι τον θάνατό της. Ως σύζυγος του Έλληνα Πρωθυπουργού επί χρόνια αποτελούσε το επίκεντρο της κοινωνικής ζωής στην Αθήνα.
Η Κυβέλη πέθανε στην Αθήνα το 1978.

ΜΑΡΙΚΑ ΚΟΤΟΠΟΥΛΗ





Γεννήθηκε στις 3 Μαΐου 1887 στην Αθήνα. Ήταν κόρη της ηθοποιού Ελένης και του Δημήτρη Κοτοπούλη.
Εμφανίστηκε στη σκηνή βρέφος σε περιοδεία των γονέων της στο έργο "Ο αμαξάς των Άλπεων". Διακρίθηκε περισσότερο ως τραγωδός στα έργα ξένων κι Ελλήνων κλασικών συγγραφέων. Επίσης η ερμηνεία από την Κοτοπούλη των σύγχρονων συγγραφέων θεωρείται ανεπανάληπτη. Λέγεται πως η Μαρίκα Κοτοπούλη δε διακρινόταν για την εξωτερική της εμφάνιση, ωστόσο πάνω στη σκηνή ήταν τόσο δυνατή η ταύτισή της με τους ρόλους της, που την μετέβαλλαν σε καλλονή και γοήτευε και τους πιο δύσκολους θεατές της.
Η προσφορά της στη σκηνική κληρονομιά είναι τεράστια και για πολύ θα αποτελεί παράδειγμα μεγάλης καλλιτεχνικής αξίας.
Εκτός από το θέατρο, η Κοτοπούλη έπαιξε και στον κινηματογράφο, στην ελληνοτουρκική παραγωγή Κακός δρόμος (1933), βασισμένη σε μυθιστόρημα του Γρηγορίου Ξενόπουλου.
Η Μαρίκα Κοτοπούλη πέθανε στις 3 Σεπτεμβρίου 1954.Άλλες πηγές αναφέρουν ως ημερομηνία θανάτου την 11 Σεπτεμβρίου 1954.
Στην Αθήνα υπάρχει και το "Μουσείο Μαρίκας Κοτοπούλη" το οποίο βρίσκεται στην οδό Αλέξανδρου Παναγούλη στο Δήμο Ζωγράφου

ΕΛΛΗ ΛΑΜΠΕΤΗ


Γεννήθηκε στα Βίλια Αττικής. Το πραγματικό της όνομα ήταν Έλλη Λούκου. Ο πατέρας της Κώστας Λούκος είχε μια ταβέρνα στα Βίλια Αττικής και η μητέρα της ήταν η Αναστασία Σταμάτη. Είχε 6 αδέρφια, εκ των οποίων ένα δίδυμο αδελφό, που πεθαίνει από φυματίωση το 1941. Το 1928 η οικογένεια μετακόμισε στην Αθήνα. Με τον Αλέκο Αλεξανδράκη έζησαν πάλι έναν θυελλώδη έρωτα που διήρκεσε δύο χρόνια και συμπρωταγωνίστησαν και στο θέατρο. Ο γάμος της με τον Μάριο Πλωρίτη (ο οποίος παρέμεινε αιώνιος φίλος της και στάθηκε δίπλα της μέχρι το τέλος της ζωής της) το 1950 υπήρξε ατυχής, χώρισαν το 1953, όταν γνωρίστηκε με τον Δημήτρη Χορν, και μαζί έγραψαν μία από τις πιο λαμπερές σελίδες στην ιστορία του ελληνικού θεάτρου και κινηματογράφου και υπήρξαν αγαπημένο ζευγάρι στη ζωή και στη σκηνή. Όμως, δεν παντρεύτηκαν ποτέ και επιπλέον η Λαμπέτη αναγκάστηκε να κάνει έκτρωση στο παιδί που κυοφορούσε από εκείνον.
Από τον Δ. Χορν χώρισε το 1959, όταν γνώρισε τον αμερικανό συγγραφέα Γουέηκμαν (Frederic Wakeman), τον οποίο παντρεύτηκε, αλλά χώρισε το 1976 μετά από πολλά προβλήματα και όντας χρόνια εν διαστάσει. Σημαντική γνωριμία στη ζωή της στάθηκε ο γνωστός ηθοποιός Κώστας Καρράς, με τον οποίο η Λαμπέτη ονειρευόταν για άλλη μια φορά τον γάμο και την οικογένεια. Θα παίξουν μαζί στο "Θυμήσου τον Σεπτέμβρη", αλλά εμπόδιο στα σχέδιά της είναι το νεαρό της ηλικίας του και το ότι εκείνος είναι παντρεμένος, κάτι που η ίδια αγνοούσε. Θα μάθει την αλήθεια από τη γνωστή πλέον ηθοποιό Βέρα Κρούσκα, η οποία έκανε τα πρώτα θεατρικά της βήματα στο πλευρό της Λαμπέτη.
Ο καρκίνος κάνει την εμφάνιση της στη ζωή της ηθοποιού (1969). Αφού της στέρησε τις αγαπημένες της αδερφές, τις οποίες έχασε όλες (εκτός από την αδερφή της Αντιγόνη, η οποία έζησε αρκετά χρόνια και μετά το θάνατο της Έλλης) από καρκίνο του μαστού, ο καρκίνος χτύπησε την πόρτα και της ίδιας. Μετά την εγχείρηση (ολική μαστεκτομή) στην οποία υποβλήθηκε στις ΗΠΑ επιστρέφει και προσπαθεί να το ξεπεράσει.
Μια προσπάθεια υιοθεσίας από κοινού με τον Γουέηκμαν, (της μικρής Έλίζας) της δημιούργησε πλείστα προβλήματα, όταν δικαστική απόφαση την υποχρέωσε να επιστρέψει το παιδί, μετά παρέλευση 4 χρόνων, στους φυσικούς γονείς του. Η περιπέτεια αυτή της δημιούργησε γενική κατάπτωση και μελαγχολία, που την κράτησε μακριά από το θέατρο. Η επάρατη νόσος όμως ήρθε να συμπληρώσει την τραγωδία της μεγάλης αυτής ηθοποιού, κάνοντας την επανεμφάνισή της μετά από 11 χρόνια, το 1980. Οι μεταστάσεις ήταν συνεχείς. Οι χημειοθεραπείες στις οποίες υποβλήθηκε έπληξαν τις φωνητικές της χορδές, με αποτέλεσμα σταδιακά να χάσει και τη φωνή της. Η τελευταία παράσταση στην οποία πρωταγωνίστησε στην Αθήνα ήταν τα "Παιδιά ενός κατώτερου Θεού" στο ρόλο της κωφάλαλης Σάρα.
Στις 3 Σεπτεμβρίου 1983 άφησε τη τελευταία της πνοή σε νοσοκομείο των ΗΠΑ που είχε μεταβεί λίγες εβδομάδες πριν. Η τελευταία προσφορά της ήταν η δωρεά των ματιών της.
Η Έλλη Λαμπέτη είχε τιμηθεί με το επαμειβόμενο βραβείο Μαρίκας Κοτοπούλη για την διετία 1949-1951.