Powered By Blogger

31.5.08

ΟΙ ΤΡΩΦΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ


Λίγα πράγματα της καθημερινής ζωής έχουν οι σημερινοί Έλληνες κοινά με τους Αθηναίους των αρχαίων χρόνων. Τα παραδοσιακά ελληνικά ποτά και τρόφιμα ήταν εντελώς άγνωστα στην αρχαιότητα. Για παράδειγμα, δεν υπήρχε τότε το ελληνικότατο ούζο, αφού οι Αθηναίοι φαίνεται να αγνοούσαν τον τρόπο της απόσταξης. Το αρχαιοελληνικό τραπέζι, γενικότερα, δεν έμοιαζε με το σημερινό. Άγνωστα ήταν τότε το ρύζι, η ζάχαρη, το καλαμπόκι, ο καφές, οι ντομάτες, οι μελιτζάνες, οι πιπεριές, οι μπάμιες και, φυσικά, οι πατάτες. Παρ’ όλες, όμως, τις ελλείψεις αυτών των αγαθών, οι αρχαίοι ήταν αληθινά καλοφαγάδες. Η μαγειρική τους έμοιαζε αρκετά με τη σημερινή των Κινέζων ή των Ιαπώνων! «Οι τροφές των αρχαίων», γράφει ο Σαρλ Πικάρ στο βιβλίο του με θέμα τη ζωή στην κλασική Ελλάδα, «σκοπό είχαν να ερεθίσουν και όχι να βαρύνουν το στομάχι, γι’ αυτό άλλωστε ήταν πλούσιες σε καρυκεύματα και αρωματικά βότανα».
Γεγονός είναι ότι στα συμπόσια των αρχαίων τα τραπέζια ήταν βαρυφορτωμένα και το κρασί έρρεε άφθονο, νερωμένο με γλυκό ή θαλασσινό νερό και αρωματισμένο με δενδρολίβανο ή μέλι. Την εποχή του Περικλή (5ος αιώνας π.Χ.), οι καλεσμένοι σ’ ένα πλούσιο δείπνο θα απολάμβαναν ένα ενδιαφέρον και χορταστικό μενού: λαγό μαγειρεμένο με μέντα και θυμάρι, ψητές τσίχλες ή σπίνους διατηρημένους σε ευωδιαστό λάδι, αρνάκι ή γουρουνόπουλο σούβλας ποτισμένο με «θυλήματα» (χοντροαλεσμένο αλεύρι ραντισμένο με κρασί και λάδι, με το οποίο έσβηναν το κρέας καθώς ψηνόταν), γλυκίσματα από ψιλοκοσκινισμένο αλεύρι πασπαλισμένα με μελωμένο κρασί και σουσάμι, αλμυρά τσουρέκια, ψητά ορτύκια, τυρί της Αχαΐας, σύκα και μέλι της Αττικής, κρασί από τη Χίο και τη Λέσβο, σταφύλια από τη Μένδη της Παλλήνης, χέλια και ψάρια από τη λίμνη Κωπαΐδα, θαλασσινά από την Εύβοια, κριθαρένιο ψωμί από την Πύλο, βραστούς βολβούς, που ευνοούν τη σεξουαλική διάθεση, ραπανάκια για να περνά η μέθη και, βέβαια, τις πίτες της Αθήνας, καύχημα της πόλης, παραγεμισμένες με τυρί, μέλι και διάφορα καρυκεύματα
Μπορεί οι Αθηναίοι να ήταν καλοφαγάδες, ήταν όμως κατά κανόνα λιτοδίαιτοι. Όπως το διατύπωναν τότε, ήταν «μικροτράπεζοι» και «φυλλοτρώγες», γι’ αυτό και υπήρχε η έκφραση «Αττικηρώς ζην».
Μια μέρα στην Αθήνα
Ο Αθηναίος, πριν βγει από το σπίτι του με το πρώτο φως της αυγής, έτρωγε κάτι λιτό, το «ακράτισμα» που ήταν συνήθως λίγο κριθαρένιο ψωμί βουτηγμένο σε ανέρωτο κρασί, το λεγόμενο άκρατο οίνο. Μερικές φορές στο πρώτο αυτό γεύμα πρόσθεταν ελιές και σύκα. Πιο συχνά, όμως, το πρωινό ήταν απλά μια κούπα από «κυκεώνα», δηλαδή ένα ρόφημα από βρασμένο κριθάρι αρωματισμένο με μέντα ή θυμάρι, για το οποίο οι αρχαίοι πίστευαν ότι έχει θεραπευτικές ιδιότητες Κατά τη διάρκεια της μέρας, έπαιρναν ακόμα τρία γεύματα: το άριστον (μεσημεριανό), το δειλινό και το δείπνο. Το κύριο γεύμα, το δείπνο, το έπαιρναν στο τέλος της μέρας ή αφού είχε ήδη νυχτώσει. Ήταν πλούσιο και πολλές φορές τελείωνε με τραγήματα (επιδόρπια), φρούτα φρέσκα ή ξηρά, κυρίως σύκα, καρύδια, σταφύλια ή γλυκά με μέλι.
Τα εδέσματα
Οι αρχαίοι έτρωγαν συχνά κρέας, ιδιαίτερα χοιρινό αλλά και μοσχαρίσιο, μαγειρεμένο με αρκετούς τρόπους και σπανιότερα κατσίκι και αρνί. Μεγάλο γαστρονομικό ενδιαφέρον έδειχναν για το κυνήγι (τσίχλες, ορτύκια, ελάφια). Τέλος, για να είναι μαλακά τα κρέατα, φρόντιζαν να τα μαρινάρουν πριν από το ψήσιμο με χορταρικά. Με το ψάρι ίσχυε ό,τι και στις μέρες μας. Οι Αθηναίοι είχαν μεγάλη αδυναμία στα θαλασσινά και στα όστρακα. Οι τσιπούρες και τα μπαρμπούνια στόλιζαν συχνά τα τραπέζια των πλουσίων, ενώ οι σαρδέλες του Φαλήρου ήταν το συνηθισμένο πιάτο των φτωχότερων. Η τιμή της σαρδέλας, μάλιστα, λειτουργούσε ως βαρόμετρο για την αγορά τροφίμων της Αθήνας. Μεγάλη ζήτηση είχαν και τα παστά ψάρια από τον Ελλήσποντο και τον Εύξεινο Πόντο, και φυσικά τα φημισμένα χέλια της Κωπαΐδας, που ήταν πανάκριβος μεζές αφού το καθένα απ’ αυτά στοίχιζε όσο ένα γουρουνόπουλο
Οι σαλάτες τους γίνονταν πάντα από υλικά που είχαν θεραπευτικές ιδιότητες και τα οποία ποτέ δεν έβραζαν για να μη χάσουν τις βιταμίνες τους. Οι αρχαίοι συνήθιζαν να παίρνουν λάδι για τις σαλάτες τους από άγουρες ελιές. Φημισμένα ήταν τα λάδια της Σάμου και της Ικαρίας. Τους άρεσαν επίσης τα αλλαντικά και τα όσπρια. Έτρωγαν φασόλια, φακές, ρεβίθια (ψημένα), μπιζέλια και κουκιά σε πουρέ (έτνος). Φυσικά, τα σκόρδα και τα κρεμμύδια περιλαμβάνονταν στο καθημερινό μενού. Εκλεκτό έδεσμα για τους αρχαίους ήταν τα σαλιγκάρια, τα οποία οι Κρητικοί έτρωγαν από την εποχή του Μίνωα. Τα λαχανικά, τέλος, είχαν μεγάλη ζήτηση. Ο Πλάτωνας στην Πολιτεία του επαινεί, διά στόματος Σωκράτη, τη φυτοφαγική και τη φυσική εν γένει δίαιτα. Πολλά σπίτια φρόντιζαν να έχουν κηπάρια, στα οποία καλλιεργούσαν, μαζί με τα όσπρια, βολβούς, μαρούλια, αρακά, αγκινάρες, βλίτα, σέλινο, άνηθο και δυόσμο. Άλλα χορταρικά, όπως τα μανιτάρια, το μάραθο, τα σπαράγγια, ακόμα και τις τρυφερές τσουκνίδες, τα αναζητούσαν στις ακροποταμιές και στα χωράφια. Από τα πιο αγαπημένα προϊόντα των αρχαίων ήταν τα αγγούρια και τα σύκα.
Σκεύη και «δειπνολόγοι»
Οι αρχαίοι Έλληνες σπάνια χρησιμοποιούσαν στα τραπέζια τους μαχαίρια και πιρούνια. Όταν οι τροφές ήταν υδαρείς, χρησιμοποιούσαν κουτάλια που τα ονόμαζαν "μόστρα" ή «γλώσσα». Χρήση κουταλιού μπορούσε να έχει κι ένα κομμάτι από κόρα ψωμιού, που το έλεγαν «μυστίλλη». Συνήθως οι αρχαίοι έπαιρναν τα φαγητά με τα δάχτυλα, τα οποία αργότερα καθάριζαν με μια ειδική ζύμη ή ψίχα ψωμιού, αφού δε χρησιμοποιούσαν πετσέτες. Το νερό, το κρασί, όπως και τον κυκεώνα τα έπιναν σε κύλικες (κύπελλα), που συνήθως ήταν πήλινα. Συχνά χρησιμοποιούσαν ξύλινα ή και μεταλλικά κύπελλα, ενώ στα πλούσια συμπόσια μπορούσε κάποιος να δει ασημένια ή και χρυσά κύπελλα. Τα πιάτα φαγητού τα ονόμαζαν πινάκια και τα μικρότερα πιάτα «βατάνια».
Τα φαγητά τα μαγείρευαν οι γυναίκες με τη βοήθεια των δούλων σε ειδικούς χώρους, αποκλειστικά στις αυλές και στον κήπο. Πουθενά στα κείμενα που σώθηκαν δεν αναφέρεται αντίστοιχος χώρος με τη σημερινή κουζίνα. Οι πρώτοι επαγγελματίες μάγειροι, όπως και οι ζαχαροπλάστες, εμφανίζονται κατά τον 4ο αιώνα π.Χ.. Ο Πλάτωνας αναφέρεται στο ζαχαροπλάστη Θεαρίωνα, όμως ο μάγειρας που απέκτησε τη μεγαλύτερη φήμη και ονομάστηκε «δειπνολόγος» ήταν ο Αρχέστρατος, από τη Γέλα της Κάτω Ιταλίας. Περίφημος μάγειρος ήταν και ο Μίθαικος, τον οποίο μνημονεύει ο Πλάτωνας στον Γοργία, και ήταν εκείνος που έγραψε τη Σικελική Οψοποιία, συνταγές με βάση το σικελικό διαιτολόγιο. Όσοι Αθηναίοι ήθελαν να διοργανώσουν μια γιορτή ή ένα συμπόσιο έβρισκαν τους μαγείρους στην αγορά. Αλλά και οι ίδιοι οι μάγειροι συχνά περνούσαν έξω από τα πλούσια σπίτια διαλαλώντας την τέχνη τους, έτοιμοι να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους. Ταβέρνες και εστιατόρια δεν αναφέρονται ιδιαίτερα, ιδίως στην κλασική εποχή. Όμως μετά τους χρόνους του Μεγάλου Αλεξάνδρου οι πόλεις άρχισαν ν’ αποκτούν στέκια και οι πολίτες δε συγκεντρώνονταν πια αποκλειστικά στην αγορά. Η λέξη «εστιατόριο» δεν είχε στην αρχαιότητα τη σημερινή της σημασία. Επρόκειτο για ένα δωμάτιο κοντά στο βωμό, όπου έτρωγαν όσοι είχαν τελέσει τη θυσία.

25.5.08

ΟΔΥΣΣΕΙΑ


[Επεξεργασία] Ο Γάμος με τον Οδυσσέα
Παντρεύτηκε τον μυθικό βασιλιά της Ιθάκης Οδυσσέα, και για τον γάμο της υπάρχουν δυο εκδοχές. Σύμφωνα με την πρώτη, ο Ικάριος είχε προκηρύξει αγώνα δρόμου, ο Οδυσσέας νίκησε τους αντίζηλους του και πήρε την Πηνελόπη. Κατ' άλλους, ο Οδυσσέας παντρεύτηκε την Πηνελόπη χάρη στον Τυνδάρεω που έπεισε τον αδερφό του να του την δώσει. Προτείτερα ο Οδυσσέας είχε αποτύχει στην διεκδίκηση της Ελένης, κόρη του Τυνδάρεου, αλλά για την βοήθεια που είχε προσφέρει στον Τυνδάρεω πήρε ως αντάλλαγμα την Πηνελόπη. Στον ένα χρόνο που έζησε με τον Οδυσσέα, πριν αυτός φύγει για την Τροία, απέκτησε τον Τηλέμαχο ενώ λέγεται πως μετά την επιστροφή του Οδυσσέα έκανε και τον Πτολίπορθο.

[Επεξεργασία] Τα χρόνια της υπομονής
Η Πηνελόπη, εκτός από ομορφιά και πλούτη, είχε και όλες τις αρετές μιας ιδανικής συζύγου. Ήταν έξυπνη, συνετή, πιστή στον άντρα της και αφοσιωμένη στο γιο της Τηλέμαχο, που ήταν βρέφος ακόμη όταν έφυγε ο Οδυσσέας. Όταν ο Οδυσσέας έφυγε, της είπε να ξαναπαντρευτεί αν δεν γύριζε. Παρόλα αυτά, η Πηνελόπη τον περίμενε για 20 χρόνια, ακόμη και όταν όλοι τον θεωρούσαν νεκρό.

[Επεξεργασία] Η επιστροφή του Οδυσσέα

Η Πηνελόπη και οι μνηστήρες από τον John William Waterhouse (1912)
Τα 20 χρόνια της απουσίας του Οδυσσέα, η Πηνελόπη, μόνη, όμορφη και βασίλισσα καθώς ήταν προσέλκυσε πολλούς ευγενείς μνηστήρες που επιθυμούσαν να την παντρευτούν και να ανακηρυχθούν άρχοντες της Ιθάκης. Στην αρχή, η Πηνελόπη τους αγνοούσε, όταν όμως οι μνηστήρες άρχισαν να την πιέζουν, αναγκάστηκε να δηλώσει ότι θα διαλέξει έναν από αυτούς, όταν θα τελειώσει το σάβανο που έπλεκε για τον πεθερό της Λαέρτη. Η Πηνελόπη, που δεν επιθυμούσε βέβαια να ξαναπαντρευτεί, έπλεκε το σάβανο την ημέρα και το ξήλωνε την νύχτα. Αυτό συνεχίστηκε για πολλά χρόνια, κατά τα οποία οι μνηστήρες έτρωγαν και λεηλατούσαν την περιουσία του Οδυσσέα, μέχρι που κάποια υπηρέτρια την πρόδωσε. Τότε πάλι αναγκάστηκε να ανακηρύξει αγώνα τοξοβολίας, για να παντρευτεί τον νικητή. Εκείνη όμως ήταν και η στιγμή που επέστρεψε ο Οδυσσέας, φόνευσε τους μνηστήρες και ξανακέρδισε την συζυγική του ακεραιότητα.

[Επεξεργασία] Γνωστοί μνηστήρες
Κάποιοι από τους πιο γνωστούς μνηστήρες της Πηνελόπης ήταν οι:
Αντίνοος - Ευρύμαχος - Αμφίνομος - Αγέλαος

H Οδύσσεια είναι το δεύτερο μεγάλο έπος της αρχαίας ελληνικής γραμματείας μετά την Ιλιάδα. Αν και τα δύο έπη αποδίδονται από την παράδοση στον Όμηρο, η φιλολογία αναγνωρίζει σημαντικές διαφορές ανάμεσά τους και η επικρατέστερη άποψη είναι ότι η Οδύσσεια συντέθηκε από διαφορετικό ποιητή, με κάποια χρονική απόσταση από την Ιλιάδα.

Ο Οδυσσέας και ο Τειρεσίας στον Κάτω Κόσμο. Λεπτομέρεια από ερυθρόμορφο κρατήρα.
Η Οδύσσεια πραγματεύεται τον περιπετειώδη νόστο (επαναπατρισμό) του ήρωα του Τρωικού Πολέμου και βασιλιά της Ιθάκης Οδυσσέα και το φόνο των μνηστήρων, που είχαν καταλάβει το παλάτι του και διεκδικούσαν τη γυναίκα του Πηνελόπη.
Η Οδύσσεια χωρίστηκε από τους Αλεξανδρινούς Γραμματικούς σε 24 ραψωδίες, που αριθμήθηκαν με τα μικρά γράμματα του ελληνικού αλφαβήτου. Κατά ομάδες οι ραψωδίες συναπαρτίζουν την Τηλεμάχεια (α-δ), όπου βλέπουμε το γιο του Οδυσσέα Τηλέμαχο να αναζητά τον πατέρα του, τη Φαιακίδα (ζ-ν), όπου ακούμε τον ίδιο τον ήρωα να αφηγείται στους Φαίακες τις προηγούμενες περιπέτειές του και να φτάνει στην Ιθάκη, και τη Μνηστηροφονία (ξ-ω), την ιστορία την τιμωρίας των μνηστήρων.Η Οδύσσεια κυρίως μιλάει για τον νόστο του Οδυσσέα και τον γυρισμό του στην πατρίδα του ,την Ιθάκη,καθώς και για την αναζήτηση του απ'τον γιο του,Τηλέμαχο.

24.5.08

Ο ΤΡΩΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ








ΤΑ ΑΙΤΙΑ
Πριν από πάρα πολλά χρόνια, στα βάθη των αιώνων, οι άνθρωποι είχαν σταματήσει να σέβονται τους θεούς και είχαν γίνει τόσοι πολλοί, ώστε η θεά Γη δεν μπορούσε πια να τους σηκώσει στο στήθος της. Η θεά παραπονέθηκε στον Δία για το πρόβλημά της και εκείνος, για να την ξεκουράσει, έσπειρε διαμάχες μεταξύ των θνητών που οδήγησαν στο Θηβαϊκό πόλεμο που είναι γνωστός ως "Επτά επί Θήβας", στον οποίο πολλοί άνθρωποι έπεσαν στα πεδία των μαχών. Φαίνεται όμως πως το πρόβλημα δεν είχε λυθεί οριστικά. Δεν πέρασε πολύς καιρός και οι άνθρωποι ξανάγιναν πολλοί. Αμήχανος ο Δίας μπροστά στην επανεμφάνιση του προβλήματος ζήτησε τη συνδρομή και άλλων θεών. Ο Μώμος, ο γιος της Νύχτας, -κατ' άλλους της Θέμιδας τον συμβούλεψε να συλλάβει το σχέδιο ενός μεγάλου πολέμου, που αργότερα θα γινόταν γνωστός ως Τρωικός πόλεμος.
Για την προετοιμασία του σχεδίου αυτού έπρεπε σε πρώτη φάση να γίνουν δυο πράγματα: Από τη μια να φέρει στον κόσμο ο ίδιος ο Δίας μια πανέμορφη κόρη και από την άλλη να υποχρεωθεί η Νηρηίδα Θέτιδα, την οποία έτσι κι αλλιώς ο Δίας ήθελε να εκδικηθεί, επειδή είχε αποκρούσει παλιότερα τις δικές του προτάσεις- να παντρευτεί μ' έναν κοινό θνητό, τον Πηλέα. Έτσι κι έγινε. Από τη συνεύρεση του Δία με τη Λήδα γεννήθηκε η Ελένη, που δεν άργησε να γίνει γνωστή για την υπέροχη ομορφιά της, ενώ παράλληλα άρχισαν να γίνονται οι προετοιμασίες για τους γάμους της Θέτιδας με τον Πηλέα. Τα δύο αυτά γεγονότα έδωσαν τις βασικές αφορμές για τη διεξαγωγή του θρυλικού πολέμου, που οδήγησε στην καταστροφή της Τροίας και στο χαμό αναρίθμητων ανθρώπων.
Οι γάμοι της Θέτιδας με τον Πηλέα έγιναν στο Πήλιο. Προσκεκλημένοι ήταν όλοι οι θεοί με μοναδική εξαίρεση την Έριδα, που την αγνόησαν. Τότε εκείνη, θυμωμένη πάρα πολύ για την προσβολή που της έγινε, θέλησε να εκδικηθεί. Έριξε λοιπόν στη μέση του γαμήλιου τραπεζιού ένα χρυσό μήλο, που έφερε την επιγραφή "Για την ωραιότερη", θέλοντας έτσι να προκαλέσει αναστάτωση και διχόνοια μεταξύ των θεών. Και όπως ήταν φυσικό η Ήρα, η Αθηνά και η Αφροδίτη, οι τρεις πιο μεγάλες θεές του Ολύμπου, διεκδίκησαν χωρίς καθυστέρηση καθεμιά για τον εαυτό της το χρυσό μήλο, που αποτελούσε ένα είδος βραβείου ομορφιάς. Η επιλογή ήταν δύσκολη, γι' αυτό ο Δίας διέταξε τον Ερμή να πάει μαζί με τις θεές στο όρος Ίδα και να συναντήσει το δευτερότοκο γιο του βασιλιά της Τροίας Πρίαμου, τον Πάρη, για να διαλέξει εκείνος ποια από τις θεές έπρεπε να προτιμηθεί για το βραβείο ομορφιάς. Βλέποντας ο Πάρης, που έβοσκε ανυποψίαστος τα κοπάδια του πατέρα του, να τον πλησιάζουν οι θεοί, το έβαλε στα πόδια κατατρομαγμένος. Γρήγορα όμως αναθάρρησε με την παρέμβαση του Ερμή, που του ανακοίνωσε την προσταγή του Δία και πλησίασε τις τρεις θεές θαμπωμένος από την ομορφιά τους. Κι εκείνες βέβαια, θέλοντας η καθεμιά να τον πάρει με το μέρος της, να τον πείσει πως εκείνη είναι η ομορφότερη και πιο άξια να πάρει το βραβείο, τόνιζαν τις ιδιαίτερες χάρες τους και υπόσχονταν ανάλογα δώρα η καθεμιά στον Πάρη, αν της έδινε το χρυσό μήλο. Έτσι, η Ήρα έλεγε πως ήταν η γυναίκα του θεού τον οποίο σέβονταν και υπάκουγαν όχι μόνο οι θνητοί αλλά και όλοι οι άλλοι θεοί και του υποσχόταν πως στο βασίλειό του θα ανήκε όλη η Ασία και η Ευρώπη. Η Αθηνά παινευόταν για τη σοφία της και την ικανότητά της στο ακόντιο και υποσχόταν πως θα τον έκανε ανίκητο πολεμιστή. Η Αφροδίτη μιλούσε για τον ερωτικό πόθο που μόνο εκείνη ήξερε να ξυπνάει στις καρδιές των θεών και ανθρώπων και υποσχόταν να του δώσει ως σύζυγο την πιο όμορφη γυναίκα του κόσμου, που κατά γενική ομολογία ήταν η Ελένη, η κόρη του Δία και της Λήδας. Ο Πάρης γοητευμένος όχι μόνο από την ξεχωριστή ομορφιά της Αφροδίτης αλλά και από το δώρο που εκείνη του υποσχέθηκε, της παρέδωσε το χρυσό μήλο, ενώ οι δυο άλλες θεές, η Ήρα και η Αθηνά, έφυγαν φανερά δυσαρεστημένες με την επιλογή του.
Η ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ
Την Ελένη μεγάλωνε στην αυλή του ο βασιλιάς της Σπάρτης Τυνδάρεος, που νόμιζε ότι ήταν πραγματικά δική του κόρη. Η ξεχωριστή της ομορφιά δεν άργησε να γίνει αφορμή να απαχθεί σε μικρή ηλικία από τον Θησέα, που την έφερε στην Άφιδνα της Αττικής και απέκτησε μαζί της μια κόρη, την Ιφιγένεια. Όταν όμως ο Θησέας κατέβηκε στον Άδη (άλλη ονομασία του θεού Πλούτωνα αλλά και του κάτω κόσμου) για την απαγωγή της Περσεφόνης, τα αδέλφια της, ο Κάστορας και ο Πολυδεύκης, κατάφεραν να την ελευθερώσουν και να τη φέρουν στην αυλή του πατέρα τους. Τώρα όμως είχε γίνει πια γνωστή η ομορφιά της νέας γυναίκας σε όλη την Ελλάδα και άρχισαν να καταφθάνουν στο παλάτι του θνητού πατέρα της Ελένης μνηστήρες ή εκπρόσωποί τους, που προσπαθούσαν να την εξασφαλίσουν για λογαριασμό τους.
Μπροστά σε τόσες υποψηφιότητες, ο βασιλιάς Τυνδάρεος βρέθηκε σε πολύ δύσκολη θέση, καθώς γνώριζε καλά πως, όποιον και να διάλεγε για σύζυγο της κόρης του, θα έκανε εχθρούς όλους τους υπόλοιπους. Από τη δύσκολη αυτή θέση τον έβγαλε ο Οδυσσέας, που ζήτησε ως αντάλλαγμα για τη συνδρομή του την Πηνελόπη, την ανιψιά του βασιλιά, για σύζυγο. Συμβούλεψε λοιπόν ο Οδυσσέας τον Τυνδάρεο να πείσει τους υποψήφιους γαμπρούς να αφήσουν την Ελένη να διαλέξει μόνη της το σύζυγό της. Πριν όμως κάνει η Ελένη την επιλογή της, έπρεπε όλοι να ορκιστούν ότι θα τιμωρήσουν εκείνον που τυχόν θα επιχειρούσε να την αποσπάσει από τη συζυγική εστία. Όλοι ορκίστηκαν με προθυμία, με εξαίρεση τον ίδιο τον Οδυσσέα και τον Αχιλλέα, που ήταν πολύ νέος για να προβάλει αξιώσεις. Και τότε η Ελένη διάλεξε για σύζυγό της τον Μενέλαο, γεγονός που βόλευε τον Τυνδάρεο παρά πολύ, όχι μόνο γιατί ο Μενέλαος ήταν ο πιο πλούσιος από όλους τους Αχαιούς, αλλά και γιατί τον υποστήριζε ως υποψήφιο ο αδερφός του ο Αγαμέμνονας, που είχε παντρευτεί την άλλη κόρη του Τυνδάρεου, την Κλυταιμνήστρα. Και όταν σκοτώθηκαν ο Κάστορας και ο Πολυδεύκης, κλήθηκε ο Μενέλαος να γίνει βασιλιάς της Σπάρτης. Το σχέδιο για τον Τρωικό πόλεμο πήγαινε καλά. Οι ηγεμόνες των Αχαιών, με λιγοστές εξαιρέσεις, είχαν δεσμευθεί με όρκους να υπερασπιστούν μια γυναίκα, η οποία ήταν γραφτό να απαχθεί από τον άντρα της, γιατί αποτελούσε το "δώρο" μιας θεάς σ' έναν θνητό.
Η ΑΡΠΑΓΗ ΤΗΣ ΩΡΑΙΑΣ ΕΛΕΝΗΣ
Η Αφροδίτη, είχε υποσχεθεί στον Πάρη την ομορφότερη γυναίκα. Όταν λοιπόν ανακοίνωσε στην οικογένειά του την επιθυμία του να ταξιδέψει, δεν έφερε κανένας αντιρρήσεις, αν και τα αδέρφια του, ο Έλενος και η Κασσάνδρα, που κατείχαν τη μαντική τέχνη, προφήτεψαν ότι ένα τέτοιο ταξίδι θα είχε ως συνέπεια την καταστροφή της Τροίας. Οι προφητείες αυτές δε στάθηκαν ικανές να τον σταματήσουν. Είχε άλλωστε με το μέρος του την Αφροδίτη, που του έδωσε μάλιστα το γιο της τον Αινεία ως συνοδό για το ταξίδι. Έτσι ο Φέρεκλος κατασκεύασε για λογαριασμό του Πάρη πλοία, γιατί οι Τρώες δεν ασχολούνταν ως τότε με τη θάλασσα εξαιτίας κάποιου παλιού χρησμού που έλεγε πως η καταστροφή θα ερχόταν από τη θάλασσα. Όταν τα πλοία ετοιμάστηκαν, ξεκίνησε ο Πάρης με κατεύθυνση το παλάτι του Μενέλαου στη Σπάρτη.
Φτάνοντας εκεί, ο Μενέλαος τον υποδέχτηκε θερμά και με όλες τις τιμές που προβλέπονταν από τους κανόνες της φιλοξενίας. Δέκα μέρες αργότερα όμως αναγκάστηκε ο Μενέλαος να πάει στην Κρήτη, για να κηδέψει τον παππού του, τον Κατρέα. Πριν φύγει, έδωσε την εντολή στη γυναίκα του να φροντίσει τους ξένους όσο γίνεται καλύτερα. Χωρίς να την εμποδίζει τίποτα πια, εκπλήρωσε η Αφροδίτη την υπόσχεσή της στον Πάρη. Εκμεταλλευόμενος ο Πάρης την απουσία του Μενέλαου έβαλε την Ελένη στα καράβια του, παίρνοντας μαζί του και μεγάλο μέρος των θησαυρών του παλατιού, καθώς και μερικές δούλες της Ελένης (ανάμεσά τους τη μητέρα του Θησέα Αίθρα και την αδερφή του συντρόφου του Θησέα Πειρίθου, την Κλυμένη ) κι έφυγε.
Η Ελένη εγκατέλειψε στο παλάτι την εννιάχρονη κόρη της, την Ερμιόνη. Το ταξίδι του γυρισμού στην Τροία δεν ήταν όμως τόσο εύκολο για τον Πάρη και τη συνοδεία του. Οδηγημένα τα πλοία από κακοκαιρίες, που έστειλε η Ήρα, έφτασαν στη Σιδώνα αρχικά. Κατόπιν κρύφτηκαν για αρκετό καιρό στην Κύπρο και στη Φοινίκη, γιατί δεν ήξεραν αν τους κυνηγούν. Μετά από αρκετές περιπέτειες έφτασαν ωστόσο στην Τροία, όπου ο Πάρης επισημοποίησε τη σχέση του με την Ελένη.
Γυρίζοντας ο Μενέλαος, που είχε ειδοποιηθεί από την Ίριδα, στο παλάτι του, το βρήκε άδειο όχι μόνο από γυναίκα αλλά και από τα υπάρχοντά του. Η παραβίαση των πατροπαράδοτων νόμων της φιλοξενίας και η εξύβριση του Μενέλαου από τον Πάρη προκάλεσε την οργή και την αγανάκτηση και του ίδιου του Μενέλαου και του αδερφού του του Αγαμέμνονα, στον οποίο αμέσως προσέφυγε. Μόλις ξεπέρασαν την πρώτη έκπληξη, έστειλαν πρεσβεία στην Τροία, απαιτώντας από το βασιλιά της τον Πρίαμο να τους δώσει και την κλεμμένη γυναίκα αλλά και τους θησαυρούς που είχαν αρπαχτεί από το παλάτι του Μενέλαου. Η πρεσβεία γύρισε άπραχτη, καθώς ο Πρίαμος αρνήθηκε κατηγορηματικά, θέλοντας προφανώς να κάνει το χατίρι του γιου του. Όταν η προσπάθειά τους αυτή δεν ευδοκίμησε, κατάλαβαν ότι δεν είχαν άλλη επιλογή από τον πόλεμο.
ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ
Άρχισε να στέλνει λοιπόν ο Αγαμέμνονας απεσταλμένους στους άλλοτε μνηστήρες της Ελένης υπενθυμίζοντάς τους τον όρκο που είχαν δώσει στον Τυνδάρεο και επιπλέον χρησιμοποιώντας το επιχείρημα ότι κανείς από τους Έλληνες βασιλιάδες δε θα μπορούσε στο μέλλον να είναι σίγουρος για τη γυναίκα του, αν η τιμωρία του βέβηλου δεν ήταν παραδειγματική. Πάντως είναι γεγονός ότι ο Αγαμέμνονας εξανάγκασε αρκετούς να μετάσχουν στην εκστρατεία κατά της Τροίας, καθώς ήταν ο ισχυρότερος μεταξύ των Ελλήνων ηγεμόνων. Υπήρχε άλλωστε και η Ήρα, που δεν εννοούσε να ξεχάσει την προσβολή που της έγινε στον αγώνα ομορφιάς και ήθελε οπωσδήποτε να εκδικηθεί τον Πάρη για την επιλογή του. Ταυτόχρονα, ο ίδιος ο Μενέλαος πήγε προσωπικά στην Πύλο για να εκθέσει το πρόβλημα και τις προθέσεις του στον πιο ηλικιωμένο βασιλιά, τον Νέστορα, και στο γιο του, τον Αντίλοχο. Εκείνοι δέχτηκαν αμέσως να τον ακολουθήσουν και κίνησαν όλοι μαζί, με τη συνοδεία του Παλαμήδη, για την Ιθάκη, για να πείσουν το βασιλιά της, τον Οδυσσέα, να εκστρατεύσει κι αυτός μαζί τους.
Ο Οδυσσέας, που δεν είχε δεσμευτεί με όρκο, ήθελε με κάθε τρόπο να κρατηθεί μακριά από την πρόσκληση αυτή, γιατί ο μάντης Αλιθέρσης του είχε προφητέψει ότι, αν ακολουθούσε, θα ξαναγύριζε στο σπίτι του μόνο ύστερα από είκοσι ολόκληρα χρόνια και μετά από πολλές περιπέτειες. Προσπαθώντας λοιπόν να αποφύγει τη συμμετοχή του στην εκστρατεία, προσποιήθηκε τον τρελό. Φτάνοντας οι άλλοι αρχηγοί στο σπίτι του, τον βρήκαν να έχει ζέψει στο άροτρό του ένα βόδι κι ένα άλογο, να φορά ο ίδιος ένα σκουφί στο κεφάλι, παρουσιάζοντας μια μάλλον αναξιοπρεπή εικόνα του εαυτού του. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, έριχνε στο αυλάκι αλάτι αντί για σπόρο. Ο Παλαμήδης ωστόσο δεν ξεγελάστηκε από το τέχνασμα του Οδυσσέα και για να αποκαλύψει την προσποίησή του και στους άλλους, τοποθέτησε το μικρό Τηλέμαχο μπροστά στο άροτρο. Ο Οδυσσέας αναγκάστηκε να σταματήσει τα ζώα και να υποσχεθεί ότι θα τους ακολουθούσε. Τον Παλαμήδη όμως δεν τον συγχώρεσε ποτέ και τελικά το μίσος αυτό που του είχε ο Οδυσσέας το πλήρωσε ο Παλαμήδης με τη ζωή του.
Σειρά είχε τώρα ο Αχιλλέας. Η μητέρα του, η Θέτιδα, σαν θεά που ήταν, ήξερε ότι αν πάει στον πόλεμο, δε θα ξαναγυρίσει. Γι' αυτό τον έστειλε σε ηλικία εννιά χρονών στη Σκύρο, στο βασιλιά Λυκομήδη, να μεγαλώσει με τις κόρες του στο γυναικωνίτη του παλατιού. Ντυνόταν γυναικεία και ήταν γνωστός με τον όνομα Πύρρα, επειδή ήταν ξανθός. Κατά την παραμονή του εκεί ερωτεύτηκε μια βασιλοπούλα, τη Δηιδάμεια, που του χάρισε ένα γιο, τον Νεοπτόλεμο . Η παρουσία του Αχιλλέα στην αυλή του Λυκομήδη δεν ήταν εξακριβωμένη, η συμμετοχή του όμως στην εκστρατεία ήταν απαραίτητη, γιατί υπήρχε ο χρησμός πως χωρίς τον Αχιλλέα η Τροία δε θα έπεφτε στα χέρια των Αχαιών.
Έτσι, κίνησε ο Οδυσσέας για τη Σκύρο, για να διαπιστώσει αν πράγματι κρυβόταν ο Αχιλλέας εκεί. Πήρε μαζί του και γυναικεία φορέματα και κοσμήματα, κάτω από τα οποία είχε κρύψει μια ασπίδα κι ένα σπαθί. Με την πρόφαση ότι ήθελε να προσφέρει δώρα στις βασιλοπούλες, πέρασε στα διαμερίσματα των γυναικών. Κι ενώ οι κόρες του Λυκομήδη περιεργάζονταν τα δώρα τους, έβαλε να ηχήσουν σάλπιγγες σαν να ήταν να γίνει μάχη. Τότε ο Αχιλλέας έχοντας το ένστικτο του πολεμιστή, άδραξε τα όπλα που υπήρχαν μέσα στα φορέματα. Με την κίνησή του αυτή αποκαλύφθηκε και αναγκάστηκε να τους ακολουθήσει και να πάρει μέρος στην εκστρατεία επικεφαλής των Μυρμιδόνων
Δύο από τους Αχαιούς βασιλιάδες στάθηκαν ωστόσο πιο τυχεροί στην προσπάθειά τους να αποφύγουν τον πόλεμο. Ο Εχέπωλος από τη Σικυώνα χάρισε στον Αγαμέμνονα μια ξακουστή φοράδα, την Αίθη. Σε αντάλλαγμα ο βασιλιάς των Μυκηνών δεν τον πίεσε να έρθει μαζί του. Ένας άλλος πάλι, ο βασιλιάς της Κύπρου Κινύρας, υποσχέθηκε στους απεσταλμένους του Αγαμέμνονα πενήντα καράβια πλήρως επανδρωμένα. Όταν όμως ήρθε η ώρα να εκπληρώσει την υπόσχεσή του, έστειλε μόνο ένα καράβι και μαζί μ' αυτό σαράντα εννιά πήλινα καραβάκια με κούκλους αντί για ναύτες. Καθώς πλησίαζε η ώρα της συγκέντρωσης του στρατού απ' όλα τα μέρη της Ελλάδας, ο Αγαμέμνονας ζήτησε, όπως συνηθιζόταν, χρησμό από το μαντείο των Δελφών για τις προοπτικές της εκστρατείας. Η απάντηση που έλαβε ήταν πως, όταν οι πιο αντρειωμένοι από τους αρχηγούς των Αχαιών μαλώσουν μεταξύ τους, αυτό θα είναι καλό σημάδι για την έκβαση του πολέμου.
Η ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ
Η Αυλίδα της Βοιωτίας, που βρισκόταν στο στενό του Ευρίπου, ορίστηκε ως τόπος συγκέντρωσης του στρατού των Αχαιών. Η προσέλευση των 100.000 ή σύμφωνα με άλλους 135.000 ανδρών και των 1.186 πλοίων ολοκληρώθηκε περίπου δυο χρόνια μετά την απαγωγή της Ελένης. Μόλις συγκεντρώθηκαν όλοι, αποφάσισαν να προσφέρουν θυσίες στους θεούς. Καθώς όμως θυσίαζαν κάτω από ένα μεγάλο πλάτανο, πετάχτηκε ένα φίδι από το βωμό, ανέβηκε σ' ένα από τα πιο ψηλά κλαδιά του πλάτανου και φτάνοντας σε μια φωλιά με οκτώ νεογέννητα σπουργίτια, άρχισε να τα τρώει. Εκείνα νιώθοντας τον επικείμενο χαμό τους, τιτίβιζαν απελπισμένα, ενώ η μητέρα τους φτερούγιζε ολόγυρα ανίκανη να σταματήσει το χαμό των παιδιών της. Αφού το φίδι κατασπάραξε τα πουλάκια το ένα μετά το άλλο, άρπαξε και τη μητέρα τους και την έφαγε κι αυτή. Αμέσως μετά το φίδι πέτρωσε. Το περιστατικό αυτό το εξέλαβαν οι Αχαιοί ως θεϊκό σημάδι και ανέλαβε να το ερμηνεύσει ο μάντης Κάλχας, λέγοντας ότι τα εννιά πουλιά που έφαγε το φίδι ήταν τα εννιά χρόνια που θα χρειαστεί να πολεμήσουν μπροστά στα τείχη της Τροίας. Στο δέκατο χρόνο η πόλη θα γινόταν δική τους.
Μετά την ολοκλήρωση των θυσιών μπήκαν οι Αχαιοί στα καράβια τους και ξεκίνησαν για την Τροία. Επειδή όμως δεν ήξεραν το δρόμο, αποβιβάστηκαν στη Μυσία βασιλιάς της οποίας ήταν ο Τήλεφος, ο γιος του Ηρακλή. Έχοντας την εντύπωση ωστόσο ότι βρίσκονταν στο σωστό μέρος, επιδόθηκαν σε λεηλασίες και καταστροφές. Ο Τήλεφος δεν αδράνησε και αντεπιτέθηκε με το στρατό του. Στη μάχη που ακολούθησε σκοτώθηκαν πολλοί. Τραυματίστηκε μάλιστα και ο ίδιος ο Τήλεφος, όταν υποχωρώντας μπροστά στη θέα του Αχιλλέα μπλέχτηκε σ' ένα κλήμα αμπελιού κι έπεσε. Τότε τον πρόλαβε ο Αχιλλέας και τον πλήγωσε με το κοντάρι, που του είχε δώσει ο Κένταυρος Χείρωνας, στο μηρό. Αν και τραυματισμένος ο Τήλεφος, κατάφερε να απωθήσει τους Αχαιούς και τους ανάγκασε να μπουν στα καράβια τους και να φύγουν. Μόλις απομακρύνθηκαν από τη στεριά, δυνατή κακοκαιρία σκόρπισε τα πλοία τους και αναγκαστικά γύρισε ο καθένας στον τόπο του όπως μπορούσε.
Η ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΤΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ
Χρειάστηκαν άλλα οκτώ χρόνια, για να μπορέσουν να ανασυγκροτήσουν τις δυνάμεις τους οι Αχαιοί και να ξανασυγκεντρωθούν. Το τραύμα που είχε προκαλέσει ο Αχιλλέας με το κοντάρι του στο μηρό του Τήλεφου δε γιατρευόταν. Ο Τήλεφος ζήτησε χρησμό από το μαντείο του Απόλλωνα στη Λυκία και πήρε την απάντηση πως αυτός που τον είχε πληγώσει θα τον θεράπευε. Γνωρίζοντας ότι είχε πληγωθεί από τον Αχιλλέα, ο Τήλεφος ξεκίνησε για την Ελλάδα. Για να μην τον αναγνωρίσουν όμως, ντύθηκε ζητιάνος. Και πραγματικά έφτασε στο Άργος, όπου συναντήθηκε αρχικά με τη γυναίκα του Αγαμέμνονα, την Κλυταιμνήστρα, και της ζήτησε να του δώσουν την πιο ταπεινή δουλειά στο παλάτι.
Εκείνο τον καιρό μάλιστα ήταν μαζεμένοι στο Άργος οι Έλληνες ηγεμόνες και προσπαθούσαν να αποφασίσουν, αν έπρεπε να εκστρατεύσουν ξανά κατά της Τροίας ή όχι. Ο Μενέλαος από τη μια επέμενε πως η τιμωρία των Τρώων ήταν απαραίτητη, γιατί οι Έλληνες, καθώς έλεγε, δεν έπρεπε να επιτρέψουν στους βαρβάρους να τους φέρονται όπως στους δούλους τους. Ο Αγαμέμνονας από την άλλη φοβόταν την πιθανότητα μιας δεύτερης άκαρπης προσπάθειας, καθώς εξακολουθούσαν να αγνοούν την ακριβή θέση της Τροίας. Οι γνώμες των άλλων αρχηγών μοιράζονταν ανάμεσα στις δυο αυτές απόψεις. Κανείς δεν έκρυβε ωστόσο το μίσος του για τον Τήλεφο, εξαιτίας του οποίου η πρώτη εκστρατεία είχε λήξει τόσο άδοξα.
Βλέποντας ο Τήλεφος ότι οι Αχαιοί δεν τον συμπαθούσαν ιδιαίτερα, θέλησε να προετοιμάσει το έδαφος για την επικείμενη αποκάλυψή του. Παρουσιάστηκε στους Αχαιούς ως φτωχός ζητιάνος που δε συμπαθούσε τους Μυσούς, γιατί όταν προσάραξε στη χώρα τους, του επιτέθηκαν, του άρπαξαν τη βάρκα και τον πλήγωσαν. Από την άλλη, είπε, δεν πρέπει να παραγνωρίζει κανείς πώς ό,τι έκαναν ο Τήλεφος και οι Μυσοί, θα το έκανε κάθε λαός υπερασπιζόμενος τη χώρα του από ξένους εισβολείς. Παρά τη ρητορική του ικανότητα, η πραγματική του ταυτότητα αποκαλύφθηκε και ο κίνδυνος για τη ζωή του ήταν άμεσος. Τότε εκείνος για να σωθεί, άρπαξε το μικρό Ορέστη, το γιο του Αγαμέμνονα, και κάθισε ικέτης στο βωμό του Δία. Οι Αχαιοί εξάλλου δεν μπορούσαν να τον σκοτώσουν, γιατί υπήρχε χρησμός που έλεγε πως ο Τήλεφος θα τους οδηγούσε στην Τροία. Για το λόγο αυτόν και μετά τη μεσολάβηση της Κλυταιμνήστρας επήλθε η συμφιλίωση του Τήλεφου με τους Αχαιούς, που χάρηκαν ιδιαίτερα, όταν τους μίλησε για την ελληνική καταγωγή του.
Ο Αχιλλέας όμως εξακολουθούσε να αρνείται να του γιατρέψει την πληγή. Τότε ο Οδυσσέας έδωσε για μια ακόμη φορά τη λύση λέγοντας πως ο Τήλεφος είχε πληγωθεί από το κοντάρι του Αχιλλέα κι όχι από τον Αχιλλέα. Έξυσε λοιπόν λίγη σκουριά από το κοντάρι πάνω στο τραύμα και ο Τήλεφος θεραπεύτηκε. Για να ευχαριστήσει τους Αχαιούς που τον γιάτρεψαν, ο Τήλεφος δέχτηκε να τους δείξει το δρόμο για την Τροία. Αρνήθηκε ωστόσο κατηγορηματικά να λάβει και ο ίδιος μέρος σ' αυτήν λέγοντας πώς η σύζυγός του, η Λαοδίκη, ήταν κόρη του Πρίαμου και δεν επιθυμούσε να επιτεθεί στην πόλη από την οποία καταγόταν η γυναίκα του.
Η ΘΥΣΙΑ ΤΗΣ ΙΦΙΓΕΝΕΙΑΣ ΣΤΗΝ ΑΥΛΙΔΑ
Γνωριζωντας πια το δρόμο για την Τροία, το βασικότερο εμπόδιο για την πραγματοποίηση της εκστρατείας είχε ξεπεραστεί. Τα προβλήματα ωστόσο δεν έλειψαν ως την τελευταία στιγμή. Αν και ο στρατός είχε μαζευτεί πάλι στην Αυλίδα και οι τελευταίες προετοιμασίες για την εκστρατεία είχαν σχεδόν ολοκληρωθεί, για μεγάλο χρονικό διάστημα δεν παρουσιαζόταν ο κατάλληλος καιρός για ν' ανοίξουν πανιά. Γι' αυτό ο Αγαμέμνονας έκανε τάμα στη θεά Άρτεμη το πιο όμορφο γέννημα εκείνης της χρονιάς. Η Άρτεμη φάνηκε αρχικά να αποδέχεται την προσφορά του Αγαμέμνονα. Μια μέρα ωστόσο βγήκε ο βασιλιάς για κυνήγι και ανυποψίαστος μπήκε σ' ένα άλσος που ήταν αφιερωμένο στην Άρτεμη. Εκεί ξετρύπωσε ένα ελαφάκι πανέμορφο. Χωρίς να διστάσει, σκότωσε το ιερό ζώο και επιπλέον καυχήθηκε πως και η ίδια η Άρτεμη δε θα μπορούσε να σώσει το ζώο από την καταπληκτική ευστοχία του. Μετά την ανόσια αυτή πράξη επικράτησε πλήρης άπνοια και ο στρατός άρχισε να ανυπομονεί. Ο Κάλχας, ο μάντης του στρατού, αποκάλυψε ότι υπαίτιος της οργής της θεάς ήταν ο Αγαμέμνονας και ότι έπρεπε να θυσιαστεί η πρωτότοκη κόρη του στο βωμό της για να την εξευμενίσουν.
Βέβαια ο Αγαμέμνονας θα προτιμούσε να ξεχάσουν την εκστρατεία και να γυρίσουν στα σπίτια τους, αλλά η επιμονή του στρατεύματος, που ήθελε να δράσει, ήταν ισχυρότερη από τις δικές του επιθυμίες. Πώς όμως θα ξεγελούσε την κόρη του την Ιφιγένεια; Πόσο μάλλον τη γυναίκα του την Κλυταιμνήστρα; Μετά από προτροπή μάλλον του Οδυσσέα αποφάσισε να την καλέσει στην Αυλίδα για να παντρευτεί με τον Αχιλλέα τάχα. Και πράγματι ήρθε η Ιφιγένεια στην Αυλίδα μαζί με τη μητέρα της και τον αδερφό της τον Ορέστη. Γρήγορα όμως έμαθαν τον πραγματικό λόγο, για τον οποίο τους κάλεσαν. Οργισμένος ο Αχιλλέας που είχαν κάνει χρήση του ονόματός του για τέτοιο σκοπό και μάλιστα χωρίς καν να τον έχουν ρωτήσει, προσπαθεί με κίνδυνο της ζωής του να αποτρέψει τους Αχαιούς από μια τέτοια πράξη.
Η προσπάθειά του αυτή όμως δεν έφερε αποτέλεσμα. Τελικά η Ιφιγένεια αποφασίζει να προσφέρει τον εαυτό της και προχωρεί μόνη της στο βωμό με το στήθος της γυμνό, για να δεχτεί το μαχαίρι από το χέρι του θύτη Κάλχα. Όλοι γυρίζουν τα πρόσωπά τους αλλού ή τα σκεπάζουν για να μη δουν τι θα επακολουθήσει. Μόνο ο Κάλχας βλέπει το θαύμα που γίνεται τη στιγμή ακριβώς της σφαγής. Στη θέση της Ιφιγένειας είχε βάλει η θεά ένα ελάφι, λίγο πριν το μαχαίρι χτυπήσει το σώμα της νέας. Και το ελάφι αυτό είναι που τελικά θυσιάζεται για να εξασφαλιστεί η εύνοια της θεάς. Και η θυσία έχει γίνει αποδεκτή. Τώρα τίποτα δεν μπορούσε να σταματήσει τους Αχαιούς. Ο στόλος τους μπορεί πια να αποπλεύσει από την Αυλίδα. Όσο για την Ιφιγένεια, η θεά τη μετέφερε στη χερσόνησο της Ταυρικής (στη σημερινή Κριμαία) και την έκανε ιέρεια στον εκεί ναό της.
ΠΑΝΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΡΟΙΑ
Ο στόλος των Αχαιών στο ταξίδι για την Τροία σταμάτησε στη Δήλο, όπου οι Αχαιοί συνάντησαν το βασιλιά του νησιού και ιερέα του πατέρα του, Απόλλωνα, τον Άνιο. Η μητέρα του, η Ροιώ, κλείστηκε για τιμωρία σε μια κασέλα και ρίχτηκε στη θάλασσα από τον πατέρα της, τον Στάφυλο, όταν εκείνος έμαθε πως ήταν έγκυος. Τελικά η Ροιώ βγήκε σ' ένα ακρογιάλι της Εύβοιας, όπου γέννησε ένα γιο. Τον ονόμασε Άνιο, για να θυμάται όσα πέρασε για χάρη του. Αφού ο θεός πατέρας του τον έφερε στη Δήλο, παντρεύτηκε τη Δωρίππη, που του χάρισε τρεις κόρες, την Οινώ, τη Σπερμώ και την Ελαΐδα. Οι κόρες αυτές, γνωστές ως Οινότροποι, είχαν πάρει από τον παππού τους, τον Διόνυσο, το χάρισμα να μετατρέπουν το χώμα που άγγιζαν η πρώτη σε κρασί, η δεύτερη σε γέννημα και η τρίτη σε λάδι. Ο Άνιος λοιπόν πρότεινε στους Αχαιούς να μείνουν στη Δήλο, γιατί, σαν μάντης που ήταν, ήξερε ότι το κάστρο της Τροίας θα έπεφτε μετά από 10 χρόνια. Τη διατροφή του στρατού θα την αναλάμβαναν οι κόρες του. Οι Αχαιοί αρνήθηκαν την ευγενική προσφορά του βασιλιά της Δήλου, απέσπασαν ωστόσο την υπόσχεσή του να τους στείλει τις κόρες του, αν τυχόν τους έλειπαν οι τροφές στη διάρκεια της πολιορκίας.
Επόμενος σταθμός στο ταξίδι τους ήταν το νησί Χρύση, πάνω στο οποίο είχε ιδρύσει ο Ιάσονας βωμό για τη θεά Χρύση. Η θεά αυτή φύλαγε τον Ελλήσποντο και έπρεπε οι Αχαιοί να την εξευμενίσουν. Την ακριβή θέση του νησιού την ήξερε μόνο ο Φιλοκτήτης, ο γιος του Ποίοντα και της Δημώνασσας, που είχε ακολουθήσει τον Ιάσονα στην Αργοναυτική εκστρατεία. Μόλις όμως έφτασαν εκεί οι Αχαιοί και άρχισαν τη θυσία, ένα φίδι δάγκωσε τον Φιλοκτήτη στο πόδι. Η πληγή κακοφόρμισε και ανέδινε τόση κακοσμία, που δεν μπορούσε κανείς να την ανεχτεί. Με προτροπή του Οδυσσέα τον έβγαλαν τελικά στη Λήμνο, ενώ κοιμόταν αποκαμωμένος, και τον άφησαν εκεί ολομόναχο. Αρχηγός των επτά πλοίων του Φιλοκτήτη έγινε τότε ο νόθος γιος του Οϊλέα, ο Μέδοντας.
Λίγο πριν φτάσουν στην Τροία, οι Αχαιοί άραξαν στο νησί Τένεδος για να ξεκουραστούν. Ο βασιλιάς του νησιού Τένης, γιος μάλλον του Απόλλωνα, είχε όμως άλλη γνώμη και άρχισε να τους ρίχνει βράχους. Τότε ο Αχιλλέας τον σκότωσε με το σπαθί του, ξεχνώντας τη συμβουλή της μητέρας του να μη σκοτώνει γιους του Απόλλωνα. Στη συνέχεια κυνήγησε την αδερφή του Τένη, την Ημιθέα, εκείνη όμως κρύφτηκε μέσα στη γη. Τελικά αποβιβάστηκαν όλοι οι Αχαιοί στο νησί και ο Αγαμέμνονας οργάνωσε μεγάλο συμπόσιο προς τιμή των Αχαιών ηγεμόνων. Δεν κάλεσε όμως τον Αχιλλέα από τους πρώτους κι εκείνος παρεξηγήθηκε και απειλούσε να τα μαζέψει και να γυρίσει στην Ελλάδα. Οι άλλοι αρχηγοί προσπάθησαν να εξομαλύνουν τα πράγματα, ενώ ο Οδυσσέας θέλησε να τον φέρει στο φιλότιμο λέγοντας ότι στην πραγματικότητα φοβόταν τον Έκτορα. Τελικά, με την παρέμβαση της Θέτιδας, συμφιλιώθηκε με τον Αγαμέμνονα.
Σύντομα όμως ξέσπασε νέα ζωηρή φιλονικία ανάμεσα στον Αχιλλέα και στον Οδυσσέα, για τον τρόπο με τον οποίο θα έπαιρναν την Τροία. Ο ένας μιλούσε για παλικαριά, ο άλλος για δόλο. Ο Αγαμέμνονας τους άκουγε και χαιρόταν, γιατί θυμήθηκε το δελφικό χρησμό ότι η φιλονικία μεταξύ των αντρειωμένων θα ήταν καλό σημάδι για την έκβαση του πολέμου

ΑΧΙΛΛΕΑΣ











ΑΧΙΛΛΕΑΣ
O Αχιλλέας, γιος του Πηλέα και της Νηρηίδας Θέτιδας, ήταν ο πιο ικανός και άξιος πολεμιστής από τους Αχαιούς ήρωες. Η προσπάθεια της μητέρας του να τον κρατήσει μακριά από τον πόλεμο, στέλνοντάς τον στη Σκύρο, αποδείχτηκε άκαρπη. Αν και δεν είχε δεσμευτεί με όρκο, ο Αχιλλέας αποφασίζει να ακολουθήσει τους Αχαιούς στον πόλεμο, έχοντας επίγνωση των ικανοτήτων του, του ιδιαίτερου ρόλου που θα παίξει ο ίδιος στη διεξαγωγή του πολέμου, καθώς και του γεγονότος ότι, εξαιτίας της απόφασης αυτής, θα βρει κατά πάσα πιθανότητα πρόωρο θάνατο.
Όταν ήταν να φύγει για την Τροία, ο Πηλέας του χάρισε τα όπλα του, γαμήλιο δώρο των θεών, όταν παντρεύτηκε με τη Θέτιδα. Του έδωσε ακόμη το δώρο του Κένταυρου Χείρωνα, ένα κοντάρι από ξύλο μελιάς, τόσο βαρύ, ώστε να μην μπορεί κανείς θνητός να το σηκώσει.
Δεν παρέλειψε να του δώσει και το γαμήλιο δώρο του Ποσειδώνα, τον Ξάνθο και τον Βαλίο, τα αθάνατα άλογα, που είχαν και ανθρώπινη λαλιά και που τα είχε γεννήσει η Άρπυια Ποδάργη. Γερασμένος καθώς ήταν ο Πηλέας, δεν μπορούσε να συνοδέψει ο ίδιος το γιο του στον πόλεμο.
Επειδή όμως ο Αχιλλέας ήταν ακόμη άμαθο παιδί, περίπου δεκαπέντε χρονών, έκρινε ο Πηλέας σκόπιμο να ζητήσει από τον Φοίνικα, το γιο του Αμύντορα, να τον συνοδέψει στην εκστρατεία ως συμβουλάτορας και καθοδηγητής του. Πριν αποχαιρετήσει τον Αχιλλέα, έκανε ο Πηλέας τάμα στον ποταμό Σπερχειό να του θυσιάσει πενήντα κριάρια και να του προσφέρει τα μαλλιά του γιου του, αν γύριζε ζωντανός. Και έτσι, όταν πια είχε κάνει ό,τι περνούσε από το χέρι του, τον αποχαιρέτησε.
Ο Αχιλλέας ήταν αρχηγός πενήντα καραβιών επανδρωμένων με Μυρμιδόνες. Κυριαρχεί με τη δράση του από την πρώτη κιόλας στιγμή που πατούν το πόδι τους οι Αχαιοί στο ακρογιάλι της Τροίας. Λίγο μετά την απόβαση σκοτώνει τον Κύκνο, το γιο του Ποσειδώνα, και αναγκάζει τους Τρώες να αποσυρθούν μέσα στην πόλη. Στα πρώτα εννιά χρόνια του πολέμου λεηλατεί έντεκα πολιτείες γύρω από την Τροία και δώδεκα σε γειτονικά νησιά. Τα λάφυρα από αυτές τις εκστρατείες τα παρέδιδε πάντα στον αρχιστράτηγο Αγαμέμνονα, ο οποίος, αφού κρατούσε για τον εαυτό του τη μερίδα του λέοντος, μοίραζε τα υπόλοιπα με επιλογή ή με κλήρο.
Για τη συμπεριφορά αυτή του Αγαμέμνονα φαίνεται ότι ο Αχιλλέας παραπονέθηκε αρκετές φορές. Οι εκστρατείες αυτές πρέπει να ήταν πάντως αρκετά αποδοτικές και για τον Αχιλλέα, μια που η σκηνή του ήταν γεμάτη από κάθε είδους λάφυρα (σκλάβες, άλογα, όπλα, τρίποδες, κούπες, χρυσάφι κλπ.). Άλλοτε πάλι πιάνει αιχμαλώτους και τους πουλάει σε γειτονικά νησιά, όπως τον Λυκάονα, το γιο του Πρίαμου. Κάποτε μάλιστα θα έπιανε και τον Αινεία, το γιο της Αφροδίτης και του Αγχίση, που έβοσκε ανυποψίαστος τα κοπάδια του στα βοσκοτόπια της Τροίας. Ο Αινείας τον είδε έγκαιρα και τράπηκε σε φυγή. Ο Αχιλλέας τον κυνήγησε μέχρι τη Λυρνησσό, την οποία τελικά κυρίευσε, ο Αινείας όμως διέφυγε με την παρέμβαση της θεάς μητέρας του .
Αλλά και στις συγκρούσεις των Αχαιών με τους Τρώες στο πεδίο της μάχης η παρουσία του Αχιλλέα είναι καταλυτική. Προκαλεί αναρίθμητες απώλειες στο αντίπαλο στρατόπεδο και γίνεται ο φόβος και ο τρόμος των Τρώων. Στο τέλος όμως του ένατου χρόνου ή στις αρχές του δέκατου και καθώς οι πολεμικές επιχειρήσεις γύρω από την Τροία βρίσκονταν σε πλήρη εξέλιξη, οργίστηκε με τη δεσποτική απόφαση του Αγαμέμνονα να του πάρει τη Βρισηίδα. Η πληγωμένη περηφάνια του Αχιλλέα τον οδήγησε στο να αποτραβηχτεί από κάθε πολεμική σύγκρουση. Ταυτόχρονα ζήτησε από τη θεά μητέρα του να πείσει τους θεούς να δώσουν τη νίκη στους Τρώες.
Και πράγματι η κατάσταση γίνεται απελπιστική για τους Αχαιούς. Αμέτρητο πλήθος ηρώων χάνεται και η παρουσία του Αχιλλέα στο πεδίο της μάχης γίνεται τώρα περισσότερο απαραίτητη από ποτέ. Η πρεσβεία που έρχεται στη σκηνή του Αχιλλέα, για να του προσφέρει πλήρη ικανοποίηση των αιτημάτων του, φεύγει άπρακτη. Αρχικά δηλώνει ο ήρωας πως θα επιστρέψει στη Φθία το συντομότερο δυνατό, μετά υποχωρεί κάπως δηλώνοντας ότι θα πάρει τα όπλα του, για να προστατέψει το δικό του μόνο καράβι από πυρπόληση. Του κόστιζε, είναι η αλήθεια, η αποχή του από τη μάχη. Κάθε φορά που έβλεπε από τη σκηνή του κάποιον Αχαιό να γυρίζει πληγωμένος, έστελνε να μάθει για την ταυτότητά του.
Τελικά, όταν φτάνει η κατάσταση στο απροχώρητο, δίνει την πανοπλία του στον αγαπημένο του φίλο, τον Πάτροκλο, για να υποστηρίξει τους Αχαιούς.
Και πράγματι, ο Πάτροκλος κατάφερε να τρέψει σε φυγή τους Τρώες, σκοτώθηκε ωστόσο από τον Έκτορα, ο οποίος πήρε τα όπλα του Αχιλλέα. Η Θέτιδα του έφερε τότε καινούρια όπλα φτιαγμένα από τον Ήφαιστο και ο Αχιλλέας, αφού συμφιλιώθηκε με τον Αγαμέμνονα, ρίχτηκε στη μάχη, για να εκδικηθεί το χαμό του φίλου του. Έσπειρε τότε τον πανικό στις τάξεις των Τρώων σκοτώνοντας πάρα πολλούς από αυτούς και αναγκάζοντας τους υπόλοιπους να κλειστούν στο κάστρο της Τροίας. Μετά από δραματική μονομαχία σκότωσε και τον Έκτορα. Στη συνέχεια έθαψε με τιμές τον Πάτροκλο και διοργάνωσε προς τιμή του επιτύμβιους αγώνες. Το πτώμα του Έκτορα το κράτησε άταφο έξω από τη σκηνή του, για να το παραδώσει τελικά στον πατέρα του, τον Πρίαμο.
Τα αποτελέσματα του θυμού του Αχιλλέα ήταν ολέθρια για τους Αχαιούς. Το θυμό του αυτόν θα τον καταραστεί στη συνέχεια. Η μετάνοιά του όμως θα έρθει πολύ αργά για τον Πάτροκλο και για όσους άλλους είχαν σκοτωθεί.

23.5.08


Ο Πάρης, γιος του Πρίαμου, ήταν εκείνος που με την ασέβειά του έδωσε την αφορμή για την κήρυξη του Τρωικού πολέμου. Όταν ήταν να γεννηθεί ο Πάρης, οι θεοί αποκάλυψαν στους γονείς του με σημαδιακό όνειρο ότι θα γινόταν αιτία να καταστραφεί η Τροία. Το όνειρο ερμήνευσε έτσι ο νόθος γιος του Πρίαμου, ο Αίσακος.Έτσι ο Πρίαμος, μόλις γεννήθηκε το παιδί, το έδωσε σ' ένα δούλο με την εντολή να το σκοτώσει πάνω στην Ίδα. Φτάνοντας στο βουνό, ο δούλος το λυπήθηκε και το παράτησε εκεί, αλλά το βρήκε ένας βοσκός, ο Αρχέλαος, και το πήρε στην οικογένειά του. Το παιδί μεγάλωνε και κάποτε ήρθαν ληστές να κλέψουν τα κοπάδια. Ο Πάρης τους έδιωξε και έτσι οι άλλοι βοσκοί του έδωσαν τιμητικά το όνομα Αλέξανδρος.
Ο Πάρης είχε πια ανδρωθεί, όταν έφτασαν στο σπίτι της οικογένειάς του άνθρωποι του Πρίαμου. Έψαχναν για έναν ταύρο, που θα αποτελούσε το έπαθλο των αγώνων που διοργάνωναν κάθε χρόνο οι γονείς του Πάρη σε ανάμνηση του χαμένου τους παιδιού. Ήταν όμως ο αγαπημένος του ταύρος, γι' αυτό έλαβε μέρος στους αγώνες για να τον ξανακερδίσει, πράγμα που κατάφερε. Είχε νικήσει όμως και τα πραγματικά του αδέρφια, που προσβλήθηκαν, επειδή είχαν χάσει από έναν ταπεινό βοσκό και θέλησαν να τον σκοτώσουν. Τότε ο Πάρης κατέφυγε στο βωμό του Δία, όπου η αδερφή του η Κασσάνδρα τον αναγνώρισε. Ξέροντας τι συμφορές θα φέρει, προσπαθεί κι εκείνη να τον σκοτώσει, αλλά δεν τα καταφέρνει. Οι γονείς αγνοούν τις προειδοποιήσεις της Κασσάνδρας και καλοδέχονται το γιο τους.
Ο Πάρης πρέπει να ήταν ένας από τους πιο σημαντικούς ήρωες των Τρώων παρά τα όποια ελαττώματά του. Διαθέτει το απαραίτητο κύρος, για να επιβάλει σε ολόκληρο λαό να πολεμήσει και να καταστραφεί για χάρη του. Η πρόταση του Αντήνορα να δώσουν πίσω την Ελένη απορρίπτεται, χωρίς να τολμήσει κανείς να φέρει την παραμικρή αντίρρηση. Δεν πρέπει να ξεχνάμε άλλωστε ότι ο Πάρης είναι αυτός που σκότωσε τον Αχιλλέα, το φόβο και τον τρόμο των Τρώων.
Στην Ιλιάδα ωστόσο, ο Πάρης, αν και σκοτώνει ή τραυματίζει πολλούς Αχαιούς με τα βέλη του, δεν είναι από εκείνους που πρωτοστατούν στις μάχες. Ο Όμηρος τον παρουσιάζει φαφλατά, ανεύθυνο, ανέντιμο και δειλό. Δείχνει πραγματικά να αδιαφορεί τελείως για τους τόσους πολλούς ανθρώπους που σκοτώνονται εξαιτίας του και το μόνο που τον ενδιαφέρει, ακόμη και μετά από τη μονομαχία του με τον Μενέλαο, είναι ο έρωτας με την Ελένη.
Πρέπει να ήταν πολύ όμορφος άνδρας και φαίνεται πως είχε κι άλλες ερωτικές περιπέτειες. Όταν ήταν ακόμη βοσκός, αγάπησε με πάθος τη νύμφη Οινώνη, την κόρη του ποταμού Κεβρήνα. Ο Πάρης όμως, γοητευμένος από την υπόσχεση της Αφροδίτης, θέλησε να πάει στη Σπάρτη για να αρπάξει την Ελένη. Μάταια προσπάθησε η Οινώνη να τον αποτρέψει από αυτό το ταξίδι προειδοποιώντας για τις συμφορές που θα προκαλούσε η αρπαγή της Ελένης. Τότε του υποσχέθηκε πως εκείνη θα τον γιάτρευε, αν τύχαινε να πληγωθεί ποτέ. Όταν είκοσι χρόνια μετά ο Πάρης πληγώθηκε βαριά από τον Φιλοκτήτη, θυμήθηκε την υπόσχεση της Οινώνης. Όταν έστειλε να τη φωνάξουν, εκείνη αρνήθηκε λέγοντάς του να τον γιατρέψει η Ελένη. Ο Πάρης πέθανε και η Οινώνη μετανιωμένη αυτοκτόνησε.
Η Κασσάνδρα ήταν κόρη του Πρίαμου. Η φυσική ομορφιά της ήταν ξεχωριστή και την ερωτεύτηκε αμέσως ο Απόλλωνας, όταν την είδε. Για να ενδώσει στον έρωτά του, του ζήτησε να της διδάξει την τέχνη της μαντικής. Εκείνος δέχτηκε, αλλά η Κασσάνδρα τον ξεγέλασε. Όταν ο Απόλλωνας κατάλαβε την απάτη, την καταράστηκε -σύμφωνα μ' άλλους την έφτυσε στο στόμα, για να χάσουν τα λόγια της την πειστικότητά τους- να μην πιστέψει ποτέ κανείς τις μαντείες της. Έτσι δεν την πίστεψε κανείς, παρόλο που είχε δίκιο, όταν προειδοποιούσε για τις συμφορές που θα έβρισκαν την Τροία, αν ο Πάρης πήγαινε στην Ελλάδα, αν οι Τρώες έφερναν τον Δούρειο Ίππο μέσα στην Τροία κλπ. Άλλη εκδοχή του μύθου: Η Κασσάνδρα και ο Έλενος ήταν δίδυμα αδέρφια. Μια φορά που γιόρταζαν τα γενέθλιά τους τα δυο παιδάκια, βρέθηκαν πάνω στο παιχνίδι τους μέσα στο ναό του Θυμβραίου Απόλλωνα, κάθησαν να ξεκουραστούν εκεί και τα πήρε ο ύπνος. Καθώς κοιμούνταν, φίδια τα πλησίασαν και άρχισαν να τους γλείφουν τα αυτιά, δίνοντάς τους τη δυνατότητα να αντιλαμβάνονται πράγματα που οι άλλοι άνθρωποι δεν μπορούσαν να αντιληφθούν. Έτσι, τα δυο αδέρφια εξοικειώθηκαν από παιδιά με τη μαντική τέχνη.
Ο Όμηρος παρουσιάζει την Ελένη ως πλάσμα ανθρώπινο με θεϊκή καταγωγή, αποφεύγει την κατάκριση και την καταδίκη, αλλά την παρουσιάζει συχνά να αυτοκαταδικάζεται μεταχειριζόμενη το επίθετο «κυνώπις» για τον εαυτό της. Οι λυρικοί ποιητές (Ίβυκος, Αλκαίος) τη θεωρούν υπαίτια του πολέμου και την συνδέουν με την απιστία. Η Σαπφώ αναφέρεται στην Ελένη όχι για να την κατακρίνει σαν αιτία πολέμου, αλλά για να δικαιωθεί ο Έρως, ο οποίος είναι δυνατόν να προκαλέσει φοβερότατα δεινά. Ο Αισχύλος παρετυμολογώντας το όνομα της την αποκαλεί «Ελέναυς», «Ελέπτολις» και «Έλανδρος». Στον Ευριπίδη, παρουσιάζεται περισσότερο ως θύμα, παρά ως πρόξενος κακών. Κόρη του Δία και της βασίλισσας Λήδας, την οποία ο θεός επεσκέφθη μεταμορφωμένος σε κύκνο, η Ελένη υπήρξε το αίτιο του Τρωικού Πολέμου και ενέπνευσε αναρίθμητους λογοτέχνες από την αρχαιότητα ως τις ημέρες μας.

ΠΑΡΗΣ ΚΑΙ ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ


Αθηνά - η θεά της σοφίας











Αθηνά - η θεά της σοφίας

Κείμενα
Η θεά της σοφίας
Η Αθηνά στη Γιγαντομαχία
Ο Ναός της Αθηνάς Νίκης
Η Αθηνά Παρθένος
Η Αθηνά Προμάχος
Η Αθηνά Πολιάς
Αθηνά Υγεία
Αθηνά Λημνία
Αθηνά Νίκη
Αθηνά Εργάνη
Αθηνά και μουσική

Εικόνες
Η σκεπτόμενη Αθηνά
Η Αθηνά Προμάχος
Η γέννηση της Αθηνάς
Χρυσελεφάντινο άγαλμα
Αθηνά η θεά της σοφίας

Ποιήματα \ Στίχοι
Η Αθηνά στην Αθήνα (Κωστής Παλαμάς)

Οργάνωση
Κριτήρια επιλογής Θέματος
Επιδιωκόμενοι σκοποί και στόχοι
Διαδικασία προγραμματισμού και υλοποίησης του Σ.Ε.
Γνωστικοί τομείς που εμπλέκονται στο Σ.Ε.
Αξιολόγηση
Δραστηριότητες
Προβλήματα που αντιμετωπίστηκαν
Βιβλιογραφία

Αθήνα

Ακρόπολη

Παιχνίδια

Περιεχόμενα
"Από Διός άρξασθαι", έλεγαν οι αρχαίοι. Δηλαδή: "Ν' αρχίζετε πάντα από το Δία". Αυτό σήμαινε ότι ο Δίας ήταν ο πρώτος σε αξία απ' όλους τους θεούς, ο παντοδύναμος, ο παντογνώστης, ο πιο έξυπνος, ο πιο φοβερός, ο πιο πονηρός, ο πιο καλός αλλά και ο πιο κακός.
Ας αρχίσουμε και μεις από το Δία, τον πατέρα των θεών και των ανθρώπων, όπως τον αποκαλούσαν οι αρχαίοι μας πρόγονοι. Αφού νίκησε τον Κρόνο κι έγινε ο κυρίαρχος του κόσμου, αποφάσισε να παντρευτεί. Αλλά δεν παντρεύτηκε μόνο μια φορά ο Δίας. Έκανε πολλούς γάμους και γνώρισε πολλές γυναίκες ανάμεσα στις θεές αλλά και τις θνητές. Πάντως, η πιο επίσημη από όλες τις γυναίκες του ήταν η Ήρα. Αυτή καθόταν στην πιο τιμητική θέση στον Όλυμπο,
δηλαδή στο πλάι του θρόνου του Δία. Ο μύθος λέει ότι στην αρχή η Ήρα δεν ήθελε για άντρα της το Δία. Όταν τον έβλεπε έφευγε μακριά του. Εκείνος ο πονηρός μεταμορφώθηκε τότε σε κούκο, που είναι ένα φτωχό σε εμφάνιση πουλάκι. Πέταξε μπροστά στα πόδια της Ήρας, φτερουγίζοντας με κόπο, λες κι είχαν σπάσει οι φτερούγες του. Η Ήρα λυπήθηκε το πουλάκι και το πήρε στην αγκαλιά της να το ζεστάνει. Αλλά ξαφνικά στην αγκαλιά της βρέθηκε ο Δίας. Ο θυμός της Ήρας έσβησε αμέσως και τον δέχτηκε επίσημα σαν άντρα της. Ας μιλήσουμε πρώτα για τις άλλες γυναίκες του Δία, αφήνοντας τελευταία την Ήρα. Ίσως η πρώτη απ' όλες να ήταν η Μήτιδα. Πατέρας της Μήτιδας ήταν ο Ωκεανός και μητέρα της η Τηθύς. Για τη Μήτιδα έλεγαν πως ήταν πολύ σοφή γυναίκα. Κάποιος χρησμός όμως πρόβλεπε ότι το παιδί που θα γεννούσε η Μήτιδα θα έδιωχνε το Δία από τον Όλυμπο και θα του έπαιρνε τη θέση, έτσι όπως την είχε πάρει και κείνος από τον Κρόνο. Τρόμαξε ο Δίας και συμβουλεύτηκε τη Γη και τον Ουρανό να του πουν τι έπρεπε να κάνει ώστε να μη χάσει το θρόνο του. "Μόνο ένας τρόπος υπάρχει για να γλιτώσεις, τον συμβούλεψαν εκείνοι. Να καταπιείς τη γυναίκα σου πριν γεννήσει το παιδί της. Με τον τρόπο αυτό θα μπει μέσα σου όλη η σοφία της και το παιδί της θα το γεννήσεις εσύ και όχι ε κείνη".Ακολούθησε τη συμβουλή τους ο Δίας και κατάπιε τη δυστυχισμένη τη Μήτιδα. Και μην αναρωτηθείτε πώς κατάφερε να καταπιεί μια ολόκληρη γυναίκα γιατί, ένας θεός παντοδύναμος σαν το Δία, όλα μπορούσε να τα κατορθώνει! Το παιδί που μεγάλωνε στα σπλάχνα της Μήτιδας, ήρθε η ώρα να βγει. Ο Δίας κάλεσε τότε τον Προμηθέα, το γιο του Τιτάνα Ιαπετού, του έδωσε ένα τσεκούρι και του είπε να τον χτυπήσει δυνατά στο κεφάλι. Χτύπησε με όλη του τη δύναμη ο Προμηθέας, το κεφάλι του Δία άνοιξε στα δυο σαν καρπούζι και απόμέσα ξεπήδησε... η κόρη του και κόρη της Μήτιδας! Μια κόρη όμορφη, σοφή σαν τη μάνα της, γενναία σαν τον πατέρα της. Ήταν η Αθηνά, κόρη αγαπημένη του Δία, θεά της σοφίας και της μάθησης, που πήρε κι αυτή μια θέση ανάμεσα στους άλλους θεούς του Ολύμπου. Η θεά Αθηνά γεννήθηκε πάνοπλη, κρατώντας ασπίδα και δόρυ και φορώντας περικεφαλαία. Ο Δίας τώρα πια δεν είχε κανένα λόγο να φοβηθεί από το χρησμό, μια και την κόρη της Μήτιδας τη γέννησε εκείνος και όχι η γυναίκα του. Όταν παρουσιάστηκε μέσα από το κεφάλι του Δία, όμορφη, αυστηρή και αγέρωχη, κρατώντας δόρυ και ασπίδα, όλοι οι θεοί που βρίσκονταν γύρω της βουβάθηκαν, ο Όλυμπος και η γύρω περιοχή σείστηκαν και η θάλασσα αναταράχτηκε. Ήταν η αγαπημένη κόρη του Δία η Αθηνά αλλά και μια από τις πιο αγαπημένες θεές των αρχαίων Ελλήνων. Ήταν όμορφη, γενναία αλλά και σοφή. Κι ήταν φυσικό να τη λατρεύουν οι Έλληνες γιατί ενσάρκωνε τα ιδανικά της φυλής τους. Τη γενναιότητα και τη φρόνηση. Μπορεί ο Άρης να ήταν ο θεός του πολέμου, ωστόσο η Αθηνά τα κατάφερνε καλύτερα από κείνον στις μάχες. Κρατώντας ασπίδα και δόρυ, έμπαινε μπροστά και εμψύχωνε τους πολεμιστές που την ακολουθούσαν. Στην ασπίδα της είχε τοποθετήσει το φοβερό κεφάλι της Μέδουσας, που την έλεγαν διαφορετικά και Γοργώ. Η Μέδουσα ήταν ένα τρομερό τέρας και ζούσε στη Λιβύη. Αντί για μαλλιά είχε στο κεφάλι της φίδια, τα δόντια της ήταν κοφτερά και απαίσια και το φοβερό της όπλο ήταν τα μάτια της. Είχαν μια τέτοια λάμψη τα μάτια της που οποιοσδήποτε τ' αντίκριζε έχανε τις δυνάμεις του και γινόταν θύμα της. Πολλοί είχαν προσπαθήσει να σκοτώσουν τη Μέδουσα αλλά χωρίς επιτυχία. Λέγεται ότι η Αθηνά ορμήνεψε τον Περσέα να μην κοιτάξει τη Μέδουσα κατάματα, αλλά το είδωλο της έτσι όπως θα καθρεφτιζόταν πάνω στη λαμπερή του ασπίδα. Με' τον τρόπο αυτό θα απόφευγε τον κίνδυνο των ματιών της. Έτσι κι έκανε ο Περσέας. Κι όταν έκοψε το κεφάλι της Μέδουσας το πρόσφερε στην Αθηνά κι εκείνη το τοποθέτησε στην ασπίδα της. Τα μάτια της Μέδουσας, έστω και νεκρής, κρατούσαν την ίδια φοβερή λάμψη. Άλλος μύθος λέει ότι η ίδια η Αθηνά σκότωσε τη Μέδουσα. Κατέβασε τα μαλλιά της στο μέτωπο για να μη βλέπει τα μάτια της και της έκοψε το κεφάλι.Εκείνο που προξένησε μεγάλη εντύπωση στην Αθηνά ήταν τα σφυρίγματα που έκαναν τα φίδια στο κεφάλι της Μέδουσας καθώς ξεψυχούσαν. Αποφάσισε να μιμηθεί τον ήχο τους και μ' ένα καλάμι έφτιαξε τον πρώτο αυλό. Άρχισε να φυσάει με τέχνη και από τις τρύπες του αυλού έβγαιναν ήχοι όμοιοι με τα σφυρίγματα των φιδιών της Μέδουσας. Όμως, έτσι όπως φούσκωνε τα μαγουλά της φυσώντας τον αυλό, το πρόσωπο της έπαιρνε μια αστεία έκφραση και οι θεοί που την παρακολουθούσαν έβαζαν τα γέλια. Η Αθηνά στάθηκε πάνω στον καθρέφτη των ήσυχων νερών μιας λίμνης, έπαιξε τον αυλό, είδε κι εκείνη το αστείο της πρόσωπο με τα φουσκωμένα της μάγουλα και πέταξε θυμωμένη τον αυλό.- Ας έχει την κατάρα μου εκείνος που θα πάρει αυτό τον αυλό, είπε.Αργότερα, τον αυλό της Αθηνάς τον βρήκε ο Μαρσύας και θέλησε να συναγωνιστεί στη μουσική με το θεό Απόλλωνα. Η πρώτη φίλη της Αθηνάς ήταν η Παλλάδα, κόρη της Τριτωνίδας. Όμορφη και γενναία η Παλλάδα, συναγωνιζόταν την Αθηνά στη χρήση των όπλων. Πολύ συχνά έκαναν διάφορα παιχνίδια με τα δόρατα τους και ψεύτικες μονομαχίες. Μια μέρα όμως καυγάδισαν στ' αλήθεια και προσπαθούσε η μια να χτυπήσει την άλλη. Σε μια στιγμή η Παλλάδα τίναξε το δεξί της χέρι με δύναμη και το δόρυ της κατευθυνόταν προς την καρδιά της Αθηνάς. Ο Δίας που παρακολουθούσε αθέατος τη μονομαχία και ανησύχησε για τη ζωή της κόρης του, έβαλε μπροστά στην Αθηνά την ασπίδα του για να τη σώσει. Η Παλλάδα που είδε ξαφνικά την ασπίδα μπροστά της, τα έχασε για μια στιγμή. Αυτή τη στιγμή εκμεταλλεύτηκε η Αθηνά και βρήκε την ευκαιρία να τη χτυπήσει με το δόρυ της. Η Παλλάδα έπεσε νεκρή και η Αθηνά, που μετάνιωσε για την πράξη της, έπεσε πάνω στη νεκρή της φίλη και άρχισε να κλαίει απαρηγόρητα. Μα τώρα πια δεν μπορούσε τίποτε να διορθωθεί. Για να παρηγορηθεί έφτιαξε ένα ξύλινο ξόανο να μοιάζει με την Παλλάδα. Ήταν τρία μέτρα ψηλό, στο ένα της χέρι κρατούσε το δόρυ και στο άλλο μια ρόκα. Αυτό το ξύλινο άγαλμα, που το ονόμασε Παλλάδιο, το έστησε στον Όλυμπο, πλάι στο θρόνο του Δία. Αργότερα ο Δίας το πρόσφερε στο βασιλιά της Τροίας Δάρδανο, που το έφερε στην πόλη του. Ένας χρησμός έλεγε ότι όποιος κατάφερνε να πάρει στην κατοχή του το Παλλάδιο, θα έπαιρνε και την πόλη. Με τον καιρό το Παλλάδιο άρχισε ν' αντιπροσωπεύει για τους Τρώες την ίδια την Αθηνά. Το έστησαν στο υπόγειο του ναού της Αθηνάς και η θεά έγινε η προστάτιδα της πόλης τους. Όμως, για κακή τους τύχη, η Αθηνά έπαψε να προστατεύει την Τροία από τη στιγμή που ο Πάρης, ο γιος του βασιλιά Πρίαμου, έδωσε το χρυσό μήλο στην Αφροδίτη, σαν την πιο όμορφη απ όλες τις θεές. Η Ήρα και η Αθηνά θύμωσαν τόσο πολύ και αργότερα, όταν οι Έλληνες ήρθαν στην Τροία και την πολιόρκησαν, πήραν το μέρος τους για να τιμωρήσουν τον Πάρη και την πόλη του. Ο Όμηρος και οι Αρχαίοι ποιητές είχαν δώσει πολλά επίθετα στην Αθηνά. Ανάμεσα σ' αυτά ήταν το Παλλάδα και Γλαυκώπιδα. Το επίθετο Παλλάδα της το είχαν δώσει Ίσως για το μύθο με τη φίλη της, ή μάλλον γιατί στη μάχη με τους Γίγαντες στην οποία πήρε μέρος με θαυμαστή γενναιότητα, σκότωσε τον φοβερό γίγαντα Παλλάδα. Γλαυκώπιδα την έλεγαν γιατί είχε πράσινα μάτια σαν της κουκουβάγιας, που το όνομα της στα αρχαία ήταν γλαύκα. Η πόλη που λάτρευε τη θεά Αθηνά περισσότερο απ' όλες, ήταν η Αθήνα. Είναι πολύ γνωστός ο μύθος σχετικά με την προστασία της πόλης της Αθήνας από δυο θεούς, τον Ποσειδώνα και την Αθηνά. Επειδή και οι δυο ήθελαν ν' αναλάβουν την προστασία της και δεν υποχωρούσαν, κάλεσαν πάνω στην Ακρόπολη τον πρώτο της βασιλιά, τον Κέκροπα και του ζήτησαν να διαλέξει ένα από τα δώρα που θα του πρόσφεραν. Ο Ποσειδώνας έκανε ν' αναβλύσει μια πηγή στο βράχο της Ακρόπολης και η Αθηνά πρόσφερε το δέντρο της ελιάς. Ο Κέκροπας προτίμησε την ελιά κι έτσι ο Ποσειδώνας αναγκάστηκε ν' αποσυρθεί. Η Αθηνά έγινε η προστάτιδα της όμορφης αυτής πόλης, της Κεκροπίας όπως ονομαζόταν. Αργότερα, ο βασιλιάς Ερεχθέας, για να τιμήσει περισσότερο τη θεά, έδωσε στην πόλη το όνομα της. Την ονόμασε Αθήνα. Σε πολλές πόλεις λάτρευαν την Αθηνά και είχαν χτίσει αρκετούς ναούς αφιερωμένους στο όνομα της. Αλλά ο πιο λαμπρός απ' όλους τους ναούς ήταν ο Παρθενώνας πάνω στην Ακρόπολη. Επίσης οι γλύπτες της αρχαίας Ελλάδας είχαν σαν αγαπημένο τους θέμα την Αθηνά. Ο Φειδίας, ο πιο μεγάλος γλύπτης της αρχαιότητας, φιλοτέχνησε πολλά αγάλματα της Αθηνάς. Ένα από αυτά ήταν το χρυσελεφάντινο, που τοποθετήθηκε μέσα στον Παρθενώνα. Ένα άλλο στήθηκε απ' έξω, ανάμεσα στα Προπύλαια και το Ερεχθείο. Ίσως το πιο τέλειο άγαλμα της Αθηνάς ήταν εκείνο που φιλοτέχνησε πάλι ο Φειδίας, ύστερα από εντολή των κατοίκων της Λήμνου, γι' αυτό και ονομάστηκε Λημνία Αθηνά. Για να τιμήσουν την Αθηνά οι κάτοικοι της Αθήνας, έκαναν κάθε χρόνο μια περίφημη γιορτή, τα Παναθήναια και γινόταν σαν ανάμνηση της ένωσης των δήμων της Αττικής με την πόλη της Αθήνας. Ο Πεισίστρατος καθιέρωσε τα μεγάλα Παναθήναια, που γίνονταν κάθε τέσσερα χρόνια. Ήταν η πιο λαμπρή και ονομαστή γιορτή της αρχαιότητας. Οι γιορτές των Παναθηναίων κρατούσαν δέκα μέρες. Γίνονταν σ' αυτές διάφοροι διαγωνισμοί μουσικής, χορού και θεάτρου, αθλητικά αγωνίσματα και ιππικοί αγώνες. Το βράδυ της ένατης μέρας γινόταν η περίφημη λαμπαδηδρομία, που ήταν ένα είδος σκυταλοδρομίας με πυρσούς. Σ' αυτή έπαιρναν μέρος διακόσιοι αθλητές, χωρισμένοι σε πέντε σειρές και σε αρκετή απόσταση ο ένας αθλητής από τον άλλο. Πέντε πυρσοί άναβαν και οι πέντε πρώτοι δρομείς ξεχύνονταν προς το τέρμα όπου βρισκόταν ο βωμός της Αθηνάς. Προσπαθούσαν να τρέχουν όσο γινόταν πιο γρήγορα αλλά και με προσοχή για να μη σβήσει ο πυρσός. Οι πρώτοι λαμπαδηδρόμοι παράδιναν τους πυρσούς στους δεύτερους, εκείνοι στους τρίτους και όποια ομάδα έφθανε πρώτη στο βωμό της Αθηνάς και τον άναβε, ήταν η κερδισμένη. Η μεγάλη μέρα ήταν η τελευταία, όπου η επιβλητική πομπή των κατοίκων ξεκινούσε από τον Κεραμικό προς την Ακρόπολη, για να μεταφέρει το αραχνοΰφαντο πέπλο της Αθηνάς και να σκεπάσει μ' αυτό το ξύλινο είδωλο της που υπήρχε στο ναό του Ερεχθέα. Στην κεφαλή της πομπής βρισκόταν η ιέρεια της Αθηνάς και πίσω της έρχονταν οι παρθένες που είχαν υφάνει το πέπλο της θεάς. Στο πέπλο κεντούσαν σκηνές από τη Γιγαντομαχία, στην οποία είχε πάρει μέρος και η Αθηνά και ιδιαίτερα τη νίκη της πάνω στο γίγαντα Εγκέλαδο. Τις παρθένες τις ακολουθούσαν οι επίσημοι κάτοικοι της Αθήνας, οι άρχοντες, οι βουλευτές και άλλοι αξιωματούχοι. Πίσω από τους επίσημους νεαροί Αθηναίοι οδηγούσαν τα ζώα που θα θυσιάζονταν στο βωμό της θεάς. Ακολουθούσαν τώρα νεαρές Αθηναίες, διαλεγμένες για το παράστημα και την ομορφιά τους, που κρατούσαν στα κεφάλια τους κάνιστρα με διάφορα δώρα και αφιερώματα για την Αθηνά. Πίσω από τις νέες, έρχονταν διαλεγμένοι άνδρες μεγάλης ηλικίας, που κρατούσαν κλαδιά ελιάς. Ακολουθούσαν τα στρατιωτικά τμήματα. Οπλίτες Αθηναίοι και ιππείς, σε πυκνούς σχηματισμούς. Αυτό ήταν το πιο λαμπρό μέρος της πομπής που θαύμαζαν οι κάτοικοι της Αθήνας."· Τελευταίο ερχόταν το πλήθος των κατοίκων, άντρες, γυναίκες και παιδιά. Η πομπή ανέβαινε στην Ακρόπολη κι αφού έντυναν με το καινούργιο πέπλο το ξόανο της Αθηνάς, θυσίαζαν τα ζώα στο βωμό της και σε άλλους βωμούς. Η Αθηνά ήταν η θεά της σοφίας αλλά και των τεχνών. Προστάτευε πολλές χειρωνακτικές τέχνες, όπως ήταν η υφαντική, το κέντημα, η κεραμική, η γλυπτική και η σιδηρουργία. Προστάτευε επίσης τη γεωργία, όπως η Δήμητρα και πολλοί μύθοι λένε ότι αυτή πρόσφερε στους ανθρώπους το αλέτρι για να καλλιεργούν τα κτήματα τους. Η Αθηνά κατασκεύασε το πρώτο πλοίο και τα τελευταία χρόνια, στη γιορτή των Παναθηναίων, το πέπλο της το τοποθετούσαν πάνω σε μια τριήρη και μαζί μ' αυτή το ανέβαζαν στην Ακρόπολη. Το πολυτιμότερο πάντως δώρο που πρόσφερε η Αθηνά στους ανθρώπους, ήταν η ελιά. Το δέντρο αυτό, ιδιαίτερα στην Αθήνα, το θεωρούσαν ιερό κι ήταν μια εποχή που καταδίκαζαν σε θάνατο εκείνους που κατάστρεφαν τις ελιές. Η Αθηνά αγαπούσε και προστάτευε τους γενναίους άνδρες και, φυσικά, τους Έλληνες. Είναι γνωστή η αγάπη της προς τον Οδυσσέα. Χάρη στη βοήθεια της Αθηνάς κατάφερε ο βασιλιάς της Ιθάκης, ύστερα από πολλά χρόνια να γυρίσει στην πατρίδα του, αφού ταλαιπωρήθηκε αφάνταστα παραδέρνοντας στους ωκεανούς. Ένας ακόμα γενναίος άνδρας που προστάτευε η Αθηνά, ήταν ο Διομήδης, ο θρυλικός βασιλιάς του Αργούς, στον Τρωικό πόλεμο. Η Αθηνά δεν παντρεύτηκε ποτέ και δεν ανακατεύτηκε σε σκάνδαλα όπως πολλοί από τους θεούς του Ολύμπου. Είχε σαν έμβλημα της την κουκουβάγια, τον κόκορα και το γύπα. Μετά την Εστία, οι αρχαίοι τη θεωρούσαν σαν την πιο σοβαρή και μυαλωμένη θεά.
Αθηνά - η θεά της σοφίας

Κείμενα
Η θεά της σοφίας
Η Αθηνά στη Γιγαντομαχία
Ο Ναός της Αθηνάς Νίκης
Η Αθηνά Παρθένος
Η Αθηνά Προμάχος
Η Αθηνά Πολιάς
Αθηνά Υγεία
Αθηνά Λημνία
Αθηνά Νίκη
Αθηνά Εργάνη
Αθηνά και μουσική

Εικόνες
Η σκεπτόμενη Αθηνά
Η Αθηνά Προμάχος
Η γέννηση της Αθηνάς
Χρυσελεφάντινο άγαλμα
Αθηνά η θεά της σοφίας

Ποιήματα \ Στίχοι
Η Αθηνά στην Αθήνα (Κωστής Παλαμάς)

Οργάνωση
Κριτήρια επιλογής Θέματος
Επιδιωκόμενοι σκοποί και στόχοι
Διαδικασία προγραμματισμού και υλοποίησης του Σ.Ε.
Γνωστικοί τομείς που εμπλέκονται στο Σ.Ε.
Αξιολόγηση
Δραστηριότητες
Προβλήματα που αντιμετωπίστηκαν
Βιβλιογραφία

Αθήνα

Ακρόπολη

Παιχνίδια

Περιεχόμενα
"Από Διός άρξασθαι", έλεγαν οι αρχαίοι. Δηλαδή: "Ν' αρχίζετε πάντα από το Δία". Αυτό σήμαινε ότι ο Δίας ήταν ο πρώτος σε αξία απ' όλους τους θεούς, ο παντοδύναμος, ο παντογνώστης, ο πιο έξυπνος, ο πιο φοβερός, ο πιο πονηρός, ο πιο καλός αλλά και ο πιο κακός.
Ας αρχίσουμε και μεις από το Δία, τον πατέρα των θεών και των ανθρώπων, όπως τον αποκαλούσαν οι αρχαίοι μας πρόγονοι. Αφού νίκησε τον Κρόνο κι έγινε ο κυρίαρχος του κόσμου, αποφάσισε να παντρευτεί. Αλλά δεν παντρεύτηκε μόνο μια φορά ο Δίας. Έκανε πολλούς γάμους και γνώρισε πολλές γυναίκες ανάμεσα στις θεές αλλά και τις θνητές. Πάντως, η πιο επίσημη από όλες τις γυναίκες του ήταν η Ήρα. Αυτή καθόταν στην πιο τιμητική θέση στον Όλυμπο,
δηλαδή στο πλάι του θρόνου του Δία. Ο μύθος λέει ότι στην αρχή η Ήρα δεν ήθελε για άντρα της το Δία. Όταν τον έβλεπε έφευγε μακριά του. Εκείνος ο πονηρός μεταμορφώθηκε τότε σε κούκο, που είναι ένα φτωχό σε εμφάνιση πουλάκι. Πέταξε μπροστά στα πόδια της Ήρας, φτερουγίζοντας με κόπο, λες κι είχαν σπάσει οι φτερούγες του. Η Ήρα λυπήθηκε το πουλάκι και το πήρε στην αγκαλιά της να το ζεστάνει. Αλλά ξαφνικά στην αγκαλιά της βρέθηκε ο Δίας. Ο θυμός της Ήρας έσβησε αμέσως και τον δέχτηκε επίσημα σαν άντρα της. Ας μιλήσουμε πρώτα για τις άλλες γυναίκες του Δία, αφήνοντας τελευταία την Ήρα. Ίσως η πρώτη απ' όλες να ήταν η Μήτιδα. Πατέρας της Μήτιδας ήταν ο Ωκεανός και μητέρα της η Τηθύς. Για τη Μήτιδα έλεγαν πως ήταν πολύ σοφή γυναίκα. Κάποιος χρησμός όμως πρόβλεπε ότι το παιδί που θα γεννούσε η Μήτιδα θα έδιωχνε το Δία από τον Όλυμπο και θα του έπαιρνε τη θέση, έτσι όπως την είχε πάρει και κείνος από τον Κρόνο. Τρόμαξε ο Δίας και συμβουλεύτηκε τη Γη και τον Ουρανό να του πουν τι έπρεπε να κάνει ώστε να μη χάσει το θρόνο του. "Μόνο ένας τρόπος υπάρχει για να γλιτώσεις, τον συμβούλεψαν εκείνοι. Να καταπιείς τη γυναίκα σου πριν γεννήσει το παιδί της. Με τον τρόπο αυτό θα μπει μέσα σου όλη η σοφία της και το παιδί της θα το γεννήσεις εσύ και όχι ε κείνη".Ακολούθησε τη συμβουλή τους ο Δίας και κατάπιε τη δυστυχισμένη τη Μήτιδα. Και μην αναρωτηθείτε πώς κατάφερε να καταπιεί μια ολόκληρη γυναίκα γιατί, ένας θεός παντοδύναμος σαν το Δία, όλα μπορούσε να τα κατορθώνει! Το παιδί που μεγάλωνε στα σπλάχνα της Μήτιδας, ήρθε η ώρα να βγει. Ο Δίας κάλεσε τότε τον Προμηθέα, το γιο του Τιτάνα Ιαπετού, του έδωσε ένα τσεκούρι και του είπε να τον χτυπήσει δυνατά στο κεφάλι. Χτύπησε με όλη του τη δύναμη ο Προμηθέας, το κεφάλι του Δία άνοιξε στα δυο σαν καρπούζι και απόμέσα ξεπήδησε... η κόρη του και κόρη της Μήτιδας! Μια κόρη όμορφη, σοφή σαν τη μάνα της, γενναία σαν τον πατέρα της. Ήταν η Αθηνά, κόρη αγαπημένη του Δία, θεά της σοφίας και της μάθησης, που πήρε κι αυτή μια θέση ανάμεσα στους άλλους θεούς του Ολύμπου. Η θεά Αθηνά γεννήθηκε πάνοπλη, κρατώντας ασπίδα και δόρυ και φορώντας περικεφαλαία. Ο Δίας τώρα πια δεν είχε κανένα λόγο να φοβηθεί από το χρησμό, μια και την κόρη της Μήτιδας τη γέννησε εκείνος και όχι η γυναίκα του. Όταν παρουσιάστηκε μέσα από το κεφάλι του Δία, όμορφη, αυστηρή και αγέρωχη, κρατώντας δόρυ και ασπίδα, όλοι οι θεοί που βρίσκονταν γύρω της βουβάθηκαν, ο Όλυμπος και η γύρω περιοχή σείστηκαν και η θάλασσα αναταράχτηκε. Ήταν η αγαπημένη κόρη του Δία η Αθηνά αλλά και μια από τις πιο αγαπημένες θεές των αρχαίων Ελλήνων. Ήταν όμορφη, γενναία αλλά και σοφή. Κι ήταν φυσικό να τη λατρεύουν οι Έλληνες γιατί ενσάρκωνε τα ιδανικά της φυλής τους. Τη γενναιότητα και τη φρόνηση. Μπορεί ο Άρης να ήταν ο θεός του πολέμου, ωστόσο η Αθηνά τα κατάφερνε καλύτερα από κείνον στις μάχες. Κρατώντας ασπίδα και δόρυ, έμπαινε μπροστά και εμψύχωνε τους πολεμιστές που την ακολουθούσαν. Στην ασπίδα της είχε τοποθετήσει το φοβερό κεφάλι της Μέδουσας, που την έλεγαν διαφορετικά και Γοργώ. Η Μέδουσα ήταν ένα τρομερό τέρας και ζούσε στη Λιβύη. Αντί για μαλλιά είχε στο κεφάλι της φίδια, τα δόντια της ήταν κοφτερά και απαίσια και το φοβερό της όπλο ήταν τα μάτια της. Είχαν μια τέτοια λάμψη τα μάτια της που οποιοσδήποτε τ' αντίκριζε έχανε τις δυνάμεις του και γινόταν θύμα της. Πολλοί είχαν προσπαθήσει να σκοτώσουν τη Μέδουσα αλλά χωρίς επιτυχία. Λέγεται ότι η Αθηνά ορμήνεψε τον Περσέα να μην κοιτάξει τη Μέδουσα κατάματα, αλλά το είδωλο της έτσι όπως θα καθρεφτιζόταν πάνω στη λαμπερή του ασπίδα. Με' τον τρόπο αυτό θα απόφευγε τον κίνδυνο των ματιών της. Έτσι κι έκανε ο Περσέας. Κι όταν έκοψε το κεφάλι της Μέδουσας το πρόσφερε στην Αθηνά κι εκείνη το τοποθέτησε στην ασπίδα της. Τα μάτια της Μέδουσας, έστω και νεκρής, κρατούσαν την ίδια φοβερή λάμψη. Άλλος μύθος λέει ότι η ίδια η Αθηνά σκότωσε τη Μέδουσα. Κατέβασε τα μαλλιά της στο μέτωπο για να μη βλέπει τα μάτια της και της έκοψε το κεφάλι.Εκείνο που προξένησε μεγάλη εντύπωση στην Αθηνά ήταν τα σφυρίγματα που έκαναν τα φίδια στο κεφάλι της Μέδουσας καθώς ξεψυχούσαν. Αποφάσισε να μιμηθεί τον ήχο τους και μ' ένα καλάμι έφτιαξε τον πρώτο αυλό. Άρχισε να φυσάει με τέχνη και από τις τρύπες του αυλού έβγαιναν ήχοι όμοιοι με τα σφυρίγματα των φιδιών της Μέδουσας. Όμως, έτσι όπως φούσκωνε τα μαγουλά της φυσώντας τον αυλό, το πρόσωπο της έπαιρνε μια αστεία έκφραση και οι θεοί που την παρακολουθούσαν έβαζαν τα γέλια. Η Αθηνά στάθηκε πάνω στον καθρέφτη των ήσυχων νερών μιας λίμνης, έπαιξε τον αυλό, είδε κι εκείνη το αστείο της πρόσωπο με τα φουσκωμένα της μάγουλα και πέταξε θυμωμένη τον αυλό.- Ας έχει την κατάρα μου εκείνος που θα πάρει αυτό τον αυλό, είπε.Αργότερα, τον αυλό της Αθηνάς τον βρήκε ο Μαρσύας και θέλησε να συναγωνιστεί στη μουσική με το θεό Απόλλωνα. Η πρώτη φίλη της Αθηνάς ήταν η Παλλάδα, κόρη της Τριτωνίδας. Όμορφη και γενναία η Παλλάδα, συναγωνιζόταν την Αθηνά στη χρήση των όπλων. Πολύ συχνά έκαναν διάφορα παιχνίδια με τα δόρατα τους και ψεύτικες μονομαχίες. Μια μέρα όμως καυγάδισαν στ' αλήθεια και προσπαθούσε η μια να χτυπήσει την άλλη. Σε μια στιγμή η Παλλάδα τίναξε το δεξί της χέρι με δύναμη και το δόρυ της κατευθυνόταν προς την καρδιά της Αθηνάς. Ο Δίας που παρακολουθούσε αθέατος τη μονομαχία και ανησύχησε για τη ζωή της κόρης του, έβαλε μπροστά στην Αθηνά την ασπίδα του για να τη σώσει. Η Παλλάδα που είδε ξαφνικά την ασπίδα μπροστά της, τα έχασε για μια στιγμή. Αυτή τη στιγμή εκμεταλλεύτηκε η Αθηνά και βρήκε την ευκαιρία να τη χτυπήσει με το δόρυ της. Η Παλλάδα έπεσε νεκρή και η Αθηνά, που μετάνιωσε για την πράξη της, έπεσε πάνω στη νεκρή της φίλη και άρχισε να κλαίει απαρηγόρητα. Μα τώρα πια δεν μπορούσε τίποτε να διορθωθεί. Για να παρηγορηθεί έφτιαξε ένα ξύλινο ξόανο να μοιάζει με την Παλλάδα. Ήταν τρία μέτρα ψηλό, στο ένα της χέρι κρατούσε το δόρυ και στο άλλο μια ρόκα. Αυτό το ξύλινο άγαλμα, που το ονόμασε Παλλάδιο, το έστησε στον Όλυμπο, πλάι στο θρόνο του Δία. Αργότερα ο Δίας το πρόσφερε στο βασιλιά της Τροίας Δάρδανο, που το έφερε στην πόλη του. Ένας χρησμός έλεγε ότι όποιος κατάφερνε να πάρει στην κατοχή του το Παλλάδιο, θα έπαιρνε και την πόλη. Με τον καιρό το Παλλάδιο άρχισε ν' αντιπροσωπεύει για τους Τρώες την ίδια την Αθηνά. Το έστησαν στο υπόγειο του ναού της Αθηνάς και η θεά έγινε η προστάτιδα της πόλης τους. Όμως, για κακή τους τύχη, η Αθηνά έπαψε να προστατεύει την Τροία από τη στιγμή που ο Πάρης, ο γιος του βασιλιά Πρίαμου, έδωσε το χρυσό μήλο στην Αφροδίτη, σαν την πιο όμορφη απ όλες τις θεές. Η Ήρα και η Αθηνά θύμωσαν τόσο πολύ και αργότερα, όταν οι Έλληνες ήρθαν στην Τροία και την πολιόρκησαν, πήραν το μέρος τους για να τιμωρήσουν τον Πάρη και την πόλη του. Ο Όμηρος και οι Αρχαίοι ποιητές είχαν δώσει πολλά επίθετα στην Αθηνά. Ανάμεσα σ' αυτά ήταν το Παλλάδα και Γλαυκώπιδα. Το επίθετο Παλλάδα της το είχαν δώσει Ίσως για το μύθο με τη φίλη της, ή μάλλον γιατί στη μάχη με τους Γίγαντες στην οποία πήρε μέρος με θαυμαστή γενναιότητα, σκότωσε τον φοβερό γίγαντα Παλλάδα. Γλαυκώπιδα την έλεγαν γιατί είχε πράσινα μάτια σαν της κουκουβάγιας, που το όνομα της στα αρχαία ήταν γλαύκα. Η πόλη που λάτρευε τη θεά Αθηνά περισσότερο απ' όλες, ήταν η Αθήνα. Είναι πολύ γνωστός ο μύθος σχετικά με την προστασία της πόλης της Αθήνας από δυο θεούς, τον Ποσειδώνα και την Αθηνά. Επειδή και οι δυο ήθελαν ν' αναλάβουν την προστασία της και δεν υποχωρούσαν, κάλεσαν πάνω στην Ακρόπολη τον πρώτο της βασιλιά, τον Κέκροπα και του ζήτησαν να διαλέξει ένα από τα δώρα που θα του πρόσφεραν. Ο Ποσειδώνας έκανε ν' αναβλύσει μια πηγή στο βράχο της Ακρόπολης και η Αθηνά πρόσφερε το δέντρο της ελιάς. Ο Κέκροπας προτίμησε την ελιά κι έτσι ο Ποσειδώνας αναγκάστηκε ν' αποσυρθεί. Η Αθηνά έγινε η προστάτιδα της όμορφης αυτής πόλης, της Κεκροπίας όπως ονομαζόταν. Αργότερα, ο βασιλιάς Ερεχθέας, για να τιμήσει περισσότερο τη θεά, έδωσε στην πόλη το όνομα της. Την ονόμασε Αθήνα. Σε πολλές πόλεις λάτρευαν την Αθηνά και είχαν χτίσει αρκετούς ναούς αφιερωμένους στο όνομα της. Αλλά ο πιο λαμπρός απ' όλους τους ναούς ήταν ο Παρθενώνας πάνω στην Ακρόπολη. Επίσης οι γλύπτες της αρχαίας Ελλάδας είχαν σαν αγαπημένο τους θέμα την Αθηνά. Ο Φειδίας, ο πιο μεγάλος γλύπτης της αρχαιότητας, φιλοτέχνησε πολλά αγάλματα της Αθηνάς. Ένα από αυτά ήταν το χρυσελεφάντινο, που τοποθετήθηκε μέσα στον Παρθενώνα. Ένα άλλο στήθηκε απ' έξω, ανάμεσα στα Προπύλαια και το Ερεχθείο. Ίσως το πιο τέλειο άγαλμα της Αθηνάς ήταν εκείνο που φιλοτέχνησε πάλι ο Φειδίας, ύστερα από εντολή των κατοίκων της Λήμνου, γι' αυτό και ονομάστηκε Λημνία Αθηνά. Για να τιμήσουν την Αθηνά οι κάτοικοι της Αθήνας, έκαναν κάθε χρόνο μια περίφημη γιορτή, τα Παναθήναια και γινόταν σαν ανάμνηση της ένωσης των δήμων της Αττικής με την πόλη της Αθήνας. Ο Πεισίστρατος καθιέρωσε τα μεγάλα Παναθήναια, που γίνονταν κάθε τέσσερα χρόνια. Ήταν η πιο λαμπρή και ονομαστή γιορτή της αρχαιότητας. Οι γιορτές των Παναθηναίων κρατούσαν δέκα μέρες. Γίνονταν σ' αυτές διάφοροι διαγωνισμοί μουσικής, χορού και θεάτρου, αθλητικά αγωνίσματα και ιππικοί αγώνες. Το βράδυ της ένατης μέρας γινόταν η περίφημη λαμπαδηδρομία, που ήταν ένα είδος σκυταλοδρομίας με πυρσούς. Σ' αυτή έπαιρναν μέρος διακόσιοι αθλητές, χωρισμένοι σε πέντε σειρές και σε αρκετή απόσταση ο ένας αθλητής από τον άλλο. Πέντε πυρσοί άναβαν και οι πέντε πρώτοι δρομείς ξεχύνονταν προς το τέρμα όπου βρισκόταν ο βωμός της Αθηνάς. Προσπαθούσαν να τρέχουν όσο γινόταν πιο γρήγορα αλλά και με προσοχή για να μη σβήσει ο πυρσός. Οι πρώτοι λαμπαδηδρόμοι παράδιναν τους πυρσούς στους δεύτερους, εκείνοι στους τρίτους και όποια ομάδα έφθανε πρώτη στο βωμό της Αθηνάς και τον άναβε, ήταν η κερδισμένη. Η μεγάλη μέρα ήταν η τελευταία, όπου η επιβλητική πομπή των κατοίκων ξεκινούσε από τον Κεραμικό προς την Ακρόπολη, για να μεταφέρει το αραχνοΰφαντο πέπλο της Αθηνάς και να σκεπάσει μ' αυτό το ξύλινο είδωλο της που υπήρχε στο ναό του Ερεχθέα. Στην κεφαλή της πομπής βρισκόταν η ιέρεια της Αθηνάς και πίσω της έρχονταν οι παρθένες που είχαν υφάνει το πέπλο της θεάς. Στο πέπλο κεντούσαν σκηνές από τη Γιγαντομαχία, στην οποία είχε πάρει μέρος και η Αθηνά και ιδιαίτερα τη νίκη της πάνω στο γίγαντα Εγκέλαδο. Τις παρθένες τις ακολουθούσαν οι επίσημοι κάτοικοι της Αθήνας, οι άρχοντες, οι βουλευτές και άλλοι αξιωματούχοι. Πίσω από τους επίσημους νεαροί Αθηναίοι οδηγούσαν τα ζώα που θα θυσιάζονταν στο βωμό της θεάς. Ακολουθούσαν τώρα νεαρές Αθηναίες, διαλεγμένες για το παράστημα και την ομορφιά τους, που κρατούσαν στα κεφάλια τους κάνιστρα με διάφορα δώρα και αφιερώματα για την Αθηνά. Πίσω από τις νέες, έρχονταν διαλεγμένοι άνδρες μεγάλης ηλικίας, που κρατούσαν κλαδιά ελιάς. Ακολουθούσαν τα στρατιωτικά τμήματα. Οπλίτες Αθηναίοι και ιππείς, σε πυκνούς σχηματισμούς. Αυτό ήταν το πιο λαμπρό μέρος της πομπής που θαύμαζαν οι κάτοικοι της Αθήνας."· Τελευταίο ερχόταν το πλήθος των κατοίκων, άντρες, γυναίκες και παιδιά. Η πομπή ανέβαινε στην Ακρόπολη κι αφού έντυναν με το καινούργιο πέπλο το ξόανο της Αθηνάς, θυσίαζαν τα ζώα στο βωμό της και σε άλλους βωμούς. Η Αθηνά ήταν η θεά της σοφίας αλλά και των τεχνών. Προστάτευε πολλές χειρωνακτικές τέχνες, όπως ήταν η υφαντική, το κέντημα, η κεραμική, η γλυπτική και η σιδηρουργία. Προστάτευε επίσης τη γεωργία, όπως η Δήμητρα και πολλοί μύθοι λένε ότι αυτή πρόσφερε στους ανθρώπους το αλέτρι για να καλλιεργούν τα κτήματα τους. Η Αθηνά κατασκεύασε το πρώτο πλοίο και τα τελευταία χρόνια, στη γιορτή των Παναθηναίων, το πέπλο της το τοποθετούσαν πάνω σε μια τριήρη και μαζί μ' αυτή το ανέβαζαν στην Ακρόπολη. Το πολυτιμότερο πάντως δώρο που πρόσφερε η Αθηνά στους ανθρώπους, ήταν η ελιά. Το δέντρο αυτό, ιδιαίτερα στην Αθήνα, το θεωρούσαν ιερό κι ήταν μια εποχή που καταδίκαζαν σε θάνατο εκείνους που κατάστρεφαν τις ελιές. Η Αθηνά αγαπούσε και προστάτευε τους γενναίους άνδρες και, φυσικά, τους Έλληνες. Είναι γνωστή η αγάπη της προς τον Οδυσσέα. Χάρη στη βοήθεια της Αθηνάς κατάφερε ο βασιλιάς της Ιθάκης, ύστερα από πολλά χρόνια να γυρίσει στην πατρίδα του, αφού ταλαιπωρήθηκε αφάνταστα παραδέρνοντας στους ωκεανούς. Ένας ακόμα γενναίος άνδρας που προστάτευε η Αθηνά, ήταν ο Διομήδης, ο θρυλικός βασιλιάς του Αργούς, στον Τρωικό πόλεμο. Η Αθηνά δεν παντρεύτηκε ποτέ και δεν ανακατεύτηκε σε σκάνδαλα όπως πολλοί από τους θεούς του Ολύμπου. Είχε σαν έμβλημα της την κουκουβάγια, τον κόκορα και το γύπα. Μετά την Εστία, οι αρχαίοι τη θεωρούσαν σαν την πιο σοβαρή και μυαλωμένη θεά.

Το κάστρο της Μυτιλήνης


Το κάστρο της Μυτιλήνης καταλαμβάνει έκταση περίπου 60 στρεμμάτων και αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα κάστρα της Μεσογείου. Η σημερινή μορφή του είναι αποτέλεσμα της οικοδομικής δραστηριότητας των Γατελούζων που κυριάρχησαν στο νησί κατά την περίοδο 1355-1462 και των Οθωμανών που κατέλαβαν τη Λέσβο από το 1462 έως το 1912 ενώ από τη βυζαντινή φάση σώζονται σήμερα μόνο τρία τμήματα: μία βυζαντινή πυλίδα στη βόρεια πλευρά των τειχών, ο ανατολικός τοίχος του κεντρικού οχυρωματικού περιβόλου και η δεξαμενή στο μεσαίο κάστρο. Η διάταξή του ακολουθεί τη μορφολογία της χερσονήσου. Διαιρείται σε τρία τμήματα: το Άνω, το Μεσαίο και το Κάτω Κάστρο. Το Άνω Κάστρο είναι προσιτό από την κεντρική διπλή πύλη στη νότια πλευρά του. Στο βορειοανατολικό προμαχώνα της πύλης είναι εντοιχισμένες μαρμάρινες πλάκες με τα εμβλήματα των Γατελούζων και των Παλαιολόγων καθώς και μία τούρκικη επιγραφή. Στα δεξιά της εισόδου υψώνεται ο κεντρικός οχυρωματικός περίβολος. Στο χώρο αυτό βρίσκονται τα σημαντικότερα διοικητικά και θρησκευτικά κτίσματα του κάστρου. Περιλαμβάνει πέντε πύργους που ορίζουν ένα ορθογώνιο αίθριο χώρο και δύο δωμάτια στην ανατολική πλευρά του. Στον κεντρικό δυτικό πύργο υπάρχει αφιερωματική πλάκα με τα οικόσημα των Γατελούζων και των Παλαιολόγων. Στην κατασκευή του χρησιμοποιήθηκε αρχαίο οικοδομικό υλικό προερχόμενο από κτήρια που είχαν παρακμάσει την εποχή αυτή όπως το θέατρο της Μυτιλήνης. Στην εσωτερική αυλή του Περιβόλου διατηρείται από την οθωμανική περίοδο η πυριτιδαποθήκη, στο ισόγειο της οποίας διέμενε η τούρκικη φρουρά. Εξωτερικά του Περιβόλου και σε μικρή απόσταση από αυτόν υπάρχουν τα ερείπια του Κουλέ τζαμί, κτισμένο πάνω σε μια μεγάλη τρίκλιτη βασιλική η οποία πιθανότατα ταυτίζεται με τον ναό του Αγ. Ιωάννη και χρησίμευε ως ταφική εκκλησία των Γατελούζων ηγεμόνων και της οικογένειας τους. Στην παραπάνω υπόθεση συνηγορούν οι ταφές που αποκαλύφθηκαν ανατολικά και δυτικά του ναού και η σαρκοφάγος όπου κατά την παράδοση τάφηκε ο Φραγκίσκος Α΄ και η Μαρία Παλαιολογίνα. Στα βόρεια του τζαμιού οι ανασκαφές έφεραν στο φως ιερό Δήμητρας και Κόρης που τεκμηριώνει την κατοίκηση της περιοχής κατά την αρχαιότητα. Στον ίδιο χώρο υπάρχουν ενδείξεις και για τη λατρεία της θεάς Κυβέλης. Στο Μεσαίο Κάστρο η είσοδος γίνεται και μέσω μιας ακόμη πύλης, της Ορτά Καπού. Ο χώρος αυτός περιλαμβάνει πολλά θρησκευτικά και κοσμικά κτήρια της οθωμανικής περιόδου τα οποία διατηρούνται σε καλή κατάσταση. Από τα θρησκευτικά κτήρια ξεχωρίζει ο Τεκές (οθωμανικό μοναστήρι) και ο Μενδρεσές (Οθωμανικό Ιεροδιδασκαλείο) που περιελάμβανε ένα δημόσιο μαγειρείο-πτωχοκομείο (Imaret) στο ισόγειο και δέκα τρουλοσκέπαστα κελιά δερβίσηδων και μια μεγάλη αίθουσα προσευχής και διδασκαλίας στον όροφο. Με την θρησκευτική ζωή των μουσουλμάνων σχετίζεται και το λουτρό που παράλληλα όμως εξυπηρετούσε και τις καθημερινές ανάγκες υγιεινής. Από τα κοσμικά κτήρια ενδιαφέρον παρουσιάζει η Πυριτιδαποθήκη, κατασκευασμένη εξ' ολοκλήρου από πέτρες για την αποφυγή κινδύνου ανάφλεξης και το Στρατιωτικό Νοσοκομείο-Φυλακές. Τέλος τις ανάγκες ύδρευσης εξυπηρετούσαν οι κρήνες και η δεξαμενή χωρητικότητας 400 κυβικών νερού. Η δεξαμενή που καταλαμβάνει τη θέση δημόσιου ρωμαϊκού κτίσματος διακρίνεται για τις πολλές οικοδομικές φάσεις της, μια εκ των οποίων ανάγεται στη βυζαντινή εποχή. Το Κάτω Κάστρο αποτελεί προσθήκη του 1644 από τον Ιμπραήμ Χαν με σκοπό την προστασία του βόρειου λιμένα και τη σύνδεση του με το κάστρο. Η είσοδος σε αυτό γινόταν από διπλή πύλη στη βόρεια πλευρά, η οποία γκρεμίστηκε το 1960 για να καταστεί δυνατή η διέλευση των οχημάτων. Στο χώρο υπήρχαν περίπου 80 κατοικίες για τις ανάγκες του οθωμανικού στρατού. Σήμερα σώζονται κάποιες από τις οικίες αυτές, ένα λουτρό και μία κρήνη.

Το κάστρο της Μεθώνης



Το κάστρο της Μεθώνης αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα οχυρωματικά σύνολα του ελληνικού χώρου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα καστροπολιτείας καταλαμβάνει ολόκληρη την έκταση στα ΝΔ παράλια της Πελοποννήσου, με ένα εξαιρετικό φυσικό λιμάνι, το οποίο κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους αποτελούσε σταθμό στο δρόμο των προσκυνητών για τους Αγίους Τόπους και των εμπορικών πλοίων από τη Δύση στην Ανατολή. Η περίοδος ακμής του κάστρου τοποθετείται στην περίοδο της Α΄Ενετοκρατίας (13ος-15ος αι.) Στην αρχαιότητα η Μεθώνη ήταν γνωστή με το όνομα Πήδασος. Ο Όμηρος την αναφέρει ως μία από τις επτά πόλεις που ο Αγαμέμνονας προσέφερε στον Αχιλλέα για να κατευνάσει την οργή του και να τον πείσει να επιστέψει στη μάχη (Ιλιάδα , Ι 149-153). Ο Παυσανίας (Μεσσηνιακά ΙV , 35 , 1) και ο Στράβωνας (Γεωγραφικά 8 , 359-360) την ονομάζουν Μοθώνη και την ταυτίζουν με την ομηρική πόλη. Χαρακτηριστική είναι και η αναφορά του Θουκυδίδη για τα ασθενή τείχη της οχυρωμένης πόλης τον 5ο αι., η μορφή και η έκταση της οποίας παραμένει μέχρι σήμερα άγνωστη. Κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους η πόλη κερδίζει την αυτονομία της από τον αυτοκράτορα Τραϊανό και ενισχύεται με καλύτερες οχυρώσεις. Ο Παυσανίας μάλιστα αναφέρει την ύπαρξη ναού της Αθηνάς Ανεμώτιδος και ιερού της Άρτεμης, ενώ από την πόλη σώζονται νομίσματα που απεικονίζουν το λιμάνι της. Κατά την παλαιοχριστιανική περίοδο το λιμάνι της Μεθώνης γνωρίζει μεγάλη ακμή ως εμπορικό κέντρο και σταθμός ανεφοδιασμού των πλοίων. Κατά την μεσοβυζαντινή περίοδο μια σειρά από σφραγίδες που χρονολογούνται από τον 9ο ως τον 13ο αιώνα μας δίνουν πληροφορίες για τους κρατικούς και εκκλησιαστικούς λειτουργούς της πόλης. Οι Ενετοί πρωτοεμφανίζονται στο ιστορικό σκηνικό κατά τον 11ο αιώνα, όταν αποκτούν προνόμια σχετικά με την ελεύθερη διακίνηση των εμπορευμάτων τους σε διάφορες πόλεις-λιμάνια της βυζαντινής αυτοκρατορίας μεταξύ των οποίων και η Μεθώνη. Με την κατάλυση της βυζαντινής αυτοκρατορίας από τους Φράγκους το 1204 (Δ΄Σταυροφορία) και η Μεθώνη θα δοκιμάσει την κυριαρχία τους. Η φραγκοκρατία θα διαρκέσει ως το 1206, οπότε η Μεθώνη καταλαμβάνεται από τους Ενετούς και με συνθήκη που υπεγράφη το 1209 εξασφαλίζεται η κυριαρχία τους στην πόλη. Κατά την πρώτη Ενετική περίοδο η ζωή στη Μεθώνη οργανώθηκε σύμωνα με τα συμφέροντα της Βενετίας. Η πόλη οχυρώθηκε και αναπτύχθηκε σε σημαντικό εμπορικό κέντρο αφού ορίζεται ως υποχρεωτικός σταθμός για όλα τα βενετικά πλοία που ταξίδευαν στην Ανατολική Μεσόγειο. Η ακμάζουσα αυτή περίοδος για την Μεθώνη λήγει τον Αύγουστο του έτους 1500 όταν, μετά από αιματηρή πολιορκία, καταλαμβάνεται από τους Οθωμανούς. Η πρώτη περίοδος της Τουρκοκρατίας θα διαρκέσει ως το 1686 όταν η πόλη πολιορκήθηκε από τον Μοροζίνι και επανήλθε στην κατοχή των Βενετών. Το 1715 οι Οθωμανοί γίνονται για δεύτερη φορά κάτοχοι της Μεθώνης, ο πληθυσμός της οποίας αυξήθηκε καθώς και η εμπορική κίνηση στο λιμάνι. Στην διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης το κάστρο της Μεθώνης δεν κατελήφθη από τους Έλληνες επαναστάτες, παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες που είχαν καταβάλλει, λόγω της σθεναρής αντίστασης του οχυρωμένου οθωμανικού πληθυσμού. Το 1825 αποβιβάστηκε στο λιμάνι της πόλης ο Ιμπραήμ και εγκαταστάθηκε εντός του κάστρου, το οποίο έγινε ορμητήριο των Αιγυπτίων κατά την διάρκεια της εκστρατείας τους στην Πελοπόννησο. Οι Αιγύπτιοι θα παραδοθούν αμαχητί το 1828 στο γαλλικό εκστρατευτικό σώμα του οποίου ηγείτο ο στρατηγός Μαιζών. Ο οικισμός τότε μεταφέρεται εκτός των τειχών, γίνεται το ρυμοτομικό σχέδιο πόλης ενώ το κάστρο που για αιώνες υπήρξε το κέντρο της κοινωνικής και οικονομικής ζωής της πόλης ερημώνεται. Το λιμάνι και το κάστρο της Μεθώνης αποτέλεσαν για αιώνες έναν σπουδαίο γεωπολιτικό κόμβο για τους εκάστοτε κατόχους της, οικονομικό για τις εμπορικές συναλλαγές και συγκοινωνιακό για τους περιηγητές στη Μεσόγειο και τους προσκυνητές στους Αγίους Τόπους.