Powered By Blogger

29.5.10

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΝΤΩΝ


Η περικοπή που διαβάζεται την Κυριακή των αγίων πάντων, ή των μαρτύρων πάντων, όπως λεγόταν σε αρχαιότερους χρόνους, αποτελείται από τα παρακάτω λόγια του Ιησού, σταχυολογημένα από το ευαγγέλιο του Ματθαίου:

«Καθένα που θα με ομολογήσει μπροστά στους ανθρώπους θα τον ομολογήσω και εγώ μπροστά στον ουράνιο πατέρα μου· όποιο όμως με αρνηθεί θα τον αρνηθώ και εγώ μπροστά στον ουράνιο πατέρα μου. Εκείνος που αγαπα πατέρα ή μητέρα περισσότερο από μένα δεν είναι αξιός μου, κι εκείνος που αγαπά γυιο ή θυγατέρα περισσότερο από μένα, δεν είναι άξιός μου, κι όποιος δέν σηκώνει τον σταυρό του και δεν με ακολουθεί δεν είναι άξιός μου. Τότε πήρε το λόγο ο Πέτρος και του είπε· να εμείς τα εγκαταλείψαμε όλα και σε ακολουθήσαμε. τι λοιπόν θα κερδήσουμε; Κι ο Ιησούς τους είπε· αλήθεια σας λέγω ότι σεις που με ακολουθήσατε, όταν ο Υιός του ανθρώπου, στη Νέα Δημιουργία, καθήσει στον θρόνο της δόξης του, θα καθήσετε και σεις σε δώδεκα θρόνους να κρίνετε τις δώδεκα φυλές του Ισραήλ. Και όποιος άφησε σπίτια ή αδελφούς ή αδελφές ή πατέρα και μητέρα ή γυναίκα ή παιδιά ή χωράφια για το όνομά μου, θα πάρει εκατό φορές περισσότερα και θα κληρονομήσει ζωή αιώνια. Πολλοί απ’ αυτούς που είναι πρώτοι θα γίνουν τελευταίοι και οι τελευταίοι θα γίνουν πρώτοι».
Τρία σημεία κυρίως υπογραμμίζονται σ’ αυτά τα λόγια του Ιησού που απευθύνονται στους μαθητές του και δι’ αυτών σα κάθε μέλος της Εκκλησίας του: το θάρρος της ομολογίας πίστεως στον Χριστό, η άρση του σταυρού επί των ώμων και η απαγκίστρωση εκ των επιγείων δεσμών· τρία σημεία που χαρακτηρίζουν όλους τους μάρτυρες και αγίους που τιμά σήμερα η Εκκλησία τη μνήμη τους.

Ο σταυρός, που αποτελεί το έμβλημα του χριστιανισμού, δεν πρέπει κατ’ ανάγκη να οδηγεί τη σκέψη μας στην ιδέα του μαρτυρίου και του θανάτου, εφ’ όσον η θυσία αυτή δεν απαιτείται από τις εκάστοτε ιστορικές συνθήκες· η μαρτυρία όμως της χριστιανικής πίστεως προβάλλει σαν υποχρέωση του πιστού για κάθε εποχή. Όταν γύρω μας οι αξίες καταπατούνται με φανερό ή ύπουλο τρόπο, όταν αρνητικές ιδεολογίες κλονίζουν την χριστιανική πίστη,- δεν είναι τόσο αυτονόητη η θαρραλέα ομολογία της πίστεως στον Χριστό, γιατί ο συμβιβασμός και η προσαρμογή εξασφαλίζουν στον άνθρωπο μια ήσυχη και χωρίς κινδύνους ζωή. Ο πραγματικός όμως χριστιανός αποδεικνύεται από το αν ακολουθεί τα ίχνη τού Αρχηγού της πίστεως του στο δρόμο του σταυρού.

Προϋπόθεση για να ακολουθήσει κανείς τον Χριστό είναι η απεριόριστη αγάπη σ’ Αυτόν, η αγάπη που είναι πάνω από κάθε άλλο ενδοανθρώπινο δεσμό. Τα λόγια του ευαγγελίου που διαβάζονται σήμερα είναι σκληρά. Δεν σημαίνουν βέβαια μίσος προς τους ανθρώπους ή εγκατάλειψη του καθήκοντος προς τους οικείους, ούτε είναι σωστό να προβάλλωνται ως επικάλυμμα της εν ονόματι του Χριστού αποφυγής της κοπιαστικής φροντίδας για τους δικούς μας· τα λόγια αυτά επιτάσσουν μια ιεράρχηση των αξιών και των στόχων του χριστιανού μέσα στη ζωή. Όταν κάποιος ανθρώπινος δεσμός γίνεται εμπόδιο στο δρόμο του σταυρού, το προβάδισμα πρέπει να εχει η αγάπη για τον σταυρωμένο και αναστημένο Χριστό. Κι ακόμη πρέπει να λεχθεί ότι μόνον όποιος πάνω από όλα και ειλικρινά αγάπα Αυτόν που ενσαρκώνει την αγάπη του Θεού για τον κόσμο, αυτός ξέρει να αγαπά πραγματικά τον συνάνθρωπό του.

Το ευαγγελικό ανάγνωσμα της Κυριακής των αγίων πάντων μας καλεί στο δρόμο του σταυρού, της θαρραλέας ομολογίας της πίστεως, και της ειλικρινούς αγάπης προς τον Χριστό και προς τους αδελφούς. Αυτά που φαίνονται δύσκολα για τον εμπειρικό άνθρωπο, γίνονται κατορθωτά με τη δύναμη του σταυρού και της αναστάσεως του Χριστού. Το νέφος των μαρτύρων της Εκκλησίας που κοσμεί την ιστορία της είναι μια απόδειξη για τη δυνατότητα του δρόμου του σταυρού αλλά και ένα προσκλητήριο για τους χριστιανούς κάθε εποχής.

23.5.10

Άλωση της Κωνσταντινούπολης


Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης υπήρξε το αποτέλεσμα της πολιορκίας της βυζαντινής πρωτεύουσας, της οποίας Αυτοκράτορας ήταν ο Κωνσταντίνος ΙΑ' Παλαιολόγος, από τον οθωμανικό στρατό, με επικεφαλής τον σουλτάνο Μωάμεθ Β'. Η πολιορκία διήρκεσε από τις 7 Απριλίου ως τις 29 Μαϊου 1453 (Ιουλιανό ημερολόγιο). Όταν τελικά η Κωνσταντινούπολη αλώθηκε, η υπερχιλιετής Βυζαντινή Αυτοκρατορία έπαψε να υπάρχει.

Το Βυζάντιο ήταν ήδη εξασθενημένο και διαιρεμένο τους τελευταίους δύο αιώνες, σκιά της παλιάς Αυτοκρατορίας. Η Άλωση του 1204 από τους Σταυροφόρους και αργότερα οι εσωτερικές έριδες των Παλαιολόγων, παρόλο που επανέκτησαν την Κωνσταντινούπολη, οδήγησαν στη σταδιακή εξασθένηση και συρρίκνωση. Ήδη από το 1354 με την κατάληψη της Αδριανούπολης από τους Οθωμανούς, το Βυζάντιο, κυκλωμένο πλέον εδαφικά, ήταν φόρου υποτελής στον Οθωμανό σουλτάνο. Έτσι, η Άλωση ήλθε ως φυσικό αποτέλεσμα της αδιάκοπης επέκτασης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην ευρύτερη περιοχή. Οι συγκρούσεις ήταν ιδιαίτερα άνισες υπέρ των Τούρκων, σε σημείο που να μνημονεύεται από τις πηγές το τετελεσμένο της έκβασης της πολιορκίας. Ιδιαίτερη μνεία γίνεται και στον ηρωισμό των πολιορκημένων και ιδιαίτερα του Αυτοκράτορα. Το γεγονός της πτώσης της «θεοφυλάκτου Πόλεως», άφησε βαθιά ίχνη στις πηγές της εποχής.

Απόρροια της Άλωσης ήταν η συνέχιση της εδαφικής προώθησης των Τούρκων. Κατά τα τέλη του 17ου αιώνα η Οθωμανική Αυτοκρατορία έφτασε στο απόγειό της, απειλώντας την Βιέννη. Πολλές φορές η Άλωση της Κωνσταντινούπολης, χρησιμοποιείται από τους ιστορικούς ως γεγονός που σηματοδοτεί το τέλους του Μεσαίωνα και την έναρξη της Αναγέννησης.

Πηγές
Οι διάφορες πηγές που περιγράφουν αναλυτικά τις τελευταίες στιγμές της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας προέρχονται από επιφανείς ιστορικούς της εποχής και είναι καταγεγραμμένες σε διάφορες γλώσσες: ελληνικά, λατινικά, ιταλικά, σλάβικα, τούρκικα. Οι κυριότερες ελληνικές πηγές ποικίλουν ιδιαίτερα ως προς την εκτίμηση των γεγονότων. Ο Γεώργιος Φραντζής, που έλαβε και ο ίδιος μέρος στην πολιορκία και ήταν στενός φίλος του Αυτοκράτορα, περιέγραφε τις τελευταίες ημέρες του Βυζαντίου με σκοπό την αποκατάσταση της τιμής του ηττημένου Κωνσταντίνου ΙΑ', της ταπεινωμένης του χώρας και της προσβεβλημένης ορθόδοξης πίστης. Ο Μιχαήλ Κριτόβουλος, που είχε προσχωρήσει στο στρατόπεδο των Τούρκων, περιγράφει τα γεγονότα από το πρίσμα ενός υπηκόου της νέας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αν και ποτέ δεν επιτίθεται κατά των Ελλήνων συμπατριωτών του. Ο Μικρασιάτης Μιχαήλ Δούκας, υποστηρικτής της ένωσης των εκκλησιών, τονίζει την ανάγκη συνεργασίας του Βυζαντίου με τις δυτικές δυνάμεις της εποχής. Μνημονεύει ιδιαίτερα τον Γενουάτη Ιωάννη Ιουστινιάνη, ο οποίος θα συνεισφέρει στην άμυνα της πόλης για κάποιο χρονικό διάστημα. Τέλος, ο Λαόνικος Χαλκοκονδύλης επιλέγει ως κύριο θέμα της ιστορίας του όχι το Βυζάντιο αλλά την Οθωμανική Αυτοκρατορία, τονίζοντας την ραγδαία επέκτασή της. Το έργο του Χαλκοκονδύλη όμως είναι ιδιαίτερα γενικού χαρακτήρα και ο ίδιος δεν υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων.

Από τις Λατινικές πηγές ξεχωρίζει από τον καρδινάλιο Ισίδωρο η «Έκκληση προς όλους τους πιστούς του Χριστού» (Ad universos Christifideles de expugnatione Constantinopolis), ο οποίος μόλις που διέφυγε την αιχμαλωσία από τους Τούρκους. Υπάρχει επίσης και η έκθεση του Λατίνου αρχιεπισκόπου Χίου προς τον Πάπα, που παρουσιάζει τα γεγονότα της Άλωσης ως θεία τιμωρία των Βυζαντινών λόγω της απομάκρυνσής τους από την Καθολική πίστη. Από τις σημαντικότερες πηγές είναι το «Ημερολόγιο της πολιορκίας της Κωνσταντινουπόλεως», του Βενετού Νικόλαο Μπάρμπαρο, που περιγράφει μέρα προς μέρα τις συγκρούσεις. Αξιόλογα έργα έχει να παρουσιάσει και η ρωσική γραμματεία. Τέλος, υπάρχουν και τουρκικές πηγές που παρουσιάζουν τα γεγονότα από το πρίσμα του θριαμβεύβοντος και νικηφόρου Ισλάμ και του εκπροσώπου του, Μωάμεθ Β'. Οι τουρκικές πηγές είναι εμπλουτισμένες και από θρύλους, σχετικούς με την Κωνσταντινούπολη και τον Βόσπορο[1].

Κατάσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας

Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία και η ευρύτερη περιοχή το 1450.Κατά τα 1.100 χρόνια ζωής της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, η Κωνσταντινούπολη είχε πολιορκηθεί αρκετές φορές αλλά μόνο μία φορά είχε πέσει στα χέρια των εχθρών, το 1204 από τους Σταυροφόρους της Δ' Σταυροφορίας. Μετά το 1204 στην πόλη εγκαθιδρύθηκε ένα αδύναμο Λατινικό βασίλειο και οι υπόλοιπες περιοχές της Αυτοκρατορίας είχαν διασπαστεί σε επί μέρους βασίλεια. Ένα από αυτά, η ελληνική Αυτοκρατορία της Νίκαιας κατάφερε να επικρατήσει στην περιοχή και να ανακτήσει την Πόλη το 1261. Τους επόμενους δύο αιώνες, η εξασθενημένη Βυζαντινή Αυτοκρατορία δεχόταν συνεχείς επιθέσεις από Λατίνους, Σέρβους, Βουλγάρους και ιδιαίτερα από τους Οθωμανούς Τούρκους. Το 1453 στην Αυτοκρατορία ανήκαν εκτός από την ίδια την Κωνσταντινούπολη και τα περίχωρά της, το μεγαλύτερο τμήμα της Πελοποννήσου, με επίκεντρο τον Μυστρά. Η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, ένα ελληνικό κράτος που δημιουργήθηκε το 1204 στην άκρη της Μικράς Ασίας και κατάφερε να επιβιώσει όλο αυτό το διάστημα, αποτελούσε εντελώς ξεχωριστή από το Βυζάντιο πολιτική οντότητα.

Μωάμεθ Β΄.Στο οθωμανικό στρατόπεδο, ο Μωάμεθ Β', είκοσι ενός μόλις ετών (το 1453), χαρακτήρας ιδιαίτερα σκληροτράχηλος, φιλοπόλεμος, υπέκυπτε γενικά σε κατώτερα πάθη, ταυτόχρονα όμως έδειχνε ενδιαφέρον για την επιστήμη και τη μόρφωση. Κατείχε τα χαρίσματα του στρατηγού, του πολιτικού και του οργανωτή. Ο Γ. Φραντζής αναφέρει ότι ασχολούνταν με ιδιαίτερο ζήλο με τις επιστήμες, κυρίως αστρολογία, διάβαζε παραμύθια και μιλούσε εκτός από τουρκικά και άλλες πέντε γλώσσες[2]. Οι μουσουλμανικές πηγές εξυμνούν την ευσέβειά του και την προστασία που παρείχε στους ομόθρησκούς του λογίους.

Η επιθυμία να κατακτήσει την Κωνσταντινούπολη είχε γίνει έμμονη ιδέα για τον νεαρό σουλτάνο: διασώζεται ότι έμενε άυπνος για συνεχείς νύχτες, χαράσσοντας στο χαρτί το σχέδιο της πόλης και σημειώνοντας τα σημεία που μπορούσαν να προσβληθούν ευκολότερα[3]. Αφού αποφάσισε να δώσει το τελικό χτύπημα στην Πόλη, ο Μωάμεθ άρχισε να εργάζεται με εξαιρετική προσοχή. Πρώτα έκτισε, στα βόρεια της πόλης, στις ευρωπαϊκές ακτές του Βοσπόρου, στο πιο στενό σημείο του, ένα ισχυρό φρούριο (Ρούμελι Χισάρ). Τα κανόνια που τοποθετήθηκαν εκεί ήταν ό,τι πιο προηγμένο είχε να επιδείξει η πολεμική τεχνολογία της εποχής. Αυτή η ενέργεια προκάλεσε ιδιαίτερη ανησυχία στους Βυζαντινούς[4], που πίστεψαν πια ότι πλησιάζει το τέλος τους. Το οχυρωματικό αυτό έργο απέκοπτε, σε συνδυασμό με το προϋπάρχον οχυρό στην απέναντι ασιατική ακτή (Ανατολή-χισάρ) την θαλάσσια επικοινωνία της Κωνσταντινούπολης με τα λιμάνια του Εύξεινου πόντου, στερώντας έτσι πολύτιμες ενισχύσεις και εφόδια για την πόλη. Αμέσως μετά, ο Μωάμεθ Β' εισέβαλε στις βυζαντινές περιοχές της Πελοποννήσου, με σκοπό να εμποδίσει τον Δεσπότη του Μοριά, σε περίπτωση ανάγκης να προστρέξει σε βοήθεια της Κωνσταντινούπολης.

Κωνσταντίνος ΙΑ' Παλαιολόγος

Κωνσταντίνος ΙΑ' Παλαιολόγος.Η περιοχή που αναγνώριζε την εξουσία του τελευταίου Βυζαντινού Αυτοκράτορα, περιοριζόταν στην Κωνσταντινούπολη, με τις πλησιέστερες προς αυτήν εκτάσεις της Θράκης, καθώς και το μεγαλύτερο μέρος της Πελοποννήσου (Μορέως), η οποία βρίσκονταν μακριά από την βασιλεύουσα και κάτω από την ουσιαστική κυριαρχία των αδελφών του Αυτοκράτορα.

Ο Κωνσταντίνος ΙΑ' κατέβαλε γενναιόδωρες προσπάθειες να περισώσει από την Αυτοκρατορία ό,τι ήταν δυνατό, ο ίδιος ως χαρακτήρας διακρινόταν για την ενεργητικότητα και την ανδρεία του. Ένας Ιταλός ανθρωπιστής, ο Φραντσέσκο Φίλελφο, τον χαρακτηρίζει ως άνθρωπο «με ευσεβές και ανώτερο πνεύμα». Πολλοί ερευνητές υποστηρίζουν ότι ο βυζαντινός Αυτοκράτορας κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια σε αυτόν τον άνισο αγώνα, μετέφερε στην πόλη όλες τις ποσότητες σιτηρών που ήταν δυνατόν να συγκεντρωθούν και επισκεύασε τα τείχη της πόλης. Η είσοδος του Κεράτιου κόλπου κλείσθηκε με βαριά αλυσίδα, όπως συνέβαινε κάθε φορά σε επικείμενες καταστάσεις πολιορκίας για να αποτραπεί η διείσδυση του εχθρικού στόλου. Η φρουρά της πόλης όμως μόλις έφθανε τις λίγες χιλιάδες.


Ο Αυτοκράτορας στράφηκε για βοήθεια και προς τα κράτη της Δύσης. Τελικά σοβαρές στρατιωτικές ενισχύσεις δεν κατέφθασαν ποτέ στην πόλη. Αντί για στρατιωτική βοήθεια στην Κωνσταντινούπολη έφθασε ένας καρδινάλιος, ελληνικής καταγωγής, ο Ισίδωρος, που είχε λάβει παλαιότερα μέρος στην Σύνοδο της Φλωρεντίας. Ο Ισίδωρος τέλεσε και μια λειτουργία στην Αγία Σοφία, το γεγονός αυτό όμως προκάλεσε μεγάλη αναταραχή μεταξύ του πληθυσμού της πόλης. Ένας από τους πιο σημαντικούς βυζαντινούς στρατηγούς του Αυτοκράτορα, ο Λουκάς Νοταράς, είπε:

Κρειττότερον εστίν ειδέναι εν τη μέση τη πόλει φακίολον βασιλεύον Τούρκων ή καλύπτραν Λατινικήν.
Ίσως να θεωρείται βέβαιο από τις πηγές ότι ο στρατός του Μωάμεθ Β' ήταν τουλάχιστον 150.000 στρατιώτες. Φαίνονταν όμως πολύ μεγαλύτερος γιατί τον ακολουθούσε μεγάλος αριθμός από επικουρικό προσωπικό. Επί πλέον είχαν συγκεντρωθεί ατελείωτα πλήθη Τούρκων ατάκτων, που τους προσέλκυσε η προοπτική της λεηλασίας. Ο στρατός ήταν άριστα εκπαιδευμένος και οργανωμένος και επικρατούσε μεγάλος ενθουσιασμός. Επίσης πολυάριθμοι φανατικοί μουσουλμάνοι μοναχοί (δερβίσηδες) και ιερωμένοι κυκλοφορούσαν ανάμεσα στους στρατιώτες και με κηρύγματα τόνωναν την πολεμική ορμή τους. Ο Μωάμεθ Β' υπήρξε ο πρώτος στρατιωτικός ηγέτης που είχε στην διάθεσή του πραγματικά οργανωμένο πυροβολικό. Τα γιγάντια ορειχάλκινα κανόνια των Τούρκων είχαν την δυνατότητα να εκτοξεύσουν σε μεγάλη απόσταση τεράστια πέτρινα βλήματα, στων οποίων τα χτυπήματα δεν ήταν δυνατόν να αντισταθούν τα παλαιά τείχη της πόλης. Ο ιστορικός Κριτόβουλος χαρακτηριστικά αναφέρει ότι οι υπόνομοι και οι υπόγειοι διάδρομοι που άνοιγαν οι Τούρκοι κάτω από τα τείχη αποδείχθηκαν εντελώς περιττοί καθώς τα κανόνια έδωσαν την λύση στο θέμα. Ακόμη και μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα ήταν ορατά σε πολλά σημεία της πόλης τα τεράστια βλήματα που βρίσκονταν στην ίδια θέση που είχαν πέσει το 1453.

Σχετικά με το στρατό των αμυνόμενων, εγκυρότερη θεωρείται η αναφορά του Γεώργιου Φραντζή, ο οποίος ανέλαβε την καταμέτρηση των δυνάμεων κατ’ εντολή του αυτοκράτορα. Ο Φραντζής αναφέρει 4.773 Ρωμαίους και περίπου 200 ξένους, κυρίως Γενουάτες και Βενετούς. Σε αυτούς θα πρέπει να προστεθούν τα οργανωμένα ιταλικά στρατιωτικά σώματα, τα οποία μάλλον υπερέβαιναν τα 1.000 άτομα. Σε κάθε περίπτωση ο συνολικός αριθμός δεν πρέπει να υπερέβαινε τις 8.000. Στις 26 Ιανουαρίου 1453, δύο γενουατικά πλοία που μετέφεραν 700 πολεμιστές έφθασαν στην βυζαντινή πρωτεύουσα. Ο Κωνσταντίνος ΙΑ' Παλαιολόγος απένειμε στον αρχηγό τους στρατηγό Ιωάννη Ιουστινιάνη, έμπειρο πολεμιστή, τον τίτλο του πρωτοστάτορος και του ανέθεσε την άμυνα της πόλης. Παρά τη σημαντική αριθμητική διαφορά, η Πόλη προστατευόταν από περίφημα τείχη που είχαν μήκος πέραν των 22 χιλιομέτρων.

Η πολιορκία

Η Κωνσταντινούπολη και τα τείχη του ΘεοδόσιουΣτις 7 Απριλίου κηρύχθηκε επίσημα η πολιορκία από τον Μωάμεθ Β' και στις 12 κατέφθασε ο τουρκικός στόλος από την Καλλίπολη. Ήταν ο πρώτος πραγματικά αξιόμαχος στόλος που είχαν αποκτήσει οι Οθωμανοί. Κατά την έναρξη της πολιορκίας ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας πήρε θέση κοντά στην πύλη του Αγίου Ρωμανού, απέναντι από τον σουλτάνο. Στο πλευρό του είχε τον Ιουστινιάνη. Το μεγάλο τουρκικό κανόνι είχε τοποθετηθεί ακριβώς μπροστά και για τον λόγο αυτό οι Βυζαντινοί τοποθέτησαν μεγάλο μέρος του στρατού σε αυτό το μέρος των τειχών.


Στις 12 Απριλίου ξεκίνησε ο βομβαρδισμός με τα κανόνια, που συνεχίστηκε σχεδόν αδιάκοπα σε όλο το διάστημα της πολιορκίας. Οι Βυζαντινοί δεν μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τα δικά τους κανόνια, που άλλωστε ήταν πολύ κατώτερα από τα τουρκικά, τα οποία είχαν τοποθετήσει πάνω στα τείχη για να βάλλουν εναντίον των πολιορκητών, αλλά γρήγορα διαπίστωσαν ότι κάθε βολή τους προκαλούσε ρωγμές στα ίδια τα τείχη. Ωστόσο η άμυνα τις πρώτες βδομάδες διεξάγονταν με επιτυχία. Στις 18 Απριλίου αποκρούστηκε με επιτυχία η πρώτη συντονισμένη τουρκική έφοδος και το ηθικό των Βυζαντινών αναπτερώθηκε.

Στις 20 Απριλίου σημειώθηκε ένα αναπάντεχα ευχάριστο γεγονός για τους πολιορκημένους: τρία γενουατικά πλοία και ένα βυζαντινό, μετά από νικηφόρα σύγκρουση με αριθμητικά υπέρτερο τουρκικό στόλο, ήλθαν να ενισχύσουν τους Βυζαντινούς. Ο σουλτάνος είχε τόσο αναστατωθεί από την ναυμαχία αυτή που προχώρησε έφιππος στην θάλασσα. Το γεγονός αυτό ήταν ιδιαίτερα ενθαρρυντικό για την ψυχολογία των πολιορκημένων, οι οποίοι πίστευαν ότι η ευνοϊκή έκβαση της πολιορκίας ήταν πλέον ορατή[5].


Τμήμα των Θεοδοσιανών τειχών, με διπλή στοίχιση και πυργίσκους, όπως διασώζονται σήμερα.Στις 22 Απριλίου, ο στόλος των Τούρκων ύστερα από επιχείρηση της προηγούμενης νύχτας, κατάφερε να διεισδύσει εντός του Κεράτιου κόλπου. Για τον σκοπό είχε κατασκευαστεί στην κοιλάδα μεταξύ των λόγγων, ένα είδος ξύλινης εξέδρας, επάνω από την οποία σύρθηκαν- με τη βοήθεια πλήθους ανθρώπων που ήταν στη διάθεση του Μωάμεθ Β΄- τα οθωμανικά πλοία, που είχαν τοποθετηθεί πάνω σε τροχούς. Για να μη γίνει αντιληπτό το εγχείρημα, τα κανόνια βομβάρδιζαν ακατάπαυστα το χερσαίο τείχος. Ο στόλος των Βυζαντινών και των Ιταλών συμμάχων τους, που στάθμευε εντός του Κεράτιου κόλπου, βρέθηκε ανάμεσα σε δύο πυρά και η κατάσταση της πόλης έγινε κρίσιμη. Τότε οργανώθηκε σχέδιο για να πυρποληθεί ο τουρκικός στόλος με υγρό πυρ την επόμενη νύχτα, όμως το σχέδιο προδόθηκε και έτσι δεν πραγματοποιήθηκε. Επιπλέον, η άμυνα της πόλης εξασθενούσε, καθώς έπρεπε να τοποθετηθούν δυνάμεις στο τείχος του Κερατίου που ως τότε δεν είχε ανάγκη από ιδιαίτερη περιφρούρηση.

Στο μεταξύ στη βυζαντινή πρωτεύουσα είχε γίνει ιδιαίτερα αισθητή η έλλειψη τροφίμων. Οι πολεμιστές είχαν αρχίζει να κουράζονται με τις αλλεπάλληλες εχθρικές επιθέσεις. Επίσης Βενετοί και Γενουάτες διαπληκτίζονταν κατηγορώντας οι πρώτοι τους δεύτερους για συνεργασία με τον εχθρό. Υπήρχαν φήμες ότι οι Γενουάτες του Γαλατά, ο οποίος έμεινε ανέγγιχτος από τους Τούρκους σε όλο το διάστημα της πολιορκίας, βοηθούσαν τον σουλτάνο. Επίσης πολλοί Βυζαντινοί αλλά και ξένοι συμβούλευαν τον Αυτοκράτορα να διαφύγει, όμως ο Κωνσταντίνος με θάρρος και αξιοπρέπεια απέρριπτε την ταπεινωτική αυτή λύση.

Ο συνεχής βομβαρδισμός της πόλης, που δεν διακόπηκε για αρκετές βδομάδες καθόλου, εξάντλησε εντελώς τον πληθυσμό, άντρες, γυναίκες παιδιά, ιερείς, μοναχοί προσπαθούσαν να αποκαταστήσουν τις πολυάριθμες ρωγμές του τείχους. Η πολιορκία είχε ήδη διαρκέσει πενήντα μέρες. Ταυτόχρονα στο οθωμανικό στρατόπεδο επικρατούσαν φήμες, πιθανόν ψεύτικες, για την πιθανή άφιξη πολυάριθμου χριστιανικού στόλου από τη Δύση, κάτι που ανάγκασε τον Μωάμεθ να εντείνει την προσπάθεια για κατάληψη της πόλης.

Στις 21 Μαΐου, ο σουλτάνος έστειλε πρέσβη στην Κωνσταντινούπολη. Ζητούσε την παράδοση της πόλης με την υπόσχεση να επιτρέψει στον Αυτοκράτορα και σε όσους το επιθυμούσαν να φύγουν με τα υπάρχοντά τους. Επίσης, θα αναγνώριζε τον Κωνσταντίνο ως ηγεμόνα της Πελοποννήσου. Τέλος, εγγυόταν για την ασφάλεια του πληθυσμού που θα παρέμενε στην πόλη. Οι αντιπροτάσεις του Κωνσταντίνου διαπνέονταν από πνεύμα αξιοπρέπειας και αποφασιστικότητας. Δέχονταν να πληρώσει υψηλότερους φόρους υποτέλειας και να παραμείνουν στα χέρια των Τούρκων όλα τα κάστρα και τα εδάφη που είχαν στο μεταξύ κατακτήσει. Για την Κωνσταντινούπολη όμως δήλωσε:

Το δε την πόλιν σοι δούναι, ουτ' εμόν εστιν ουτ' άλλου των κατοικούντων εν ταύτη
κοινή γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ου φεισόμεθα ζωής ημών.

[Επεξεργασία] Η τελική επίθεση
Ύστερα από την αποτυχημένη προσέγγιση, ο Μωάμεθ Β' κάλεσε πολεμικό συμβούλιο και κατόπιν έβγαλε λόγο προς τους στρατιώτες του, ζητώντας του θάρρος και σταθερότητα. Τόνισε ότι υπάρχουν τρεις προϋποθέσεις για έναν επιτυχή πόλεμο: η επιθυμία (για τη νίκη), η ντροπή (για την ήττα) και η υπακοή στους ηγέτες. Επίσης δήλωσε με όρκο πως ο ίδιος ήθελε μόνο τα τείχη και τα οικοδομήματα της πόλης και πως αφήνει στο στρατό του όλα τα άλλα. Υπογράμμισε πως υπάρχουν θησαυροί μέσα στα κτήρια και κυρίως στις εκκλησίες και πως θα επωφεληθούν από τον εξανδραποδισμό των κατοίκων, ανάμεσά τους υπήρχαν πολλές νέες γυναίκες. Τέλος διέταξε νηστεία και προσευχή. Η επίθεση ορίστηκε για την νύχτα της 29ης Μαΐου[6].

Στις 28 Μαΐου συντελέστηκε μεγάλη ακολουθία στην Αγία Σοφία, η τελευταία χριστιανική ακολουθία που πραγματοποιήθηκε στην περίφημη εκκλησία της πόλης, την οποία παρακολούθησε πλήθος αξιωματούχων και πιστών. Ο Κωνσταντίνος ΙΑ' σε λόγο προς τον λαό του, όπως τον διασώζει ο Γ. Φραντζής, τον προέτρεψε να αντισταθεί γενναία, λέγοντας ότι οι Τούρκοι «υποστηρίζονται από όπλα, ιππικό, πυροβολικό και την αριθμητική τους υπεροχή, εμείς όμως στηριζόμεθα πρώτα στον Θεό και Σωτήρα μας και κατόπιν στα χέρια μας και στην δύναμή μας που μας έχει χαρίσει ο ίδιος ο Θεός». Ο Κωνσταντίνος ολοκλήρωσε την ομιλία του ως εξής:

...Γνωρίσατε λοιπόν τούτο: Εάν ειλικρινά υπακούσετε ό,τι σας διέταξα, ελπίζω ότι, με τη βοήθεια του Θεού, θα αποφύγουμε τη δίκαιη τιμωρία Του, που κρέμεται επάνω μας.[7]

.

Την Τρίτη το βράδυ, 29 Μαΐου, μεταξύ 01.00 και 02.00, εκδηλώθηκε γενική τουρκική επίθεση. Μόλις δόθηκε το σύνθημα η πόλη υπέστη συνδυασμένη επίθεση από τρεις πλευρές συγχρόνως. Οι Βυζαντινοί κατάφεραν να αποκόψουν τις υπόγειες σήραγγες απ' όπου οι Τούρκοι προσπάθησαν να περάσουν κάτω από τα τείχη. Παρόλο που στις επιθέσεις ήταν περισσότεροι αριθμητικά, οι Βυζαντινοί τους απώθησαν αρκετές φορές προκαλώντας τους τρομερές απώλειες. Οι δύο πρώτες επιθέσεις αποκρούστηκαν. Όμως ο Μωάμεθ Β' οργάνωσε πολύ προσεκτικά την τρίτη και τελευταία επίθεση. Με ιδιαίτερη επιμονή οι Τούρκοι επιτέθηκαν κατά του μέρους των τειχών το οποίο ήταν κοντά στην πύλη του Αγίου Ρωμανού (Πέμπτον), όπου πολεμούσε και ο ίδιος ο Αυτοκράτορας. Ένας από τους κύριους υπερασπιστές της πόλης, ο Γενουάτης Ιουστινιάνι, τραυματίστηκε σοβαρά και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τον αγώνα. Αυτή η απώλεια υπήρξε ανεπανόρθωτη για τους Βυζαντινούς. Στα τείχη δημιουργούνταν συνεχώς ρήγματα και ο Αυτοκράτορας, πολεμώντας ως απλός στρατιώτης, έπεσε στην μάχη. Δεν υπάρχουν ακριβείς πληροφορίες για τον θάνατο του και για τον λόγο αυτό ο θάνατός του έγινε γρήγορα θέμα ενός θρύλου που έχει συσκοτίσει την ιστορική πραγματικότητα. Σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, οι Τούρκοι δεν κατάφεραν να σπάσουν τη γραμμή άμυνας των τειχών, παρά μόνο όταν από εσωτερική προδοσία μπήκαν από την Κερκόπορτα και περικύκλωσαν τους αμυνόμενους.

[Επεξεργασία] Λεηλασίες
Η πολιορκία κράτησε περίπου 3 μήνες και, τελικά, ο σημαντικά ισχυρότερος Μωάμεθ κατέλαβε την Κωνσταντινούπολη την Τρίτη 29 Μαΐου 1453 (αποφράς ημέρα). Μετά τον θάνατο του Κωνσταντίνου οι Τούρκοι όρμησαν μέσα στην πόλη, αρχίζοντας μαζικές λεηλασίες. Ένα μεγάλο πλήθος πολιτών κατέφυγε στην Αγία Σοφία, ελπίζοντας να βρει εκεί ασφάλεια. Αλλά οι Τούρκοι διέρρηξαν την κεντρική πύλη και όρμησαν μέσα στην εκκλησία όπου έσφαξαν το πλήθος. Την ημέρα της πτώσης της Κωνσταντινούπολης, ή πιθανόν την επόμενη, ο Σουλτάνος εισήλθε επίσημα στην πόλη και πήγε στην Αγία Σοφία, όπου και προσευχήθηκε. Κατόπιν ο Πορθητής εγκαταστάθηκε στα αυτοκρατορικά ανάκτορα των Βλαχερνών.

Όπως παραδίδει ο Γεώργιος Φραντζής, δόθηκε διαταγή για τριήμερη λεηλασία της πόλης. Άλλες πηγές αναφέρουν πως ουσιαστικά η λεηλασία έπαυσε μετά την πρώτη ημέρα[8][9]. O ιστορικός Μιχαήλ Δούκας αναφέρει πως ο σουλτάνος επιφύλαξε για τον εαυτό του τα οικοδομήματα και τα τείχη της πόλης, αφήνοντας τα υπόλοιπα αγαθά, τους αιχμαλώτους και τα λάφυρα στη διάθεση των στρατευμάτων[10]. Ο άμαχος πληθυσμός της Κωνσταντινούπολης θανατωνόταν χωρίς διάκριση.[11] Οι εκκλησίες με επικεφαλής την Αγία Σοφία, καθώς και τα μοναστήρια με όλο τους τον πλούτο λεηλατήθηκαν και βεβηλώθηκαν, ενώ οι ιδιωτικές περιουσίες έγιναν αντικείμενο αρπαγής και λαφυραγωγίας. Κατά τη διάρκεια αυτών των ημερών χάθηκαν αναρίθμητοι πολιτιστικοί θησαυροί. Πολύτιμα βιβλία κάηκαν, κομματιάστηκαν ή πουλήθηκαν σε εξευτελιστικές τιμές[12]. Ο ιστορικός Κριτόβουλος, που ανήκε στο οθωμανικό στρατόπεδο, αναφέρει ότι δεν υπήρξε στοιχειώδης οίκτος κατά τις λεηλασίες και η πόλη ερημώθηκε ολοσχερώς.[13]

[Επεξεργασία] Επακόλουθα της Άλωσης
Η Ορθόδοξη Βυζαντινή Αυτοκρατορία έπαψε πια να υφίσταται και στη θέση της ιδρύθηκε και αναπτύχθηκε η Μωαμεθανική Οθωμανική Αυτοκρατορία, της οποίας η πρωτεύουσα μεταφέρθηκε από την Αδριανούπολη στην Κωνσταντινούπολη που ονομάστηκε από τους Τούρκους Ισταμπούλ[14] (από τη φράση εις την πόλιν) και παρέμεινε έδρα του κράτους ως την οριστική κατάλυσή του το 1922.

Το 1456 ο Μωάμεθ Β' απέσπασε από τους Φράγκους την Αθήνα και λίγο αργότερα υπέταξε όλες τις ελληνικές περιοχές, όπως και την Πελοπόννησο. Ο Παρθενώνας, που τότε ήταν εκκλησία της Θεοτόκου, μετατράπηκε με διαταγή του ίδιου σε τζαμί. Το 1461, η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας περιήλθε στην εξουσία των Οθωμανών. Την ίδια χρονιά καταλήφθηκαν και τα τελευταία υπολείμματα του Δεσποτάτου της Ηπείρου.


Η Πύλη του Χαρίσιου από την οποία μπήκε στην Κωνσταντινούπολη ο Μωάμεθ Β΄ ο Πορθητής όπως είναι σήμερα. Υπάρχει στα δεξιά μαρμάρινη επιγραφή που υπενθυμίζει το γεγονός.Η πτώση της Κωνσταντινούπολης σηματοδότησε την έναρξη της Τουρκοκρατίας στην Ελλάδα.

[Επεξεργασία] Θρύλοι και παραδόσεις
Ο τρόπος που θυσιάστηκε ο τελευταίος Αυτοκράτορας, καθώς και ότι δεν διασώθηκαν πληροφορίες για τις τελευταίες στιγμές του στο πεδίο της μάχης, αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης για ποικίλους θρύλους με κυριότερο αυτόν του «μαρμαρωμένου βασιλιά»[15] που περιμένει την στιγμή να ανακτήσει την Πόλη και την Αυτοκρατορία του.

Μια λαϊκή χριστιανική παράδοση, αναφέρει ότι τη στιγμή που διέρρηξαν οι Τούρκοι την πύλη της Αγίας Σοφίας τελούνταν θεία λειτουργία και ο ιερέας τη στιγμή που είδε τους μουσουλμάνους να ορμούν στο πλήθος των πιστών, εισήλθε και εξαφανίσθηκε μέσα στον τοίχο, πίσω από το Άγιο Βήμα, που άνοιξε μπροστά του κατά τρόπο μαγικό. Λέγονταν ότι όταν η Κωνσταντινούπολη θα επανέλθει στα χέρια των Χριστιανών, ο ιερέας θα βγει από τον τοίχο για να συνεχίσει την λειτουργία.

Κατά τα τέλη του 19ου αιώνα, ο Αμερικάνος ιστορικός Ε. Α. Γκρόσβενορ αναφέρει ότι στην συνοικία Αμπού Βέφα στην Κωνσταντινούπολη, υπήρχε ένας χαμηλός ανώνυμος τάφος τον οποίο οι Έλληνες της πόλης τιμούσαν ως τάφο του Κωνσταντίνου και τον χρησιμοποιούσαν κρυφά ως τόπο προσευχής. Όμως η Οθωμανική Κυβέρνηση επενέβη εκείνη την εποχή επιβάλλοντας ποινές και ερημώνοντας το μέρος[16].

19.5.10

Αγία Τριάδα

Image and video hosting by TinyPic




Image and video hosting by TinyPicΑγία Τριάδα ονομάζεται το χριστιανικό δόγμα που περιγράφει την πίστη σε έναν Θεό με τρία πρόσωπα. Τα τρία πρόσωπα ή υποστάσεις είναι ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα, τα οποία είναι αδιαίρετα και ομοούσια κατά τη θεότητα, έχουν την ίδια δύναμη και κοινή Θεία ουσία. Αποτελεί ένα από τα κυριότερα δόγματα που αποδέχεται η πλειοψηφία των εκκλησιών του χριστιανικού κόσμου, το οποίο είναι γνωστό και ως Τριαδικό Δόγμα.


Με την αιτιολογία ότι η Παλαιά Διαθήκη παραδέχεται αυστηρό μονοθεϊσμό[1], ο Ιουδαϊσμός[2], το Ισλάμ[3] αλλά και χριστιανικές ομολογίες, όπως οι Ουνιταριανοί[4], οι Χριστάδελφοι, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά[5] και ορισμένες Ευαγγελιστικές[6] και Πεντηκοστιανικές εκκλησίες[7], δεν αποδέχονται το μυστηριακό δόγμα της Αγίας Τριάδας.
Ο Θεός ως Αγάπη
Η Αγία Τριάδα αποτελεί για τον Χριστιανισμό την αρχετυπική κοινότητα μεταξύ προσώπων, στην οποία η αγάπη είναι όχι απλά στοιχείο, αλλά το ίδιο το αίτιο της ύπαρξής της (πλην του Πατέρα, ο οποίος δεν έχει αρχή και αιτία). Αναγνωρίζοντας ο Χριστιανός τον Θεό ως "Αγάπη" κατά την ρήση της Αγίας Γραφής (Α΄ Ιωάννου 4/δ: 8), αντιμετωπίζει το εξής πρόβλημα: "Πώς ο Θεός είναι αγάπη;" Γιατί το χωρίο δεν λέει "έχει" αγάπη, αλλά "είναι" αγάπη. Αυτό προφανώς ταυτίζει την αγάπη με την ουσία του Θεού, και όχι με κάποιο συναίσθημα, καθώς ο Θεός δεν είναι κτίσμα, ώστε να έχει συναισθήματα. Πώς λοιπόν η ουσία του Θεού είναι αγάπη;

Το Τριαδικό δόγμα, δίνει μια σαφέστατη και συνεπή απάντηση στο ερώτημα αυτό, το οποίο δεν είναι δυνατόν να απαντηθεί χωρίς την αντίληψη για έναν Τριαδικό Θεό. Γιατί εφ' όσον η ουσία του Θεού ονομάζεται "αγάπη", πώς είναι δυνατόν να εξαρτάται η ουσία του Θεού από την αγάπη Του προς τα κτίσματα, που έχουν αρχή, ενώ η ουσία του Θεού είναι άναρχη;

Η απάντηση περί "αγάπης προς τον εαυτό Του", δεν είναι ικανοποιητική, δεδομένου ότι δεν λέγεται "αγάπη" κάτι τέτοιο, αλλά "φιλαυτία" και "ναρκισισμός". Η αγάπη είναι κάτι που εκδηλώνεται έξω από τον εαυτό κάποιου, προς ένα άλλο πρόσωπο.

Από τη στιγμή λοιπόν που η Αγία Τριάδα, είναι κοινωνία ομοούσιων προσώπων, και όχι μονάδα, γίνεται φανερή για τον πιστό του Τριαδικού Θεού, και η απάντηση στη λύση του ζητήματος, για το πώς ο Θεός είναι αγάπη: Είναι αγάπη, επειδή κάθε πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, αγαπά προαιωνίως και ανάρχως τα άλλα δύο πρόσωπα, ενώ αγαπάται προαιωνίως από αυτά. Η δε αγάπη του Θεού προς την κτίση, είναι απόρροια αυτής της ιδιότητάς του, και όχι κατ' ουσίαν αγάπη, η οποία είναι ενδοτριαδική. Με άλλα λόγια, η αγάπη προς τα κτίσματα, και η συναισθηματική αγάπη μεταξύ των κτισμάτων, είναι εικόνα εκείνης της αγάπης, με την οποία αγαπώνται προαιωνίως τα πρόσωπα της Θεότητας.

Το Χριστιανικό δόγμα, ότι ο Θεός είναι αγάπη, δίνει επίσης τη λύση στο γιατί ο Θεός είναι Τριαδικός, και όχι μονάδα: Επειδή εξ αγάπης βούλεται να υπάρχει ως Τριαδική αγαπητική κοινωνία ομοουσίων προσώπων, στην ομοίωση της οποίας καλούνται να ζήσουν και τα κτίσματα, ως κοινωνία αγάπης.
Η Αγία Τριάδα στην Αγία Γραφή

Στην ασπίδα της οροφής του προστώου της εισόδου της Μονής Βατοπεδίου του Αγίου Όρους εμφανίζεται η παράσταση της Αγίας Τριάδος περιστοιχισμένη από πλήθος αγγέλων.Αν και οι λέξεις "Αγία Τριάδα" δεν υπάρχουν στην Αγία Γραφή, υπάρχουν πολλοί στίχοι μέσα στην Αγία Γραφή που επιβεβαιώνουν την τρισυπόστατη φύση του Θεού:

Δευτερονόμιον 6:4 "...άκουε Iσραηλ κύριος ο Θεός ημών Κυριος εις εστιν"
Εδώ βλέπουμε ότι ο Θεός είναι ένας κάτι που ακόμα και ο Κύριος Ιησούς επιβεβαίωσε:

Κατά Μάρκον 12:29 "ο δε Ιησους απεκρίθη αυτω οτι πρωτη πασών των εντολών άκουε Ισραηλ κύριος ο Θεός ημών Κυριος εις εστίν"
Αλλά η Αγία Γραφή επίσης επιβεβαιώνει ότι:

O Πατέρας είναι Θεός[8]:

Προς Κορινθίους Α 8:6 "αλλ ημίν εις Θεός ο πατήρ εξ ου τα παντα και ημεις εις αυτον και εις Κύριος Ιησούς Χριστος δι ου τα πάντα και ημείς δι αυτού"
O Υιός του Ιησούς είναι Θεός[9]:

Κατά Ιωάννην 1:1 "Εν αρχή ήν ο λόγος και ο λόγος ην προς τον Θεόν και Θεός ην ο λόγος"
Κατά Ιωάννην 5:18 "δια τούτο ουν μάλλον εζήτουν αυτόν οι Ιουδαιοι αποκτείναι οτι ου μόνον έλυεν το Σάββατον αλλα και πατέρα ίδιον ελεγεν τον Θεον ισον εαυτον ποιων τω θεώ"
Tο Άγιο Πνεύμα είναι Θεός[10]:

Πράξεις 5:3 «Είπεν δε Πέτρος, Ανανία διατί επλήρωσεν ο σατανάς την καρδίαν σου ψεύσασθαι σε το πνευμα το Άγιον και νοσφισάσθαι απο της τιμής του χωρίου»
Πράξεις 5:4 «ουχι μένον σοι έμενεν και πράθεν εν τη ση εξουσία υπήρχεν τι οτι έθου εν τη καρδία σου το πράγμα τούτο ουκ εψεύσω ανθρώποις αλλά τω θεώ»

Όμως οι ανωτέρω στίχοι αναφέρουν ότι υπάρχει μόνο ένας Θεός, άρα κατά τα δόγματα που πιστεύουν στην τρισυπόστατη μορφή του Θεού, ο Θεός είναι ένας σε 3 θεϊκές υποστάσεις:

Κατά Ματθαίον 3:16 "και βαπτισθεις ο ιησους ανεβη ευθυς απο του υδατος και ιδου ανεωχθησαν αυτω οι ουρανοι και ειδεν το πνευμα του θεου καταβαινον ωσει περιστεραν και ερχομενον επ αυτον
Κατά Ματθαίον 3:17 και ιδου φωνη εκ των ουρανων λεγουσα ουτος εστιν ο υιος μου ο αγαπητος εν ω ευδοκησα"
Προς Κορινθίους Β 13:14 "η χαρις του κυριου ιησου χριστου και η αγαπη του θεου και η κοινωνια του αγιου πνευματος μετα παντων υμων αμην"
Πέτρου Α 1:2 "κατα προγνωσιν θεου πατρος εν αγιασμω πνευματος εις υπακοην και ραντισμον αιματος ιησου χριστου χαρις υμιν και ειρηνη πληθυνθειη"
Κατά Ματθαίον 28:19 "πορευθεντες ουν μαθητευσατε παντα τα εθνη βαπτιζοντες αυτους εις το ονομα (ενικός αριθμός, ενα ονομα) του πατρος και του υιου και του αγιου πνευματος"
Ιωάννου Α 5:7 "οτι τρεις εισιν οι μαρτυρουντες εν τω ουρανω ο πατηρ ο λογος και το αγιον πνευμα και ουτοι οι τρεις εν εισιν"


Η Ορθόδοξη αναπαράσταση της Αγίας Τριάδος είναι η Φιλοξενία του Αβραάμ. Βαθειά συμβολική. Ο Αβραάμ και η Σάρα διακονούν τους τρεις ξένους, που δεν είναι άλλοι από τα τρία πρόσωπα της μιας θεότητος και παριστάνονται ως άγγελοι. Η απεικόνιση περιλαμβάνει και πολλές άλλες εικονογραφικές λεπτομέρειες που έχουν σχέση με ένα τραπέζι.

18.5.10

Απολυτίκιον Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης

Άγιοι Κωνσταντίνος και Ελένη οι Ισαπόστολοι



Βιογραφία
Ως γενέτειρα πόλη του Μεγάλου Κωνσταντίνου αναφέρεται τόσο η Ταρσός της Κιλικίας όσο και το Δρέπανο της Βιθυνίας. Ωστόσο η άποψη που επικρατεί φέρει τον Μέγα Κωνσταντίνο να έχει γεννηθεί στη Ναϊσό της Άνω Μοισίας (σημερινή Νις της Σερβίας). Το ακριβές έτος της γεννήσεώς του δεν είναι γνωστό, θεωρείται όμως ότι γεννήθηκε μεταξύ των ετών 272-288 μ.Χ.

Πατέρας του ήταν ο Κωνστάντιος, που λόγω της χλωμότητος του προσώπου του ονομάσθηκε Χλωρός, και ήταν συγγενής του αυτοκράτορα Κλαυδίου. Μητέρα του ήταν η Αγία Ελένη, θυγατέρα ενός πανδοχέως από το Δρέπανο της Βιθυνίας.

Το 305 μ.Χ. ο Κωνσταντίνος ευρίσκεται στην αυλή του αυτοκράτορα Διοκλητιανού στη Νικομήδεια με το αξίωμα του χιλίαρχου. Το ίδιο έτος οι δύο Αύγουστοι, Διοκλητιανός και Μαξιμιανός, παραιτούνται από τα αξιώματά τους και αποσύρονται. στο ύπατο αξίωμα του Αυγούστου προάγονται ο Κωνστάντιος ο Χλωρός στη Δύση και ο Γαλέριος στην Ανατολή. Ο Κωνστάντιος ο Χλωρός πέθανε στις 25 Ιουλίου 306 μ.Χ. και ο στρατός ανακήρυξε Αύγουστο τον Μέγα Κωνσταντίνο, κάτι όμως που δεν αποδέχθηκε ο Γαλέριος. Μετά από μια σειρά διαφόρων ιστορικών γεγονότων ο Μέγας Κωνσταντίνος συγκρούεται με τον Μαξέντιο, υιό του Μαξιμιανού, ο οποίος πλεονεκτούσε στρατηγικά, επειδή διέθετε τετραπλάσιο στράτευμα και ο στρατός του Κωνσταντίνου ήταν ήδη καταπονημένος.

Από την πλευρά του ο Μέγας Κωνσταντίνος είχε κάθε λόγο να αισθάνεται συγκρατημένος. δεν είχε καμία άλλη επιλογή εκτός από την επίκληση της δυνάμεως του Θεού. Ήθελε να προσευχηθεί, να ζητήσει βοήθεια, αλλά καθώς διηγείται ο ιστορικός Ευσέβιος, δεν ήξερε σε ποιόν Θεό να απευθυνθεί. Τότε έφερε νοερά στη σκέψη του όλους αυτούς που μαζί τους συνδιοικούσε την αυτοκρατορία. Όλοι τους, εκτός από τον πατέρα του, πίστευαν σε πολλούς θεούς και όλοι τους είχαν τραγικό τέλος. Άρχισε, λοιπόν, να προσεύχεται στον Θεό, υψώνοντας το δεξί του χέρι και ικετεύοντάς Τον να του αποκαλυφθεί. Ενώ προσευχόταν, διαγράφεται στον ουρανό μία πρωτόγνωρη θεοσημία. Περί τις μεσημβρινές ώρες του ηλίου, κατά το δειλινό δηλαδή, είδε στον ουρανό το τρόπαιο του Σταυρού, που έγραφε «τούτῳ νίκα». Και ενώ προσπαθούσε να κατανοήσει τη σημασία αυτού του μυστηριακού θεάματος, τον κατέλαβε η νύχτα. Τότε εμφανίζεται ο Κύριος στον ύπνο του μαζί με το σύμβολο του Σταυρού και τον προέτρεψε να κατασκευάσει απομίμηση αυτού και να το χρησιμοποιεί ως φυλακτήριο πιο πολέμους.

Έχοντας ως σημαία του το Χριστιανικό λάβαρο, αρχίζει να προελαύνει προς την Ρώμη εκμηδενίζοντας κάθε αντίσταση.

Όταν φθάνει στη Ρώμη ενδιαφέρεται για τους Χριστιανούς της πόλεως. Όμως το ενδιαφέρον του δεν περιορίζεται μόνο σε αυτούς. Πολύ σύντομα πληροφορείται για την πενιχρή κατάσταση της Εκκλησίας της Αφρικής και ενισχύει από το δημόσιο ταμείο τα έργα διακονίας αυτής.

Το Φεβρουάριο του 313 μ.Χ., στα Μεδιόλανα, όπου γίνεται ο γάμος του Λικινίου με την Κωνσταντία, αδελφή του Μεγάλου Κωνσταντίνου, επέρχεται μια ιστορική συμφωνία μεταξύ των δύο ανδρών που καθιερώνει την αρχή της ανεξιθρησκείας.

Τα προβλήματα που είχε να αντιμετωπίσει ο Μέγας Κωνσταντίνος ήσαν πολλά. Η αιρετική διδασκαλία του Αρείου, πρεσβυτέρου της Αλεξανδρινής Εκκλησίας, ήλθε να ταράξει την ενότητα της Εκκλησίας. Η διδασκαλία αυτή, που ονομάσθηκε αρειανισμός, κατέλυε ουσιαστικά το δόγμα της Τριαδικότητας του Θεού.

Μόλις ο Μέγας Κωνσταντίνος πληροφορήθηκε τα όσα θλιβερά συνέβαιναν στην Αλεξάνδρεια, απέστειλε με τον πνευματικό του σύμβουλο Όσιο, Επίσκοπο Κορδούης της Ισπανίας, επιστολή στον Επίσκοπο Αλεξανδρείας Αλέξανδρο (313 - 328 μ.Χ.) και τον Άρειο. Η προσπάθεια επιλύσεως του θέματος δεν ευδοκίμησε. Έτσι αποφασίσθηκε η σύγκλιση της Α' Οικουμενικής Συνόδου στη Νίκαια της Βιθυνίας το 325 μ.Χ.

Η περιγραφή της εναρκτήριας τελετής από τον ιστορικό Ευσέβιο είναι ομολογουμένως ενδιαφέρουσα. στο μεσαίο οίκο των ανακτόρων είχαν προσέλθει όλοι οι σύνεδροι. Επικρατούσε απόλυτη σιγή και όλοι περίμεναν την είσοδο του αυτοκράτορα, τον οποίο οι περισσότεροι θα έβλεπαν για πρώτη φορά. Ο Κωνσταντίνος εισήλθε ταπεινά, με σεμνότητα και πραότητα. στην ομιλία του προς τη Σύνοδο χαρακτηρίζει τις ενδοεκκλησιαστικές συγκρούσεις ως το μεγαλύτερο δεινό και από τους πολέμους. Ο λόγος του υπήρξε ευθύς και σαφής. Δεν ήθελε να ασχοληθεί παρά μονάχα με θέματα που αφορούσαν στην ορθοτόμηση της πίστεως. Η κρίσιμη φράση του, «περὶ τῆς πίστεως σπουδάσωμεν», διασώζεται σχεδόν από όλους τους ιστορικούς συγγραφείς.

Μετά το πέρας των εργασιών της Συνόδου ο αυτοκράτορας ανέλαβε πρωτοβουλίες για την εδραίωση των αποφάσεών της. Απέστειλε εγκύκλιο επιστολή προς την Εκκλησία της Αιγύπτου, Λιβύης, Πενταπόλεως, Αλεξανδρείας, στην οποία γνωστοποιεί τις αποφάσεις της Συνόδου. Ο ίδιος γνωστοποιεί προς όλη την επικράτεια της αυτοκρατορίας την καταδίκη του Αρείου και απαγορεύει την απόκτηση και την απόκρυψη των συγγραμμάτων του. Η εντυπωσιακή του όμως ενέργεια είναι η επιστολή του προς τον Άρειο. Επιτιμά τον αιρεσιάρχη και τον καταδικάζει με αυστηρότητα για τις κακοδοξίες του.

Όμως περί τα τέλη του 327 μ.Χ. ο Μέγας Κωνσταντίνος καλεί τον Άρειο στα ανάκτορα. Ο αιρεσιάρχης φυσικά δεν χάνει την ευκαιρία και υποβάλλει μία ομολογία γεμάτη από έντεχνες θεολογικές ανακρίβειες, πείθοντας μάλιστα τον Μέγα Κωνσταντίνο ότι αυτή δεν διαφέρει ουσιαστικά από όσα είχε αποφασίσει η Α' Οικουμενική Σύνοδος. Τελικά ο αυτοκράτορας συγκαλεί νέα Σύνοδο, το Νοέμβριο του 327 μ.Χ., η οποία ανακαλεί τον Άρειο από την εξορία και αποκαθιστά τους εξόριστους Επισκόπους Νικομηδείας Ευσέβιο και Νικαίας Θεόγνιο. Η ανάκληση του Αρείου και η αποκατάσταση των περί αυτών πυροδότησε νέες έριδες πιο κόλπους της Εκκλησίας. Ο Επίσκοπος Αλεξανδρείας Αλέξανδρος και στην συνέχεια ο διάδοχός του Μέγας Αθανάσιος αρνούνται να δεχθούν τον Άρειο στην Αλεξάνδρεια. Ο Μέγας Κωνσταντίνος απειλεί με καθαίρεση τον Μέγα Αθανάσιο, ενώ σε Σύνοδο που συνήλθε στην Αντιόχεια το 330 μ.Χ. καθαιρείται και εξορίζεται από τους αιρετικούς ο Άγιος Ευστάθιος, Επίσκοπος Αντιοχείας (τιμάται 21 Φεβρουαρίου). Η Σύνοδος της Τύρου της Συρίας, που συνήλθε το 335 μ.Χ., καταδικάζει ερήμην με την ποινή της καθαιρέσεως τον Μέγα Αθανάσιο, ο οποίος φεύγει, για να συναντήσει τον Μέγα Κωνσταντίνο.

Είναι γεγονός πως ο Μέγας Κωνσταντίνος δεν έδειξε να αποδέχεται το αίτημα του Μεγάλου Αθανασίου για ακρόαση. Πείσθηκε όμως να τον ακούσει, όταν ο Μέγας Αθανάσιος του απηύθυνε την ρήση: «Δικάσει Κύριος ἀνὰ μέσον ἐμοῦ καὶ σοῦ». Ο Μέγας Κωνσταντίνος κατενόησε την κατάφωρη αδικία και τις άθλιες μεθοδεύσεις σε βάρος του Μεγάλου Αθανασίου και έκανε δεκτό το αίτημά του νά προσκληθούν όλοι οι συνοδικοί της Τύρου και η διαδικασία να λάβει χώρα ενώπιόν του.

Ο Ευσέβιος Νικομηδείας αγνόησε την αυτοκρατορική εντολή. Πήρε μόνο ελάχιστους από τους συνοδικούς και εμφανίσθηκε στον αυτοκράτορα. Ξέχασε όλες τις υπόλοιπες κατηγορίες και για πρώτη φορά έθεσε το θέμα της δήθεν παρακωλύσεως της αποστολής σιταριού προς την Βασιλεύουσα. Ο αυτοκράτορας εξοργίζεται και εξορίζει τον Μέγα Αθανάσιο στα Τρέβιρα της Γαλλίας. Παρά ταύτα δεν επικυρώνει την απόφαση της Συνόδου της Τύρου για καθαίρεση και ούτε διατάσσει την αναπλήρωση του επισκοπικού θρόνου της Αλεξάνδρειας.


Η τελευταία περίοδος της ζωής του Μεγάλου Κωνσταντίνου είναι αυτή που τον καταξιώνει στην εκκλησιαστική συνείδηση και τον οδηγεί στο απόγειο της πνευματικής του πορείας. Ο Άγιος, κατά τον Απρίλιο του 337 μ.Χ., αισθάνεται τα πρώτα σοβαρά συμπτώματα κάποιας ασθένειας. Οι πηγές μάς πληροφορούν πως ο Μέγας Κωνσταντίνος κατέφυγε σε ιαματικά λουτρά. Βλέποντας όμως την υγεία του να επιδεινώνεται θεώρησε σκόπιμο να μεταβεί στην πόλη Ελενόπολη της Βιθυνίας, που είχε ονομασθεί έτσι λόγω της Αγίας μητέρας του. Εκεί παρέμεινε στο ναό των Μαρτύρων, όπου ανέπεμπε ικετήριες ευχές και λιτανείες προς τον Θεό. Ο Μέγας Κωνσταντίνος αντιλαμβάνεται πως η επίγεια ζωή του πλησιάζει στο τέλος της. Η μνήμη του θανάτου καλλιεργείται στην καρδιά του και τον οδηγεί στο μυστήριο της μετάνοιας και του βαπτίσματος. Μετά από αυτά καταφεύγει σε κάποιο προάστιο της Νικομήδειας, συγκαλεί τους Επισκόπους και τους απευθύνει τον εξής λόγο: «Αυτός ήταν ο καιρός που προσδοκούσα από παλιά και διψούσα και ευχόμουν να καταξιωθώ της εν Θεώ σωτηρίας. Ήλθε η ώρα να απολαύσουμε και εμείς την αθανατοποιό σφραγίδα, ήλθε η ώρα να συμμετάσχουμε στο σωτήριο σφράγισμα, πράγμα που κάποτε επιθυμούσα να κάνω στα ρείθρα του Ιορδάνου, στα οποία, όπως παραδίδεται, ο Σωτήρας μας έλαβε το βάπτισμα εις ημέτερον τύπον. Ο Θεός όμως, που γνωρίζει το συμφέρον, μας αξιώνει να λάβουμε το βάπτισμα εδώ. Ας μην υπάρχει λοιπόν καμία αμφιβολία. Γιατί και εάν ακόμη είναι θέλημα του Κυρίου της ζωής και του θανάτου να συνεχισθεί η επίγεια ζωή μας και να συνυπάρχω με το λαό του Θεού, θα πλαισιώσω τη ζωή μου με όλους εκείνους τους κανόνες που αρμόζουν στον Θεό».

Μετά το βάπτισμα ο Άγιος Κωνσταντίνος δεν ξαναφόρεσε τον αυτοκρατορικό χιτώνα, αλλά παρέμεινε ενδεδυμένος με το λευκό ένδυμα του βαπτίσματος, μέχρι την ημέρα της κοιμήσεώς του το 337 μ.Χ. Ήταν η ημέρα εορτασμού της Πεντηκοστής, γράφει ο ιστορικός Ευσέβιος.

Είναι χαρακτηριστικός ο τρόπος με τον οποίο περιγράφει ο Ευσέβιος τα γεγονότα, τα οποία ακολούθησαν την κοίμηση του Αγίου. Όλοι οι σωματοφύλακες του αυτοκράτορα, αφού έσχισαν τα ρούχα τους και έπεσαν στο έδαφος, έκλαιγαν και φώναζαν δυνατά, σαν να μην έχαναν το βασιλέα τους, αλλά τον πατέρα τους. Οι ταξίαρχοι και οι λοχαγοί έκλαιγαν τον ευεργέτη τους. Οι δήμοι ήσαν λυπημένοι και κάθε κάτοικος της Κωνσταντινουπόλεως πενθούσε, σαν να έχανε το κοινό αγαθό.

Αφού οι στρατιωτικοί τοποθέτησαν το σκήνωμα του Αγίου σε χρυσή λάρνακα, το μετέφεραν στην Κωνσταντινούπολη και το εναπέθεσαν σε βάθρο στον βασιλικό οίκο. Το ιερό λείψανό του ενταφιάσθηκε στο ναό των Αγίων Αποστόλων.

Δίκαια η ιστορία τον ονόμασε Μέγα και η Εκκλησία Ισαπόστολο.

Η Αγία Ελένη γεννήθηκε στο Δρέπανο της Βιθυνίας της Μικράς Ασίας περί το 247 μ.Χ. Φαίνεται ότι ήταν ταπεινής καταγωγής. στην ιστοριογραφία υπάρχει σχετική διχογνωμία ως προς το αν η μητέρα του Αγίου Κωνσταντίνου υπήρξε σύζυγος ή νόμιμη παλλακίδα του Κωνσταντίου του Χλωρού.

Μεταξύ των ετών 272 - 288 μ.Χ. γέννησε στη Ναϊσό της Μοισίας τον Κωνσταντίνο. Όταν, πέντε έτη αργότερα, ο Κωνσταντίνος Χλωρός έγινε Καίσαρας από τον Διοκλητιανό, αναγκάσθηκε να την απομακρύνει, για να συζευχθεί τη Θεοδώρα, θετή κόρη του αυτοκράτορα Μαξιμιανού, και να έχει έτσι το συγγενικό εκείνο δεσμό, ο οποίος θα εξασφάλιζε τη στερεότητα του Διοκλητιανού τετραρχικού συστήματος. Παρά το γεγονός αυτό ο Μέγας Κωνσταντίνος τιμούσε ιδιαίτερα τη μητέρα του. Της απένειμε τον τίτλο της αυγούστης, έθεσε τη μορφή της επί νομισμάτων και έδωσε το όνομά της σε μία πόλη της Βιθυνίας.

Η Αγία έδειξε την ευσέβειά της με πολλές ευεργεσίες και την ανοικοδόμηση νέων Εκκλησιών στη Ρώμη (Τιμίου Σταυρού), στην Κωνσταντινούπολη (Αγίων Αποστόλων), στη Βηθλεέμ (βασιλική της Γεννήσεως) και επί του Όρους των Ελαιών (βασιλική της Γεθσημανή). Η Αγία Ελένη πήγε το 326 μ.Χ. στην Ιερουσαλήμ, όπου «μὲ μέγαν κόπον καὶ πολλὴν ἔξοδον καὶ φοβερίσματα ηὗρεν τὸν τίμιον σταυρὸν καὶ τοὺς ἄλλους δύο σταυροὺς τῶν ληστῶν», όπως γράφει ο Κύπριος Χρονογράφος Λεόντιος Μαχαιράς. Επιστρέφοντας στην Κωνσταντινούπολη, ένα χρόνο μετά την εύρεση του Τιμίου Σταυρού του Κυρίου, η Αγία Ελένη πέρασε και από την Κύπρο.

Η Αγία Ελένη κοιμήθηκε με ειρήνη μάλλον το 327 μ.Χ. σε ηλικία ογδόντα ετών. Ο ιστορικός Ευσέβιος γράφει ότι η Αγία προαισθάνθηκε το θάνατό της και με διαθήκη άφησε την περιουσία της στον υιό της και τους εγγονούς της.

Όπως ήταν φυσικό ο υιός της μετέφερε το τίμιο λείψανό της στην Κωνσταντινούπολη και την ενταφίασε στο ναό των Αγίων Αποστόλων.

Η Σύναξη αυτών ετελείτο στη Μεγάλη Εκκλησία, στο ναό των Αγίων Αποστόλων και στον ιερό ναό αυτών στην κινστέρνα του Βώνου.

Οι Βυζαντινοί τιμούσαν ιδιαίτερα τον Μέγα Κωνσταντίνο και την Αγία Ελένη. Απόδειξη τούτου αποτελεί το γεγονός ότι κατά το Μεσαίωνα ήταν πολύ δημοφιλής στους Βυζαντινούς η απεικόνιση του πρώτου Χριστιανού βασιλέως με τη μητέρα του, που κρατούσαν στο μέσον Σταυρό. Η παράδοση αυτή διατηρείται μέχρι και σήμερα με τα κωνσταντινάτα.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’.
Τοῦ Σταυροῦ σου τὸν τύπον ἐν οὐρανῷ θεασάμενος, καὶ ὡς ὁ Παῦλος τὴν κλῆσιν οὐκ ἐξ ἀνθρώπων δεξάμενος, ὁ ἐν βασιλεῦσιν, Ἀπόστολός σου Κύριε, Βασιλεύουσαν πόλιν τῇ χειρὶ σου παρέθετο· ἣν περίσωζε διὰ παντὸς ἐν εἰρήνη, πρεσβείαις τῆς Θεοτόκου, μόνε Φιλάνθρωπε.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Πρῶτος πέφηνας, ἐν Βασιλεῦσι, θεῖον ἕδρασμα, τῆς εὐσεβείας, ἀπ’ οὐρανοῦ δεδεγμένος τὸ χάρισμα· ὅθεν Χριστοῦ τὸν Σταυρὸν ἐφανέρωσας, καὶ τὴν Ὀρθόδοξον πίστιν ἐφήπλωσας. Κωνσταντῖνε Ἰσαπόστολε, σὺν Μητρὶ Ἑλένῃ τῇ θεόφρονι, πρεσβεύσατε ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Κωνσταντῖνος σήμερον, σὺν τῇ μητρὶ τῇ Ἑλένη, τὸν Σταυρὸν ἐμφαίνουσι, τὸ πανσεβάσμιον ξύλον, πάντων μὲν τῶν Ἰουδαίων αἰσχύνην ὄντα, ὅπλον δὲ πιστῶν, ἀνάκτων κατ᾽ ἐναντίων, δι᾽ ἡμᾶς γὰρ ἀνεδείχθη, σημεῖον μέγα, καὶ ἐν πολέμοις φρικτόν.

Μεγαλυνάριον
Τους της ευσέβειας θείους πυρσούς, και των Αποστόλων, θιασώτας και μιμητός, συν τω Κωνσταντίνω, Ελένην την Αγίαν, ως βασιλέων δόξαν, ανευφημήσωμεν.

Η αγία Ελένη


Γέννηση και καταγωγή
Η Ελένη γεννήθηκε το 248 ή το 249 μ.Χ. στο Δρέπανο (σημερινή Γιάλοβα) της Βιθυνίας. Αργότερα, ο Μέγας Κωνσταντίνος μετονόμασε το Δρέπανο σε Ελενόπολις, για να τιμήσει τη μητέρα του. Τη χρονολογία γέννησης την συμπεραίνουμε από την πληροφορία που μας δίνει ο Ευσέβιος (VC., 3.46) ότι η Ελένη πέθανε σε ηλικία 80 χρονών σε συνδυασμό με ιστορικά στοιχεία (βλ. Κεφάλαιο 7:«Αγία Ελένη#Ο θάνατός της») .

Ήταν οπωσδήποτε ταπεινής καταγωγής και ο πατέρας της ήταν ξενοδόχος. Ο Αμβρόσιος (De obit. Theod.,42) την αποκαλεί «stabularia», γυναίκα δηλαδή η οποία εργαζόταν σε πανδοχείο (χαρακτηρισμός μάλλον με αρνητική απόχρωση τη μακρινή εκείνη εποχή), ενώ ο Φιλοστόργιος στην Εκκλησιαστική του Ιστορία (Hist. Eccl., 2.16) την κατηγορεί ότι ήταν «κοινή γυναίκα», όχι πολύ διαφορετική από τις πόρνες. Ο Ευτρόπιος (Breviarium 10.2) αναφέρει ότι γεννήθηκε «ex obscuriore matrimonio», δηλαδή είναι εντελώς άγνωστες οι μητρικές της καταβολές. Οι πληροφορίες αυτές πρέπει να εξετάζονται με ιδιαίτερη προσοχή και σε συνάρτηση με τη στάση που κρατάει ο κάθε ιστορικός συγγραφέας έναντι του γιου της. Ίσως ο Ευσέβιος να υπερβάλει λίγο, όταν εξυμνεί την αρετή και την ευφυΐα της Ελένης, εντούτοις, η ενασχόλησή της με τη μελέτη του Ευαγγελίου και τα διδάγματα του Χριστιανισμού, από την παιδική ακόμη ηλικία, σκιαγραφούν μια νέα γυναίκα που διήγαγε κάποιον αξιοπρεπή βίο χωρίς να σκανδαλίζει την κοινωνία του καιρού της.

Η πληροφορία που δίνουν ορισμένοι Άγγλοι χρονογράφοι του Μεσαίωνα, ότι δηλαδή η Ελένη ήταν Βρετανίδα πριγκίπισσα, κόρη βασιλιά, είναι πέραν πάσης αμφιβολίας ιστορικά ανυπόστατη. Μάλλον οφείλεται σε λανθασμένη ερμηνεία κάποιας φράσης του Κωνσταντίνου: Στο τέταρτο κεφάλαιο του πανηγυρικού λόγου, που εκφώνησε ο Μέγας Κωνσταντίνος κατά τους γάμους του με τη Φαύστα, αναφέρει ότι ο ίδιος τιμούσε τη Βρετανία «oriendo», δηλαδή από την αρχή, από τα πρώτα του χρόνια. Πιθανόν, θεωρήθηκε ότι στο σημείο αυτό αναφερόταν στη γέννησή του, στην πραγματικότητα όμως ο Κωνσταντίνος αναφερόταν στις απαρχές της βασιλείας του, η οποία ξεκίνησε στη Βρετανία (στο Γιορκ ανακηρύχθηκε Καίσαρας).

[Επεξεργασία] Ο γάμος της και η γέννηση του Μεγάλου Κωνσταντίνου
Στο Δρέπανο πιθανότατα και στο πανδοχείο του πατέρα της, την γνώρισε ο νεαρός τότε Ιλλυριός αξιωματικός Κωνστάντιος Χλωρός και την ερωτεύτηκε (η Ελένη ήταν ονομαστή για την καλλονή της). Όμως και η Ελένη αγάπησε τον ευγενή στρατιωτικό και το 270 μ.Χ. παντρεύτηκαν.

Σε αυτά τα 23 χρόνια γάμου, η Ελένη ακολούθησε το σύζυγό της στη σκληρή στρατιωτική ζωή, σε εκστρατείες στη Γερμανία, τη Βρετανία κ.α. Περίπου το 274, στη Ναϊσσό της Μοισίας (σημερινή Νίσσα της Σερβίας), η Ελένη γέννησε το γιο τους, το Μέγα Κωνσταντίνο. Δεν είναι βέβαιο, αν το ζευγάρι απόκτησε κι άλλα παιδιά. Ορισμένες πηγές πάντως, αναφέρουν ότι η Κωνσταντία ήταν κόρη του Κωνστάντιου από την Ελένη κι όχι από τη Θεοδώρα.

Όταν έφτασε η στιγμή του διαζυγίου (κάτι ιδιαίτερα ατιμωτικό για τις γυναίκες εκείνων των χρόνων), η Ελένη απέδειξε την αγάπη της στο πρόσωπο του Κωνστάντιου, καθώς δεν τον ενόχλησε με ψεύτικα διλήμματα. Αποχώρησε ήσυχα από τη ζωή του, αφήνοντάς του ελεύθερο το δρόμο για τη λαμπρή πορεία που ανοιγόταν μπροστά του. Η ίδια μαζί με το γιο τους Κωνσταντίνο παρέμειναν όμηροι του Διοκλητιανού και αργότερα του Γαλέριου στη Νικομήδεια, για να εξασφαλιστεί η υπακοή του Κωνστάντιου.

[Επεξεργασία] Τα «σκοτεινά» χρόνια
Θα ήταν ενδιαφέρον να γνωρίζαμε πώς έζησε η χριστιανή Ελένη στην επικράτεια του διώκτη του Χριστιανισμού Διοκλητιανού και του διαδόχου του Γαλέριου. Όμως, για την περίοδο αυτή της ζωής της δεν έχουμε απολύτως καμία πληροφορία.

[Επεξεργασία] Η Ελένη στην αυλή του Μεγάλου Κωνσταντίνου
Αυτό το κενό στις πληροφορίες, που αφορούν τη ζωή της Ελένης, διακόπτεται το 306 μ.Χ. Τότε, ο Κωνσταντίνος μετά το θάνατο του πατέρα του ανακηρύσσεται από τους στρατιώτες στο Γιορκ της Μ. Βρετανίας Καίσαρας, οπότε και καλεί τη μητέρα του κοντά του. Έτσι, η Ελένη βρίσκεται στην αυλή του γιου της στους Τρεβήρους (σημερινή Trier της Γερμανίας) και στη Ρώμη. Σχετικές ενδείξεις για τη διαμονή της στη γερμανική επαρχία της αυτοκρατορίας αποτελούν τα ερείπια και οι τοιχογραφίες του ανακτόρου της Τρηρ. Στη Ρώμη μετέβη πιθανόν μετά τη νίκη του Μ. Κωνσταντίνου στη Μιλβία Γέφυρα, όπου ηττήθηκε ο Μαξέντιος.

Έζησε από κοντά όλη την εξελικτική πορεία του Κωνσταντίνου (Καίσαρας, Αύγουστος, Αυτοκράτορας) και κάτι ακόμη πιο σημαντικό, το περίφημο όραμα του μεγάλου Κωνσταντίνου το 322 μ.Χ., πριν τη μάχη της Μιλβίας Γέφυρας: το φωτεινό σταυρό με την επιγραφή «εν τούτω νίκα». Τότε, η Ελένη πρέπει να έλαβε το χριστιανικό βάπτισμα, σε ηλικία 60 περίπου ετών, έπειτα από πολυετή κατήχηση, προετοιμασία και αφοσίωση στα διδάγματα του χριστιανισμού. Αντιμετωπίζεται με πολύ σκεπτικισμό η πληροφορία που μας δίνει ο Ευσέβιος (VC, 3.47) ότι ήταν ο Κωνσταντίνος που οδήγησε την Ελένη στο χριστιανισμό, κυρίως αν λάβουμε υπόψη μας το γεγονός ότι ο ίδιος ο Μέγας Κωνσταντίνος, όσο κι αν προστάτεψε το Χριστιανισμό και σταμάτησε τους διωγμούς, ασπάστηκε τη νέα θρησκεία πολύ αργότερα στη ζωή του και βαπτίστηκε χριστιανός λίγο πριν το θάνατό του.

Στην αυτοκρατορική αυλή, η Ελένη πρέπει να κατείχε εξέχουσα θέση. Ήδη πριν το 324, ο Mέγας Κωνσταντίνος της είχε απονείμει τον τίτλο της Nobilissma Femina και έκοψε νομίσματα με τη μορφή της. Μετά το 324 κι αφού νίκησε τον αντίπαλό του Λικίνιο, την ονόμασε Αυγούστα. Ακόμη, στο Φόρο της Κωνσταντινούπολης, ύψωσε τις στήλες «Κωνσταντίνου και Ελένης». Της παραχώρησε το ανάκτορο στο Σεσσόριο του Λατερανού, όπου της έκτισε κι έναν ωραίο ναό. Εκεί η Ελένη ζούσε μια διακριτική ζωή, αφιερωμένη σε φιλανθρωπικά έργα και στη διάδοση της χριστιανικής διδασκαλίας. Υπέδειξε μάλιστα στο γιο της να ιδρύσει δημόσια πτωχοκομεία, νοσοκομεία, ορφανοτροφεία (κατά παραχώρηση, θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε το σύγχρονο όρο «κρατική πρόνοια», του οποίου σκαπανέας φαίνεται ότι υπήρξε η Ελένη).

[Επεξεργασία] Το ταξίδι της στους Αγίους Τόπους
Τη θέση της όμως στην Ιστορία, η Ελένη την οφείλει στο ταξίδι της στην Παλαιστίνη και τις υπόλοιπες ανατολικές επαρχίες της αυτοκρατορίας. Κατά τη διάρκεια της Α’ Οικουμενικής Συνόδου (325 μ.Χ.) πληροφορήθηκε για την κατάσταση που επικρατούσε στους Αγίους Τόπους και προς το τέλος του 326 μ.Χ. αναχώρησε για την Ιερουσαλήμ, με σκοπό να φέρει στο φως τα διάφορα μέρη στα οποία έζησε και δίδαξε ο Χριστός.

Στο διάστημα αυτό (δηλαδή από την Α΄Οικουμενική Σύνοδο μέχρι και την αναχώρησή της), έζησε τα γεγονότα του θανάτου του εγγονού της καίσαρα Κρίσπου, μεγαλύτερου γιου του Μ. Κωνσταντίνου, καθώς και της συζύγου του Φαύστας, μητριάς του Κρίσπου, που έπεσαν θύματα δολοφονίας για λόγους που παραμένουν σκοτεινοί. Μολονότι δεν είναι απόλυτα εξακριβωμένο, σύμφωνα με τον Ρωμαίο ιστορικό, Βίκτωρα Σέξτο Αυρήλιο (Caes. 41.11-12), η εκτέλεση του Κρίσπου, έγινε κατά διαταγή του πατέρα του, Μεγάλου Κωνσταντίνου. Καθώς η Ελένη επέκρινε αυστηρότατα το γιο της για τη σκληρή πράξη του και τον ώθησε να ερευνήσει περαιτέρω τις κατηγορίες που ειπώθηκαν εις βάρος του Κρίσπου, ο Κωνσταντίνος, σύμφωνα με τον ίδιο ιστορικό, διέταξε την εκτέλεση και της γυναίκας του Φαύστας (πρβλ. τα λήμματα «Κρίσπος» και «Φαύστα»). Δεν είναι απολύτως βέβαιο αν η Ελένη ήταν στη Ρώμη, όταν εκτελέστηκε η Φαύστα ή είχε ήδη αναχωρήσει για τους Αγίους Τόπους. Πάντως, ένα κίνητρο ακόμη που της αποδίδεται για τη δύσκολη αυτή περιοδεία, είναι η συγχώρεση που ζητούσε από το Θεό για τις πράξεις του γιου της (πρέπει να είναι η μοναδική περίοδος που οι σχέσεις του Κωνσταντίνου και της μητέρας του διήλθαν κρίση, χωρίς όμως να άρει και την εύνοιά του από το πρόσωπό της).

Ο Ευσέβιος περιγράφει με λεπτομέρειες το ταξίδι της Ελένης (VC, 3.42-47). Το παρουσιάζει ως ένα ευλαβέστατο προσκύνημα στους Αγίους Τόπους, κατά το οποίο η Ελένη επιδιδόταν σε πράξεις φιλανθρωπίας συντηρώντας ολόκληρες κοινότητες, ανεγείροντας ιδρύματα κοινής ωφελείας με αυτοκρατορικές επιχορηγήσεις και ιδρύοντας μονές. Κάποιοι σύγχρονοι ιστορικοί όμως εκφράζουν ορισμένες επιφυλάξεις για το κατά πόσο τα κίνητρα της Ελένης πήγαζαν αποκλειστικά από τη θερμή χριστιανική της πίστη. Είναι πιθανόν, το κύρος του μεγάλου Κωνσταντίνου να είχε κλονιστεί μετά από την υιοκτονία και συζυγοκτονία που είχε διαπράξει. Έτσι, σκοπός της Ελένης ίσως ήταν να κατευνάσει τη δυσαρέσκεια των κατοίκων στις ανατολικές περιοχές της αυτοκρατορίας.

Μπορεί η απόφαση της Ελένης να οφείλεται σε όλους τους προαναφερθέντες λόγους. Το γεγονός όμως ότι σε τόσο μεγάλη ηλικία (πρέπει να ήταν περίπου 78 χρονών, όταν ξεκίνησε την περιοδεία της) ανέλαβε μία τόσο κοπιαστική αποστολή, καταδεικνύει μία γυναίκα με εξαιρετική δύναμη χαρακτήρα και ισχυρή θέληση.

Στη Βηθλεέμ και το Γολγοθά διεξήγαγε μεγάλες ανασκαφές, κατά τις οποίες βρέθηκαν οι τόποι της Γέννησης, της Σταύρωσης και της Ανάστασης του Χριστού. Εκεί, αφού έδωσε εντολή να κατεδαφιστεί ο ναός της Αφροδίτης από το Γολγοθά, η Ελένη ανέγειρε με αυτοκρατορικές χορηγίες τους μεγαλοπρεπείς ναούς της Γέννησης (στη Βηθλεέμ) και της Ανάστασης (στο λόφο του Γολγοθά), που μέχρι σήμερα αποτελούν τα σημαντικότερα μνημεία του Χριστιανισμού.

[Επεξεργασία] Η Ελένη και η εύρεση του Τιμίου Σταυρού
Η μεγάλη δόξα της Ελένης, μεταξύ προπάντων των χριστιανικών πληθυσμών, οφείλεται στην εύρεση του Τιμίου Σταυρού. Οι ιστορικοί διατηρούν κάποιες επιφυλάξεις για το κατά πόσο η παράδοση αυτή αποτελεί ιστορικό γεγονός. Ο Ευσέβιος, παρόλο που δίνει λεπτομερείς πληροφορίες για τα έργα της Ελένης στα Ιεροσόλυμα, δεν αναφέρει την ανακάλυψη του Τιμίου Σταυρού. Από τα γραπτά του αγίου Κυρίλλου, Πατριάρχη Ιεροσολύμων, φαίνεται ξεκάθαρα ότι τεμάχιο του ιερού κειμηλίου βρισκόταν στα Ιεροσόλυμα (Cat. 4.10, 10.19, 13.4 PG 33, 467ff, 685-687, 777) στα τέλη του 340. Ο ίδιος Πατριάρχης, μετά το 351, γράφει στον αυτοκράτορα Κωνστάντιο Β΄, γιο του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ότι ο Σταυρός ανακαλύφθηκε στα χρόνια του Κωνσταντίνου, δεν αναφέρει όμως ποιος τον βρήκε (Ep. ad Const., 3 PG 33, 1168B). Ο Ρουφίνος είναι εκείνος, που στη δική του «Εκκλησιαστική Ιστορία», συνδέει την Ελένη με την εύρεση του Τιμίου Σταυρού (Hist. Eccl 10, 7-8). Όπως και να έχει, τόσο η Ορθόδοξη Εκκλησία όσο και η Καθολική έχουν εγκολπωθεί τη σχετική παράδοση, η οποία ήδη από το δεύτερο μισό του 4ου αιώνα είχε εξαπλωθεί σε ολόκληρη τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία (η Ελένη πέθανε στο πρώτο μισό του 4ου αιώνα).

[Επεξεργασία] Ο θάνατός της
Αφού ολοκλήρωσε το ταξίδι της στην Ανατολή, η Ελένη εγκαταστάθηκε στη Νικομήδεια. Εκεί απεβίωσε σε ηλικία 80 ετών έχοντας στο πλευρό της το γιο της Κωνσταντίνο, όπως μας πληροφορεί ο Ευσέβιος (VC, 3.46). Το γεγονός ότι από τις αρχές του 329 μ.Χ. σταματάει απότομα η κοπή νομισμάτων με τη μορφή της, μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο θάνατός της επήλθε στα τέλη του 328 ή στις αρχές του 329. Ενταφιάστηκε με βασιλικές τιμές στη Ρώμη, στο μαυσωλείο της οδού Λαβικάνας. Αργότερα, το σώμα της μεταφέρθηκε στις κατακόμβες Πέτρου και Μαρκελλίνου. Η πορφυρή σαρκοφάγος που περιείχε το σκήνωμά της, σήμερα βρίσκεται στο μουσείο του Βατικανού. Η Εκκλησία την ανακήρυξε αγία και ισαπόστολο. Η μνήμη της εορτάζεται από τους Ορθοδόξους, μαζί με το γιο της Κωνσταντίνο, στις 21 Μαΐου, ενώ από τους Καθολικούς στις 18 Αυγούστου (η Καθολική Εκκλησία δεν έχει κατατάξει στους αγίους της το Μέγα Κωνσταντίνο).

[Επεξεργασία] Η αγία Ελένη στην τέχνη

Αγία ΕλένηΣτην αγιογραφία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, η Ελένη απεικονίζεται με πολυτελή αυτοκρατορικά ενδύματα, μαζί με το Μέγα Κωνσταντίνο, ενώ ανάμεσά τους βρίσκεται ο Τίμιος Σταυρός. Λίγες είναι οι εικόνες, όπου έχει αγιογραφηθεί μόνο η αγία Ελένη. Από τις σπανιότερες, είναι μια φορητή εικόνα του 1500, όπου η αγία στέκεται δίπλα στον Εσταυρωμένο. Πιο πρόσφατα, τον 20ο αιώνα, εικόνα μόνο της αγίας Ελένης έχει αγιογραφήσει ο αγιορείτης μοναχός Μιχαήλ.

Στη δυτική τέχνη, η αγία Ελένη και πάλι παρουσιάζεται ντυμένη ως βασίλισσα, συνδέεται όμως μόνο με το Σταυρό και όχι και με τον Κωνσταντίνο. Από τους γνωστότερους πίνακες ζωγραφικής είναι «Το όραμα της αγίας Ελένης» του Paolo Veronese, φιλοτεχνημένος στα 1528.

[Επεξεργασία] Η αγία Ελένη στην ελληνική λαϊκή παράδοση
Η αγία Ελένη, λόγω της μεγάλης φιλανθρωπικής δράσης που ανέλαβε και του έργου που επιτέλεσε στους Αγίους Τόπους, είναι ιδιαίτερα αγαπητή μεταξύ των χριστιανών. Ο ελληνικός λαός έχει συνδέσει πλήθος παραδόσεις με το όνομά της. Μαζί με το γιο της Κωνσταντίνο, θεωρούνται προστάτες των προσκυνητών στους Αγίου Τόπους. «Με τη βοήθεια του αγίου Κωνσταντίνου να πάτε και με την ευχή της αγίας Ελένης να γυρίσετε» έλεγε ο μικρασιατικός Ελληνισμός.

Σε πάρα πολλές περιοχές της Ελλάδος, διηγούνται στις τοπικές τους ιστορίες ότι η αγία πέρασε και ευλόγησε τα μέρη τους ιδρύοντας εκκλησίες είτε πηγαίνοντας προς τα Ιεροσόλυμα είτε επιστρέφοντας. Η Ρόδος, η Κάλυμνος, η Τήλος, το Καστελόριζο (όπου με τον άγιο Κωνσταντίνο είναι οι πολιούχοι του νησιού), η Νάξος, η Πάρος είναι μερικά μόνο από τα ελληνικά νησιά που επαίρονται ότι φιλοξένησαν την Ελένη.

Στην Πάρο, η Ελένη προσευχήθηκε να την αξιώσει η Παναγία να βρει το Σταυρό και έταξε να χτίσει ναό στο όνομά Της. Αργότερα, εκπλήρωσε το τάμα της και έχτισε το ναό που σήμερα επονομάζεται Παναγία η Εκατονταπυλιανή. Το σωζόμενο κτίσμα είναι έργο της εποχής του Ιουστινιανού, όμως κατά τις αναστηλώσεις που πραγματοποιήθηκαν τη δεκαετία του 1960, με την επίβλεψη του ακαδημαϊκού Αναστάσιου Ορλάνδου, αποδείχτηκε ότι η παράδοση ήταν σωστή: του ιουστινιάνειου ναού προϋπήρχε μια ξυλόστεγη βασιλική της εποχής του Μεγάλου Κωνσταντίνου.

Στην ιερά μονή Σινά, η αγία Ελένη ανέγειρε παρεκκλήσι αφιερωμένο στην Παναγία και αμυντικό πύργο για την προστασία των μοναχών από επιθέσεις των νομάδων της περιοχής. Ο πύργος σώζεται μέχρι σήμερα και αποκαλείται «πύργος της αγίας Ελένης».

Τη μεγαλύτερη σύνδεση με την αγία Ελένη όμως διεκδικεί το μαρτυρικό νησί της Κύπρου. Σύμφωνα με το «Χρονικό» του Λεόντιου Μαχαιρά, στο χωριό Μαρί της Κύπρου αποβιβάστηκε η Ελένη, γι’ αυτό και ο ποταμός που υπάρχει εκεί ονομάστηκε Βασιλοπόταμος.

Η παράδοση λέει ότι η Κύπρος μαστιζόταν από πολλά χρόνια ανομβρίας. Η ξηρασία την είχε ερημώσει, οι κάτοικοι είχαν φύγει και όσοι απόμειναν βασανίζονταν από πείνα, δίψα κι από τα δηλητηριώδη φίδια που είχαν κατακλύσει το νησί. Η αγία Ελένη προσευχήθηκε και τότε άνοιξαν οι ουρανοί. Καταρρακτώδεις βροχές πότισαν τη διψασμένη γη και για πρώτη φορά, έπειτα από πάρα πολλά χρόνια, εμφανίστηκε ουράνιο τόξο στον ουρανό. Γι’ αυτό και το ουράνιο τόξο αποκαλείται από τον κυπριακό λαό «ζωνάρι της αγιας-Ελένης».

Άλλη παράδοση της Κύπρου αναφέρει ότι η αγία Ελένη παγίδευσε σε ένα λάκκο 40 διαβόλους και από πάνω έχτισε ένα εκκλησάκι αφιερωμένο σε εκείνη και στον άγιο Κωνσταντίνο. Το λαό δε φαίνεται να απασχολεί το αντιφατικό στοιχείο ότι κανείς δε χτίζει εκκλησία αφιερωμένη στο όνομά του. Έτσι, οι διάβολοι παραμένουν εκεί μέχρι σήμερα, γιατί η χάρη της αγίας δεν τους αφήνει να φύγουν.

Στην Κύπρο, η αγία ίδρυσε σύμφωνα με την παράδοση τρία μοναστήρια: την Ιερά Μονή Σταυροβουνίου, έπειτα από θεϊκή αποκάλυψη, όπου άφησε τμήμα του Τιμίου Σταυρού, το σταυρό του καλού ληστή και ένα από τα καρφιά της Σταύρωσης. Το μοναστήρι βρίσκεται 9 χλμ. δυτικά του δρόμου Λευκωσίας-Λεμεσού, σε υψόμετρο 750 μέτρων και όλο το βουνό ονομάστηκε Σταυροβούνι από το Τίμιο Ξύλο που φιλοξενείται σε αυτό. Το μοναστήρι προς τιμήν της Ελένης ονομάζεται και «Βασιλομονάστηρο».

Η δεύτερη μονή είναι η μονή Τιμίου Σταυρού Ομόδους λίγο έξω από το χωριό Όμοδος (ετυμολογείται από το λατινικό “Homodeus”, το σπίτι του Θεού). Η μονή υπήρχε ήδη όταν έφτασε στην Κύπρο η Ελένη, αλλά άφησε κομμάτι από τον ιερό Κάνναβο (το σχοινί με το οποίο είχαν δέσει το Χριστό πάνω στο Σταυρό) και έτσι συνδέθηκε με το όνομά της. Την πληροφορία αυτή μας δίνει ο χρονογράφος Κυπριανός και είναι η μόνη που έχουμε για το πρώτο χτίσιμο της μονής.

Τέλος, στη νότια πλευρά του όρους Πενταδάκτυλου βρίσκεται το παλαίφατο μοναστήρι της Αγίας Τριάδος, που αποκαλείται και «Μονή της αγίας Ελένης».

Στον κυρίως ελλαδικό χώρο, το έθιμο το οποίο είναι κατεξοχήν συνδεδεμένο με εορταστικές εκδηλώσεις προς τιμή της αγίας Ελένης (και του αγίου Κωνσταντίνου) είναι τα πασίγνωστα «Αναστενάρια». Επίκεντρο του εθίμου είναι το χωριό αγία Ελένη στις Σέρρες. Η κοινότητα παλιότερα ονομαζόταν Κακαράσκα. Στις 14-1-1927 μετονομάστηκε σε αγία Ελένη. Η πλειοψηφία των κατοίκων είναι απόγονοι προσφύγων. Κατέφυγαν στην περιοχή, έπειτα από τους τραγικούς διωγμούς της περιόδου 1914-1922, κατά τους οποίους διώχτηκαν βίαια από το χωριό Κωστί της Ανατολικής Θράκης. Οι πρόσφυγες έφεραν το έθιμο στη νέα τους πατρίδα και η παράδοσή τους το θέλει να συνδέεται με το εξής θαύμα: όταν οι Έλληνες διώκονταν από την Ανατολική Θράκη, το χωριό τους είχε πυρποληθεί και ο ναός των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης είχε παραδοθεί στις φλόγες. Οι κάτοικοι ήθελαν πάρα πολύ να πάρουν από τη φλεγόμενη εκκλησία την εφέστια εικόνα των αγίων, να την έχουν για στήριγμα και βοήθεια στις δύσκολες στιγμές που τους περίμεναν, αλλά η μεγάλη φωτιά που κατέστρεφε το ναό τους απέτρεπε. Όμως, κάποιος τόλμησε να διακινδυνεύσει τη ζωή του και να εισέλθει στο ναό. Τότε, μέσα στις φλόγες που κατέστρεφαν τα ιερά κειμήλια, είδε τους δυο αγίους να τον σκεπάζουν με τους μανδύες τους, να τον καθοδηγούν μέσα από τους πυκνούς καπνούς στο σημείο που βρισκόταν η παλαίφατη εικόνα τους και να τον οδηγούν και πάλι έξω. Έτσι, ο άνθρωπος αυτός πέρασε μέσα από τη φωτιά με ασφάλεια και έβγαλε έξω την εικόνα, την οποία οι φλόγες δεν είχαν αγγίξει. Σε ανάμνηση λοιπόν αυτού του θαύματος, κάθε χρόνο στις 21 Μαΐου, τελούνται τα Αναστενάρια. Αξίζει ίσως να σημειωθεί ότι η Εκκλησία αντιτάσσεται στο έθιμο αυτό, το οποίο στην πραγματικότητα σχετίζεται με πανάρχαιες διονυσιακές τελετές.

Ο μυρωδάτος και χιλιοτραγουδισμένος βασιλικός, το πολυαγαπημένο φυτό του ελληνικού λαού, συνδέεται με την Ελένη. Όταν η αγία είχε φτάσει στα Ιεροσόλυμα, δεν ήξερε πού να σκάψει για να βρει τον Τίμιο Σταυρό. Καθώς βάδιζε προβληματισμένη, μύρισε ένα υπέροχο άρωμα. Ψάχνοντας να δει από πού προέρχεται η εξαίσια ευωδιά, εντόπισε ένα μέρος όπου ήταν γεμάτο από πράσινους θάμνους, αυτοί ήταν που μύριζαν τόσο όμορφα. Τότε κατάλαβε ότι έπρεπε να σκάψει σε αυτό το σημείο και εκεί, κάτω από τη ρίζα του εύοσμου φυτού βρήκε το Σταυρό του Χριστού. Από τότε το ταπεινό αυτό φυτό ονομάστηκε «βασιλικός», επειδή φύτρωσε στο σημείο που σταυρώθηκε ο «Βασιλιάς του κόσμου» και επειδή οδήγησε τη Βασίλισσα να βρει το ιερό κειμήλιο.

Ενδιαφέρουσα είναι και η προσπάθεια του λαού μας, να εξηγήσει γιατί η αγία Ελένη δε γιορτάζεται ποτέ μόνη της. Στα Πεζά Πεδιάδος, στην Κρήτη, τη Μεγάλη Παρασκευή οι γυναίκες τραγουδούν ένα αριστουργηματικό «Μοιρολόι» της Παναγιάς. Σε αυτό, τα δύο θεία πρόσωπα, η Παναγία και ο Χριστός, διεξάγουν ένα διάλογο, ο οποίος συγκλονίζει με την ανθρωπιά του. Όταν αντικρίζει το Γιο Της στο σταυρό, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε ευαγγελική περικοπή ή σχετική πατερική διδαχή, η Παναγία θέλει απεγνωσμένα να αυτοκτονήσει. Όμως ο Εσταυρωμένος Την αποτρέπει από την απελπισμένη πράξη: Αν αυτοκτονήσει η Παναγία, το ίδιο θα πράττουν και οι υπόλοιπες απορφανεμένες μητέρες. Πρέπει να δείξει υπομονή και κουράγιο, για να αντλούν θάρρος και παρηγοριά και οι άλλες μάνες που στο πέρασμα των αιώνων θα χάνουν τα παιδιά τους. Έτσι, η Παναγία επιστρέφει σπίτι της και με τις γειτόνισσές της στρώνει το τραπέζι «της παρηγοριάς». Εκείνη τη στιγμή περνάει από το σπίτι και η αγία Ελένη: « Κι η Αγιά Ελένη πέρασε από το παραθύρι:/ - «Ποιός είδε γιον εις το Σταυρό και μάνα στο τραπέζι;»/ - Άψαλτη κι αλειτούργητη νά’σαι Αγιά Ελένη,/που δεν επαρηγόρησες τη μάνα την καημένη». Επειδή λοιπόν η Ελένη φάνηκε σκληρή και χλεύασε την Παναγία, τη στιγμή που Εκείνη θρηνούσε, δεν έχει εκκλησίες στο όνομά της, ούτε γιορτάζεται ποτέ μόνη της. Ο λαός και πάλι αδιαφορεί για το γεγονός ότι η αγία Ελένη έζησε περίπου 300 χρόνια μετά από τη Σταύρωση. Με ένα απλοϊκό και όμορφο συμβάν, θέλει να εξηγήσει το «αξιοπερίεργο» ότι μια αγία δεν έχει αποκλειστικά δική της γιορτή.

Ο Μέγας Κωνσταντίνος


Ο Μέγας Κωνσταντίνος γεννήθηκε το 274 μ.Χ. Πατέρας του ήταν ο Κωνστάντιος ο Α' ο Χλωρός και μητέρα του η Ελένη από το Δρέπανο της Βιθυνίας. Ο Κωνσταντίνος σε ηλικία 18 ετών έγινε στρατιωτικός και χάρη στην ανδρεία του, προάχθηκε γρήγορα στα ανώτατα αξιώματα του στρατού.

Ο Κύριος θέλοντας να τον βοηθήσει στον αγώνα του κατά του Μαξεντίου και του Λικίνιου, στη συνέχεια σχημάτισε στον ουρανό το σημείο του Σταυρού με την επιγραφή «Εν τούτω Νίκα», προσφέροντάς του ένα ισχυρότατο όπλο για να κατατροπώσει τους εχθρούς του. Με το χριστιανικό σταυροειδές λάβαρο με το ελληνικό μονόγραμμα «Εν τουτω νικα», τελικά νίκησε τα στρατεύματα του Μαξεντίου και έπειτα του Λικινίου.

Επίσης, ήταν ο πρώτος αυτοκράτορας που ευνόησε την Εκκλησία, μετά από τρεις αιώνες ανελέητου διωγμού. Μετέφερε την πρωτεύουσα του κράτους του στο αρχαίο βυζάντιο, και εκεί έκτισε την βασίλισσα των πόλεων, την Κωνσταντινούπολη.

Λίγο πριν πεθάνει, ο Κωνσταντίνος αξιώθηκε και του Αγίου Βαπτίσματος, και αμέσως μετά είπε: «Νυν αληθει λογω μακαριον οιδ’ εμαυτον, νυν της αθανατου ζωης πεφαναι αξιον, νυν του θειου μετειληφεναι φωτος πεπιστευκα». Τώρα, δηλαδή, σύμφωνα με το λόγο της αληθείας, ξέρω ότι είμαι μακάριος, τώρα έχω γίνει άξιος της αθανάτου ζωής, τώρα έχω πιστέψει πως έλαβα το θείο φως. Εκοιμήθη σε ηλικία 63 ετών, την 21 Μαΐου 327. Η Ιστορία ονόμασε τον Κωνσταντίνο Μέγα και η Εκκλησία τον ανεκήρυξε Άγιο και Ισαπόστολο.

Ο Κωνσταντίνος ενδιαφέρθηκε πολύ και για τα ιερά σεβάσματα των χριστιανών, για το λόγο αυτό απέστειλε στα Ιεροσόλυμα την μητέρα του, για να βρει τον Τίμιο Σταυρό. Μετά την εύρεσή του, η Αγία Ελένη, αφού διχοτόμησε τις κεραίες του δημιούργησε δύο Σταυρούς εκ των οποίων τον ένα μετέφερε στην Κωνσταντινούπολη.

Η Αγία Ελένη ήταν αυτή η οποία έδωσε στον Μ. Κωνσταντίνο την πρέπουσα διαπαιδαγώγηση. Άλλωστε, και ο ίδιος την τίμησε, όταν στην μεγάλη πλατεία της Κωνσταντινούπολης έκτισε δύο στήλες, μία δική του και μία της Αγίας Ελένης, που έφερε την επιγραφή: «Εις Αγιος εις Κυριος Ιησους Χριστος, εις δοξαν Θεου Πατρος, Αμην». Η Αγία Ελένη βοήθησε να χτιστούν οι πρώτοι μεγάλοι ιεροί ναοί της Χριστιανοσύνης. Εκοιμήθη ειρηνικά το 327 μ.Χ. σε ηλικία 83 ετών.

Απολυτίκιο
«Πρωτος πεφηνας, εν Βασιλευσι, θειον εδρασμα, της ευσεβειας, απ’ ουρανου δεδεγμενος το χαρισμα· οθεν Χριστου τον Σταυρον εφανερωσας, και την Ορθοδοξον πιστην εφηπλωσας. Κωνσταντινε ισαποστολε, συν Μητρι Ελενη θεοφρονι, πρεσβευσατε υπερ των ψυχων ημων»

Απολυτίκιο
«Του Σταυρου σου τον τυπον εν ουρανω θεασαμενος, και ως ο Παυλος την κλισιν ουκ εξ ανθρωπων δεξαμενος, ο εν Βασιλευσιν Αποστολος σου Κυριε, Βασιλευουσαν πολιν τη χειρι σου παρεθετο· ην περισωζε δια παντος εν ειρηνη, πρεσβειαις της Θεοτοκου, μονε Φιλανθρωπε»

11.5.10

Η Αναληψη του Κυριου



Ήταν σχεδόν επτά και μισή το πρωί της Πέμπτης, 18 Μαΐου, όταν ο Ιησούς έφτασε στη δυτική πλευρά του Όρους των Ελαιών μαζί με τους έντεκα αμίλητους και κάπως ζαλισμένους αποστόλους του. Από αυτό το μέρος, στα δυο τρίτα της απόστασης μέχρι το βουνό πάνω, μπορούσαν να κοιτάζουν γύρω την Ιερουσαλήμ και προς τα κάτω τη Γεσθημανή. Ο Ιησούς ετοιμάστηκε να πει τον τελευταίο χαιρετισμό του στους αποστόλους πριν αναχωρήσει από την Ουράντια. Καθώς στεκόταν εκεί μπροστά τους, χωρίς να τους έχει δώσει καμία εντολή, γονάτισαν γύρω του σε κύκλο, και ο Κύριος είπε:
«Σας παρακαλώ να παραμείνετε στην Ιερουσαλήμ μέχρις ότου προικιστείτε με δύναμη από ψηλά. Είμαι έτοιμος να σας αφήσω. Είμαι έτοιμος να ανεβώ στον Πατέρα μου, και σύντομα, πολύ σύντομα, θα στείλουμε στον κόσμο αυτό της διαμονής μου, το Πνεύμα της Αληθείας, και όταν έρθει πάνω σας, θα αρχίσετε τη νέα διακήρυξη του ευαγγελίου της βασιλείας, πρώτα στην Ιερουσαλήμ και μετά στα πιο απομακρυσμένα μέρη του κόσμου. Αγαπάτε τους ανθρώπους με την αγάπη που σας αγάπησα και υπηρετείτε τους θνητούς συνανθρώπους σας όπως σας υπηρέτησα εγώ. Με τους καρπούς του πνεύματος των ζωών σας παρακινείστε ψυχές να πιστέψουν στην αλήθεια ότι ο άνθρωπος είναι παιδί του Θεού και ότι όλοι οι άνθρωποι είναι αδέλφια. Θυμηθείτε όλα όσα σας δίδαξα και τη ζωή που έζησα ανάμεσά σας. Η αγάπη μου σας επισκιάζει, το πνεύμα μου θα κατοικήσει μέσα σας και η ειρήνη μου θα μείνει σε σας. Σας χαιρετώ».
Όταν ο μοροντιανός Κύριος μίλησε έτσι, χάθηκε από τα μάτια τους. Αυτή η επονομαζόμενη ανάληψη του Ιησού δεν ήταν κατ’ ουδένα τρόπο διαφορετική από τις άλλες του εξαφανίσεις από τη θνητή όραση κατά τη διάρκεια των σαράντα ημερών της μοροντιανής του σταδιοδρομίας στην Ουράντια.
Ο Κύριος πήγε στην Εντέντια μέσω της Τζερουζέμ, όπου οι Ύψιστοι, υπό την εποπτεία του Γιου του Παραδείσου, ελευθέρωσαν τον Ιησού της Ναζαρέτ από τη μοροντιανή κατάσταση και, δια μέσου των πνευματικών διαύλων της ανάληψης, επέστρεψε στην ιδιότητα της συγγένειας του Παραδείσου και της ύψιστης κυριαρχίας στο Σάλβινγκτον.
Ήταν γύρω στις οκτώ παρά τέταρτο το πρωί όταν ο μοροντιανός Ιησούς εξαφανίστηκε από την παρατήρηση των έντεκα αποστόλων για να αρχίσει την άνοδο στο δεξί χέρι του Πατέρα του, για να λάβει επίσημη επιβεβαίωση της ολοκληρωμένης κυριαρχίας του στο Σύμπαν του Νέβαδον.


ΠΕΤΡΟΣ ΣΥΓΚΑΛΕΙ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Ενεργώντας κατά διαταγή του Πέτρου, ο Ιωάννης Μάρκος και άλλοι αναχώρησαν για να καλέσουν τους ηγετικούς μαθητές στο σπίτι της Μαρίας Μάρκου. Κατά τις δέκα και μισή, εκατόν είκοσι από τους σημαντικότερους μαθητές του Ιησού που ζούσαν στην Ιερουσαλήμ συναθροίστηκαν για να ακούσουν την αναφορά του αποχαιρετιστήριου μηνύματος του Κυρίου και να μάθουν για την ανάληψή του. Ανάμεσα σε αυτή τη συντροφιά βρισκόταν η Μαρία η μητέρα του Ιησού. Είχε επιστρέψει στην Ιερουσαλήμ με τον Ιωάννη Ζεβεδαίο, όταν οι απόστολοι επέστρεψαν από την πρόσφατη παραμονή τους στη Γαλιλαία. Αμέσως μετά την Πεντηκοστή γύρισε στο σπίτι της Σαλώμης στη Βηθσαϊδά. Ο Ιάκωβος ο αδελφός του Ιησού ήταν κι αυτός παρών στο συμβούλιο αυτό, την πρώτη σύσκεψη των μαθητών του Κυρίου, που συνεκλήθη μετά την ολοκλήρωση της πλανητικής του σταδιοδρομίας του.
Ο Σίμων Πέτρος ανέλαβε ο ίδιος να μιλήσει στους συντρόφους του αποστόλους και έκανε μια συγκλονιστική αναφορά της τελευταίας συνάντησης των έντεκα με τον Κύριό τους, και με συγκινητικότατο τρόπο απέδωσε τον τελευταίο χαιρετισμό του Κυρίου και την εξαφάνιση με την ανάληψή του. Ήταν ένα συμβούλιο που όμοιό του δεν είχε συμβεί ποτέ πριν στον κόσμο. Αυτό το μέρος της σύσκεψης κράτησε λιγότερο από μια ώρα. Ο Πέτρος τότε εξήγησε ότι είχαν αποφασίσει να διαλέξουν ένα διάδοχο του Ιούδα του Ισκαριώτη, και θα δινόταν στους αποστόλους ένα διάλειμμα για να μπορέσουν να αποφασίσουν μεταξύ των δυο ανθρώπων που προτάθηκαν γι αυτή τη θέση, το Ματθία και τον Ιούστο.
Οι έντεκα μαθητές ύστερα κατέβηκαν κάτω, όπου συμφώνησαν να ρίξουν κλήρο για να οριστεί ποιος από αυτούς τους άνδρες θα γινόταν απόστολος για να καλύψει τη θέση του Ιούδα. Ο κλήρος έπεσε στο Ματθία, και αυτός ανακοινώθηκε ότι ήταν ο νέος απόστολος. Αυτός οδηγήθηκε δεόντως στο γραφείο του και μετά διορίστηκε ταμίας. Αλλά ο Ματθίας έλαβε λίγο μέρος στις επακόλουθες δραστηριότητες των αποστόλων.
Και τότε ο Πέτρος κάλεσε όλους τους πιστούς να εντρυφήσουν στην προσευχή, την προσευχή που θα τους προετοίμαζε να λάβουν το δώρο του πνεύματος το οποίο ο Κύριος είχε υποσχεθεί να στείλει.
Με αυτό, έμειναν έξι από τους αρχικούς δώδεκα αποστόλους για να γίνουν οι πρωταγωνιστές στη σκηνή της πρώτης διακήρυξης του ευαγγελίου στην Ιερουσαλήμ: ο Πέτρος, ο Ανδρέας, ο Ιάκωβος, ο Ιωάννης, ο Φίλιππος και ο Ματθαίος.
(Οι υπόλοιποι Απόστολοι)
Αμέσως μετά την Πεντηκοστή οι δίδυμοι επέστρεψαν στα σπίτια τους στη Γαλιλαία. Ο Σίμων ο Ζηλωτής είχε αποσυρθεί αρκετό χρόνο πριν αναχωρήσει για την κήρυξη του ευαγγελίου. Ο Θωμάς βασανίστηκε λιγότερο διάστημα και μετά επανέλαβε τη διδασκαλία του. Ο Ναθαναήλ ήρθε σε μεγάλη αντιπαράθεση με τον Πέτρο, που αφορούσε το κήρυγμα γύρω από τον Ιησού αντί για το κήρυγμα του προτέρου ευαγγελίου της βασιλείας. Αυτή η κόντρα έγινε τόσο έντονη μέχρι τα μέσα του επόμενου μήνα που ο Ναθαναήλ αποχώρησε, πηγαίνοντας στη Φιλαδέλφεια για να επισκεφθεί τον ʼμπνερ και το Λάζαρο. Και αφού παρέμεινε εκεί περισσότερο από ένα χρόνο, συνέχισε πηγαίνοντας στις χώρες πέρα από τη Μεσοποταμία κηρύττοντας το ευαγγέλιο όπως το είχε εννοήσει αυτός.

Image and video hosting by TinyPic



Image and video hosting by TinyPic

Η εορτή της Αναλήψεως του Κυρίου και Θεού μας Ιησού Χριστού αποτελεί έναν χαρμόσυνο εορτολογικό σταθμό μέσα στην όντως ευφρόσυνη αναστάσιμη περίοδο της Εκκλησίας μας. Με αισθήματα αγαλλιάσεως οι ορθόδοξοι πιστοί κατακλύζουμε την ιερή αυτή ημέρα τους ναούς για να αναπέμψουμε ευχαριστήριες ωδές στο Σωτήρα και Λυτρωτή μας Κύριο και να υμνήσουμε την αγία Ανάληψή Του στους ουρανούς, εκεί από όπου καταδέχθηκε να κατέβει, προκειμένου να επιτελέσει το σωτήριο έργο του ανθρωπίνου γένους (Ιωάν.3,13.Φιλιπ.2,6-11). Υμνούμε την επάνοδό Του στο θείο θρόνο της άφατης μεγαλοσύνης Του, στα δεξιά του Θεού Πατέρα, προς τον Οποίο θα είναι εσαεί ο μεγάλος και αιώνιος μεσίτης μας (Α΄Τιμ.2,5).

Ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός μετά την λαμπροφόρο Ανάστασή Του από τους νεκρούς, δεν εγκατέλειψε αμέσως τον κόσμο, αλλά συνέχισε για σαράντα ημέρες να εμφανίζεται στους μαθητές Του (Πράξ.1,3). Αυτές οι μεταναστάσιμες εμφανίσεις Του προς αυτούς είχαν πολύ μεγάλη σημασία. Έπρεπε οι πρώην δύσπιστοι και φοβισμένοι μαθητές να βιώσουν το γεγονός της Αναστάσεως του Διδασκάλου τους και να αποβάλλουν κάθε δισταγμό και ψήγμα απιστίας για Εκείνον. Έπρεπε να αποβάλλουν κάθε ίχνος λαθεμένης μικροεθνικιστικής ιουδαϊκής αντίληψης για το Μεσσία. Να συνειδητοποιήσουν πλήρως τον πανανθρώπινο χαρακτήρα του απολυτρωτικού έργου του Σωτήρα και να ξεχάσουν κάθε σκέψη για «ανάσταση του βασιλικού θρόνου του Δαβίδ» και την κυριαρχία του κόσμου. Οι θαυμαστές μεταναστάσιμες εμφανίσεις Του και οι προχωρημένες πια και πνευματικού χαρακτήρα νουθεσίες αποτέλεσαν σημαντικό παράγοντα για τη διαμόρφωση νέας αντιλήψεως για το θείο πρόσωπο του Λυτρωτή Χριστού και το σωτήριο ιεραποστολικό έργο που είχαν ταχθεί από Εκείνον να επιτελέσουν στο εξής. « Διήνοιξεν αυτών τον νουν, αναφέρει ο ευαγγελιστής Λουκάς, του συνιέναι τας γραφάς και είπεν αυτοίς ότι ούτω γέγραπται και ούτως έδει παθείν τον Χριστόν και αναστήναι εκ νεκρών τη τρίτη ημέρα, και κηρυχθήναι επί το ονόματι αυτού μετάνοιαν και άφεσιν αμαρτιών εις πάντα τα έθνη, αρξάμενον από Ιερουσαλήμ. Υμείς δε εστε μάρτυρες τούτων. Και ιδού εγώ αποστέλλω την επαγγελίαν του πατρός μου εφ΄ υμάς» (Λουκ.24,45-49). Η πιο ελπιδοφόρα αναγγελία Του προς αυτούς ήταν η διαβεβαίωση πως «ιδού εγώ μεθ ' υμών ειμί πάσας τας ημέρας έως της συντελείας του αιώνος» (Ματθ.28,20) και «καθίσατε εν τη πόλει Ιερουσαλήμ έως ου ενδύσησθε δύναμιν εξ΄ύψους » (Λουκ.24,49), προαναγγέλλοντας την επιδημία του Παναγίου Πνεύματος προς αυτούς και την Εκκλησία Του.

Την τεσσαρακοστή λοιπόν ημέρα, σύμφωνα με το Ευαγγέλιο του Λουκά, «εξήγαγε δε αυτούς (τους μαθητάς ) έξω εις Βηθανίαν και επάρας τας χείρας αυτού ευλόγησεν αυτούς. Και εγένετο εν τω ευλογείν αυτόν αυτούς διέστη απ΄αυτών και ανεφέρετο εις τον ουρανόν . Και αυτοί προσκυνήσαντες αυτόν υπέστρεψαν εις Ιερουσαλήμ μετά χαράς μεγάλης και ήσαν δια παντός εν τω ιερώ αινούντες και ευλογούντες τον Θεόν » (Λουκ.24,50-53). Ο ευαγγελιστής Μάρκος, περιγράφοντας πιο λακωνικά το θαυμαστό και συνάμα συγκινητικό γεγονός, αναφέρει πως μετά από την ρητή αποστολή των μαθητών σε ολόκληρο τον κόσμο κηρύττοντας και βαπτίζοντας τα έθνη, «ανελήφθη εις τον ουρανόν και εκάθισεν εκ δεξιών του Θεού. Εκείνοι δε εξελθόντες εκήρυξαν πανταχού, του Κυρίου συνεργούντος και τον λόγον βεβαιούντος δια των επακολουθούντων σημείων» (Μαρκ.16,19-20).


Το μεγάλο γεγονός της Θείας Αναλήψεως έχει πραγματικά τεράστιες θεολογικές και σωτηριολογικές παραμέτρους για την Εκκλησία μας. Η Ανάληψη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού αποτελεί αναμφίβολα το θριαμβευτικό πέρας της επί γης παρουσίας Του και του απολυτρωτικού έργου Του. «Ανελήφθη εν δόξη » για να επιβεβαιώσει την θεία ιδιότητά Του στους παριστάμενους μαθητές Του. Για να τους στηρίξει έτι περισσότερο στον τιτάνιο πραγματικά αγώνα, που Εκείνος τους ανάθεσε, δηλαδή τη συνέχιση του σωτηριώδους έργου Του για το ανθρώπινο γένος.

Είναι αλήθεια πως και κατ' αυτήν τη θαυμαστή στιγμή οι απόστολοι δεν είχαν πλήρη συναίσθηση της αποστολής τους. Παρ' όλο ότι είχαν ζήσει συγκλονιστικά γεγονότα το τελευταίο διάστημα, τα άχραντα παθήματα του Διδασκάλου τους και βίωσαν την λαμπροφόρο Ανάστασή Του από τους νεκρούς, εν τούτοις δε μπόρεσαν να απαγκιστρωθούν από τη μικροεθνικιστική ιουδαϊκή περί Μεσσία αντίληψη. Γι' αυτό μπήκαν στον πειρασμό να πληροφορηθούν από Εκείνον, τη στιγμή που τους εγκατέλειπε για τον ουρανό, «Κύριε, ει εν τω χρόνω τούτω αποκαθιστάνεις την βασιλείαν τω Ισραήλ;» (Πραξ.1,6). Δεν είχαν συνειδητοποιήσει την παγκοσμιότητα του κηρύγματος του Ιησού, δεν αντιλήφθηκαν την πνευματική οικουμενική επανάσταση, που ήρθε να φέρει Αυτός στην ανθρωπότητα, απαλλαγμένη από κάθε μορφή κοσμικής εξουσίας, έχοντας χαρακτήρα αποκλειστικά διακονίας, προς τον πεσόντα άνθρωπο. Φαίνεται ότι λησμόνησαν την προτροπή του Διδασκάλου τους να αλλάξουν νοοτροπία και να μην σκέπτονται όπως ο εξουσιαστικός κόσμος «υμείς δε ουχ ούτως, αλλ' ο μείζων εν υμίν γινέσθω ως ο νεώτερος, και ο ηγούμενος ως ο διακονών. Τις γαρ μείζων, ο ανακείμενος ή ο διακονών; Ουχί ο ανακείμενος ; Εγώ δε ειμί εν μέσω υμών ως ο διακονών. Υμείς δε εστέ οι διαμεμενηκότες μετ ' εμού εν τοις πειρασμοίς μου» (Λουκ.22,26-27). Το παράδειγμα της διακονίας το έδωσε πλειστάκις ο Ίδιος ο Κύριος, ο Οποίος δεν ήρθε στον κόσμο « διακονηθήναι , αλλά διακονήσαι » (Μάρκ.10,45). Με λόγους τρυφερότητας, συμπάθειας και αγάπης προς αυτούς τους απάντησε πως « ουχ υμών εστι γνώναι χρόνους ή καιρούς ους ο πατήρ έθετο εν τη ιδία εξουσία» (Πράξ.1,7), θέλοντας να τους εμπεδώσει τη διαχρονική και σώζουσα παρουσία της Εκκλησίας Του στον κόσμο. Εκείνο που τους χρειάζονταν ήταν η άνωθεν δύναμη και ο φωτισμός για να μυηθούν πλήρως στο μυστήριο της σωτηρίας του κόσμου. Τους έδωσε την ελπιδοφόρα αγγελία πως θα λάβουν «δύναμιν επελθόντος του αγίου Πνεύματος» και έτσι θα δυνηθούν να γίνουν «μάρτυρες (Αυτού) εν τε Ιερουσαλήμ και εν πάση τη Ιουδαία και Σαμαρεία και εως εσχάτου της γης» (Πράξ.1,8).

Ο ιερός συγγραφέας του βιβλίου των «Πράξεων των Αποστόλων» αναφέρει και κάτι άλλο πολύ σημαντικό, περιγράφοντας το θαυμαστό γεγονός της εις ουρανούς αναλήψεως του Κυρίου. «Βλεπόντων αυτών (των μαθητών) επήρθη , και νεφέλη υπέλαβεν αυτόν από των οφθαλμών αυτών. Και ατενίζοντες ήσαν εις τον ουρανόν πορευομένου αυτού, και ιδού άνδρες δύο παρειστήκεσαν αυτοίς εν εσθήτι λευκή, οί και είπον΄ άνδρες Γαλιλαίοι, τι εστήκατε εμβλέποντες εις τον ουρανόν ; Ούτος ο Ιησούς ο αναληφθείς αφ' υμών εις τον ουρανόν , ούτως ελεύσεται , όν τρόπον εθεάσασθε αυτόν πορευόμενον εις τον ουρανόν » (Πράξ.1,9-11). Οι ουράνιοι διαμηνείς του θελήματος του Θεού άγγελοι βρέθηκαν για μια ακόμα φορά ανάμεσα σε ανθρώπους για να βεβαιώσουν το υπερφυσικό γεγονός της Αναλήψεως και να αναγγείλουν και κάτι άλλο: την επανέλευση του Κυρίου στη γη, η οποία θα γίνει τόσο ένδοξη και λαμπρή, όσο η Ανάληψη, όπως την βίωσαν οι παριστάμενοι απόστολοι.

Ο Κύριος Ιησούς Χριστός ανήλθε στους ουρανούς, αλλά δεν εγκατέλειψε το ανθρώπινο γένος, για το οποίο έχυσε το τίμιο Αίμα Του. Μπορεί να κάθισε στα δεξιά του Θεού στους ένδοξους ουρανούς, όμως η παρουσία Του εκτείνεται ως τη γη και ως τα έσχατα της δημιουργίας. ʼφησε στη γη την Εκκλησία Του, η οποία είναι το ίδιο το αναστημένο, αφθαρτοποιημένο και θεωμένο σώμα Του, για να είναι το μέσον της σωτηρίας όλων των ανθρωπίνων προσώπων, που θέλουν να σωθούν. Νοητή ψυχή του σώματός Του είναι ο Θεός Παράκλητος, «το Πνεύμα της αλήθείας» ( Ιωάν . 15,26), ο Οποίος επεδήμησε κατά την αγία ημέρα της Πεντηκοστής σε αυτό, για να παραμείνει ως τη συντέλεια του κόσμου. Η σωτηρία συντελείται με την οργανική συσσωμάτωση των πιστών στο θεανδρικό Σώμα του Χριστού. Αυτό εννοούσε, όταν υποσχόταν στους μαθητές Του: «ιδού εγώ μεθ ' υμών ειμί πάσας τας ημέρας έως της συντελείας του αιώνος» (Ματθ.28,20).

O απόστολος Παύλος θέλοντας να τονίσει εμφαντικά το γεγονός της εις ουρανούς αναβάσεως του Χριστού και της παρρησίας Του στο θρόνο του Θεού Πατέρα, έγραψε πως Αυτός «διαθήκης καινής μεσίτης εστί, όπως, θανάτου γενομένου εις απολύτρωσιν των επί τη πρώτη διαθήκη παραβάσεων, την επαγγελίαν λάβωσιν οι κεκλημένοι της αιωνίου κληρονομίας » (Εβρ.9,15). Λάβαμε την « οικονομίαν της χάριτος» (Εφεσ.3,2), ως υπέρτατη δωρεά της υψώσεως Αυτού. Ο φαεινός θρόνος Του στους ένδοξους ουρανούς είναι στο εξής το σημείο συνάντησης Θεού και ανθρώπων, διότι ο Ίδιος διαβεβαίωσε πως «ουδείς έρχεται προς τον πατέρα ει μη δι' εμού» (Ιωάν.14,6).

Μέσα λοιπόν στην χαροποιό αναστάσιμη περίοδο προβάλλει η μεγάλη εορτή της Αναλήψεως για να μας χαροποιήσει έτι περισσότερο και να μας υπενθυμίσει πως η δοξασμένη επάνοδος του Λυτρωτή μας Χριστού στο θρόνο της Θεότητας απορρέει άπειρες σωτήριες δωρεές για την ανθρωπότητα και ολόκληρη τη δημιουργία. Αυτός ως ο δοξασμένος Θεάνθρωπος μετέχει ταυτόχρονα του κτιστού και του ακτίστου , καθιστάμενος έτσι ο σωτήριος σύνδεσμος μεταξύ Δημιουργού και δημιουργημάτων. Αυτή είναι η πεμπτουσία της σωτηρίας και το κεντρικό νόημα της μεγάλης εορτής!

EYXH KATA THΣ BAΣKANIAΣ



Κύριε ο Θεός ημών, ο Βασιλεύς των αιώνων, ο παντοκράτωρ και παντοδύναμος, ο ποιών πάντα και μετασκευάζων μόνω τω βούλεσθαι, ο την επταπλάσιον κάμινον και την φλόγα την εν Βαβυλώνι εις δρόσον μεταβαλών και τους αγίους σου τρείς Παίδας σώους διαφυλάξας. ο ιατρός και θεραπευτής των ψυχών ημών, η ασφάλεια των εις σε ελπιζόντων, σου δεόμεθα και σε παρακαλούμεν, απόστησον, φυγάδευσον και απέλασον πάσαν διαβολικήν ενέργειαν, πάσαν σατανικήν έφοδον και πάσαν επιβουλήν, περιέργειάν τε πονηράν και βλάβην και οφθαλμών βασκανίαν των κακοποιών και πονηρών ανθρώπων από του δούλου σου ( τούδε) και ή υπό ωραιότητος ή ανδρείας ή ευτυχίας ή ζήλου και φθόνου ή βασκανίας συνέβη, αυτός, φιλάνθρωπε Δέσποτα, έκτεινον την κραταίαν σου χείρα και τον βραχίονά σου τον ισχυρόν και ύψιστον και επισκοπών επισκόπησον το πλάσμα σου τούτο και κατάπεμψον αυτώ Άγγελον ειρηνικόν, κραταιόν, ψυχής και σώματος φύλακα, ός επιτιμήσει και απελάσει απ΄αυτού πάσαν πάσαν πονηράν βουλήν, πάσαν φαρμακείαν και βασκανίαν των φθοροποιών και φθονερών ανθρώπων. ίνα υπό σου ο σός ικέτης φρουρούμενος, μετ΄ευχαριστίας ψάλλη σοί. «Κύριος εμοί βοηθός και ου φοβηθήσομαι τί ποιήσει μοι άνθρωπος». και πάλιν. «Ου φοβηθήσομαι κακά, ότι συ μετ΄ εμού ει. ότι συ εί ο Θεός, κραταίωμά μου, ισχυρός εξουσιαστής, άρχων ειρήνης, πατήρ του μέλλοντος αιώνος». Ναι, Κύριε ο Θεός ημών, φείσαι του πλάσματός σου και σώσον τον δούλον σου από πάσης βλάβης και επηρείας της εκ βασκανίας γινομένης, και ανώτερον αυτόν παντός κακού διαφύλαξον. πρεσβείαις της υπερευλογημένης, ενδόξου Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας, των φωτοειδών Αρχαγγέλων και πάντων σου των Αγίων. Αμήν.

4.5.10

Οσία Ειρήνη Χρυσοβαλάντου


Στὰ μέσα τοῦ 9 μ.Χ. αἰώνα, ὅταν αὐτοκράτορας τοῦ Βυζαντίου ἦταν ὁ εἰκονομάχος Θεόφιλος καὶ σύζυγός του ἡ εἰκονολάτρισσα Θεοδώρα, ὅταν ἡ περίοδος τῆς Εἰκονομαχίας, ποὺ γιὰ περισσότερο ἀπὸ 100 χρόνια ταλάνισε τὴν αὐτοκρατορία, βρισκόταν στὴν τελευταία φάση της, στὴν Καππαδοκία τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, γενέτειρα πολλῶν ἁγίων της Ἐκκλησίας μας, γεννήθηκε καὶ ἔζησε τὴν πρώτη της νεότητα ἡ Ἁγία Εἰρήνη ἡ Χρυσοβαλάντου, μία ἀπὸ τὶς πολλὲς χαριτόβρυτες καὶ θαυματουργὲς ἁγίες της Ὀρθοδοξίας. Ἐπιλέχθηκε ὡς ὑποψήφια σύζυγος τοῦ ἀνήλικου αὐτοκράτορα Μιχαὴλ Γ´ (ποὺ ἔμελλε ἀπὸ τοὺς σφετεριστὲς τοῦ θρόνου του νὰ ἐπονομαστεῖ «μέθυσος»)· ἀλλὰ ὁ Θεὸς τῆς ὑπέδειξε τὸ δρόμο τοῦ μοναχισμοῦ καὶ ἐκείνη ὁλοπρόθυμα τὸν ἀκολούθησε καὶ διέπρεψε, πάντα μὲ τὴ βοήθεια τῆς Θείας Χάρης. Ἀπὸ μία περίεργη σύμπτωση, ἀπόρροια τῆς Θείας Πρόνοιας, ὁ αὐτοκράτορας Θεόφιλος ἀπέρριψε τὴν ὑποψήφια σύζυγό του καὶ ἔτσι ἡ Ἐκκλησία κέρδισε μία ἐμπνευσμένη ὑμνογράφο, τὴν Κασσιανή. Ὁ γιὸς τοῦ Θεόφιλου, ὁ Μιχαὴλ ὁ Γ´, στὰ χρόνια του ὁποίου ἡ Εἰκονομαχία (726-843) ἔλαβε τέλος, ἀπέρριψε τὴν ὑποψήφια σύζυγό του καὶ ἡ Ἐκκλησία στολίστηκε μὲ μία ἁγία, τὴν Εἰρήνη, Ἡγουμένη τῆς μονῆς Χρυσοβαλάντου.

Πατέρας τῆς ἁγίας ἦταν ὁ πατρίκιος Φιλάρετος ὁ Καππαδόκης. Ἦταν ἀπὸ τὴν Καισαρεία τῆς Καππαδοκίας, εὐνοούμενος τοῦ αὐτοκράτορα Θεόφιλου καὶ ἔμπιστος τῆς συζύγου τοῦ Θεοδώρας. Ἦταν ὁ στρατιωτικὸς διοικητὴς τοῦ ἐξαιρετικῆς σημασίας θέματος τῆς Καππαδοκίας. Μητέρα της ἡ πατρικία Ζωή, γυναίκα ὄμορφη καὶ σεβαστὴ σὲ ὅλη τὴν Καισαρεία γιὰ τὸν ἐνάρετο βίο της. Τὸ ἀνδρόγυνο εἶχε ἀποκτήσει δυὸ κόρες, τὴν Καλλινίκη καὶ τὴν Εἰρήνη.

Ἡ Καλλινίκη γεννήθηκε τὸ 825. Ὀφείλει τὸ ὄμορφο ὄνομά της στὶς θριαμβευτικὲς νίκες ποὺ πέτυχε ὁ πατέρας τῆς ἐναντίον τῶν Σαρακηνῶν τὴ χρονιὰ ποὺ γεννήθηκε. Τρία χρόνια ἀργότερα, τὸ 828, γεννήθηκε ἡ Εἰρήνη. Ὁ Φιλάρετος ὅμως ἔχασε τὴ γυναίκα του, ὅταν ἐκείνη ἦταν ἀκόμη πολὺ νέα. Ἔτσι, ἡ ἀνατροφὴ τῶν δυὸ κορῶν τους ἀνατέθηκε στὴν πατρικία Σοφία, τὴ μεγαλύτερη ἀδερφὴ τοῦ στρατηγοῦ.

Ἡ Σοφία ἦταν μορφωμένη γυναίκα, βαθύτατα θρησκευόμενη καὶ ἐπιθυμοῦσε νὰ εἰσαχθεῖ στὶς ἰσάγγελες τάξεις τῶν μοναζουσῶν. Ὅμως, ἡ πρόωρη χηρεία τοῦ ἀδερφοῦ της τὴν ἀπέτρεψε ἀπὸ τὰ σχέδια της καὶ τὴν ὤθησε νὰ ἀφιερωθεῖ στὶς δυὸ ὀρφανὲς ἀνιψιές της. Ἀγάπησε τὰ κοριτσάκια σὰν δικά της παιδιὰ καὶ τοὺς μετέδωσε ὅλη τὴν ἀγάπη της γιὰ τὸ Χριστὸ καὶ τὴ βαθύτατη πίστη της σὲ Αὐτόν. Ἄλλωστε, ὁ ἀδερφός της συχνὰ ἀναγκαζόταν νὰ ἀφήνει μόνο στὰ χέρια της τὶς κόρες του, καθὼς τὰ δικά του καθήκοντα τὸν καλοῦσαν συχνὰ σὲ πολέμους καὶ ἐκστρατεῖες.

Ὅμως, ὁ πατρίκιος Φιλάρετος, ὁ ὁποῖος λάτρευε τὶς δυὸ θυγατέρες του, τὶς ἀνέθρεψε μὲ τρόπο ζηλευτό. Ἡ Καλλινίκη καὶ ἡ Εἰρήνη ἔλαβαν μεγάλη μόρφωση ἀπὸ τοὺς σημαντικότερους δασκάλους τῆς Καισαρείας. Οἱ φιλότιμες προσπάθειες τῆς θείας τους καὶ τοῦ πατέρα τους δὲν ἀπέβησαν μάταιες. Οἱ δυὸ ἀδερφές, πραγματικὲς καλλονές, μεγαλώνοντας ἦταν πρότυπα ἀρετῆς καὶ ἀρχοντιᾶς καὶ ἡ φήμη τους, ἐνισχυμένη ἀπὸ τὸ μεγάλο ὄνομα τῆς οἰκογένειάς τους καὶ τὴ δόξα τοῦ πατέρα τους, εἶχε φτάσει ὡς τὴν Κωνσταντινούπολη.

Ἡ Καλλινίκη καὶ ἡ Εἰρήνη, ἂν καὶ πολὺ ἀγαπημένες, ἦταν χαρακτῆρες ἐκ διαμέτρου ἀντίθετοι καὶ ὁ Κύριος εὐδόκησε, ὥστε νὰ ζήσουν ἀνάλογο βίο. Ἡ Καλλινίκη ἦταν ἔξυπνη, ζωηρή, πολὺ εὐχάριστη στὴ συντροφιά της καὶ πανέμορφη. Εἶχε ἀπόλυτη συναίσθηση τῆς ὀμορφιᾶς της καὶ ἐπιθυμοῦσε νὰ ἀρέσει. Πρόσεχε τὴν ἐμφάνισή της, παρακολουθοῦσε τὴ μόδα, λάτρευε τὰ πλούσια φορέματα καὶ τὰ ἀκριβὰ κοσμήματα., τὰ ὁποία ὁ ἀγαπημένος της πατέρας δὲ φειδόταν νὰ χαρίζει στὴν πρωτότοκη κόρη του.

Τὴν ἄνοιξη τοῦ 839, ὁ Φιλάρετος φιλοξένησε στὸ ἀνάκτορό του τὸ νεαρὸ Βάρδα (κατοπινὸς Καίσαρας), ἀδερφὸ τῆς Αὐγούστας Θεοδώρας, ὁ ὁποῖος εἶχε μεταβεῖ στὴν Καισαρεία γιὰ κρατικὴ ὑπόθεση, ἀπεσταλμένος τοῦ αὐτοκράτορα Θεόφιλου. Ἐκεῖ γνώρισε τὴ δεκατετράχρονη Καλλινίκη, γοητεύτηκε ἀπὸ τὴν καλλονή της καὶ τὴ ζήτησε σὲ γάμο. Λίγους μῆνες ἀργότερα, ὁλόκληρη ἡ Καππαδοκία παρέστη στοὺς ὑπέρλαμπρους γάμους τῆς Καλλινίκης καὶ τοῦ Βάρδα, ὅπου ὁ ἴδιος ὁ αὐτοκράτορας Θεόφιλος συμμετεῖχε ὡς παραγαμπρὸς τοῦ γυναικαδερφοῦ του. Ἀμέσως μετά, τὸ νεαρὸ ζευγάρι ἔφυγε γιὰ τὰ ἀνάκτορα τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ἡ Καλλινίκη μοιράστηκε τὴ ζωή της μὲ τὸν Καίσαρα Βάρδα καὶ ἀπόκτησε μαζί του δυὸ γιοὺς καὶ δυὸ κόρες. Ἔζησε μὲ τὸν κοσμικὸ καὶ πολυτελῆ τρόπο ποὺ ἐπιθυμοῦσε, ὅμως ἀληθινὰ εὐτυχισμένη μᾶλλον δὲν ὑπῆρξε ποτὲ δίπλα στὸ φιλόδοξο καὶ ἰσχυρὸ Καίσαρα, μία ἀπὸ τὶς σημαντικότερες προσωπικότητες τοῦ Βυζαντίου κατὰ τὸν 9ο αἰώνα, μὲ τὸν πολυτάραχο βίο καὶ τὸ ἄδοξο τέλος.

Ἡ Εἰρήνη ἦταν ἐπίσης πεντάμορφη καὶ πανέξυπνη, ὅμως δὲν ἐπιθυμοῦσε νὰ στολίζει τὴν ὀμορφιά της, οὔτε πολὺ περισσότερο νὰ τὴν ἐπιδεικνύει. Φρόντιζε μὲ ταπεινότητα νὰ καλύπτει τὰ πολλά της χαρίσματα, σωματικὰ καὶ ψυχικά. Ἥσυχη καὶ ἀποτραβηγμένη ἀπὸ τὰ κοινωνικὰ δρώμενα, χρησιμοποιοῦσε τὰ ἀποθέματα κοινωνικότητας, μὲ τὰ ὁποῖα κάθε ἄνθρωπος ἔχει προικισθεῖ, σὲ ἔργα φιλανθρωπίας καὶ συμπαράστασης στὸν ἀνθρώπινο πόνο. Μοναδικό της στολίδι ἦταν ὁ χρυσὸς σταυρὸς ποὺ κρέμονταν στὸ στῆθος της, ἐνῶ τὰ πανάκριβα κοσμήματα ποὺ τῆς χάριζε ὁ πατέρας της τὰ διέθετε γιὰ ἀλτρουιστικοὺς σκοπούς. Λάτρευε μὲ μεγάλη ἀφοσίωση τὸ Χριστὸ καὶ προσπαθοῦσε νὰ ἐναρμονίζει τὸ βίο της μὲ τὶς ἐντολές Του. Πνευματικός της ἦταν ὁ Γέροντας Συνέσιος στὴ μονὴ τῶν ἁγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων. Τὴ μονὴ αὐτὴ εἶχε ἱδρύσει ὁ Μέγας Βασίλειος καὶ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἦταν σὲ μεγάλη ἀκμή. Ὁ Γέροντας Συνέσιος θαύμαζε τὶς προόδους τῆς πνευματικῆς του θυγατέρας καὶ ἡ Εἰρήνη, ποὺ ἐξέπεμπε μέσα στὴν ἁπλότητά της μιὰ μεγαλοπρέπεια, ἡ ὁποία μαγνήτιζε ὅσους τὴν ἀντίκριζαν, ἄφηνε νὰ ἐννοηθεῖ ὅτι θὰ ἀσπαστεῖ τὸ μοναχικὸ βίο.

Τὸ χειμώνα τοῦ 843, ἡ αὐτοκράτειρα Θεοδώρα, χήρα πιὰ καὶ ἐπίτροπος τοῦ γιοῦ της Μιχαὴλ Γ´, κάλεσε τὸν πατρίκιο Φιλάρετο στὴν Κωνσταντινούπολη. Εἶχε ἀποφασίσει νὰ θέσει ὁριστικὸ τέλος στὴν Εἰκονομαχία καὶ γι᾿ αὐτὸ τὸ ἐγχείρημα χρειαζόταν τὴ βοήθεια καὶ τοῦ στρατοῦ καὶ τῶν ἱερέων. Ἐμπιστεύτηκε λοιπὸν τὸ Φιλάρετο καὶ τὸν Ὁμολογητὴ Μάξιμο (μετέπειτα Πατριάρχη). Ὅταν ἐπιτεύχθηκε ὁ σκοπός της καὶ οἱ ἱερὲς εἰκόνες ἀναστηλώθηκαν (19 Φεβρουαρίου 843 μ.Χ.), ζήτησε ἀπὸ τὸ Φιλάρετο νὰ φέρει στὴν Κωνσταντινούπολη τὴν ὄμορφη θυγατέρα του, προκειμένου νὰ τὴν παντρέψει μὲ τὸ γιό της Μιχαήλ. Ἔψαχνε κατάλληλη νύφη, ἡ ὁποία θὰ συνέτιζε τὸ νεαρὸ αὐτοκράτορα ἀπὸ τὰ ξέφρενα γλέντια καὶ θεωροῦσε ὅτι ἡ φημισμένη γιὰ τὴν ἐνάρετη ζωή της καλλονὴ θὰ ἐξυπηρετοῦσε τὸ σκοπό της.

Ὁ Φιλάρετος μήνυσε ἀμέσως στὴν ἀδερφή του νὰ στείλει τὴν Εἰρήνη, ποὺ τότε ἦταν δέκα πέντε χρονῶν, στὴ Βασιλεύουσα μὲ τὴ συνοδεία τοῦ πατρικίου στρατηγοῦ Νικηφόρου, ἀδερφοῦ τῆς μακαρίτισσας συζύγου του. Τὰ νέα ὅτι ἡ Εἰρήνη θὰ παντρευόταν τὸν αὐτοκράτορα καὶ θὰ φοροῦσε τὸ στέμμα τῆς αὐτοκρατορίας διαδόθηκαν σὰν ἀστραπὴ σὲ ὅλη τὴν Καππαδοκία. Ὅλοι μακάριζαν τὸν πατρίκιο γιὰ τὴν εὐτυχία ποὺ τοῦ ἐπιφύλαξε ὁ Θεός, νὰ στολίσει τὰ αὐτοκρατορικὰ ἀνάκτορα μὲ τὶς δυὸ πανέμορφες κόρες του. Ὁ στρατηγὸς Νικηφόρος διέταξε νὰ ἀρχίσουν ἀμέσως οἱ ἑτοιμασίες γιὰ τὸ ταξίδι τῆς μικρῆς ἀνιψιᾶς τοῦ ὑπὸ τὴν αὐστηρὴ ἐπίβλεψη καὶ ἀκούραστη φροντίδα τῆς πατρικίας Σοφίας.

Ἡ μόνη ποὺ ἔμεινε παγερὰ ἀδιάφορη σὲ ὅλη αὐτὴν τὴν ἀναστάτωση ἦταν καὶ ἡ ἄμεσα ἐνδιαφερόμενη: ἡ Εἰρήνη. Ἀπὸ πολὺ νωρὶς εἶχε ποθήσει τὸ μοναχικὸ βίο καὶ ὡς Νυμφίο τῆς εἶχε ἐπιλέξει τὸν ἴδιο τὸν Κύριο, πρὸς τὸν ὁποῖο ἀπηύθυνε ἀδιάκοπες καὶ ὁλόθερμες προσευχές. Οἱ λόγοι ποὺ δέχτηκε μὲ χαρὰ αὐτὸ τὸ ταξίδι πρὸς τὴ Βασιλεύουσα ἀπεῖχαν πολὺ ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ὅλοι νόμιζαν: Ταξίδευε στὴν Πόλη γιὰ νὰ ἀποχαιρετήσει τὴν πολυαγαπημένη της ἀδερφή, τὴν ὁποία δὲν εἶχε ξαναδεῖ ἀπὸ τὴν ἡμέρα τῶν λαμπρῶν γάμων της (εἶχαν περάσει τέσσερα χρόνια ἀπὸ τότε) καὶ γιὰ νὰ ἀποσπάσει τὴν εὐχὴ τοῦ πατέρα της, ὥστε νὰ ἀποσυρθεῖ στὴ μονὴ ποὺ τόσο διακαῶς ποθοῦσε.

Αὐτὲς τὶς μύχιες σκέψεις της ἡ Εἰρήνη τὶς ἐμπιστεύτηκε στὸ μοναδικὸ ἄνθρωπο ποὺ θεωροῦσε ὅτι ἦταν σὲ θέση νὰ τὶς καταλάβει: στὴ θεία της. Ἡ πατρικία Σοφία εἶχε ἀπογοητευθεῖ ἀπὸ τὸ γάμο τῆς Καλλινίκης. Βαθύτατα θρησκευόμενη, ἐπιθυμοῦσε οἱ ἀνιψιές της νὰ διάγουν βίο ἁπλὸ καὶ χριστιανικό. Βέβαια, ποτὲ δὲ θεώρησε ὅτι ἡ Καλλινίκη ἦταν πλασμένη καὶ προορισμένη γιὰ τὴν ἀσκητικὴ ζωή, ἀλλὰ ἦταν σίγουρη ὅτι ὁ γάμος μὲ τὸ Βάρδα, ποὺ τὴν τοποθετοῦσε μέσα στὸ γεμάτο μηχανορραφίες περιβάλλον τῆς Αὐλῆς, θὰ καθιστοῦσε δυστυχισμένη τὴν ἀνιψιά της. Τῆς ἔμενε ὅμως ἡ Εἰρήνη νὰ πραγματοποιήσει τὰ ὄνειρά της, ὥσπου ἔλαβε τὸ μήνυμα τοῦ ἀδερφοῦ της καὶ πίστεψε ὅτι γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ οἱ ἐλπίδες τὶς ἀποδεικνύονταν φροῦδες. Ὅταν ὅμως ἄκουσε τὰ σχέδια τῆς Εἰρήνης, ἡ ὁποία μιλοῦσε μὲ μοναδικὴ ἀποφασιστικότητα, ἀγαλλίασε καὶ εὐχαρίστησε τὸν Κύριο, ποὺ ἡ μικρή της ἀνιψιὰ δὲ θὰ θυσιαζόταν στὸ βωμὸ τῆς ματαιοδοξίας.

Ὅλα ἦταν πιὰ ἕτοιμα γιὰ τὸ μακρὺ ταξίδι πρὸς τὴν Πόλη. Ἡ Εἰρήνη, πρὶν ἀναχωρήσει ὁριστικὰ ἀπὸ τὴ γενέτειρά της, ἐπισκέφθηκε τὸν πνευματικό της πατέρα. Ὁ γέροντας Συνέσιος τὴν εὐλόγησε καὶ τὴν συμβούλεψε νὰ σταθμεύσει στὸ ὄρος Ὄλυμπος τῆς Βιθυνίας, μεγάλο ἀσκητικὸ κέντρο τῆς ἐποχῆς, καὶ νὰ λάβει τὴν εὐλογία ἀπὸ τὸ μεγάλο ἀσκητὴ Ἰωαννίκιο. Ὕστερα, ἡ Εἰρήνη ἀποχαιρέτησε γιὰ πάντα τὴν πολυαγαπημένη τῆς θεία ποὺ γι᾿ αὐτὴν ἦταν καὶ μητέρα. Μετὰ τὴν ἀναχώρηση τῆς ἀνιψιᾶς της, ἡ πατρικία Σοφία μόνασε στὸν ἱερὸ παρθενώνα τῆς Ὑπαπαντῆς, πραγματοποιώντας μία ἐπιθυμία τὴν ὁποία ἀνέβαλε γιὰ 15 ὁλόκληρα χρόνια γιὰ ἀγάπη τοῦ ἀδερφοῦ της. Τὶς ἀνιψιές της δὲν τὶς ξαναεῖδε ποτέ.

Ἡ Εἰρήνη ἐπιβιβάστηκε στὴν ἅμαξά της μὲ τὶς δυὸ θεραπαινίδες της, τὴν Φιλικητάτη καὶ τὴν Ἀρετή, ποὺ ἀργότερα μπῆκαν στὴ μοναστική της συνοδεία. Θὰ τὴν συνόδευε στρατιωτικὸ ἄγημα 40 ἀνδρῶν, ἐπικεφαλῆς τοῦ ὁποίου ἦταν ὁ θεῖος της, πατρίκιος Νικηφόρος. Οἱ στιγμὲς ἦταν ἐξαιρετικὰ συγκινητικές, διότι ἡ κόρη γνώριζε πολὺ καλὰ ὅτι δὲ θὰ ξανάβλεπε τὸ πατρικό της σπίτι. Ἔτσι, ξεκίνησε τὸ ταξίδι τῆς μέλλουσας αὐτοκράτειρας, ὅπως ὅλοι νόμιζαν.

Μετὰ ἀπὸ πολυήμερη καὶ κοπιαστικὴ διαδρομή, οἱ ταξιδιῶτες ἔφτασαν στὸ ὅρος τοῦ Ὀλύμπου. Ἐκεῖ, ἡ Εἰρήνη καὶ ὁ θεῖος τῆς φιλοξενήθηκαν γιὰ τέσσερις μέρες στὴ μονὴ τῶν Ἀγαύρων καὶ στὴ συνέχεια, ὁ Ἡγούμενος τῆς μονῆς συνόδευσε τοὺς ἐπισκέπτες του στὸ μέρος ὅπου ἀσκήτευε ὁ ὅσιος Ἰωαννίκιος. Ἔπειτα ἀπὸ ἐπίπονη καὶ κοπιαστικὴ ἀνάβαση, εἶδαν τὸν ἡλικιωμένο ἅγιο νὰ κάθεται ἔξω ἀπὸ τὴ σπηλιά του. Τοὺς κοίταζε μὲ καλοσυνάτο καὶ γαλήνιο χαμόγελο, σὰν νὰ τοὺς περίμενε. Τὴν ἐποχὴ αὐτὴ δὲ δεχόταν προσκυνητές, διότι γνώριζε πὼς πλησίαζε ἡ κοίμησή του καὶ ἤθελε ἀπόλυτη ἡσυχία γιὰ νὰ προετοιμαστεῖ. Αὐτὴ τὴ φορὰ ὅμως σηκώθηκε καὶ ἀκουμπώντας στὸ ραβδί του πλησίασε τοὺς προσκυνητές. Ἡ Εἰρήνη ἑτοιμάστηκε νὰ βάλει μετάνοια μπροστὰ στὸν ὅσιο, ὅταν κατάπληκτη βλέπει τὸν ἅγιο νὰ γονατίζει ἐκεῖνος μπροστά της καὶ ἀφοῦ σηκώθηκε νὰ τῆς λέει: «Καλῶς ἦλθες δούλη τοῦ Θεοῦ Εἰρήνη. Ὕπαγε μετὰ χαρᾶς στὴ Βασιλεύουσα. Ἡ μονὴ τοῦ Χρυσοβαλάντου ἐσένα περιμένει νὰ ποιμάνεις τὰς παρθένους της». Τὸ περιστατικὸ αὐτὸ τὸ διηγιόταν μὲ βαθύτατη συγκίνηση χρόνια μετὰ ἡ ἴδια ἡ ἁγία, ὄντας πιὰ Ἡγουμένη τῆς μονῆς Χρυσοβαλάντου.

Ἡ μνήμη τοῦ ὁσίου Ἰωαννικίου τιμᾶται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μας στὶς 4 Νοεμβρίου.

Ἡ Εἰρήνη καὶ οἱ συνταξιδιῶτες της ἔφτασαν ἐπιτέλους στὴν Κωνσταντινούπολη ἕνα ἀνοιξιάτικο πρωινό, γιὰ νὰ πληροφορηθοῦν ἐκεῖ ὅτι μόλις πρὶν λίγες μέρες εἶχαν τελεστεῖ οἱ γάμοι τοῦ αὐτοκράτορα μὲ τὴν Εὐδοκία τὴ Δεκαπολίτισσα. Ὁ πατέρας της, ἡ ἀδερφή της, ὁ θεῖος της μὲ δυσκολία ἔκρυβαν τὴν ἀπογοήτευσή τους. Ἡ Εἰρήνη ἀντίθετα αἰσθανόταν μία ἀγαλλίαση γιὰ τὴν τροπὴ τῶν γεγονότων, ποὺ φαινόταν περίεργη στοὺς οἰκείους της καὶ ἀνησυχοῦσε τὸ στρατηγὸ Νικηφόρο, ὕστερα ἀπὸ τὴν προφητεία ποὺ εἶχε ἀκούσει.

Παρὰ τὴ ματαίωση τῶν αὐτοκρατορικῶν της γάμων, ἡ Εἰρήνη δὲν μπόρεσε νὰ ἐπισπεύσει τὴν εἴσοδό της στὶς τάξεις τῶν μοναζουσῶν. Καταρχήν, ἡ Αὐγούστα Θεοδώρα καὶ οἱ κόρες της ἤθελαν νὰ γνωρίσουν τὴν ὑποψήφια νύφη τους. Ἡ αὐτοκράτειρα ἤδη ἐκτιμοῦσε ἰδιαίτερα τὴν Καλλινίκη, στὴν ὁποία εἶχε ἀπονείμει τὸν τίτλο τῆς «εὐγενεστάτης ζωστῆς πατρικίας» καὶ ἤθελε νὰ γνωρίσει τὴν ἀδερφή της, γιὰ τὴν ὁποία ὅλοι μιλοῦσαν μὲ τὰ καλύτερα λόγια. Ἄλλωστε, δὲν ἔκρυβε τὴ θλίψη της γιὰ τὸ γάμο τοῦ γιοῦ της: Ἡ Εὐδοκία (ποὺ ἀπὸ πολλοὺς ἱστορικοὺς ἔχει χαρακτηρισθεῖ ὡς ἡ πιὸ ἄχαρη αὐτοκράτειρα τοῦ Βυζαντίου) μὲ τὴν ἀσήμαντη ἐμφάνισή της καὶ τὰ ἐλάχιστα ψυχικά της χαρίσματα πολὺ γρήγορα ὑποσκελίστηκε ἀπὸ τὴν ἐρωμένη τοῦ Μιχαὴλ Γ´, Εὐδοκία Ἰγερινὴ καὶ καθόλου δὲν μπόρεσε νὰ ἐπιβληθεῖ στὸ σύζυγό της. Ἄλλωστε, ἡ Αὐγούστα γνώριζε πολὺ καλὰ ὅτι τὸν πολυπόθητο γάμο ἀνάμεσα στὴν Εἰρήνη καὶ τὸ γιό της, ματαίωσε μὲ διάφορες ἐνέργειες ὁ ἀδερφός της καὶ γαμπρὸς τῆς Εἰρήνης, ὁ Καίσαρας Βάρδας: ὁ Βάρδας δὲν ἤθελε ἡ γυναικαδερφή του νὰ ἀνέβει στὸ βυζαντινὸ θρόνο, διότι σὲ αὐτὴν τὴν περίπτωση θὰ ἐνισχυόταν ἡ ἐπιρροὴ τοῦ πεθεροῦ του στὸ Παλάτι καὶ θὰ ἦταν ἐπικίνδυνο ἐμπόδιο στὴν ἐκπλήρωση τῶν φιλόδοξων σχεδίων του.

Ἡ Εἰρήνη, ξένη ἀπὸ ὅλο αὐτὸ τὸν κόσμο τῶν συνωμοσιῶν, συνάντησε τὴν Αὐγούστα καὶ τὶς κόρες της. Μιὰ βαθιὰ ἐκτίμηση ἀναπτύχθηκε ἀμέσως ἀνάμεσα στὴν αὐτοκράτειρα καὶ τὸ κορίτσι, ἐνῶ στενὴ φιλία ἔδεσε τὴν Εἰρήνη καὶ τὴν πρωτότοκη κόρη τῆς Θεοδώρας, τὴ Θέκλα. Ὅλες οἱ ζωστὲς θαύμασαν τὸ ἦθος καὶ τὴν ὀμορφιὰ τῆς Εἰρήνης καὶ ἡ Καλλινίκη ἦταν ἰδιαίτερα ὑπερήφανη γιὰ τὴ μικρή της ἀδερφή, ποὺ ἡ ἁπλότητά της ἀνεδείκνυε ἀκόμη περισσότερο τόσο τὴ σωματικὴ μὰ κυρίως τὴν ψυχική της ὀμορφιά. Κατὰ τὸ ἐπίσημο γεῦμα ποὺ ἀκολούθησε, ἡ Θεοδώρα δώρισε στὴν Εἰρήνη μία χρυσὴ κασετίνα γεμάτη κοσμήματα ἀμύθητης ἀξίας: ἡ κασετίνα αὐτὴ θὰ ἦταν τὸ δῶρο τῆς Αὐγούστας στοὺς γάμους τοῦ γιοῦ της μὲ τὴν Εἰρήνη. Ἀφοῦ γνώρισε τὸ κορίτσι, ἡ αὐτοκράτειρα καὶ οἱ κόρες τῆς ἀπογοητεύτηκαν ἀκόμη περισσότερο γιὰ τὸ γάμο ποὺ σύναψε ὁ Μιχαὴλ Γ´ καὶ γιὰ νὰ δείξει τὴν ἐκτίμησή της στὴν Εἰρήνη, ἡ Θεοδώρα τῆς χάρισε αὐτὸ ποὺ προοριζόταν γιὰ γαμήλιο δῶρο της. Ἀπὸ ἐκείνη τὴν ἡμέρα, ἡ Εἰρήνη ἐλεύθερα μπαινόβγαινε στὰ ἰδιαίτερα διαμερίσματα τῆς Αὐγούστας καὶ τῶν κορῶν της.

Ὅπως καταλαβαίνει ὁ ἀναγνώστης, μέσα στὴ μυθώδη πολυτέλεια τῶν βυζαντινῶν ἀνακτόρων, ἡ Εἰρήνη ἐπιβλήθηκε μὲ τὴ μεγάλη της καλλονὴ καὶ τὸ ἐξαιρετικό της ἦθος. Ἔτσι κι ἀλλιῶς, ἀπολάμβανε ἰδιαίτερης ἐκτίμησης καὶ δόξας: ἦταν ἡ εὐνοούμενη τῆς αὐτοκράτειρας Θεοδώρας καὶ στενότατη φίλη τῆς πριγκίπισσας Θέκλας, ἦταν ἡ κόρη τοῦ στρατιωτικοῦ διοικητῆ τῆς Καππαδοκίας Φιλάρετου καὶ ἀνιψιὰ τοῦ ἔνδοξου στρατηγοῦ Νικηφόρου, ἦταν ἡ ἀδερφὴ τῆς πρώτης τῇ τάξει ζωστῆς Καλλινίκης καὶ γυναικαδερφὴ τοῦ Καίσαρα Βάρδα, τοῦ ἀνθρώπου ποὺ οὐσιαστικὰ κυβερνοῦσε πίσω ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα. Ὅλες οἱ κυρίες τῆς ἀνώτατης ἀριστοκρατίας ἐπιθυμοῦσαν νὰ τὴν γνωρίσουν καὶ νὰ συνδεθοῦν φιλικὰ μαζί της. Δεχόταν ἀμέτρητες προσκλήσεις γιὰ ἐπίσημα γεύματα καὶ χορούς, τὶς ὁποῖες ἔπρεπε ὁπωσδήποτε νὰ δεχτεῖ καὶ νὰ ἀνταποδώσει, σύμφωνα μὲ τὶς συμβουλὲς τῆς πάντα κοινωνικῆς πολυαγαπημένης τῆς ἀδερφῆς.

Καὶ ἡ Εἰρήνη; Πῶς ἀντιδροῦσε σὲ ὅλα αὐτὰ τὰ μεγαλεῖα; Ἡ Εἰρήνη, ὅσο μεγαλύτερων τιμῶν ἀπολάμβανε, τόσο περισσότερο ἀδημονοῦσε νὰ ἔρθει ἡ στιγμὴ ποὺ θὰ ἐγκατέλειπε γιὰ πάντα τὰ ἐγκόσμια. Εἶχε κάθε λόγο, ποὺ θὰ προερχόταν ἀπὸ τὸ νέο τρόπο ζωῆς της, νὰ ἀλλάξει γνώμη καὶ νὰ ἀκολουθήσει ἐντελῶς διαφορετικὴ πορεία ἀπὸ ἐκείνη ποὺ εἶχε στὸ μυαλό της, ὅταν ἄφησε τὴν πατρίδα της καὶ ἦρθε στὴν Πόλη ὡς νύφη τοῦ αὐτοκράτορα· ὅμως, ἐκείνη τόσο πιὸ βέβαιη αἰσθανόταν γιὰ τὴν ἐκλογή της. Ἐπιδιδόταν σὲ θερμὴ προσευχὴ καὶ αὐστηρὴ νηστεία, καθὼς θεωροῦσε δεδομένο ὅτι ἡ ὥρα ποὺ θὰ ἐλάμβανε τὸ ἀγγελικὸ σχῆμα πλησίαζε.

Μάλιστα, σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς βόλτες της μὲ τὴν πριγκίπισσα, ἐπισκέφθηκαν τὴν Μονὴ τῶν Παμμεγίστων Ταξιαρχῶν Μιχαὴλ καὶ Γαβριὴλ τοῦ Χρυσοβαλάντου, ἡ ὁποία βρισκόταν στὰ περίχωρα τῆς Βασιλεύουσας. Ἡ Εἰρήνη μὲ πολὺ μεγάλη συγκίνηση, ἔχοντας στὸ μυαλό της τὰ λόγια τοῦ μεγάλου Ἰωαννικίου, προσκύνησε στὸ μοναστήρι καὶ συνομίλησε ὦρες μὲ τὴν Ἡγουμένη Ἄννα. Τόσο ἀγάπησε τὴν εὐταξία τῆς μονῆς καὶ τὴ Θεία Χάρη ποὺ ἀπέπνεε, τὴν ψυχικὴ γαλήνη ποὺ ἁπλόχερα πρόσφερε ὁ ἱερὸς τοῦτος χῶρος στοὺς προσκυνητές, τὴν εὐλάβεια ποὺ ξυπνοῦσε στὶς ψυχές, ὥστε ἀποφάσισε νὰ μονάσει ἐκεῖ. Ἀπὸ ἐκείνη τὴν ἡμέρα, περίμενε τὴν κατάλληλη εὐκαιρία νὰ μιλήσει τοῦ πατέρα της καὶ νὰ πάρει τὴν εὐχή του, καθὼς δὲν ἤθελε νὰ τὸν λυπήσει μὲ κρυφή της ἀναχώρηση.

Ἡ εὐκαιρία δὲν ἄργησε νὰ παρουσιαστεῖ. Ὁ πατρίκιος Φιλάρετος μετὰ τὴ ματαίωση τῶν αὐτοκρατορικῶν γάμων τῆς κόρης του εἶχε μία ἐπιθυμία: νὰ ἀποκαταστήσει τὴ μικρή του θυγατέρα μὲ ἕνα συνοικέσιο ἀντάξιό της καὶ στὴ συνέχεια, ἀπογοητευμένος ἀπὸ τὸ διεφθαρμένο περιβάλλον τῆς Αὐλῆς, νὰ ὑποβάλλει τὴν παραίτησή του καὶ νὰ ἀποτραβηχτεῖ στὸ παλάτι του στὴν Καισαρεία. Ἄλλωστε, μετὰ τὴν ἀρχική του πικρία καὶ παρὰ τὴν προσβολὴ ποὺ ἔγινε στὴν οἰκογένειά του, ἔνιωθε ἱκανοποιημένος ποὺ ἡ Εἰρήνη του δὲν παντρεύτηκε τὸν αὐτοκράτορα: Ἦταν βέβαιος ὅτι δὲ θὰ ἦταν ποτὲ εὐτυχισμένη δίπλα στὸν ἄσωτο Μιχαὴλ Γ´. Μὲ τὰ σχέδιά του ἦταν σύμφωνος ὁ γυναικαδερφός του Νικηφόρος.

Ὁ Φιλάρετος λοιπὸν γνώρισε σὲ μία ἀποστολή του στὴν Ἀδριανούπολη τὸ γιὸ τοῦ Ἔπαρχου τῆς πόλης Νικήτα, πατρίκιο Φωτεινό. Ἦταν ἐξαιρετικὸς νέος, μορφωμένος, προικισμένος μὲ ἔμφυτη ἀρετή, γενναῖος καὶ μοναδικὸς κληρονόμος μιᾶς μεγάλης περιουσίας. Ὁ Φιλάρετος θεώρησε ὅτι ἦταν ὁ πιὸ κατάλληλος γιὰ νὰ εὐτυχίσει στὸ πλευρό του ἡ Εἰρήνη καὶ ἀμέσως μίλησε στὸν πατέρα τοῦ νέου. Ὁ Ἔπαρχος Νικήτας θεώρησε μεγάλη τιμὴ νὰ συγγενέψει μὲ τὴν ἔνδοξη οἰκογένεια τοῦ Φιλάρετου, ποὺ εἶχε τόσο στενοὺς δεσμοὺς μὲ τὴν αὐτοκρατορικὴ οἰκογένεια· οἱ δυὸ πατεράδες ἔδωσαν λόγο νὰ ἀρραβωνιάσουν τὰ παιδιά τους, πολύφερνα καὶ τὰ δυό τους ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες οἰκογένειες τῆς αὐτοκρατορίας γιὰ γαμπρὸς καὶ νύφη. Στὸ Φωτεινὸ δὲν εἶπαν τίποτα, πρὶν γνωριστεῖ μὲ τὴν Εἰρήνη.

Γι᾿ αὐτὸ τὸ σκοπό, ἐπιστρέφοντας ὁ Φιλάρετος στὴν Πόλη, πῆρε μὲ κάποια πρόφαση τὸ νέο μαζί του. Ἕνα βράδυ, τὸν κάλεσε σὲ ἐπίσημο δεῖπνο στὰ ἰδιαίτερα διαμερίσματα τοῦ Καίσαρα Βάρδα, ὅπου φιλοξενοῦνταν ὁ πατρίκιος καὶ ἡ Εἰρήνη ἀπὸ τὴν κόρη του καὶ τὸ γαμπρό του. Ἐκεῖ ὁ Φωτεινὸς γνώρισε τὴν πεντάμορφη Εἰρήνη, ἡ ὁποία ἔλαμπε μὲ ὅλη της τὴν περιλάλητη πιὰ ἁπλότητα καὶ τὴ χλομάδα, ἀποτέλεσμα τῆς πολυήμερης αὐστηρῆς νηστείας. Μετὰ ἀπὸ αὐτὴ τὴ συνάντηση, ὁ Φιλάρετος ἀποφάσισε νὰ ἀνακοινώσει στὴν κόρη του τὴν ἀπόφασή του, τὸ ἑπόμενο κιόλας πρωί.

Κατὰ τὴ συζήτηση ποὺ ἀκολούθησε, ὁ πατρίκιος ἔκπληκτος πληροφορήθηκε ἀπὸ τὴν ἴδια του τὴν κόρη τὴν ἀμετάκλητη ἀπόφασή της, νὰ λάβει τὸ ἀγγελικὸ σχῆμα. Ὁ πατέρας ὅμως δὲ συμμεριζόταν τὰ σχέδια τῆς θυγατέρας του. Σκεφτόταν τὴν ἀτίμωση ποὺ θὰ συνεπαγόταν πρὸς τὸ πρόσωπό του, ἡ ἀναίρεση τοῦ λόγου ποὺ εἶχε δώσει στὸν Ἔπαρχο Νικήτα. Ἐπιπλέον, δὲν μποροῦσε νὰ ἀποδεχτεῖ τὴν ἰδέα ὅτι ἡ ἐξαίσια κόρη του, ποὺ γι᾿ αὐτὴν μιλοῦσαν ὁλόκληρα τὰ ἀνάκτορα καὶ οἱ μεγαλύτερες οἰκογένειες τῆς αὐτοκρατορίας τὴν ἤθελαν γιὰ νύφη τους, θὰ θαβόταν στὴν ἀφάνεια τοῦ μοναστηριοῦ. Τρομερὰ ὀργισμένος, ἔτσι ὅπως ἡ ἀγαπημένη του Εἰρήνη δὲν τὸν εἶχε δεῖ ποτὲ μέχρι τότε, τῆς ἔδωσε ἀμετάκλητο τελεσίγραφο: Ἢ θὰ δεχόταν νὰ παντρευτεῖ τὸ Φωτεινό, ἢ τὴν ἑπόμενη κιόλας μέρα θὰ ἔφευγε γιὰ τὴν Καισαρεία, ὅπου θὰ παρέμενε φυλακισμένη στὸ πατρικό της ἀρχοντικὸ γιὰ ὅλη της τὴ ζωή.

Ἡ ἐπακόλουθη συναισθηματικὴ φόρτιση τῆς Εἰρήνης εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα ἡ εὐαίσθητη κοπέλα νὰ ἀρρωστήσει τόσο βαριά, ὥστε νὰ φτάσει στὸ κατώφλι τοῦ θανάτου. Γιὰ τρεῖς ὁλόκληρες μέρες ἔδωσε πραγματικὴ μάχη γιὰ τὴ ζωή της. Ὁ προσωπικὸς γιατρὸς τῆς αὐτοκράτειρας δὲν ἔφυγε στιγμὴ ἀπὸ τὸ πλευρό της. Ἡ Καλλινίκη προσευχήθηκε ὁλόψυχα στὴν Παναγία καὶ ἔταξε ὅτι ἂν ἡ ἀδερφή της γιατρευτεῖ, θὰ τελέσει σαρανταλείτουργο στὴν Παναγία τῶν Βλαχερνῶν, ἐνῶ στὴ θαυματουργὴ εἰκόνα τῆς Βλαχερνιώτισσας θὰ κρεμάσει τὸ πολύτιμο μαργαριταρένιο περιδέραιό της, τὸ γαμήλιο δῶρο τοῦ Καίσαρα Βάρδα πρὸς τὴ γυναίκα του. Ἡ πιὸ τραγικὴ μορφὴ ὅμως ἦταν ὁ πατρίκιος Φιλάρετος. Πίστευε ὅτι ἡ ἀρρώστια τῆς κόρης του, ποὺ τὴν ἔφερε τόσο κοντὰ στὸ θάνατο, ἦταν τιμωρία γιὰ τὴν ὀλιγοπιστία του καὶ τὴν ὀργή του. Παρακαλοῦσε μὲ ὅλη του τὴ δύναμη τὸν Κύριο νὰ τὸν σπλαχνιστεῖ, ὅ,τι εἶπε ἦταν τὰ λόγια ἑνὸς πονεμένου πατέρα ποὺ καταλαβαίνει ὅτι χάνει γιὰ πάντα τὴν κόρη του. Ἔταξε ὅτι ἂν ἡ Εἰρήνη γιατρευτεῖ θὰ τὴν ὁδηγοῦσε ὁ ἴδιος στὴ μονὴ Χρυσοβαλάντου, ὅσο κι ἂν τοῦ στοίχιζε αὐτό.

Οἱ προσευχὲς τόσων ἀγαπημένων προσώπων εἰσακούστηκαν καὶ ἡ Εἰρήνη σιγὰ-σιγὰ ἀνάνηψε. Ἡ ἀδερφὴ τῆς ἄρχισε κιόλας καθημερινὰ τὶς σαράντα λειτουργίες, ἐνῶ ἀπὸ τὴν πρώτη μέρα κρέμασε στὴν εἰκόνα τῆς Βλαχερνιώτισσας τὸ ἀνεκτίμητης ἀξίας κόσμημά της. Ἡ Εἰρήνη παρακολούθησε μὲ κατάνυξη ἀνελλιπῶς καὶ τὶς σαράντα λειτουργίες καὶ ἐπιδόθηκε σὲ θερμότατη προσευχὴ ἐνώπιον τῆς ἱερῆς εἰκόνας τῆς Παναγίας Βλαχερνιώτισσας. Ἡ Αὐγούστα ἐπισκέφθηκε τὴν Εἰρήνη καὶ τῆς χάρισε μία εἰκόνα τῆς Θεοτόκου, μοναδικῆς τέχνης. Ἡ Εἰρήνη φύλαξε σὲ ὅλη της τὴ ζωὴ τὸ αὐτοκρατορικὸ δῶρο τῆς ἀσθένειάς της καὶ μετὰ τὴν ὀσιακή της κοίμηση, τὸ εἰκόνισμα παρέμεινε στὸ καθολικό της μονῆς Χρυσοβαλάντου.

Μὲ τὶς συμβουλὲς τοῦ γιατροῦ μεταφέρθηκε στὰ ἀνάκτορα τῶν Βλαχερνῶν, καθὼς ἡ ἐξοχὴ θὰ συνέβαλε στὴ γρήγορη ἀνάρρωσή της. Ἀπὸ ἐκεῖ, ἡ Εἰρήνη μποροῦσε νὰ βλέπει τὴ μονὴ Χρυσοβαλάντου. Μέσα στὴν ἐξαιρετικὴ περιποίηση ποὺ εἶχε, προετοιμαζόταν ἀκόμη περισσότερο γιὰ τὸ δρόμο τῆς ἄσκησης καὶ τὴν πορεία τοῦ ἀγγελικοῦ βίου. Κάθε δεσμὸς μὲ ὁτιδήποτε κοσμικὸ εἶχε ὁριστικὰ κοπεῖ. Ἀκόμη κι ὅταν στὸ παλάτι ἔφτασε ἡ βασιλικὴ οἰκογένεια μὲ ἕνα πλῆθος ἐπισήμων ἀκολούθων, ἡ Εἰρήνη κατόρθωσε νὰ ζεῖ ἀπομονωμένα μὲ μόνη συντροφιά της τὴν ἀδιάλειπτη προσευχή. Ἡ εὐτυχία της μεγάλωνε ὅσο πλησίαζε ἡ ὥρα νὰ ἐγκλειστεῖ στὴ μονὴ καὶ ἀκτινοβολοῦσε μία οὐράνια γαλήνη. Γιὰ ὅλα αὐτά, εἶχε κερδίσει τὸν ἀμέριστο θαυμασμὸ τῆς πριγκίπισσας Θέκλας, ποὺ ἤδη τὴν ἔβλεπε σὰν ἁγία.

Ἐδῶ πρέπει ἴσως νὰ προσθέσουμε ὅτι ἡ Εἰρήνη ἔστειλε μὲ κάθε μυστικότητα τὰ ἀμύθητης ἀξίας κοσμήματά της, τὸ αὐτοκρατορικὸ δῶρο τῶν ματαιωμένων γάμων της, στὸ ὀρφανοτροφεῖο τῶν Ὑψωμαθείων. Τὸ ὀρφανοτροφεῖο αὐτὸ τὸ συντηροῦσαν οἱ μοναχὲς τῆς μονῆς Χρυσοβαλάντου, ὅπως τὴν εἶχε ἐνημερώσει ἡ Ἡγουμένη κατὰ τὸ πρῶτο της προσκύνημα στὸ μοναστήρι.

Ὅταν ἡ Εἰρήνη γιατρεύτηκε καὶ δυνάμωσε ἐντελῶς ἀπὸ τὴν ἀσθένειά της, εἶχε περάσει ἡ γιορτὴ τοῦ Τιμίου Σταυροῦ καὶ ὅλοι πιὰ ἤξεραν ὅτι ἔφτασε ἡ ὥρα νὰ ἀποχαιρετήσουν τὴν ἀγαπημένη τους. Ἡ Εἰρήνη ἀποχαιρέτησε τὸ θεῖο της πατρίκιο Νικηφόρο, ὁ ὁποῖος ἦταν αὐτήκοος μάρτυρας τῆς προφητείας τοῦ ὁσίου Ἰωαννικίου. Ὕστερα ἦρθε ἡ σειρὰ τῆς ἀδερφῆς της. Ἡ Καλλινίκη ἔκλαιγε ἀπαρηγόρητα γιὰ τὸν παντοτινό της χωρισμὸ ἀπὸ τὴν πολυαγαπημένη τῆς ἀδερφή. Τὰ γλυκὰ λόγια τῆς Εἰρήνης δὲν τὴν καθυσήχαζαν· τὸ μόνο ποὺ ἠρεμοῦσε κάπως τὴ μεγάλη της πίκρα ἦταν ἡ σκέψη ὅτι ἡ Εἰρήνη δὲν πήγαινε πολὺ μακριὰ καὶ πὼς θὰ μποροῦσε, ὅσο ἐπιτρεπόταν ἀπὸ τοὺς κανόνες τῆς μονῆς, νὰ τὴν ἐπισκέπτεται. Στὶς συγκινητικὲς αὐτὲς στιγμές, παρὼν ἦταν καὶ ὁ Καίσαρας Βάρδας. Οἱ βιογράφοι τῆς ἁγίας ἀλλὰ καὶ τοῦ Καίσαρα, καθὼς καὶ σύγχρονοί τους ἱστορικοὶ καὶ χρονογράφοι, γράφουν ὅτι ἦταν ἡ πρώτη καὶ ἡ τελευταία φόρα, ποὺ τὰ συγγενικά του πρόσωπα εἶδαν συγκινημένο τὸν ὑπέρμετρα φιλόδοξο, ἀγέρωχο καὶ στερούμενο ὁποιουδήποτε ἠθικοῦ φραγμοῦ Βάρδα.

Ὁ πατρίκιος Φιλάρετος ὁδήγησε τὴ μικρή του κόρη στὴν ἱερὰ μονὴ τῶν Παμμεγίστων Ταξιαρχῶν Μιχαὴλ & Γαβριὴλ τοῦ Χρυσοβαλάντου, πραγματοποιώντας τὸ τάμα του, παρόλη τὴν πίκρα του. Στὴ μονή, στὸ ἐξωτερικὸ παρεκκλήσι τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου, ἡ Εἰρήνη ντύθηκε τὸ ταπεινὸ ἀσκητικὸ ράσο τῆς δόκιμης μοναχῆς καὶ σκέπασε τὰ ὄμορφα μαλλιά της μὲ τὸ παραδοσιακὸ μαῦρο κάλυμμα. Μάλιστα, ἡ καλλονή της, ἀντὶ νὰ χαθεῖ κάτω ἀπὸ τὸ μαῦρο ἔνδυμα καὶ τὴν καλύπτρα τοῦ κεφαλιοῦ, ἀναδείχθηκε ἀκόμη περισσότερο. Ἡ Ἡγουμένη καὶ οἱ ἀδερφὲς τὸ παρατήρησαν καὶ συναισθάνθηκαν πὼς στὴ μονή τους εἶχε εἰσέλθει μία πραγματικὴ ἁγία. Μετὰ ἀπὸ τὶς καθιερωμένες εὐχὲς πρὸς τὴ Θεοτόκο, ὁ Φιλάρετος μὲ δάκρυα εὐχήθηκε στὸ παιδί του νὰ «εὐαρεστήσῃ Θεῷ καὶ ἀνθρώποις» καὶ πῆρε μόνος του τὸ δρόμο τοῦ γυρισμοῦ στὴ Βασιλεύουσα.

Ἡ Εἰρήνη μαζὶ μὲ τὶς μοναχὲς καὶ τὴν Ἡγουμένη Ἄννα εἰσῆλθε στὴ μονὴ καὶ ὁδηγήθηκε στὸ κελί της, ποὺ βρισκόταν ἀκριβῶς ἀπέναντι ἀπὸ τὸ καθολικὸ τῆς μονῆς καὶ τὸ ὁποῖο διατήρησε γιὰ ὅλη της τὴ ζωή. Ἀπὸ τὰ 15 τῆς χρόνια, ποὺ εἰσῆλθε στὸ μοναχικὸ βίο, μέχρι τὰ 104 ποὺ παρέδωσε τὸ πνεῦμα της στὸ Νυμφίο της, ἀπὸ τὸ μοναστήρι βγῆκε μόνο μιὰ φορά: προκειμένου νὰ προσευχηθεῖ στὸ ναὸ τῆς Βλαχερνιώτισσας γιὰ μία πνευματικὰ ἄρρωστη ἀδελφή.

Ὡς κοσμική, μὲ τὸ ἐξαιρετικό της ἦθος καὶ τὴν ταπεινοφροσύνη της ἔκαμψε τὸ φρόνημα καὶ συγκίνησε ὑπερήφανους ἀριστοκράτες. Ὡς μοναχή, μὲ τὴ μοναδική της πίστη καὶ τὴ φλογερή της ἀγάπη πρὸς τὸ Θεό, προσέλκυσε τὴ Θεία Χάρη καὶ ἀξιώθηκε πλῆθος θαυμάτων, διάγοντας βίο ἐνδοξότερο ἀπὸ αὐτὸ ποὺ θὰ ζοῦσε στὰ διεφθαρμένα ἀνάκτορα, ἐνδεδυμένη δόξα Θεοῦ, χωρὶς καθόλου νὰ θαφτεῖ στὴν ἀφάνεια, ὅπως νόμιζαν οἱ δικοί της.

Ἡ δόκιμος μοναχὴ Εἰρήνη μὲ πολὺ μεγάλη εὐτυχία καὶ ὑπέρμετρο ζῆλο προσαρμόστηκε στοὺς αὐστηροὺς κανονισμοὺς τῆς κοινοβιακῆς μονῆς. Ἔχοντας λησμονήσει ἐντελῶς τὸ μέχρι τότε τρόπο ζωῆς της, ἐπιτελοῦσε ὁλοπρόθυμα ἀκόμη καὶ τὰ πιὸ ταπεινὰ διακονήματα· εἶχε ἐνταχθεῖ στὶς ὁμάδες ἐργασίας πρῶτα τοῦ ἐργόχειρου καὶ ἀργότερα τῆς ἐξαιρετικὰ δύσκολης καλλιγραφίας. Ἐπιπλέον, ζήτησε καὶ πῆρε τὴν εὐλογία τῆς Ἡγουμένης νὰ φροντίζει δυὸ ὑπερήλικες μοναχές, οἱ ὁποῖες δὲν ἦταν πιὰ σὲ θέση νὰ αὐτοπεριποιοῦνται. Μιὰ μέρα, ἡ ἡγουμένη ὑπῆρξε αὐτόπτης μάρτυρας τοῦ ἑξῆς περιστατικοῦ, ποὺ δείχνει ὅτι μὲ τὸ πολὺ δύσκολο διακόνιμα τῆς φροντίδας ἡλικιωμένων, ἡ Εἰρήνη εἶχε ἑλκύσει τὴ Θεία Χάρη καὶ Εὐλογία: καθὼς ἡ λεπτοκαμωμένη Εἰρήνη στήριζε μὲ πολὺ κόπο μία ἀπὸ τὶς γριοῦλες, προκείμενου νὰ τὴν ὁδηγήσει στὸ Καθολικὸ γιὰ τὴν Ἀκολουθία, ἡ ἡγουμένη Ἄννα, ποὺ ἦταν πίσω τους, εἶδε ἕνα λαμπερὸ φωτοστέφανο στὸ κεφάλι τῆς Εἰρήνης.

Μέσα στὴν ἱερὰ μονὴ τοῦ Χρυσοβαλάντου, ἡ Εἰρήνη ἄσκησε καὶ ἀνέπτυξε σὲ ὑπέρμετρο βαθμὸ τὴν ἀρετὴ ποὺ τὴν ἀκολουθοῦσε σὲ ὅλη της τὴ ζωή, τόσο ὡς κοσμικὴ ὅσο καὶ ὡς μοναχή: τὴν ἀρετὴ τῆς ταπείνωσης. Ποτὲ ἡ μέχρι πρὶν ἀπὸ λίγες μέρες πατρικία Εἰρήνη δὲν μίλησε στὶς ἄλλες μοναχὲς γιὰ τὴν πανίσχυρη οἰκογένειά της, τὶς νίκες τοῦ στρατηγοῦ πατέρα της, τοὺς τίτλους εὐγενείας ποὺ ἔφερε, τοὺς δεσμούς της μὲ τὴν αὐτοκρατορικὴ οἰκογένεια. Ὅλα αὐτὰ τὰ θεωροῦσε μάταια καὶ ἀσήμαντα μπροστὰ στὴν Οὐράνια Βασιλεία. Μὰ ποτὲ δὲν καυχήθηκε καὶ γιὰ τὰ πολλὰ φυσικά της χαρίσματα, τὴ μεγάλη της ὀμορφιά, τὴν εὐφυΐα της, τὴν ἰσχυρὴ θέληση, τὴ μόρφωσή της. Ἀποτελοῦσε βαθύτατα ριζωμένη πεποίθηση τῆς Εἰρήνης ὅτι τὰ ἐπίκτητα ἀγαθὰ ἦταν ἀνάξια, ἐνῶ τὰ φυσικὰ ἦταν δῶρα τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἀνάλογες δωρεὲς δίνει στὸ κάθε πλάσμα Του, γι᾿ αὐτὸ ἡ δόκιμη μοναχὴ πίστευε ἀκράδαντα ὅτι δὲν εἶχε κανένα λόγο νὰ ὑπερηφανεύεται.

Μὲ αὐτὲς τὶς ἀπόψεις της, ἡ Εἰρήνη ἐπιδείκνυε ἀπόλυτη ὑπακοὴ ὄχι μόνο στὴν Ἡγουμένη Ἄννα, ἀλλὰ καὶ τὶς ἄλλες ἀδερφές, τόσο τὶς μεγαλύτερες ὅσο καὶ αὐτὲς ποὺ ἦταν νεώτερες ἀπὸ ἐκείνη στὴν ἡλικία. Ἡ Ἄννα, ἔχοντας ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ διακρίνει τὴ μεγάλη ἀρετὴ τῆς Εἰρήνης, συχνὰ τὴν ἐπέπληττε μὲ αὐστηρὸ τρόπο μπροστὰ σὲ ὅλη τὴν ἀδελφότητα, ὥστε ὅλες οἱ μοναχὲς νὰ διδάσκονται στὴν ἀρετὴ τῆς ταπείνωσης. Ὅμως, ἡ νέα δεχόταν τὶς ἐπιπλήξεις ἀπὸ τὴν Ἡγουμένη καὶ ἀπὸ ἄλλες μοναχὲς χωρὶς κανένα παράπονο καὶ μάλιστα προσπαθοῦσε νὰ τὶς ἀνταποδίδει μὲ προσωπικὲς ἐκδουλεύσεις. Ἔτσι, ἀσκοῦνταν στὴν ἄλλη μεγάλη ἀρετή, τῆς ἀγάπης.

Κάθε βράδυ, γονάτιζε μπροστὰ στὴν Ἡγουμένη της καὶ δακρυσμένη ὁμολογοῦσε ὅλες τὶς σκέψεις, τὶς ἐπιθυμίες καὶ τὶς πράξεις τῆς ἡμέρας, ποὺ θεωροῦσε ἀτελεῖς. Μὲ τὸν καθημερινὸ αὐτοέλεγχο ἐλάφρυνε τὴ συνείδησή της καὶ πλησίαζε τὴν πνευματικὴ τελειότητα. Ἦρθε κάποια στιγμὴ ὅμως ποὺ δοκίμασε δυνατὸ πόλεμο ἀπὸ τὸν ἐχθρό του καλοῦ: Στὴ διάρκεια τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, τὴν πρώτη ποὺ ζοῦσε ἐντὸς τῆς μονῆς ὡς ὑποψήφια μοναχή, θέλοντας νὰ μιμηθεῖ τὶς ἀδελφὲς τῆς μοναχές, ἡ Εἰρήνη πῆρε εὐλογία ἀπὸ τὴν Ἡγουμένη νὰ ἐπιδοθεῖ σὲ αὐστηρὴ ἄσκηση: ἔτρωγε μόνο μιὰ φορὰ τὴν ἡμέρα ὠμὰ λάχανα καὶ κοιμόταν ἐλάχιστα καθισμένη σὲ ἕνα σκαμνί, χωρὶς νὰ πλαγιάζει στὸ ταπεινό της στρῶμα. Ἀμέσως, ἡ σάρκα τῆς ἄπειρης ἀκόμη σὲ τόσο αὐστηρὴ ἄσκηση δόκιμης ἐπαναστάτησε: στὸ μυαλὸ τῆς Εἰρήνης ἀδιάκοπα ἐρχόντουσαν ἀναμνήσεις ἀπὸ τὸ πρόσφατο παρελθόν: τὴν πολυτέλεια ποὺ ἄφησε πίσω της, τὴν καλοπέραση, τὶς μεγάλες τιμὲς ποὺ ἀπολάμβανε. Ὅμως, δὲν ἐπέτρεψε στὸν πειρασμὸ νὰ τὴν βγάλει ἀπὸ τὸ δρόμο της. Χωρὶς ἡ ντροπὴ νὰ σταθεῖ ἐμπόδιο, ἡ Εἰρήνη ἀμέσως μίλησε στὴν Ἡγουμένη. Ἔμπειρη ἡ ὀσιοτάτη Ἄννα ἐλάφρυνε τὴν ἄσκηση τῆς νέας, γνωρίζοντας ὅτι ἡ ὑπερβολικὴ ἄσκηση, καθὼς καὶ ἡ ὑπερβολικὴ τρυφή, ἐγείρει τὶς ἄλογες ἐπιθυμίες τῆς σάρκας. Ἔτσι, ἡ Εἰρήνη ξεπέρασε αὐτὴ τὴ δύσκολη δοκιμασία μὲ τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση τῆς προεστώσας της καὶ τὸ πανίσχυρο ὅπλο ποὺ τὴν συνόδευε σὲ ὅλη της τὴ ζωή: τὴν προσευχή.

Στὸ τέλος τῆς Τεσσαρακοστῆς, ἡ πνευματικὴ διοίκηση τῆς μονῆς Χρυσοβαλάντου, μὲ τὴν εὐλογία τοῦ πνευματικοῦ της, ἔλαβε τὴ σημαντικὴ ἀπόφαση νὰ προβιβάσει τὴν Εἰρήνη στὴν τάξη τῶν μοναχῶν. Ἡ προεστώσα συνέστησε ὁλοπρόθυμα τὴ νεαρὴ δόκιμη, τὴν ὁποία κρυφὰ καμάρωνε καὶ στὴν ὁποία ἤδη διέκρινε τὴν ὑπεράξια διάδοχό της. Οἱ ὑπόλοιπες μοναχὲς μὲ πολὺ χαρὰ δέχτηκαν τὴν εἴδηση, ἐνῶ ἡ ἴδια ἡ Εἰρήνη κατέφυγε στὴν προσευχή, νιώθοντας βαρύτατη εὐθύνη γιὰ τὶς ἱερὲς ὑποσχέσεις ποὺ καλοῦνταν νὰ δώσει ἐνώπιον Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων. Ἀνησυχοῦσε πολὺ μήπως φανεῖ ἀνάξια τῶν ὑποσχέσεών της, καθὼς θεωροῦσε τὸν ἑαυτό της ἀπροετοίμαστο νὰ ἐπωμιστεῖ ἀπὸ τόσο νωρὶς αὐτὴ τὴν ἐξαιρετικὴ χάρη, ποὺ ὅμως συνεπαγόταν καὶ μεγάλο φορτίο. Πειθάρχησε ὅμως ὅπως πάντα στὶς ἐπιθυμίες τῶν ἀνωτέρων της, ἐλπίζοντας στὴ χάρη τῆς προσευχῆς καὶ στὴν καθοδήγηση τῶν πνευματικῶν της. Ὑπῆρχε ἀκόμη ἕνας λόγος ποὺ ὤθησε τὴν Εἰρήνη νὰ μὴ προβάλλει ἀντιρρήσεις, ὅσο ἀνέτοιμη κι ἂν αἰσθανόταν: ὁ πατέρας της τῆς εἶχε μηνύσει ὅτι πολὺ γρήγορα θὰ φύγει γιὰ πάντα ἀπὸ τὴν Πόλη, ὅμως θὰ ἤθελε νὰ παρευρεθεῖ στὴν τελετὴ κουρᾶς τῆς κόρης του. Ἡ Εἰρήνη θεωροῦσε καθῆκον της νὰ σεβαστεῖ τὴν ἐπιθυμία τοῦ πατέρα της, ἂν αὐτὴ γλύκαινε τὴ στενοχώρια του γιὰ τὸ ἀποχωρισμὸ τῆς ἀγαπημένης θυγατέρας του. Ἔτσι, ἡ τελετὴ ὁρίστηκε γιὰ τὴν Τρίτη του Πάσχα.

Τὴν παραμονὴ ἡ ἀδελφότητα τέλεσε ἱερὴ ἀγρυπνία στὸ Καθολικὸ τῶν Ἀρχαγγέλων ἔχοντας ἀνάμεσά τους τὴ νύμφη τοῦ Χριστοῦ. Ὅλες οἱ μοναχὲς προσευχόντουσαν θερμά, ὥστε ἡ νέα μοναχὴ νὰ λάβει τὴ χάρη νὰ εὐαρεστήσει τὸ Νυμφίο της. Ἡ ἴδια ἡ Εἰρήνη σωματικὰ μόνο βρισκόταν στὴ γῆ· πνευματικὰ εἶχε φτάσει τὸ θρόνο τοῦ Κυρίου καὶ ἐκεῖ μπροστὰ προσευχόταν μὲ θεία ἔξαρση. Ἔβλεπε τὸν Κύριο μπροστά της καὶ Τοῦ πρόσφερε τὴν καρδιά της πλημμυρισμένη ἀπὸ θεῖο Ἔρωτα. Ἀπὸ ἐκείνη τὴ νύχτα καὶ ὡς τὸ τέλος τῆς ἐπίγειας ζωῆς της, ἡ Εἰρήνη αἰσθανόταν βαθύτατα τὴν ἕνωση μὲ τὸ Χριστὸ καὶ μποροῦσε νὰ ψιθυρίζει τὰ λόγια του ἀποστόλου Παύλου, ποὺ τώρα κατανοοῦσε πλήρως τὸ νόημά τους: «Ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός».

Ἡ τελετὴ τῆς κουρᾶς διεξήχθη στὸ ἐξωτερικὸ παρεκκλήσι τῶν Ἁγίων Θεοδώρων, ὅπως συνέβαινε πάντα, ὅταν παρευρίσκονταν ἄρρενες συγγενεῖς τῶν ἀδελφῶν, καθὼς στὴ μονὴ δὲν ἐπιτρεπόταν εἴσοδος τῶν ἀνδρῶν. Ἐκεῖ παρευρέθηκαν ὁ πατρίκιος Φιλάρετος, ὁ στρατηγὸς Νικηφόρος, ἡ Καλλινίκη καὶ ὁ Καίσαρας Βάρδας, ἡ Αὐγούστα Θεοδώρα καὶ ἡ πριγκίπισσα Θέκλα. Ἀφοῦ ὅλοι πῆραν τὶς θέσεις τους, δυὸ ἀδελφὲς ὁδήγησαν στὸ ναὸ τὴ νύμφη: ἡ Εἰρήνη ἦταν ντυμένη μὲ ἕναν κατάλευκο χιτώνα καὶ εἶχε ξέπλεκα τὰ κατάξανθα μακριὰ μαλλιά της. Ἡ περιλάλητη ὀμορφιά της, ἀντὶ νὰ τὴν ἐγκαταλείψει ἔπειτα ἀπὸ τόση ἄσκηση, νηστεία καὶ κοπιαστικὲς ἐργασίες, εἶχε ἀποκτήσει κάτι τὸ αἰθέριο καὶ ὑπερκόσμιο καὶ αὐτὸ δὲν ἔλαθε τῆς προσοχῆς κανενὸς ἀπὸ τοὺς καλεσμένους.

Μὲ πολὺ μεγάλη συγκίνηση καὶ βεβαιότητα ἀπαντοῦσε στὶς ἐρωτήσεις τοῦ πνευματικοῦ της καὶ ἔδωσε ἱερὴ ὑπόσχεση νὰ τηρήσει μέχρι θανάτου τὶς τρεῖς ἀρετές: ἁγνότητα, ἀκτημοσύνη, ὑπακοή. Στὴ συνέχεια, μὲ σταθερὸ χέρι πῆρε τὸ ψαλίδι πάνω ἀπὸ τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὸ πρόσφερε στὸν ἱερέα, ὁ ὁποῖος τῆς ἔκοψε τὰ ὑπέροχα μαλλιά της καὶ ντύθηκε τὸ τραχὺ τρίχινο ράσο, τὸ σύνηθες ἔνδυμα τῶν μοναχῶν ἐκείνων τῶν χρόνων. Τὸ ράσο αὐτὸ δὲν τὸ ἔβγαζε ποτὲ ἀπὸ πάνω της, οὔτε γιὰ νὰ τὸ πλύνει. Μόνο στὴ γιορτὴ τοῦ Πάσχα φοροῦσε ἕνα καινούριο καὶ τὸ παλιὸ τὸ ἔδινε σὲ κάποιον φτωχὸ περαστικό. Ὅμως, τὸ παλιὸ αὐτὸ ράσο ἔλαμπε ἀπὸ καθαριότητα καὶ ἀνάβλυζε μία γλυκιὰ εὐωδιά. Γι᾿ αὐτὸ οἱ ἀδελφὲς ποὺ τὸ εἶχαν συνειδητοποιήσει, κρυφὰ κράταγαν τὸ ράσο τῆς ἀδελφῆς καὶ ἀργότερα ἡγουμένης τους, τὸ ἔσκιζαν καὶ μοιραζόντουσαν τὰ κομμάτια του. Μετὰ τὸ θάνατο τῆς ἁγίας Εἰρήνης, ἔβαζαν τὰ κομμάτια τοῦ ράσου της πάνω σὲ ἀρρώστους καὶ θαυματουργικὰ ἐκεῖνοι θεραπευόντουσαν.

Ἀφοῦ ὁλοκληρώθηκε ἡ τελετὴ τῆς κουρᾶς καὶ ἡ Εἰρήνη ἔλαβε τὸ ἀγγελικὸ σχῆμα, ἄρχισε ἡ θεία λειτουργία καὶ στὸ τέλος κοινώνησαν οἱ ἀδελφὲς καὶ ὅλοι οἱ καλεσμένοι. Μετὰ ἀπὸ αὐτὲς τὶς κατανυκτικὲς στιγμές, ὁ στρατηγὸς Φιλάρετος, ὁ ὁποῖος ἀκόμη δὲν εἶχε συμφιλιωθεῖ μὲ τὴν ἰδέα ὅτι ἡ κόρη του εἶχε εἰσέλθει στὶς τάξεις τῶν μοναχῶν καὶ ἡ μεγάλη του στενοχώρια τὸν εἶχε φανερὰ καταβάλει, κάτι ποὺ δὲ διέφυγε ἀπὸ τὴν προσοχὴ τῆς Εἰρήνης, ἡ ὁποία πάντα νοιαζόταν τὴν οἰκογένειά της καὶ προσευχόταν καθημερινὰ γιὰ τὰ ἀγαπημένα τῆς πρόσωπα, ἀποχαιρέτησε ὁριστικὰ τὶς κόρες του, ὑπέβαλε τὴν παραίτησή του στὸν αὐτοκράτορα καὶ ἐγκαταστάθηκε γιὰ πάντα στὴν Καισαρεία. Ἐκεῖ, ἔζησε σὰν ἐρημίτης ἀσχολούμενος μὲ τὴν κηπουρικὴ καὶ μὲ τὶς θρησκευτικὲς μελέτες. Πέθανε ὁλομόναχος ὕστερα ἀπὸ λίγα χρόνια καὶ θεωρώντας τὶς κόρες του ἐξασφαλισμένες, κάθε μιὰ βέβαια μὲ διαφορετικὸ τρόπο, ἄφησε τὴν τεράστια περιουσία του σὲ φιλανθρωπικὰ ἱδρύματα τῆς γενέτειράς του.

Ὡς μοναχὴ ἡ Εἰρήνη, ἀφοσιώθηκε ὁλόψυχα στὸ Θεὸ καὶ συνέχιζε τὶς μεγάλες καὶ ἀδιαμφισβήτητες πνευματικὲς προόδους. Βέβαια, κανεὶς δὲ θὰ πρέπει νὰ πιστέψει ὅτι αὐτὴ ἡ πορεία πρὸς τὴ θέωση καὶ τὴν τελείωση ἦταν γιὰ τὴν Εἰρήνη μία ἀνώδυνη καὶ ξεκούραστη πορεία. Ὁ πόνος χάραζε στὴν ψυχήὴ της τὸ ἔργο τῆς ἁγιότητας. Οἱ θλίψεις ποὺ τὴν καταλάμβαναν προέρχονταν τόσο ἀπὸ τὸν ὀρθόδοξο μοναχικὸ ἀγώνα της ὅσο καὶ ἀπὸ ζητήματα κοσμικά.

Ἔπρεπε νὰ παλεύει μὲ τὰ πονηρὰ πνεύματα ποὺ τὴν ἔβαζαν σὲ πειρασμούς, συχνὰ σκέπαζε τὴν καρδιά της ψυχικὴ ξηρασία, μὲ τὴν ὁποία ὁ Κύριος φρόντιζε νὰ καλύπτει τὴν ὁλόθερμη ἀγάπη τῆς δούλης Του πρὸς τὸ πρόσωπό Του, γιὰ νὰ μὴν περιπέσει ἡ ἄπειρη μοναχὴ στὸ ἁμάρτημα τῆς ὑπερηφάνειας.

Ἐπιπλέον, ὁ θάνατος τοῦ πατέρα της καταλύπησε τὴν εὐαίσθητη Εἰρήνη, καθὼς ὁ στρατηγὸς Φιλάρετος πέθανε ὁλομόναχος, μακριὰ ἀπὸ ὅλα τὰ ἀγαπημένα του πρόσωπα (θυμίζουμε ὅτι ἡ θεία τῆς Εἰρήνης, πατρικία Σοφία, εἶχε ἀποσυρθεῖ στὸν παρθενώνα τῆς Ὑπαπαντῆς). Ἀκόμη, τὴν ἔθλιβαν τὰ προβλήματα ποὺ ἀντιμετώπιζε ἡ ἀδερφή της ἡ Καλλινίκη στὴν οἰκογενειακή της ζωή. Πολλὲς φορές, κουρασμένη ἡ πατρικία ἀπὸ τὴ ζωὴ στὰ ἀνάκτορα ἐρχόταν στὸ μοναστήρι, ὅπου μόναζε ἡ ἀδερφή της, νὰ βρεῖ ψυχικὴ ἀνάπαυση καὶ παρηγοριά· καὶ βέβαια, δὲ διέφευγε τῆς προσοχῆς τῆς Εἰρήνης ὅτι ἡ Καλλινίκη, πάντα πανέμορφη καὶ ὑπέρκομψη, εἶχε μόνιμη θλίψη στὰ μάτια της καὶ εἶχε χάσει γιὰ πάντα τὴν ἀνεμελιὰ τῆς εὐτυχισμένης κοπέλας.

Σὲ ὅλα αὐτά, ἦλθε νὰ προστεθεῖ ἡ πολύχρονη καὶ βασανιστικὴ ἀρρώστια τῆς πριγκίπισσας Θέκλας (προσβλήθηκε ἀπὸ γενικὴ παράλυση). Ἡ Εἰρήνη φλεγόταν ἀπὸ ἐπιθυμία νὰ βρίσκεται στὸ πλευρὸ τῆς ἀγαπημένης τῆς φίλης, νὰ τῆς προσφέρει παρηγοριὰ καὶ νὰ προσεύχονται μαζί. Ὅμως, σεβόμενη τοὺς κανόνες τοῦ μοναστηριοῦ, δὲ ζήτησε ἄδεια νὰ φύγει γιὰ λίγο καιρό, ἂν καὶ ἦταν βέβαιη ὅτι ἡ Ἡγουμένη θὰ προέβαινε σὲ κάποια ἐξαίρεση γιὰ χάρη τῆς πριγκίπισσας.. Γιὰ τὴν Εἰρήνη, ἡ σιωπὴ ποὺ τήρησε στὸ θέμα αὐτὸ ἦταν μία μεγάλη θυσία, τὴν ὁποία μόνο ὁ Θεὸς ἤξερε· σὲ πολλοὺς ἄφησε τὴν ἀλγεινὴ ἐντύπωση ὅτι ἀδιαφόρησε γιὰ τὴν ἀγαπημένη της φίλη.

Τὸν καιρὸ ποὺ συνέβαιναν ὅλα αὐτὰ τὰ περιστατικά, ἡ ὀσιοτάτη Ἄννα, σὲ πολὺ βαθιὰ γεράματα καὶ ἔχοντας ἀγωνιστεῖ «τὸν ἀγώνα τὸν καλόν», κατέπεσε στὸ κρεβάτι. Στὶς τελευταῖες αὐτὲς στιγμές της, ἀνέλαβε νὰ τῆς συμπαρασταθεῖ ἡ Εἰρήνη, ἡ ὁποία ἐπιτελοῦσε τὸ διακόνημα αὐτὸ μὲ ἐξαιρετικὴ εὐαισθησία. Μιὰ μέρα, πολὺ κοντὰ πιὰ στὸ τέλος, ἡ Ἡγουμένη διέταξε τὴν Εἰρήνη νὰ ἀναπαυθεῖ, διότι ξαγρυπνοῦσε διαρκῶς στὸ πλευρό της. Τότε συγκέντρωσε τὴν ὑπόλοιπη ἀδελφότητα καὶ ἀφοῦ τὴν παρηγόρησε γιὰ τὴν ἐπικείμενη κοίμηση τῆς πνευματικῆς της μητέρας, ὑπέδειξε στὶς μοναχὲς ὡς νέα Ἡγουμένη τῆς μονῆς Χρυσοβαλάντου τὴν Εἰρήνη (τότε ἡ Εἰρήνη συμπλήρωνε ἕξι χρόνια μοναχικοῦ βίου καὶ πρέπει νὰ ἦταν περίπου 21 χρονῶν). Ὅλες βρέθηκαν σύμφωνες καὶ μὲ μεγάλη χαρὰ ὑπάκουσαν στὴν τελευταία εὐχὴ τῆς ἀγαπημένης τοὺς Ἡγουμένης. Ὅμως, δὲν ἀποκάλυψαν στὴν Εἰρήνη τὴ νέα της ἀποστολή, καθὼς γνώριζαν τὴ γνήσια καὶ ἀνυπόκριτη ταπεινοφροσύνη της καὶ φοβήθηκαν ὅτι μπορεῖ νὰ ἔφευγε κρυφὰ ἀπὸ τὸ μοναστήρι.

Ἡ ὀσιακὴ κοίμηση τῆς Ἡγουμένης Ἄννας συγκέντρωσε στὴ μονὴ σύσσωμη τὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἦταν πολὺ ἀγαπητή. Μετὰ τὴν κήδευσή της καὶ ἀφοῦ ἀποδόθηκαν ὅλες οἱ πρέπουσες τιμές, ὁ Πατριάρχης Μεθόδιος ὁ Ὁμολογητής, ὁ ὁποῖος χοροστάτησε στὴ νεκρώσιμη ἀκολουθία καὶ ἐκφώνησε ἐγκωμιαστικὸ λόγο πρὸς τὴ μακαριστὴ Ἄννα, συγκέντρωσε στὸ Καθολικό της μονῆς τὴν ἀδελφότητα, προκειμένου νὰ ἐπιλέξουν τὴ νέα τους πνευματικὴ μητέρα. Ἡ μόνη ποὺ δὲν παρευρέθηκε στὴ σύναξη ἦταν ἡ Εἰρήνη. Ἐξακολουθοῦσε νὰ ἀγνοεῖ τὴν τελευταία ἐντολὴ τῆς Ἡγουμένης της καὶ ἕτοιμη νὰ ὑπακούσει στὴ θέληση τῆς ὑπόλοιπης ἀδελφότητας θεώρησε περιττὸ νὰ πάρει μέρος στὴν ἐκλογή. Ἔτσι, παρέμεινε προσευχόμενη στὸν τάφο τῆς ὀσιοτάτης Ἄννας. Ὅταν οἱ ὑπόλοιπες ἀδελφὲς τὴν ἐντόπισαν χρειάστηκε νὰ μεταχειριστοῦν βία γιὰ νὰ τὴν μετακινήσουν καὶ νὰ τὴν φέρουν στὸν ἱερὸ ναὸ τῶν Ἀρχαγγέλων.

Τότε, ὁ ὅσιος Μεθόδιος, ἀφοῦ προσευχήθηκε ἀπὸ τὸν ἀρχιερατικὸ θρόνο γιὰ τὶς μοναχές, τὶς ρώτησε ποιὰ προτείνουν γιὰ προεστώσα. Οἱ μοναχές, γνωρίζοντας τὸ προορατικὸ χάρισμα τοῦ Πατριάρχη, ζήτησαν νὰ ὑποδείξει ἐκεῖνος ποιὰ εἶναι ἡ κατάλληλη νὰ ἐπωμιστεῖ τὴ βαριὰ εὐθύνη τῆς πνευματικῆς καθοδήγησης τοῦ κοινοβίου. Ὁ ἅγιος Μεθόδιος τότε ἀπάντησε πὼς γνωρίζει τόσο τὴν ἐπιθυμία τῆς μακαριστῆς Ἡγουμένης ὅσο καὶ τῶν ὑπολοίπων μοναζουσῶν καὶ ὑπέδειξε τὴν Εἰρήνη. Ἡ ἀδελφότητα δόξασε τὸν Κύριο, ὅταν ἄκουσε τὰ λόγια του Πατριάρχη, ἐνῶ ὁ ἴδιος ὁ ὅσιος χειροτόνησε τὴν Εἰρήνη Διακόνισσα τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας καὶ τὴν ἀνακήρυξε Ἡγουμένη τῆς Μονῆς Χρυσοβαλάντου.

Ἡ Εἰρήνη, ἀντιλαμβανόμενη πάντα τὴ σοβαρότητα τῶν περιστάσεων καὶ τὶς εὐθύνες ποὺ αὐτὲς προκαλοῦσαν, ἔκλαιγε μὲ πικρὰ δάκρυα, θεωρώντας τὸν ἑαυτό της ἀνάξιο γιὰ μία τόσο μεγάλη θέση. Μοναδικό της ὅπλο ἦταν ἡ προσευχὴ καὶ ὅταν ἔμεινε μόνη στὸ Καθολικὸ ἀναδύθηκε σὲ ὁλόθερμη καὶ κατανυκτικὴ προσευχὴ ζητώντας δύναμη καὶ βοήθεια ἀπὸ τὸ Δεσπότη Χριστό. Συναισθανόταν τὸ φορτίο νὰ καθοδηγήσει στὴ σωτηρία τόσες ψυχὲς γιὰ τὶς ὁποῖες σταυρώθηκε ὁ Κύριος της καὶ πίστευε ὅτι μεγάλη τιμωρία τὴν περίμενε, ἂν ἄφηνε νὰ χαθεῖ ἔστω καὶ μία ἀπὸ αὐτὲς τὶς ψυχές. Ἀποφάσισε ὅτι ἔπρεπε νὰ πολλαπλασιάσει τὶς νηστεῖες καὶ τὶς προσευχές, μήπως ὁ Κύριος τὴν ἐλεήσει καὶ τὴ βοηθήσει στὸ δύσκολο ἔργο της. Οἱ μοναχές, γνωρίζοντας τὰ χαρίσματά της καὶ τὴν ταπεινοφροσύνη της, προσπαθοῦσαν νὰ τὴν παρηγορήσουν καὶ τῆς ὑποσχέθηκαν ὅτι πάντοτε θὰ τὴν ὑπακούουν, ὥστε νὰ ἐλαφρύνουν τὸ βάρος. Ἡ ἁγιοσύνη τῆς Εἰρήνης καὶ ἡ πραγματικὴ ὑποταγὴ τῆς ἀδελφότητας στὴν ὑπεράξια πνευματική τους μητέρα ἕλκυσαν τὴ Θεία Χάρη καὶ πλῆθος θαυμάτων ἔλαβαν χώρα στὸ εὐλογημένο κοινόβιο, καθὼς θὰ δοῦμε παρακάτω.

Ἔτσι, ἕξι χρόνια μετὰ ἀπὸ τὴν ἄφιξή της στὴν Πόλη, πραγματώθηκε ἡ προφητεία τοῦ ὅσιου Ἰωαννίκιου καὶ ἡ Εἰρήνη ποίμαινε τὶς παρθένες της μονῆς Χρυσοβαλάντου. Μάλιστα, ἐπειδὴ ἡ νέα Ἡγουμένη ἦταν πολὺ νέα σὲ ἡλικία, μὲ διάθεση γιὰ δημιουργικότητα καὶ ἐργασία καὶ προπάντων ἀνώτερη σὲ ἁγιότητα ἀπὸ τὴν προηγούμενη, κατόρθωσε καὶ ἀναβάθμισε τὴν πνευματικὴ στάθμη τῆς μονῆς δίνοντας καινούρια πνοὴ στοὺς ἀσκητικοὺς ἀγῶνες τῆς ἀδελφότητας, στοὺς ὁποίους εὐνόητο εἶναι ὅτι πρωτοστατοῦσε. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ὅταν ἀνέλαβε τὴν ἡγουμενία τῆς ἱερᾶς μονῆς, οἱ μοναχὲς ἦταν τριάντα. Ἐπὶ τῶν ἡμερῶν τῆς Εἰρήνης, ἡ φήμη της γιὰ τὰ θαύματά της καὶ τὶς ἀρετὲς τῆς προσέλκυσε στὸ ἀγγελικὸ σχῆμα πολλὲς νέες καὶ ἔτσι ἡ ἀδελφότητα ἀριθμοῦσε πάνω ἀπὸ 100 μέλη.

Δίδασκε καθημερινὰ τὶς μοναχὲς πάνω σὲ θεολογικὰ θέματα καὶ ἡ διδασκαλία της εἶχε βάθος καὶ νόημα χάρη στὶς πλούσιες Γραφικές της γνώσεις. Εὐγενὴς καὶ λεπτὴ στοὺς τρόπους της, ἤρεμη καὶ ἐπιεικὴς μὲ ἰσχυρὴ θέληση καὶ προσωπικότητα, προικισμένη μὲ φωτισμένη διάκριση ποὺ τῆς ἐπέτρεπε νὰ τιμωρεῖ δίκαια καὶ νὰ συγχωρεῖ μεγαλόψυχα, ἀγαποῦσε ἀνεξαιρέτως ὅλες τὶς ἀδελφὲς τῆς ἱερῆς κοινότητας, χωρὶς νὰ ἀφήνει τὸν ἑαυτό της νὰ παρασυρθεῖ ἀπὸ τὰ προσωπικὰ μειονεκτήματα καὶ τὰ προβλήματα, τὰ ὁποῖα ἀναπόφευκτα προκαλοῦνται σὲ ἕνα κοινόβιο. Ὅλα αὐτὰ τὰ πλεονεκτήματα τῆς Εἰρήνης δημιούργησαν στὸ μοναστήρι ἀτμόσφαιρα ἀγάπης καὶ καλοσύνης, ἡ ὁποία ὠφελοῦσε τὶς ἀδελφὲς καὶ τοὺς κοσμικούς, οἱ ὁποῖοι ἐπισκέπτονταν τὴ μονὴ καὶ τὴν ἀνέδειξαν σὲ ἰδανικὴ πνευματικὴ Μητέρα. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχει νὰ παρουσιάσει πολλὲς πνευματικὲς Μητέρες, ὅμως ἡ ὁσία Εἰρήνη, ἡγουμένη τῆς Μονῆς Χρυσοβαλάντου, προβάλλεται ὡς τὸ κορυφαῖο πρότυπο γιὰ ὅσες (καὶ ὅσους) ἀναλαμβάνουν νὰ ὁδηγήσουν ψυχὲς στὸ δρόμο τοῦ Κυρίου.

Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν καθημερινὴ διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἡ ὁσία ἔδινε πολλὴ μεγάλη σημασία στὴν ἐξομολόγηση, καθὼς ξεκουράζει τὶς συνειδήσεις καὶ τὶς ἐξαγνίσει ἀπὸ τὰ πάθη. Κάθε πρωὶ προσκαλοῦσε τὶς ἀδελφὲς στὸν ἱερὸ ναὸ τῶν Ἀρχαγγέλων, τὶς ἐξομολογοῦσε καὶ μὲ τὶς συμβουλὲς τῆς τὶς ὁδηγοῦσε πίσω στὸ δρόμο τοῦ Χριστοῦ. Πολλὲς φορὲς πήγαιναν καὶ λαϊκοὶ νὰ τὴν ἐπισκεφθοῦν καὶ νὰ ἀναπαύσουν τὶς ψυχές τους μὲ τὴ σοφὴ καθοδήγησή της. Ἡ Εἰρήνη εἶδε τόση καρποφορία τῶν ψυχῶν χάριν στὴν ἐξομολόγηση, ποὺ τόλμησε νὰ ζητήσει ἀπὸ τὸν Κύριο τὸ διορατικὸ χάρισμα, γιὰ νὰ γνωρίζει τί κρύβει ὁ ἐξομολογούμενος στὴν καρδιά του καὶ ἔτσι εὐκολότερα νὰ τὸν καθοδηγεῖ στὴν αὐτογνωσία.

Ὁ Κύριος γνωρίζοντας τὴν ἀγαθὴ προαίρεση τῆς καρδιᾶς της καὶ πὼς ὅ,τι ζητοῦσε ἡ πιστή Του δούλη ἦταν γιὰ ὄφελος τῶν ἄλλων τὴν ἀξίωσε ὄχι μόνο διορατικοῦ χαρίσματος ἀλλὰ καὶ προορατικοῦ, νὰ προλέγει δηλαδὴ τὰ μέλλοντα νὰ συμβοῦν. Ἕνα πρωὶ λοιπόν, ὅταν ἡ Εἰρήνη ἔμπαινε στὸ ναὸ γιὰ νὰ προσκυνήσει καὶ νὰ ἀρχίσει τὸ σωτήριο ἔργο της, βλέπει μπροστά της ἕναν ἄγγελο καὶ τὸν ἀκούει νὰ τῆς ἀπευθύνει τὸν ἑξῆς χαιρετισμό: «Χαῖρε δούλη τοῦ Ὑψίστου, Εἰρήνη. Ἐκεῖνος μ᾿ ἔστειλε νὰ σὲ διακονῶ χάρις ἐκείνων ποὺ μέλλουν διὰ μέσου ἐσοῦ νὰ σωθοῦν. Ἔχω διαταγή, σύμφωνα μὲ τὴν αἴτησή σου, νὰ βρίσκομαι πάντα πλησίον σου καὶ νὰ σοῦ ἀποκαλύπτω τὰ μυστικὰ ποὺ κρύβουν οἱ ἀνθρώπινες καρδιές». Ἡ Εἰρήνη δὲν ταράχθηκε οὔτε φοβήθηκε ἀπὸ τὴ θεία ὀπτασία. Γονάτισε καὶ μὲ εὐλάβεια ἀσπάστηκε τὸ σημεῖο, ὅπου πάτησε ὁ ἄγγελος καὶ μὲ πολὺ μεγάλη συγκίνηση εὐχαρίστησε τὸν Κύριό της γιὰ τὴν ἐξαιρετικὴ αὐτὴ χάρη. Ἀπὸ ἐκείνη τὴ στιγμὴ ὁ ἄγγελος ἦταν πάντα πλάι της καὶ τῆς φανέρωνε μύχιες σκέψεις τῶν ἀνθρώπων ποὺ κατέφευγαν στὴ συμβουλή της. Μάλιστα, μὲ τόση λεπτότητα διόρθωνε τὰ σφάλματα καὶ συμβούλευε, ποὺ ὅλοι, μοναχὲς καὶ λαϊκοί, ἀπὸ ὅλες τὶς κοινωνικὲς τάξεις τῆς Πόλης, τὴν ἀποζητοῦσαν διακαῶς, ὥστε νὰ διδαχθοῦν καὶ νὰ διορθωθοῦν.

Ὅλα τὰ ἐξαιρετικὰ χαρίσματα μὲ τὰ ὁποῖα ὁ οὐράνιος Πατέρας στόλισε ἐκ γεννησιμιοῦ τὴ δούλη Του, ὅσα τῆς χάρισε στὴ συνέχεια χάρη στὴ συνεχῆ ἄσκηση καὶ ἀδιάλειπτη προσευχή, ἡ ἁγιότητα τοῦ βίου της, προπάντων ἡ ἐπιστροφὴ στὴ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ τόσων ψυχῶν κίνησαν κατὰ τῆς Εἰρήνης τὸ μίσος καὶ τὸν πόλεμο τοῦ μισόκαλλου διαβόλου. Σκοπός του ἦταν νὰ τὴν ἀποσπᾶ ἀπὸ τὴν προσευχή, γι᾿ αὐτὸ τὰ βράδια, ὅταν ἡ Εἰρήνη γονυπετὴς στὸ κελί της προσευχόταν μὲ κατάνυξη, δημιουργοῦσε τρομερὸ θόρυβο, σὰν νὰ γκρεμιζόταν συθέμελα τὸ οἰκοδόμημα. Ἄλλοτε πάλι ἐμφανιζόταν μπροστά της σὲ ἀνατριχιαστικὰ ὁράματα καὶ τῆς ἔλεγε: «Εἰρήνη ξύλινη, ποὺ σὲ βαστοῦν ξύλινα ποδάρια, ὡς πότε θὰ μὲ βασανίζεις μὲ τὶς προσευχές σου»; Ὅμως, ἡ Εἰρήνη δὲν ἦταν πιὰ ἄπειρη στὶς ἐπιθέσεις τοῦ Πονηροῦ, ὅπως τὸν πρῶτο καιρὸ ποὺ εἰσῆλθε στὶς τάξεις τῶν μοναζουσῶν καὶ τὴν βασάνιζε μὲ τὶς ἀναμνήσεις ἀπὸ τὴν πολυτέλεια καὶ τὶς κοινωνικὲς τιμὲς τοῦ παρελθόντος. Τώρα τὸν περιφρονοῦσε ὡς ἀνάξιο ὁποιασδήποτε προσοχῆς καὶ ὅσο ἰσχυρότερες ἦταν οἱ ἐπιθέσεις τοῦ Διαβόλου, τόσο πιὸ πολὺ δινόταν σὲ ὁλόθερμη προσευχή.

Μιὰ νύχτα, ἡ ὁσία Μητέρα προσευχόταν στὸ κελί της γονατισμένη καὶ μὲ ὑψωμένα τὰ χέρια. Ὁ Διάβολος, ἀνήμπορος νὰ τὴν ἀποσπάσει ἀπὸ τὴ θεία ἔξαρση στὴν ὁποία ὁλοκληρωτικὰ εἶχε παραδοθεῖ, πῆρε φωτιὰ ἀπὸ τὴν καντήλα κι ἔκαψε τὴν καλύπτρα της. Σὲ λίγο, ἡ Εἰρήνη ἦταν μέσα στὴ φωτιά, ἡ ὁποία εἶχε κατακάψει τὰ ράσα της κι ἄρχιζε νὰ καίει καὶ τὶς σάρκες της. Ἡ ἴδια ὅμως παράμενε ξένη σὲ ὁτιδήποτε συνέβαινε γύρω της κι ἐξακολουθοῦσε τὴν προσευχή. Εἶναι σίγουρο πέραν πάσης ἀμφιβολίας ὅτι ἐκεῖνο τὸ βράδυ ἡ ὁσία θὰ καιγόταν ζωντανή, ἂν κάποια καλόγρια ποὺ ἀγρυπνοῦσε στὸ δικό της κελὶ δὲ μύριζε τὴν ὀσμὴ καμένου ὑφάσματος καὶ σάρκας. Ἔτρεξε τότε στὸ κελὶ τῆς Ἡγουμένης της καὶ ἔντρομη εἶδε τὴν Εἰρήνη νὰ προσεύχεται μέσα στὶς φλόγες. Μὲ ἀπεγνωσμένες προσπάθειες κατάφερε νὰ τὴν σβήσει καὶ κούνησε λίγο τὴν ὁσία γιὰ νὰ βεβαιωθεῖ ὅτι ἦταν ζωντανή. Τότε μόνο ἡ Εἰρήνη ἐπανῆλθε στὸν ἐπίγειο κόσμο καὶ κοιτώντας ἀπορημένη τὴν ἀδελφή της εἶπε σιγὰ-σιγὰ μὲ παράπονο: «Ὤ, νὰ ἤξερες, τέκνο μου πόσο μεγάλο κακὸ μοῦ προξένησες καὶ ἀπὸ πόσα ἀγαθὰ μὲ στέρησες! Δὲν πρέπει νὰ φρονοῦμε τὰ τῶν ἀνθρώπων ἀλλὰ τὰ τοῦ Θεοῦ. Ὡς αὐτὴ τὴ στιγμὴ παραστεκόταν ἐδῶ κοντά μου θεῖος Ἄγγελος πλέκοντάς μου στεφάνι ἀπὸ ὑπερκόσμια ἄνθη. Καθὼς ἅπλωσε τὸ χέρι του νὰ τὸ βάλει στὴν κεφαλή μου, ἦλθες ἐσὺ νὰ μὲ περιποιηθεῖς καὶ βλέποντας σὲ ἐκεῖνος ἔφυγε. Ὤ, πόση λύπη καὶ ζημία μοῦ ἔδωσες»!

Ἡ ἀδελφή, κλαίγοντας, ἀκούγοντας τὴν ἐκπληκτικὴ ἐκείνη μαρτυρία, περιποιήθηκε τὴν καταπληγωμένη πνευματική της Μητέρα, φροντίζοντας τὶς καμένες σάρκες της καὶ δίνοντάς της νὰ φορέσει ἕνα δικό της ράσο (καθὼς ἔχει προαναφερθεῖ, ἡ ὁσία Εἰρήνη ποτὲ δὲν ἀπόκτησε δεύτερο ράσο, οὔτε καὶ ὅταν χειροτονήθηκε Ἡγουμένη). Ἀπὸ τὸ τραυματισμένο σῶμα τῆς Εἰρήνης ἀναδινόταν μία μοναδικὴ εὐωδιά, τὴν ὁποία γιὰ μέρες αἰσθάνονταν οἱ ἀδελφὲς καὶ θαύμαζαν. Ἔτσι, ὁ διάβολος γιὰ ἄλλα μὰ φορᾶ νικήθηκε ἀπὸ τὴν Εἰρήνη. Ὅμως, δὲν ἄφησε ἥσυχο τὸ εὐλογημένο κοινόβιο καὶ προκαλοῦσε θλίψεις καὶ ἀνησυχίες στὴν ἁγία Ἡγουμένη του.

Περίπου ἕνα χρόνο πρὶν ἀπὸ τὸ περιστατικὸ αὐτό, εἶχε εἰσέλθει στὴν ἱερὰ μονὴ ἡ κόρη μιᾶς ἀριστοκρατικῆς οἰκογένειας ἀπὸ τὴν Καισαρεία. Ἡ Εἰρήνη μὲ ἰδιαίτερη χαρὰ δέχτηκε τὴν κοπέλα στὸ ποίμνιό της, καθὼς ἦταν ἡ πρώτη συμπατριώτισσά της ποὺ εἰσερχόταν στὸ κοινόβιο, μετὰ τὶς δυὸ θεραπαινίδες της Φιλικητάτη καὶ Ἀρετή. Ἡ Θεοφανώ, ὅπως λεγόταν ἡ νεαρὴ ἀριστοκράτισσα, ἦταν ὀρφανὴ ἀπὸ γονεῖς καὶ οἱ συγγενεῖς της τὴν ἀρραβώνιασαν παρὰ τὴ θέλησή της μὲ κάποιο πλούσιο ἄρχοντα, ὁ ὁποῖος ὅμως ἦταν σκληρὸς καὶ φερόταν στὴν ἀρραβωνιαστικιά του βάναυσα. Ἡ Θεοφανὼ ἔφυγε κρυφὰ ἀπὸ τὴν πατρίδα της, γιὰ νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὴ βία τοῦ ἀρραβωνιαστικοῦ της καὶ τῶν συγγενῶν της καὶ ἔφτασε στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου βρῆκε καταφύγιο στὴ μονὴ Χρυσοβαλάντου. Ἡ φήμη τῆς Ἡγουμένης Εἰρήνης εἶχε φτάσει ὡς τὴν Καισαρεία καὶ οἱ συμπατριῶτες της ἦταν πολὺ περήφανοι γι᾿ αὐτήν, ἴσως περισσότερο κι ἀπὸ τὴν ἡμέρα ποὺ τὴν ἀποχαιρετοῦσαν ὡς μέλλουσα αὐτοκράτειρά τους.

Ὅμως, ὁ ἀρραβωνιαστικὸς τῆς Θεοφανῶς ὀργίστηκε ἀπὸ τὴ φυγὴ τῆς μνηστῆς του καὶ νιώθοντας πληγωμένο τὸν ἀνδρικό του ἐγωισμὸ ἄρχισε νὰ τὴν ψάχνει μὲ μανία. Πέρασαν μῆνες καὶ δὲν μποροῦσε νὰ ἐντοπίσει κάποιο ἴχνος της οὔτε κάποιον ποὺ θὰ γνώριζε νὰ τὸν πληροφορήσει γιὰ τὸ ποῦ θὰ μποροῦσε νὰ καταφύγει ἡ κοπέλα. Παρολαυτά, τὸ πάθος του καὶ ἡ ὀργή του δὲν κατευνάζονταν καὶ κατέφυγε σὲ ἕνα διάσημο μάγο τῆς Καισαρείας, προκειμένου νὰ τοῦ φέρει πίσω τὴ Θεοφανώ.

Ὁ μάγος κατέφυγε στὶς μαγγανεῖες του καὶ στὴ βοήθεια τοῦ διαβόλου καὶ ἕνα πρωὶ ἡ Θεοφανὼ ξύπνησε βγάζοντας ἄναρθρες κραυγές, ξεσκίζοντας τὰ ράσα της καὶ οὐρλιάζοντας τὸ ὄνομα τοῦ μνηστήρα της. Οἱ ἀδελφὲς ἀναστατώθηκαν καὶ ἡ Εἰρήνη, ποὺ χάρη στὸ διορατικό της χάρισμα γνώριζε γιατί ἡ κοπέλα εἶχε περιέλθει σὲ αὐτὴ τὴν κατάσταση, κλαίγοντας πικρὰ κατηγοροῦσε τὸν ἑαυτό της ὅτι ἀπὸ δική της ἀμέλεια καὶ ὀλιγωρία ὁ διάβολος κατέβαλε τὴ Θεοφανώ. Ἔχοντας ὅμως σταθερὴ καὶ μεγάλη πίστη στὸ Θεό, ὁπλίστηκε γιὰ τὴν καινούρια μάχη μὲ τὸ Σατανᾶ, τὴν ὁποία καταλάβαινε ὅτι θὰ εἶναι σκληρότερη ἀπὸ τὶς προηγούμενες.

Συγκέντρωσε τὶς ἀδελφὲς στὸ Καθολικὸ καὶ ἀφοῦ τὶς συμβούλεψε νὰ φυλάγονται ἀπὸ τὶς παγίδες τοῦ Διαβόλου, τὶς διέταξε νὰ νηστεύσουν γιὰ μία βδομάδα καὶ κάθε μέρα νὰ κάνουν χίλιες μετάνοιες ἡ καθεμιά τους στὰ κελιά τους γιὰ τὴν ἄρρωστη ἀδελφή τους, γιὰ νὰ τὴν ἐλεήσει ὁ πολυεύσπλαχνος Κύριος. Οἱ μοναχὲς μὲ προθυμία πραγματοποίησαν τὴν ἐπιθυμία της, ἐνῶ ἡ ἴδια ἡ ἁγία παρέμεινε ἕνα ὁλόκληρο τριήμερο στὸ ναό, ἀπέχοντας ἀπὸ ὁποιαδήποτε τροφή, γονατιστὴ μπροστὰ στὶς εἰκόνες τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καὶ τῆς ἁγίας Ἀναστασίας τῆς μάρτυρος (στοὺς ἁγίους αὐτοὺς ἔτρεφε ἰδιαίτερη εὐλάβεια, ἐπειδὴ ἦταν συμπατριῶτες της).

Ἰδιαίτερα μπροστὰ στὸ εἰκόνισμα τοῦ Μ. Βασιλείου, ἡ ὁσία παραπονιόταν κι ἔλεγε πὼς ἐπιτρέπει ὁ ἅγιος νὰ συμβαίνουν τέτοια ἔκτροπα στὴν πατρίδα τους, καθὼς ἡ Καππαδοκία ἦταν περίφημο κέντρο τῶν διαφόρων μάγων τῆς ἐποχῆς. Τὴν τρίτη νύχτα, ἡ Εἰρήνη, ἐνῶ ἐπαναλάμβανε τὰ ἴδια, βλέπει μπροστά της τὸ μεγάλο Καππαδόκη πατέρα τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὸν ἀκούσει νὰ τῆς λέει: «Γιατί μοῦ παραπονεῖσαι Εἰρήνη; Κι ἐγὼ λυποῦμαι γιὰ τὴν παρανομία τῶν ἀσεβῶν ἀνθρώπων. Τὸ πρωὶ μόλις ξημερώσει ὁδήγησε τὴν πάσχουσα στὸ ναὸ τῶν Βλαχερνῶν, κι ἔρχεται ἐκεῖ, στὸν Οἶκο της, ἡ Μητέρα τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ ποὺ μόνη ἔχει δύναμη καὶ ἐξουσία νὰ τὴν θεραπεύσει».

Κατασυγκινημένη ἡ ἁγία Εἰρήνη, θυμούμενη τὴν εὐλάβεια ποὺ ἔτρεφε στὴ Βλαχερνιώτισσα Παναγία, συνδεδεμένη στενὰ μὲ τὸν κοσμικό της βίο, πῆρε τὴν ἄρρωστη ἀδελφὴ καὶ δυὸ ἀπὸ τὶς παλαιότερες μοναχὲς καὶ πῆγαν στὸ ναό. Ἦταν ἡ πρώτη φορὰ ποὺ ἡ Εἰρήνη ἔβγαινε ἀπὸ τὴ μονὴ τοῦ Χρυσοβαλάντου, ὕστερα ἀπὸ τὴ χειροτονία της, πρὶν τόσα χρόνια, μόνο γιὰ ἀγάπη τῆς ἄρρωστης κοπέλας.

Στὶς Βλαχέρνες, ἐνῶ ἡ ἄρρωστη βασανιζόταν ἀπὸ τὸ ἀκάθαρτο πνεῦμα, ἡ Εἰρήνη καὶ οἱ δυὸ ἀδελφὲς προσευχόντουσαν γονατιστὲς μπροστὰ στὴ θαυματουργὸ εἰκόνα τῆς Παναγίας μέχρι ἀργὰ τὸ βράδυ. Κατὰ τὰ μεσάνυχτα, ἡ ὁσία κουρασμένη ἀπὸ τὴν ταλαιπωρία καὶ τὴ θλίψη τῶν ἡμερῶν, ἀκούμπησε στὸ μαρμάρινο προσκυνητάρι τῆς πάνσεπτης εἰκόνας καὶ ἀποκοιμήθηκε. Τότε εἶδε στὸ ὄνειρό της ἕνα ἀμέτρητο πλῆθος κόσμου νὰ συνωστίζεται μέσα στὸ ναὸ καὶ σὲ λίγο μπῆκε μὲ στρατιωτικὴ τάξη ἕνα τάγμα ἀπὸ χρυσοφορεμένους νέους, οἱ ὁποῖοι ἑτοίμαζαν δρόμο μέσα στὸ πλῆθος. Στὴ συνέχεια, ἕνα ἄλλο τάγμα διακόνων μὲ λευκὲς στολὲς καὶ χρυσὰ ὀράρια θυμιάτιζαν καὶ ἔραναν μὲ ἄνθη τὸ δρόμο. Ἡ ὁσία ἔβλεπε ὅλες αὐτὲς τὶς θαυμάσιες ἑτοιμασίες καὶ ρώτησε μὲ ἀπορία ἕναν διάκονο γιὰ ποιὸν εἶναι ὅλη αὐτὴ ἡ ὑποδοχή. «Ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ ἐπισκέπτεται τὸν Οἶκο της, ἑτοιμάσου νὰ τὴν προσκυνήσεις», ἀπάντησε ὁ διάκονος.

Ἐκείνη τὴ στιγμή, κατέφθασε ἡ Παναγία συνοδευόμενη ἀπὸ πλῆθος ἀγγέλων καὶ ἁγίων. Τὸ πρόσωπό της ἀκτινοβολοῦσε τόσο πολὺ ἀπὸ τὴ θεϊκὴ αἴγλη, ποὺ κανεὶς δὲν μποροῦσε νὰ τὴν ἀντικρίσει. Ἡ Παντάνασσα, ἀφοῦ ἐξέτασε καὶ βοήθησε ὅλους ὅσους εἶχαν καταφύγει στὸ ναό της, ἔφτασε καὶ στὴ μαθήτρια τῆς Εἰρήνης. Τότε ἡ ὁσία ἔπεσε στὰ πόδια τῆς Παναγίας νὰ τὴν προσκυνήσει, ὅταν ἄκουσε τὴ Δέσποινα νὰ ἀπευθύνεται στὸν ἅγιο Βασίλειο καὶ νὰ τὸν ρωτάει γιὰ τὴν περίπτωσή της. Ὅταν ἔμαθε γιὰ τί προσευχόταν ἡ Εἰρήνη, στράφηκε καὶ στὴν ἁγία Ἀναστασία καὶ εἶπε: «Ὑπάγετε στὴν Καισάρεια καὶ ἐξετάσατε μὲ ἐπιμέλεια τὴν ὑπόθεση αὐτῆς τῆς κόρης. Σ᾿ ἐσᾶς τοὺς δυὸ ἐδόθη ἡ χάρις νὰ τὴν θεραπεύσετε». Στὴ συνέχεια, ἡ Παναγία ἀνέβηκε πάλι στοὺς οὐρανούς, ἐνῶ φωνὴ ἀπὸ ἀόρατο στόμα διέταξε τὴν Εἰρήνη: «Πήγαινε στὸ μοναστήρι σου κι ἐκεῖ θ᾿ ἀξιωθεῖς τοῦ ποθουμένου».

Ἐκείνη τὴ στιγμή, ἡ ὁσία ξύπνησε κι ἔκθαμβη διηγήθηκε τὸ ὄνειρό της στὶς δυὸ ἄλλες ἀδελφές, ποὺ ἐξακολουθοῦσαν νὰ προσεύχονται. Ὅταν ξημέρωσε, ἐπέστρεψαν στὸ μοναστήρι τοὺς γεμάτες πίστη κι ἐλπίδα. Ἦταν ἡ ὥρα τῆς μεσημεριανῆς προσευχῆς κι ὅλες οἱ μοναχὲς ἦταν μαζεμένες στὸ Καθολικό, περιμένοντας μὲ ἀγωνία τὴν ἐπιστροφὴ τῆς Ἡγουμένης τους. Ἡ ὁσία διηγήθηκε ξανὰ τὸ ὅραμά της καὶ τὶς πρόσταξε μὲ ὑψωμένα χέρια νὰ φωνάζουν ὅλες μαζὶ κατανυκτικὰ «Κύριε ἐλέησον». Ἡ πανίσχυρη ἐκείνη προσευχὴ εἶχε ἀποτέλεσμα: Σὲ ἕνα ἀκόμη ὅραμα ποὺ εἶδαν ὅλες οἱ ἀδελφές, ψηλὰ στὸν ἀέρα ἐμφανίστηκαν ὁ ἅγιος Βασίλειος καὶ ἡ ἁγία Ἀναστασία λέγοντας στὴν Εἰρήνη: «Ἅπλωσε τὰ χέρια σου, Εἰρήνη καὶ δέξου αὐτὰ καὶ μὴ μᾶς ὀνειδίζεις πλέον, γιατὶ ἀναλάβαμε νὰ διώξουμε τοὺς μάγους ἀπὸ τὴν Καισάρεια».

Ἡ ὀπτασία χάθηκε καὶ στὰ χέρια τῆς Εἰρήνης ἔπεσε ἕνα δέμα τὸ ὁποῖο ἀποτελοῦνταν ἀπὸ ἀντικείμενα χρηστικὰ σὲ μάγους, ὅπως τρίχες, βελόνες, καρφιά, χαρτιὰ μὲ ὀνόματα δαιμόνων καὶ δυὸ μολυβένια ὁμοιώματα τοῦ νέου ποὺ προκάλεσε ὅλο αὐτὸ τὸ κακὸ καὶ τῆς ἄρρωστης κοπέλας.

Ὅλη τὴν ὑπόλοιπη ἡμέρα καὶ τὴ νύχτα, ἡ Εἰρήνη μὲ τὴ συνοδεία της ἔμεινα στὸ ναὸ καὶ εὐχαριστοῦσαν τοὺς Ἀρχαγγέλους, τοὺς Καππαδόκες ἁγίους καὶ τὴν Παναγία γιὰ ὅλα τὰ θαυμαστὰ ποὺ ἀξιώθηκαν νὰ δοῦν καὶ νὰ ζήσουν. Τὸ ἑπόμενο πρωί, ἡ ὁσία ἔστειλε πάλι τὴν ἄρρωστη κόρη μὲ δυὸ ἀκόμη ἀδελφὲς στὸ ναὸ τῆς Βλαχερνιώτισας, μὲ λάδι, νάμα καὶ προσφορὲς νὰ λειτουργήσει ὁ προσμονάριος (=ἐφημερεύων ἱερέας) καὶ τὸ δέμα μὲ τὶς μαγεῖες.

Μὲ τὴ θεία Λειτουργία, ἔχρισε ὁ ἱερέας τὴν ἄρρωστη μὲ λάδι ἀπὸ τὴν καντήλα τῆς θαυματουργοῦ εἰκόνας τῆς Παναγίας καὶ ἔριξε στὴ φωτιὰ τὰ διαβολικὰ ἀντικείμενα. Καθὼς αὐτὰ καιγόντουσαν, ἡ κοπέλα ξανάβρισκε τὴν ἰσορροπία τοῦ λογικοῦ της, ἐνῶ ἀπὸ τὰ μολυβένια ἀγαλματίδια, ποὺ ἕλιωναν, ἀκουγόντουσαν ἀποτρόπαιες κραυγές. Ἡ Θεοφανώ, ἐπέστρεψε στὴ μονὴ ἐντελῶς θεραπευμένη, εὐχαριστώντας τὴν Παναγία γιὰ τὸ θαῦμα τῆς ἀλλὰ καὶ τὶς ἀδελφὲς καὶ τὴν πνευματική της μητέρα γιὰ τὴν ἀμέριστη συμπαράσταση καὶ βοήθειά τους.

Ἡ ὁσία Εἰρήνη ἀπέκτησε μεγάλη ἐξουσία πάνω στὸ Διάβολο, χάρη στὴ διαρκῆ πάλη ἐναντίον του μέσω τῆς διαρκοῦς ἄσκησης καὶ προσευχῆς. Ἄλλο ἕνα περιστατικὸ καταδυκνύει αὐτὴ τὴ δύναμη τῆς ἁγίας, ἡ ὁποία ἀκόμη καὶ σήμερα μᾶς προστατεύει ἀπὸ τὶς ἐπιθέσεις τοῦ πονηροῦ.

Στὰ κτήματα τῆς μονῆς ἐργαζόταν ἕνας νέος, ὁ Νικόλαος, ὁ ὁποῖος εἶδε τυχαῖα κάποια μοναχὴ καὶ τὴν ἐρωτεύτηκε παράφορα. Ἕνα βράδυ, ἡ ἔξαψη τοῦ παράνομου πάθους του ἔφτασε σὲ τέτοιο σημεῖο, ποὺ ἔπεσε καταγῆς μπροστὰ στὴν εἴσοδο τῆς μονῆς, ἔβγαζε ἀφροὺς ἀπὸ τὸ στόμα καὶ ξέσκιζε μὲ τὰ νύχια του τὸ ἴδιο του τὸ σῶμα. Σὲ αὐτὴ τὴν ἐλεεινὴ κατάσταση τὸν βρῆκε τὴν ἑπόμενη μέρα ἡ πορτάρισσα, καθὼς ἄνοιξε τὴ θύρα, ἡ ὁποία ἔσπευσε νὰ εἰδοποιήσει τὴν Ἡγουμένη της.

Ἡ ἁγία Εἰρήνη, καταλαβαίνοντας ὅτι κάποιο ἁμάρτημα τοῦ νέου εἶχε δώσει τὴν ἐξουσία στὸν Πονηρό, ἐνημέρωσε τοὺς συγγενεῖς του καὶ τὸν ἔστειλε στὸν ἱερὸ ναὸ τῆς ἁγίας Ἀναστασίας τῆς Φαρμακολύτρας. Ὅμως, τὸ ἴδιο βράδυ, ἡ ἁγία Ἀναστασία ἔρχεται στὸ ὄνειρο τῆς Εἰρήνης καὶ τῆς λέει: «Γιὰ νὰ μὲ δοκιμάσεις μοῦ ἔστειλες τὸν δαιμονισμένο; Μάθε, ἀγαπητή μου ἀδερφή, πὼς ἐσὺ μόνο ἔχεις τὴ δύναμη νὰ τὸν θεραπεύσεις».

Ἔτσι, ἡ ὁσία φέρνει πίσω τὸ νέο κι ἄρχισε τὶς Λειτουργίες στὸ παρεκκλήσι τῶν ἁγίων Θεοδώρων (ἀφοῦ στὴ μονὴ δὲν ἐπιτρεπόταν ἡ εἴσοδος τῶν ἀνδρῶν). Κατὰ τὴ δέκατη μέρα, ἐνῶ ὁ Νικόλαος ἦταν δεμένος μὲ ἁλυσίδες, σπάει τὰ δεσμά του κι ἐπιτίθεται κατὰ τοῦ ἱερέα ποὺ τελοῦσε τὴ θεία Λειτουργία. Ἡ Εἰρήνη, χωρὶς νὰ χάσει τὴν ψυχραιμία της, πλησιάζει τὸ δαιμονισμένο νέο καὶ τὸν προστάζει νὰ μείνει ἀκίνητος. Ἐκεῖνος, ἀπὸ μία ἀκατανόητη δύναμη, ὑπάκουσε στὸ πρόσταγμα τῆς ἁγίας. Μετὰ τὸ πέρας τῆς Λειτουργίας, ἡ ἁγία Ἡγουμένη ἔμεινε μόνη μὲ τὸ Νικόλαο καὶ ἐξέταζε τὸ ἀκάθαρτο πνεῦμα γιὰ ποιὸ λόγο κατέλαβε τὸ νέο καὶ ἐκεῖνο, μὴν μπορώντας νὰ ἀντιπαλέψει τὴ θεία χάρη τῆς ἁγίας Εἰρήνης, ὁμολόγησε ὅλη τὴν ἀλήθεια.

Ἡ ὁσία προσευχήθηκε θερμὰ πρὸς τὸν Κύριο γιὰ τὸ δυστυχισμένο νέο, ἔπειτα πρόσταξε τὸ πονηρὸ πνεῦμα νὰ βγεῖ καὶ νὰ ἀφήσει ἥσυχο τὸ Νικόλαο. Ἐκεῖνο, ἀφοῦ σπάραξε πρῶτα τὸ νεαρὸ ἄνδρα, ἔφυγε ἀφήνοντας τὸν σὰν νεκρό. Ἡ Εἰρήνη τὸν βοήθησε νὰ σηκωθεῖ καὶ τὸν συμβούλευσε πνευματικὰ νὰ ἀποφεύγει τὶς καταχρήσεις, καθὼς διεγείρουν τὰ κατώτερα ἔνστικτα τοῦ ἀνθρώπου.

Ὁ Νικόλαος, ἔπειτα ἀπὸ αὐτὴν τὴν περιπέτεια, ἡ ὁποία ἀπείλησε τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα του, ἐπέστρεψε στὸ σπίτι του σωφρονισμένος καὶ μία φορὰ τὸ χρόνο λειτουργοῦσε στὸ παρεκκλήσι τῆς μονῆς, εὐχαριστώντας γιὰ τὴ σωτηρία του τὸ Θεὸ καὶ τὴ θαυματουργὸ ἁγία.

Ὅλα αὐτὰ τὰ θαυμάσια ἐξάπλωσαν τὴ φήμη τῆς ὁσίας Εἰρήνης σὲ ὅλη τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ πλῆθος κόσμου, ἀπὸ ὅλες τὶς κοινωνικὲς τάξεις, ἐπισκέπτονταν τὴ μονὴ Χρυσοβαλάντου, προκειμένου νὰ συμβουλευτοῦν καὶ νὰ εὐλογηθοῦν ἀπὸ τὴν Ἡγουμένη του. Ἄνθρωποι ποὺ ταλανίζονταν ἀπὸ σωματικὲς καὶ ψυχικὲς ἀσθένειες, πίστευαν ἀκράδαντα ὅτι ἐκεῖ, στὴν ἡγιασμένη μονή, θὰ ἔβρισκαν τὴ θεραπεία τους.

Ἡ ἁγία Εἰρήνη διενεργοῦσε τὰ θαύματα αὐτὰ μὲ τὴ χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἀφοῦ μέσα ἀπὸ τὴ συνεχῆ καὶ ἀδιάκοπη ἄσκηση εἶχε ἀποκτήσει τοὺς δυὸ μέγιστους θησαυρούς: θερμότατη πίστη καὶ «ἐνεργούμενη» ζωντανὴ προσευχή. Χάρη στὴ μεγάλη της πίστη, ἡ ὁσία Εἰρήνη εἶχε μία ξεχωριστὴ ἐπικοινωνία καὶ ἐπαφὴ μὲ τὰ θεῖα καὶ οὐράνια. Ὅταν ὁ ἱερέας τελοῦσε τὴν ἀναίμακτη θυσία κατὰ τὴ Θεία Λειτουργία, ἡ Εἰρήνη ἔκλαιγε μὲ δάκρυα πολλὰ στὴ σκέψη ὅτι ὁ Δημιουργὸς κατέβηκε στὴ γῆ μὲ τὴ μορφὴ τοῦ δημιουργήματός Του, ἔπαθε, σταυρώθηκε καὶ πέθανε ἀκριβῶς γιὰ νὰ ἀναζωογονήσει τὸ πλάσμα Του καὶ ἀπὸ τότε τὸ τίμιο αἷμα Του προσφέρεται στὸν ἁμαρτωλὸ ἄνθρωπο γιὰ νὰ σωθεῖ καὶ γιὰ νὰ τραφεῖ πνευματικά.

Ἡ προσευχὴ τόσο πολὺ ἐξύψωνε τὴν ἁγία πάνω ἀπὸ τὰ ἐγκόσμια, ποὺ ἐκείνη κατέβαλε προσπάθεια γιὰ νὰ ἐπιστρέψει στὸν ἐπίγειο κόσμο. Μέρες ὁλόκληρες προσευχόταν γονυπετὴς μὲ τὰ χέρια ὑψωμένα καὶ τότε οἱ ἀδελφές της συνοδείας της τὴν βοηθοῦσαν νὰ τὰ κατεβάσει καὶ οἱ ἁρμοί της προκαλοῦσαν τόσο θόρυβο, ποὺ ὁλόκληρο τὸ κοινόβιο θαύμαζε καὶ ἀποροῦσε.

Τὶς ἔναστρες νύχτες, ἡ ὁσία Εἰρήνη στεκόταν ἔξω ἀπὸ τὸ κελί της (αὐτὸ τὸ ἴδιο στὸ ὁποῖο πρὶν τόσα χρόνια, μόλις 15 χρονῶν, ὁδηγήθηκε ὡς δόκιμη μοναχή), μαγευόταν ἀπὸ τὴν ὀμορφιὰ τῆς φύσης καὶ ἔστελνε διάπυρες προσευχὲς πρὸς τὸν Πλάστη. Μία ἀπὸ τὶς βραδιὲς αὐτές, κάποια ἀδελφὴ ἀγρυπνοῦσε ἔξω ἀπὸ τὸ κελί της καὶ εἶδε τὸ ἑξῆς παράδοξο: Τὰ δυὸ πανύψηλα κυπαρίσσια, τὰ ὁποῖα ὀρθώνονταν ἀριστερὰ καὶ δεξιὰ στὴν εἴσοδο τοῦ Καθολικοῦ, λύγιζαν μπροστὰ στὴν προσευχόμενη ἁγία σὰν νὰ τὴν προσκυνοῦσαν καὶ ἡ ἴδια ἡ Εἰρήνη δὲν πάταγε στὴ γῆ ἀλλὰ αἰωροῦνταν περίπου περίπου ἕνα μέτρο πάνω ἀπὸ τὸ ἔδαφος. Ὅταν ἡ ὁσία ὁλοκλήρωσε τὴν προσευχή της, σταύρωσε τὰ δυὸ κυπαρίσσια καὶ ἐκεῖνα ἐπανῆλθαν στὴ φυσιολογική τους θέση. Ἡ μοναχὴ κατάπληκτη, μὲ ἀνάμειχτα συναισθήματα φόβου καὶ θαυμασμοῦ, συγκρατήθηκε καὶ δὲν εἶπε τίποτα στὴν ὑπόλοιπη ἀδελφότητα. Τὸ ἑπόμενο βράδυ παραφύλαξε πάλι ἔξω ἀπὸ τὸ κελί της καὶ τὸ ἴδιο παράδοξο γεγονὸς ἐπαναλήφθηκε· καὶ ξανὰ τὸ ἴδιο, τὸ τρίτο κατὰ σειρὰ βράδυ. Τὴν ἑπόμενη νύχτα, ἡ μοναχή, χωρὶς νὰ τὴν ἀντιληφθεῖ ἡ Ἡγουμένη της, ἔτρεξε στὰ λυγισμένα κυπαρίσσια, ἔδεσε ἀπὸ ἕνα λευκὸ μαντήλι στὶς κορυφές τους καὶ ἐπέστρεψε στὸ κελί της.

Τὸ ἑπόμενο πρωί, ἡ ἤρεμη ἀτμόσφαιρα τοῦ εὐλογημένου κοινοβίου ἀναστατώθηκε, ὅταν οἱ μοναχὲς εἶδαν τὰ δεμένα μαντήλια καὶ κατάπληκτες ρωτοῦσαν ἡ μιὰ τὴν ἄλλη ποιὸς ἦταν αὐτὸς ποὺ ἔδεσε τόσο ψηλὰ δέντρα, γιὰ ποιὸ λόγο τὸ ἔπραξε καὶ προπάντων μὲ ποιὸ τρόπο. Ἡ ἀδελφὴ ποὺ ὑπῆρξε μάρτυρας στὰ θαυμάσια αὐτὰ περιστατικὰ ἀποκάλυψε ὅλη τὴν ἀλήθεια καὶ τότε ὅλες ἔκλαιγαν ἀπὸ χαρὰ καὶ συγκίνηση καὶ παραπονιόντουσαν γιατὶ δὲν τὶς ξύπνησε νὰ δοῦν καὶ ἐκεῖνες τὸ φρικτὸ θαῦμα τῆς Ἡγουμένης τους. Πάνω στὴν ὥρα κατέφθασε καὶ ἡ Εἰρήνη. Ὅταν κατάλαβε τί συνέβη καὶ πῶς μαθεύτηκε ἕνα μυστικὸ ποὺ ἐκείνη κρατοῦσε ἑπτασφράγιστο γιὰ χρόνια ὁλόκληρα, ἐπέπληξε αὐστηρὰ τὴν ἀδελφὴ ποὺ τὸ μαρτύρησε μὲ τὰ παρακάτω λόγια: «Ἂν μὲ ἔβλεπες νὰ ἁμαρτάνω σὰν ἄνθρωπος, θὰ ἐφανέρωνες τὴν ἁμαρτία μου»; Ἔθεσε λοιπὸν βαρὺ ἐπιτίμιο γιὰ ὅποια τολμοῦσε νὰ φανερώσει ὁτιδήποτε παράδοξο ἔβλεπε, ὅσο ἦταν ἡ ἴδια ἐν ζωῇ. Ἔτσι, πολλὰ ἀπὸ τὰ θαύματα τῆς ἁγίας ἐξαφανίστηκαν στὴ σιωπὴ τῆς συνοδείας της, ἀλλὰ οἱ μοναχὲς πολλαπλασίασαν τὴν εὐλάβεια καὶ ἐμπιστοσύνη στὸ πρόσωπο τῆς Ἡγουμένης τους.

Ἡ ἁγία Εἰρήνη, ὅπως προαναφέρθηκε, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ διορατικὸ χάρισμα, εἶχε λάβει ἀπὸ τὸν Κύριο καὶ τὸ προορατικό, τὸ χάρισμα δηλαδὴ τῆς προφητείας. Προφήτεψε μεγάλες πολιτικὲς ἀλλαγὲς τῆς ἐποχῆς της. Ἔτσι, στὴ διάρκεια μιᾶς ἐπίσκεψης τῆς ἀδερφῆς της, ἡ Εἰρήνη ἐμπιστεύτηκε στὴν Καλλινίκη ὅτι ὁ Καίσαρας Βάρδας θὰ δολοφονηθεῖ ἀπὸ τοὺς ἀντιπάλους του μὲ τὴ σύμφωνη γνώμη τοῦ αὐτοκράτορος Μιχαὴλ καὶ ἡ ἴδια θὰ ἀναγκαστεῖ νὰ ἐγκαταλείψει ὁριστικὰ τὴ Βασιλεύουσα, ἐξαιτίας τῶν σκανδάλων ποὺ θὰ ξεσπάσουν. Τῆς εἶπε ἀκόμη ὅτι μετὰ τὸ φόνο τοῦ Βάρδα, σύντομα καὶ ὁ ἴδιος ὁ Μιχαὴλ θὰ δολοφονηθεῖ ἀπὸ τὸ σφετεριστὴ τοῦ θρόνου του, ὅμως κανένα μέλος τῆς οἰκογένειάς τους νὰ μὴν ἐναντιωθεῖ στὸ νέο αὐτοκράτορα, διότι εἶναι αἴτιος φόνου, ἀλλὰ ὁ Θεὸς τὸν προορίζει νὰ κυβερνήσει τὴν αὐτοκρατορία. Ἡ Εἰρήνη συμβούλεψε ἀκόμη τὴν ἀδελφή της νὰ μὴν ἀποκαλύψει τίποτα ἀπὸ ὅσα τῆς ἐμπιστεύτηκε, ἁπλὰ νὰ εἶναι προετοιμασμένη γιὰ τὶς συνταρακτικὲς ἀλλαγὲς στὴ ζωή της.

Ἡ Καλλινίκη ὅμως δὲν μπόρεσε νὰ κρατήσει μυστικὲς τὶς προφητεῖες τῆς Εἰρήνης καὶ μίλησε στὸ Βάρδα. Ὁ Καίσαρας ἔστειλε τότε ἀνθρώπους του στὸ μοναστήρι καὶ προσπάθησε νὰ ἀποσπάσει ἀπὸ τὴν Ἡγουμένη γυναικαδελφὴ τοῦ λεπτομέρειες γιὰ τὴν εἰς βάρος του συνωμοσία. Ἡ Εἰρήνη ὅμως δὲν ἀποκάλυψε τίποτα περισσότερο. Πολὺ σύντομα ὅμως, οἱ προφητεῖες τῆς ἁγίας πραγματοποιήθηκαν. Τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 866 καὶ ἐνῶ ὁ Βάρδας ἡγοῦνταν ἐκστρατείας κατὰ τῶν Σαρακηνῶν στὴν Κρήτη, δολοφονήθηκε μπροστὰ στὸν αὐτοκράτορα κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἐπίσημης ἀναφορᾶς ἀπὸ ὁμάδα συνωμοτῶν. Ἀρχηγός τους ἦταν ὁ γαμπρὸς τοῦ Βάρδα Συμβάτιος, ὁ ὁποῖος γιὰ νὰ δικαιολογήσει τὴ βάρβαρη καὶ ἄνανδρη δολοφονία τοῦ πεθεροῦ του, ὑποστήριξε ὅτι τὸν ἐκδικήθηκε γιὰ τὶς σχέσεις ποὺ διατηροῦσε μὲ τὴ νύφη του.

Ἡ Ἱστορία φαίνεται ὅτι δὲ διατήρησε τὸ τέλος τῆς Καλλινίκης μετὰ ἀπὸ τὴν τραγικὴ χηρεία της καὶ εἶναι πράγματι ἐντυπωσιακὴ ἡ φαινομενικὴ ἀντίφαση: Ἡ Εἰρήνη, ἡ ὁποία ἀπὸ τὰ δεκαπέντε της χρόνια καὶ μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς τῆς ἔζησε σὲ ἕνα μοναστήρι μὲ διαρκῆ νηστεία, ταπείνωση, προσευχὴ καὶ αὐστηρὴ ἄσκηση, δοξάζεται καὶ τιμᾶται μέχρι τὶς μέρες μας καὶ πλῆθος κόσμου τὴν ἐπικαλεῖται καὶ καταφεύγει στὴ θαυματουργὸ χάρη της. Ἡ Καλλινίκη, ἂν καὶ ἔζησε μέσα σὲ μυθικὴ πολυτέλεια καὶ χλιδὴ καὶ γνώρισε μεγάλες τιμὲς καὶ δόξες στὰ βυζαντινὰ ἀνάκτορα, λησμονήθηκε ἀμέσως μετὰ τὴ δολοφονία τοῦ συζύγου της καὶ τὸ ὄνομά της διασώθηκε ὡς ὑποσημείωση χάρη στὸν ἁγιασμένο βίο τῆς ἀδελφῆς της.

Ἕνα χρόνο μετὰ τὴ συνωμοσία εἰς βάρος τοῦ Καίσαρα Βάρδα, ὁ αὐτοκράτορας Μιχαὴλ Γ´ δολοφονήθηκε ἀπὸ τὸν εὐνοούμενό του, Βασίλειο τὸ Μακεδόνα, ὁ ὁποῖος ἀνέβηκε στὸ θρόνο τοῦ Βυζαντίου ὡς Βασίλειος ὁ Α´ καὶ ἵδρυσε τὴ Μακεδονικὴ Δυναστεία. Ὁ Βασίλειος ἦταν τυπικὸς ἐκπρόσωπος τῶν σκληρῶν χρόνων στοὺς ὁποίους ἔζησε, συγκεντρώνοντας ὅλα τὰ ἀντιφατικὰ στοιχεῖα στὴν προσωπικότητά του. Ἄνθρωπος σκληρός, δὲ δίσταζε, ὅπως εἴδαμε, νὰ καταφύγει καὶ στὸ φόνο προκειμένου νὰ ἐκπληρώσει τὸ στόχο του, στεροῦνταν ὁποιουδήποτε ἠθικοῦ φραγμοῦ (εἶχε συνάψει λευκὸ γάμο μὲ τὴν ἐρωμένη τοῦ Μιχαὴλ Εὐδοκία Ἰγερινὴ κατὰ παραχώρηση τοῦ δολοφονηθέντος αὐτοκράτορος, ἐνῶ διατηροῦσε ἐρωτικὲς σχέσεις μὲ τὴν ἀδελφὴ τοῦ Μιχαὴλ καὶ στενὴ φίλη τῆς Εἰρήνης πριγκίπισσα Θέκλα, μὲ τὸ θάνατο τοῦ Μιχαήλ, ἔδιωξε τὴ Θέκλα καὶ παρουσίασε ἐπίσημα ὡς σύζυγό του τὴν Εὐδοκία) καὶ ταυτόχρονα ἦταν πολὺ ...εὐσεβὴς καὶ θεοφοβούμενος ἀλλὰ καὶ ἀφάνταστα προληπτικός, λόγω παντελοῦς ἔλλειψης μόρφωσης.

Κάποιο περιστατικὸ συνέβη ἀνάμεσα στὸ νέο αὐτοκράτορα καὶ τὴν ὁσία Εἰρήνη, ὅταν ὁ Βασίλειος φυλάκισε ἕναν ἰλλούστριο (=ἀνώτατος ἀξιωματοῦχος τῆς βυζαντινῆς αὐλῆς), συγγενῆ της Εἰρήνης, ὁ ὁποῖος εἶχε συκοφαντηθεῖ γιὰ συνωμοσία. Ὁ Βασίλειος, ποὺ ὅπως κάθε σφετεριστὴς φοβόταν τὴν ἀντεκδίκηση, ἦταν ὑπὲρ τῶν συνοπτικῶν διαδικασιῶν καὶ φυλάκισε τὸν ἀξιωματοῦχο του διατάζοντας τὴν ἐκτέλεσή του, χωρὶς νὰ ἐξετάσει περαιτέρω τὶς κατηγορίες. Ἡ γυναίκα καὶ τὰ παιδιὰ τοῦ ἄτυχου ἀνθρώπου, ἀπογοητευμένοι ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη βοήθεια ποὺ δὲ φαινόταν πουθενά, κατέφυγαν στὴ μονὴ Χρυσοβαλάντου ἐλπίζοντας στὴ θεία παρέμβαση. Ἡ ὁσία Εἰρήνη στήριξε μὲ λόγο πνευματικὸ τὴ δυστυχισμένη οἰκογένεια καὶ ἀποσύρθηκε στὸ Καθολικὸ τῶν Ἀρχαγγέλων, ὅπου προσευχόταν γιὰ ὅλη τὴν ὑπόλοιπη νύχτα.

Τὸ ἴδιο ἐκεῖνο βράδυ, ὁ αὐτοκράτορας εἶδε στὸ ὄνειρό του ὅτι κάποια μοναχὴ μὲ ἐπιβλητικὸ παρουσιαστικὸ ἄνοιξε τὴν πόρτα τοῦ αὐτοκρατορικοῦ κοιτώνα, τὸν πλησίασε καὶ μὲ ὀργισμένο ὕφος τὸν πρόσταξε νὰ ἐλευθερώσει τὸν ἄδικα φυλακισμένο ἀξιωματικό του, διαφορετικὰ ὁ Θεὸς θὰ τοῦ ἔστελνε μεγάλες συμφορές. Στὴν ἐρώτηση τοῦ αὐτοκράτορα γιὰ τὸ ποιὰ εἶναι, ἐκείνη ἀπάντησε: «Εἶμαι ἡ Εἰρήνη, Ἡγουμένη τοῦ Χρυσοβαλάντου!» Ὁ Βασίλειος τρομαγμένος ξύπνησε καὶ ρώταγε τὴ φρουρά του ἂν ἐπέτρεψαν σὲ κάποια καλόγρια νὰ περάσει στὸ διαμέρισμά του. Ὅμως, οἱ φρουροὶ τὸν διαβεβαίωσαν ὅτι κανένας δὲν πέρασε στὸ δωμάτιό του.

Τὸ ἑπόμενο πρωί, ὁ Βασίλειος ἔστειλε ἀπεσταλμένους του στὸ μοναστήρι τῶν Ἀρχαγγέλων μαζὶ μὲ κάποιο ἱκανὸ ζωγράφο, ὥστε νὰ ζωγραφίσει τὸ πρόσωπο τῆς Ἡγουμένης καὶ ἔτσι νὰ διαπιστώσει τὸ θεόσταλτο τοῦ ὀνείρου του. Ἡ ἁγία Εἰρήνη, ποὺ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα τῆς εἶχε ἀποκαλύψει τὴν ἄφιξη τῶν αὐτοκρατορικῶν ἀπεσταλμένων, προετοίμασε τὶς ἀδελφὲς τοῦ κοινοβίου, ὥστε νὰ μὴν ἀναστατωθοῦν καὶ τρομάξουν καὶ τοὺς ὑποδέχτηκε στὸ παρεκκλήσι τοῦ ἁγίου Θεοδώρου, καθὼς δὲν ὑποχωροῦσε καὶ δὲν ἑξαιροῦσε κανέναν ἀπὸ τοὺς κανόνες τὶς ἱερᾶς μονῆς (ὑπενθυμίζουμε ὅτι ἀπαγορευόταν ἡ εἴσοδος τῶν ἀνδρῶν στὸ χῶρο τοῦ μοναστηριοῦ). Οἱ ἀξιωματοῦχοι ἄρχισαν νὰ συζητοῦν μὲ τὴν ὁσία, προσποιούμενοι θεολογικὸ ἐνδιαφέρον, μέχρι νὰ ὁλοκληρώσει τὸ ἔργο του ὁ ζωγράφος. Δὲν μποροῦσαν ὅμως νὰ μὴ θαυμάζουν καὶ νὰ μὴν ἀποροῦν, καθὼς ὅση ὥρα ἡ ἁγία Εἰρήνη ἀπαντοῦσε στὶς ἐρωτήσεις τους, μιὰ δυνατὴ λάμψη ἀναδυόταν ἀπὸ τὸ πρόσωπό της! Ἡ Εἰρήνη ἤξερε γιὰ ποιὸ λόγο τὴν καθυστεροῦσαν καὶ περίμενε μέχρι νὰ τελειώσει ἡ ζωγραφικὴ ἀποτύπωση τοῦ προσώπου της. Τότε σηκώθηκε καὶ ἀπευθύνθηκε στοὺς ἀπεσταλμένους μὲ τὰ ἑξῆς λόγια: «Νὰ ἀναγγείλετε παρακαλῶ στὸ δύσπιστο βασιλιά σας, πὼς εἶναι ἀληθινὰ ὅσα τοῦ εἶπα στὸν ὕπνο του. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀθῶος καὶ νὰ τὸν ἀφήσει ἀμέσως ἐλεύθερο, διαφορετικὰ θὰ πραγματοποιηθοῦν ὅλα ὅσα προφήτεψα». Οἱ ἀξιωματοῦχοι, ἀληθινὰ κατάπληκτοι ἀπὸ ὅσα βίωσαν καὶ ἄκουσαν, ξεκίνησαν γιὰ τὰ ἀνάκτορα.

Τὴν ἴδια ὥρα, ὁ Βασίλειος ἀνάκρινε ξανὰ τὸν ἰλλούστριο, θεωρώντας ὅτι εἶχε χρησιμοποιήσει μαγεία γιὰ νὰ στείλει τὴν καλόγρια στὸ ὄνειρό του. Ὁ ἄνθρωπος ἀρνήθηκε καὶ τὶς καινούργιες κατηγορίες καὶ διαβεβαίωνε τὸν αὐτοκράτορα γιὰ τὴν ἀθωότητά του. Ὁ Βασίλειος τὸν ρώτησε ἂν ἔχει κάποια σχέση μὲ τὴν Ἡγουμένη τῆς μονῆς Χρυσοβαλάντου καὶ ἐκεῖνος ἀπάντησε ὅτι εἶναι συγγενής του. Ὁ αὐτοκράτορας ξαναέστειλε τὸν ἀξιωματικὸ στὴ φυλακή, διέταξε ὅμως νὰ μὴν ἐκτελεστεῖ ἀκόμη.

Λίγο ἀργότερα, ἔφτασαν καὶ οἱ ἔμπιστοί του μὲ τὴν προσωπογραφία τῆς ἁγίας. Ὁ Βασίλειος ἀναγνώρισε τὴ μοναχὴ ποὺ τόσο πολὺ τὸν συγκλόνισε καὶ τὸν ὁδήγησε ἀκόμη καὶ σὲ ἐπανεξέταση τῆς ἀρχικῆς ἀπόφασής του (κάτι ποὺ σπανιότατα τὸ ἔπραττε ὁ Βασίλειος σὲ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς αὐτοκρατορικῆς του πορείας). Ἐλευθέρωσε τὸν ἄρχοντα ἀπὸ τὴ φυλακή, τὸν ἀποκατάστησε στὰ ἀνάκτορα καὶ μὲ ἐπιστολὴ τοῦ εἰδοποίησε τὴν Εἰρήνη γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τοῦ συγγενῆ της. Ἀκόμη, τὴν προσκαλοῦσε στὰ ἀνάκτορα, γιὰ νὰ εὐλογήσει τὸν ἴδιο καὶ τὴ βασίλισσα Εὐδοκία Ἰγερινὴ (ἀξίζει ἴσως νὰ θυμήσουμε ὅτι πρόκειται γιὰ τὴ γυναίκα ἀπὸ τὴν ὁποία ἡ αὐγούστα Θεοδώρα ἤθελε νὰ ἀποσπάσει τὸ γιό της Μιχαήλ, γι᾿ αὐτὸ καὶ προώθησε τὸ προξενιὸ ἀνάμεσα στὴν Εἰρήνη καὶ τὸ δολοφονημένο αὐτοκράτορα). Ἐὰν πάλι, ἡ Εἰρήνη δὲν ἤθελε νὰ βγεῖ ἀπὸ τὴ μονή της, ὁ αὐτοκράτορας ἔγραφε ὅτι θὰ πήγαιναν ἐκεῖνοι στὴν ὁσία.

Ἡ ἁγία ὅμως, ἀποφεύγοντας πάντα τὴ ματαιοδοξία καὶ τὶς ἐγκόσμιες τιμές, ἀπάντησε μὲ αὐτὴ τὴν ταπεινὴ ἐπιστολή: «Βασιλεῦ, οὔτε ἡ Βασιλεία σου εἶναι πρέπον νὰ ἔλθῃ ἐδῶ, οὔτε ἐγὼ εἰς τὰ Βασίλεια. Δὲν χρειάζεσαι εὐλογίαν ἀπὸ μίαν ταπεινὴ καὶ ἁμαρτωλὴ γυναίκα, διότι ἔχεις τὸν ἁγιώτατον πατριάρχην καὶ τοὺς λοιποὺς ἀρχιερεῖς καὶ τὸν κλῆρον τῆς Ἐκκλησίας. Ἐὰν ὑπακούσεις τὰς συμβουλάς των θέλεις θεραπεύσῃ τὸν Θεὸν καὶ θέλεις κυβερνήση τὸ ὑπήκοον εὐσεβῶς, δικαίως καὶ σωφρόνως».

Ἀπὸ τότε, ὁ Βασίλειος Α´ ὁ Μακεδὼν δὲν ξαναενόχλησε τὴν ὁσία. Ἔτρεφε ὅμως μεγάλο σεβασμὸ γιὰ τὸ πρόσωπό της καὶ συχνὰ ἔστελνε αὐτοκρατορικὲς προσφορὲς στὸ μοναστήρι της.

Τὰ χρόνια κυλοῦσαν γρήγορα μέσα στὴ μονὴ γιὰ τὴν Εἰρήνη καὶ ἡ πρώην νεαρὴ πανέμορφη ἀριστοκράτισσα καὶ νῦν Ἡγουμένη ἐγνωσμένης ἁγιότητας καὶ στολισμένης ἀπὸ τὸν Κύριό της μὲ ὑπερφυσικὰ δῶρα ἔφτασε σὲ βαθύτατα γεράματα. Ὅμως, ἕνα θαῦμα διαρκείας ἦταν πασιφανὲς στὸ σῶμα της καὶ τὸ πρόσωπό της, ἀντιλαμβανόμενο ἀπὸ ὅλους εἴτε μοναχὲς ποὺ τὴν ἀκολουθοῦσαν στὴν ἄσκηση εἴτε πιστοὺς ποὺ ἀποζητοῦσαν τὴν εὐλογία της: τὸ πρόσωπό της καὶ τὸ σῶμα τῆς διατηροῦσαν ὅλη τὴ φημισμένη ὀμορφιὰ καὶ τὴ φρεσκάδα τῆς νιότης της. Ἡ διαρκὴς ἄσκηση, ἡ αὐστηρὴ πολύχρονη νηστεία, ἡ μεγάλη εὐθύνη γιὰ τὸ πολυπληθὲς ποίμνιό της καὶ προπάντων ὁ πανδαμάτωρ χρόνος δὲν τὴν ἔφθειραν. Ἡ Εἰρήνη δὲν εἶχε φθαρεῖ στὴν ψυχή της, ἡ ὁποία ἦταν πλημμυρισμένη ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὸ Θεὸ καὶ τὰ δημιουργήματά Του καὶ εὔλογα ἡ ἐσώτερη αὐτὴ ἁγνότητα ἀντανακλοῦνταν στὸ πρόσωπό της.

Κάποια χρονιά, ξημερώνοντας ἡ γιορτὴ τοῦ μεγάλου Βασιλείου καὶ μετὰ τὴν τέλεση τοῦ ἑσπερινοῦ, ἡ ἁγία ξαγρυπνοῦσε προσευχόμενη. Πλησίαζε ἡ ὥρα τοῦ ὄρθρου καὶ τότε ἡ Εἰρήνη ἀκούει κάποια φωνὴ νὰ τῆς λέει: «Ὑποδέξου τὸ ναυτικὸ ποὺ σοῦ φέρνει τὰ ἑσπεριδοειδῆ καὶ φάε νὰ εὐφρανθεῖ ἡ ψυχή σου». Μετὰ τὸ πέρας τῆς θείας λειτουργίας, ἡ ἁγία λέει στὴν πορτάρισσα νὰ ἀνοίξει τὴν πόρτα τῆς μονῆς καὶ νὰ ὁδηγήσει τὸν ἄνθρωπο ποὺ περιμένει ἐκεῖ στὸν ξενώνα, ὅπου θὰ πήγαινε καὶ ἡ ἴδια νὰ τὸν συναντήσει.

Πράγματι, ἡ ὁσία Ἡγουμένη τοῦ Χρυσοβαλάντου συνάντησε τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν ἀκούει νὰ τῆς ἐξιστορεῖ τὴν ἑξῆς θαυμάσια ἱστορία: Ἦταν ναυτικός, πλοιοκτήτης ἑνὸς καραβιοῦ, ἀπὸ τὴν ἱερὴ Πάτμο. Ἀπέπλευσε μὲ τὸ πλοῖο του ἀπὸ τὸ βόρειο τμῆμα τοῦ νησιοῦ γιὰ τὴν Πόλη καὶ βρισκόταν λίγα μέτρα ἀπὸ τὴ στεριά, ὅταν βλέπει ἐκεῖνος καὶ οἱ ναῦτες κάποιον σεβάσμιο γέροντα νὰ τοὺς φωνάζει νὰ σταματήσουν. Αὐτὸ ὅμως ἦταν ἀδύνατο, καθὼς ὁ ἰσχυρὸς ἄνεμος ἔσπρωχνε τὸ πλοῖο στὸ ἀνοιχτὸ πέλαγος. Τότε ὁ γέροντας φωνάζει μὲ ὅλη τὴ δύναμή του καὶ προστάζει τὸ πλοῖο νὰ σταματήσει. Τὸ καράβι ἀκινητοποιεῖται καὶ ὁ ἴδιος ἀρχίζει νὰ βαδίζει πάνω στὰ ὕδατα. Μπροστὰ στοὺς κατάπληκτους ναῦτες, ἐπιβιβάζεται στὸ πλοῖο καὶ δίνει στὸν καπετάνιο τρία μῆλα καὶ τοῦ λέει: «Ὅταν πᾶς στὴ Βασιλεύουσα, δῶσε τα στὸν Πατριάρχη καὶ πές του πὼς τοῦ τὰ στέλνει ὁ Πανάγαθος Θεὸς μὲ τὸν δοῦλο Του Ἰωάννη, ἀπὸ τὸν Παράδεισο». Ἔπειτα δίνει στὸ ναύκληρο ἄλλα τρία μῆλα προσθέτοντας: «Αὐτὰ νὰ τὰ πᾶς της Εἰρήνης, τῆς Ἡγουμένης τοῦ Χρυσοβαλάντου καὶ νὰ τῆς πεῖς: φάγε ἀπὸ τοὺς καρποὺς τοῦ Παραδείσου ποὺ ἡ ἁγνὴ ψυχή σου ἐπεθύμησε». Λέγοντας αὐτά, ὁ γέροντας εὐλόγησε τὸ πλήρωμα καὶ τὸ πλοῖο ξεκίνησε καὶ πάλι τὸ ταξίδι του, ἐνῶ ὁ ἴδιος ἐξαφανίστηκε.

Ὀλοκληρώνοντας τὴ διήγησή του, ὁ ναυτικὸς προσκύνησε τὴν Εἰρήνη καὶ τῆς πρόσφερε τὰ μῆλα. Ἡ ἁγία τὰ δέχτηκε μὲ δάκρυα εὐλάβειας καὶ εὐγνωμοσύνης εὐχαριστώντας τὸν ἅγιο εὐαγγελιστὴ καὶ ἀπόστολο Ἰωάννη. Στὸ κελί της γονάτισε καὶ εὐχαρίστησε τὸν Χριστὸ γιὰ αὐτὸ τὸ δεῖγμα τῆς εὔνοιάς Του πρὸς τὴ δούλη Του. Τὰ μῆλα ἦταν πραγματικὰ παραδεισένια, τόσο ὄμορφα σὲ σχῆμα καὶ χρῶμα ποὺ ὅμοιά τους δὲν ὑπῆρχαν. Ἡ εὐωδιὰ τοὺς πλημμύριζε τὴ μονὴ καὶ οἱ ἀδελφὲς ἀποροῦσαν γιὰ τὸ καινούργιο θαῦμα ποὺ συντελοῦνταν στὸν εὐλογημένο χῶρο.

Ἡ ἁγία Εἰρήνη, μὲ τὴν ἔμφυτη εὐφυΐα της καὶ τὴ χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἐννόησε ὅτι τὸ θεῖο αὐτὸ δῶρο ἦταν οὐράνια πρόσκληση. Ὅταν ἔφτασε ἡ ἁγία καὶ μεγάλη Τεσσαρακοστή, ἔκοψε τὸ ἕνα μῆλο σὲ λεπτὰ κομματάκια καὶ ἔτρωγε ἕνα κομμάτι κάθε μέρα, ἀπέχοντας ἀπὸ ὁποιαδήποτε ἄλλη τροφή, ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὸ νερό. Τὴ Μεγάλη Πέμπτη, ὕστερα ἀπὸ τὴ θεία λειτουργία καὶ ἀφοῦ ὅλες οἱ μοναχὲς κοινώνησαν τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, ἡ Εἰρήνη ἔκοψε καὶ τὸ δεύτερο μῆλο καὶ ἔδωσε σὲ κάθε ἀδελφὴ ἀπὸ ἕνα κομμάτι. Τότε τοὺς ἀποκάλυψε καὶ τὴν ἱστορία τοῦ θείου δώρου καὶ ὅλες μαζὶ δοξολογοῦσαν τὸν Ὕψιστο γιὰ τὰ ἀναρίθμητα χαρίσματα πρὸς τὴν Ἡγουμένη τους. Τὸ τρίτο μῆλο ἡ Εἰρήνη τὸ φύλαξε γιὰ τὶς τελευταῖες μέρες τῆς ἐπίγειας ζωῆς της.

Τὴ Μεγάλη Παρασκευή, οἱ ἀδελφὲς ἔψαλαν τὰ ἅγια καὶ σωτήρια Πάθη καὶ ἡ Εἰρήνη, μόνη της μέσα στὸ ἱερὸ βῆμα, γονατισμένη, εἶχε παραδοθεῖ σὲ προσευχή. Τότε εἶδε θαυμάσιο ὅραμα: ἄνοιξε ὁ θόλος τοῦ ναοῦ καὶ πλῆθος ἀγγέλων ἐμφανίστηκαν, οἱ ὁποῖοι ἔψαλλαν δοξαστικοὺς ὕμνους καὶ θυμιάτιζαν τὴν ἁγία Τράπεζα. Ἐμφανίστηκε καὶ ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, θριαμβευτὴς μὲ τὸ σταυρὸ στὸν ὦμο. Οἱ ἄγγελοι γονάτισαν νὰ Τὸν χαιρετήσουν, ἐνῶ ἡ λάμψη Τοῦ θάμπωσε τὴν Εἰρήνη, ἡ ὁποία ἀντικρίζοντας Τὸν ἔνιωσε τὸ σκίρτημα τοῦ θείου ἔρωτα καὶ χαμήλωσε τὸ βλέμμα της. Ὅταν δειλὰ ὕψωσε τὰ μάτια της καὶ πάλι, τὸ ὅραμα εἶχε χαθεῖ. Δίπλα της βρισκόταν μόνο ὁ ἄγγελος-ὁδηγός της, ποὺ τόσες φορὲς τὴν εἶχε διακονήσει: «Γίνου ἕτοιμή» της εἶπε ἁπλὰ καὶ ἐκείνη κατάλαβε ὅτι πλησίαζε ἡ ὥρα νὰ διακονεῖ τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὰ οὐράνια.

Τὸ σύντομο διάστημα ἀπὸ τὸ οὐράνιο αὐτὸ μήνυμα μέχρι καὶ τὴν ὀσιακὴ τῆς κοίμηση, ἡ ἁγία προετοίμαζε τὴν ἀκολουθία της γιὰ τὸ μεγάλο γεγονός. Στὸν ἱερὸ ναὸ τὸν Ἀρχαγγέλων τὶς δίδασκε γιὰ τὸ μυστήριο τοῦ θανάτου, τὴ μελλοντικὴ κρίση καὶ τὴν αἰωνιότητα. Ἡ διδασκαλία τῆς ἀνέβαζε τὸ πνεῦμα τῶν μοναζουσῶν σὲ οὐράνιες σφαῖρες. Ὁ θάνατος εἶναι δύσκολο γιὰ κάθε ἀνθρώπινο πλάσμα καὶ ὅσο πλησίαζε ἡ ὥρα, τόσο ἡ ψυχὴ τῆς ἁγίας ἔνιωθε τὴν ἐπιθανάτια ἀγωνία, ἀπὸ τὴν ὁποία δὲν ξέφυγε οὔτε ὁ ἐνανθρωπίσας Κύριος.

Μὲ τὸ φωτισμὸ τοῦ ἁγίου Πνεύματος τακτοποίησε τὶς ὑποθέσεις τοῦ μοναστηριοῦ καὶ ὑπέδειξε τὴν ἄξια διάδοχό της. Μιὰ ἑβδομάδα πρὶν τὴ μεγάλη ἡμέρα, νήστεψε τρώγοντας μόνο ἀπὸ τὸ παραδεισένιο μῆλο καὶ καθημερινὰ κοινωνοῦσε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. Ξημέρωσε τέλος ἡ Κυριακή, ὅπου γιὰ τελευταῖα φορὰ ἡ Εἰρήνη παρακολούθησε τὴ θεία λειτουργία, ἀπάγγειλε τὸ σύμβολο τῆς πίστης μας, κοινώνησε, ἀγκάλιασε τὶς ἀδελφὲς καὶ τοὺς ζήτησε συγγνώμη καὶ τέλος γονάτισε μπροστὰ στὴν Ὡραία Πύλη, ὕψωσε τὰ χέρια της καὶ προσευχήθηκε γιὰ τελευταῖα φορὰ μὲ αὐτὰ τὰ λόγια: «Δέσποτα, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ τοῦ Ζῶντος. Σὺ ὁ Ποιμὴν ὁ Καλὸς ποὺ μὲ τὸ Πανάγιο καὶ Πολύτιμο Αἷμα Σού μᾶς ἐλύτρωσες ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς ἁμαρτίας, ἄκουσε τὴν τελυταία δέησι τῆς ταπεινῆς Σου δούλης. Στὴν κραταιά Σου χείρα παραδίδω σήμερα τὸ μικρὸ τοῦτο ποίμνιο. Σκέπασέ το μὲ τὴ θεία σκέπη Σου καὶ διαφύλαξέ το ἀπὸ τὶς ἐπιθέσεις τοῦ ἀοράτου ἐχθροῦ. Διότι Σὺ εἶσαι ὁ ἁγιασμός μας καὶ ἡ ἀπολύτρωσις καὶ Σὲ θὰ δοξάζουμε αἰωνίως. Ἀμήν».

Στὴ συνέχεια, σιωπηλὰ καὶ ἤρεμα, μὲ τὴν καρδιὰ καὶ τὸ νοῦ της στὸν οὐράνιο Νυμφίο της, ἀποσύρθηκε στὸ κελί της καὶ πλάγιασε στὴν ἀσκητική της κλίνη. Οἱ μοναχές της, μὲ σιωπὴ ποὺ δονοῦνταν ἀπὸ εὐλάβεια, τὴν περικύκλωσαν καὶ τὴν ἔβλεπαν νὰ χαμογελᾶ σὲ πλάσματα ποὺ οἱ ἴδιες δὲν μποροῦσαν νὰ δοῦν παρὰ μόνο νὰ νιώσουν μὲ τὴν ψυχή τους. Μὲ αὐτὸ τὸ οὐράνιο χαμόγελο, τὸ ὁποῖο ἀποδείκνυε τὴν ἀπόλυτη μακαριότητα καὶ γαλήνη τῆς ψυχῆς της, παρέδωσε τὸ πνεῦμα της ἡ ἁγία Εἰρήνη, Ἡγουμένη τῆς μονῆς Χρυσοβαλάντου, σὲ ἡλικία 104 χρόνων, ὄντας ὅμως σωματικὰ πάντοτε νέα καὶ ὄμορφη.

Ἡ ὀσιακή της κοίμηση διαδώθηκε σὲ ὅλη τὴ Βασιλεύουσα ἀστραπιαῖα καὶ χιλιάδες κόσμου συνέρευσαν στὸ μοναστήρι, γιὰ νὰ προλάβουν νὰ προσκυνήσουν τὸ ἱερὸ σκήνωμα τῆς πνευματικῆς τους μητέρας. Ἐπικεφαλῆς ἦταν ὁ πατριάρχης, ὁ ὁποῖος μὲ τὸ πλῆθος τοῦ λαοῦ ἀπὸ ὅλες τὶς κοινωνικὲς τάξεις καὶ τῶν ἀρχιερέων καὶ λοιπῶν κληρικῶν συνόδευσαν τὴ μακαριστὴ Ἡγουμένη στὴν τελευταία της κατοικία, στὸ παρεκκλήσι τοῦ μεγαλομάρτυρος ἁγίου Θεοδώρου. Ἡ ἄρρητη εὐωδιὰ ποὺ ἀνάβλυζε ἀπὸ τὸ σεπτό της σῶμα ἐπισκίαζε ὅλα τὰ πανάκριβα ἀρώματα ποὺ ἔφεραν οἱ εὐλαβεῖς προσκυνητές.


Ἡ Ἐκκλησία μας γιορτάζει τὴ μνήμη τῆς ἁγίας Εἰρήνης, τῆς ἡγουμένης τῆς μονῆς Χρυσοβαλάντου, στὶς 28 Ἰουλίου. Στὴν ὀρθόδοξη ἁγιογραφία, ἡ ἁγία ἀπεικονίζεται μὲ τὸ ἔνδυμα τῆς ἡγουμένης, νὰ κρατάει στὸ δεξὶ χέρι της τὰ τρία θεόσταλτα μῆλα. Ὁ ἄγγελος, ὁ ὁποῖος τὴν βοηθοῦσε στὸ δύσκολο ἔργο τῆς σωτηρίας τῶν ψυχῶν, στέκεται μπροστά της κρατώντας εἰλητάριο μὲ τμῆμα τοῦ χαιρετισμοῦ ποὺ τῆς ἀπηύθυνε («Χαῖρε δούλη τοῦ Ὑψίστου, Εἰρήνη...»). Εἰλητάριο κρατεῖ καὶ ἡ ἁγία στὸ ἀριστερό της χέρι, τὸ ὁποῖο ἀναγράφει παραινέσεις τῆς ὁσίας (συνήθως, διαβάζεται ἡ φράση: «Φῶς μοναχῶν, ἄγγελοι· φῶς κοσμικῶν, μοναχοί...»). Δίπλα στὴν ἁγία, ἁγιογραφεῖται τὸ κυπαρίσσι ποὺ λύγιζε, ὅταν ἐκείνη προσευχόταν μὲ δεμένο τὸ λευκὸ πανὶ στὴν κορυφή του, ἐνῶ στὸ βάθος φαίνεται ἡ μονὴ τοῦ Χρυσοβαλάντου. Συχνά, σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς θύρες τῆς μονῆς, ἀπεικονίζεται ἡ καλόγρια ποὺ εἶδε τὴν ἁγία νὰ αἰωρεῖται προσευχόμενη.

Ταῖς πρεσβείαις τῆς Ὁσίας Μητρὸς ἡμῶν Εἰρήνης τῆς Ἡγουμένης τῆς Μονῆς τοῦ Χρυσοβαλάντου, Χριστὲ ὁ Θεός, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν.