Powered By Blogger

30.6.11

Οσία Ειρήνη η Χρυσοβαλάντου





Eιρηνικώς έζησας Eιρήνη πάλαι,
Kαι νυν κατοικείς ένθα ειρήνη βρύει.






Βιογραφία
Η Οσία Ειρήνη έζησε στα χρόνια της βασίλισσας Θεοδώρας, που αναστήλωσε τις άγιες εικόνες.

Η Ειρήνη καταγόταν από την Καππαδοκία και διακρινόταν όχι μόνο για την ευσέβεια της, αλλά και για την σωματική ωραιότητα της και για την ευγενή ανατροφή της. Είχε ζητηθεί λοιπόν σε γάμο, από διακεκριμένο άνδρα του παλατιού και ξεκίνησε για το Βυζάντιο. Στη διαδρομή όμως, πέρασε από τη Μονή του Χρυσοβαλάντου και τόσο ελκύστηκε από τη συναναστροφή των καλογριών, ώστε πήρε τη μεγάλη απόφαση να παραμείνει μαζί τους. Έτσι απέρριψε τις κοσμικές δόξες, γύρισε στην πατρίδα της, πούλησε τα υπάρχοντα της, βοηθώντας πολλούς φτωχούς και τα υπόλοιπα χρήματα τα εναπόθεσε στη Μονή. Έγινε μοναχή και η ζωή της μέσα στο μοναστήρι υπήρξε πολύ ασκητική και αγία.

Όταν πέθανε η ηγουμένη, η Ειρήνη, παρά την άρνηση της, ορίστηκε διάδοχος της. Από τη νέα της θέση, επετέλεσε τα καθήκοντα της άριστα. Ο Θεός μάλιστα, την προίκισε με το προφητικό και θαυματουργικό χάρισμα. Έτσι δια της προσευχής της, απάλλαξε πολλούς από τα δαιμόνια. Προαισθάνθηκε τον θάνατο της και απεβίωσε ειρηνικά, γεμάτη χαρά για το ευχάριστο ουράνιο ταξίδι της.







Ἀπολυτίκιον Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Βασιλείας γήινους πάλαι οὐκ ἔτυχες, ἀλλ' ἄφθαρτων στεφάνων νῦν σὲ ἠξίωσεν, ὁ Νυμφίος σου Χριστὸς ὁ ὡραιότατος ὢ καθιέρωσας σαύτην, ὅλη καρδία καὶ ψυχή, Εἰρήνη Ὁσία Μῆτερ, Χρυσοβαλάντου ἡ δόξα, ἠμῶν δὲ προσφυγὴ καὶ βοήθεια.

Άγιος Παντελεήμων ο Μεγαλομάρτυς και Ιαματικός



ΕΚΚΛΗΣΑΚΙ ΑΓΙΟΥ ΠΑΝΤΕΛΕΙΜΩΝ ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ (ΠΑΛΑΙΑ ΑΓΟΡΑ)








Γαλακτόμικτον, Μάρτυς, αἷμα σῆς κάρας,
Δι' ἣν ὑδατόμικτον ὁ Χριστὸς χέει.
Φάσγανον ἑβδομάτῃ λάχεν εἰκάδι Παντελεήμων.






Βιογραφία
Ο Άγιος Παντελεήμων (Παντελέων το πρότερον όνομα) καταγόταν από τη Νικομήδεια της Μικράς Ασίας και έζησε στα χρόνια του Μαξιμιανού (286 - 305 μ.Χ.). Πατέρας του ήταν ο Ευστόργιος, ο οποίος ήταν εθνικός και μετά τις νουθεσίες του γιου του έγινε χριστιανός. Μητέρα του ήταν η Ευβούλη, η οποία προερχόταν από χριστιανική οικογένεια (βλέπε 30 Μαρτίου). Εκπαιδεύτηκε στην ιατρική από τον Ευφρόσυνο και κατηχήθηκε στη χριστιανική πίστη και βαπτίσθηκε από τον πρεσβύτερο Ερμόλαο (βλέπε 26 Ιουλίου) που ήταν ιερέας της Εκκλησίας της Νικομήδειας.

Κάποια στιγμή όταν οχιά δάγκωσε έναν νεαρό και ουσιαστικά τον θανάτωσε ο Άγιος Παντελεήμονας επικαλούμενος τον Χριστό τον ανάστησε.

Αφορμή του μαρτυρίου του στάθηκε ένα ακόμα θαύμα του Αγίου. Κάποτε είχε θεραπεύσει έναν τυφλό, ο οποίος και ανέφερε το γεγονός της θεραπείας του στον βασιλιά, λέγοντάς του ότι τον θεράπευσε ο Παντελέων στο όνομα του Χριστού, στον οποίο και ο ίδιος πλέον πίστευε. Ο βασιλιάς αφού τον άκουσε, αμέσως διέταξε και τον αποκεφάλισαν. Ο ίδιος ο Παντελέων προσήχθη στον βασιλιά, ο οποίος διέταξε τον βασανισμό του με σκοπό την άρνηση της πίστεώς του.

Ο Άγιος βασανίσθηκε σκληρά με διάφορους τρόπους, όμως δεν υπέκυψε στις πιέσεις αφού ο Κύριος εμφανίσθηκε μπροστά του με τη μορφή του πνευματικού του Ερμόλαου και του έδωσε θάρρος. Τέλος διατάχθηκε ο αποκεφαλισμός του και τότε ακούστηκε φωνή από τον ουρανό που τον καλούσε όχι ως Παντελέοντα αλλά ως Παντελεήμονα. Μόλις όμως ο δήμιος άπλωσε το χέρι του για να κόψει με το σπαθί του το κεφάλι του Αγίου, το σπαθί λύγισε και το σίδερο έλιωσε σαν κερί. Μπροστά σε τέτοιο θαύμα και οι παραβρισκόμενοι στρατιώτες έγιναν χριστιανοί. Τότε ο Άγιος εκουσίως παραδόθηκε στο μαρτύριο. Λέγεται ότι από τη πληγή του δεν έτρεξε αίμα αλλά γάλα και το δέντρο της ελιάς, στο οποίο τον είχαν δέσει καρποφόρησε ξαφνικά.







Ἀπολυτίκιον Ἀθλοφόρε Ἅγιε, καὶ ἰαματικὲ Παντελεῆμον, πρέσβευε τῷ ἐλεήμονι Θεῷ, ἵνα πταισμάτων ἄφεσιν, παράσχῃ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. α’.
Μιμητὴς ὑπάρχων τοῦ ἐλεήμονος, καὶ ἰαμάτων τὴν χάριν παρ᾽αὐτοῦ κομισάμενος, ἀθλοφόρε καὶ Μάρτυς Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, ταῖς εὐχαῖς σου τὰς ψυχικὰς ἡμῶν νόσους θεράπευσον, ἀπελαύνων τοῦ ἀεί, πολεμίου τὰ σκάνδαλα, ἐκ τῶν βοώντων ἀπαύστως· Σῶσον ἡμᾶς Κύριε.

Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ'. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Μαρτυρήσας γενναίως ὑπὲρ Χριστοῦ, καὶ τὴν πίστιν κηρύξας τῷ σῷ πατρί, ἀνείλκυσας πανεύφημε, τοῦ βυθοῦ τῆς ἀγνοίας, καὶ τυράννων μὴ πτήξας, τὸ ἄθεον φρόνημα, τῶν δαιμόνων κατῄσχυνας, τὸ ἀνίσχυρον θράσος· ὅθεν καὶ τὴν χάριν, ἐκ Θεοῦ ἐκομίσω, ἰᾶσθαι νοσήματα, τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος, Παντελεῆμον πανεύφημε. Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.

Ὁ Οἶκος
Τοῦ Ἀναργύρου τὴν μνήμην, τοῦ γενναίου τὴν ἄθλησιν, τοῦ πιστοῦ τὰς ἰατρείας, εὐσεβῶς ὑμνήσωμεν φιλόχριστοι, ἵνα λάβωμεν ἔλεος, μάλιστα οἱ βορβορώσαντες, ὡς κἀγώ, τοὺς ἑαυτῶν ναούς· ψυχῶν γὰρ καὶ σωμάτων ὁμοῦ τὴν θεραπείαν περέχει. Σπουδάσωμεν οὖν, ἀδελφοί, ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν ἔχειν τοῦτον ἀσφαλῶς, τόν ῥυόμενον ἐκ πλάνης τοὺς βοῶντας ἀπαύστως· Σῶσον ἡμᾶς Κύριε.

Μεγαλυνάριον
Ῥεῖθρα ἰαμάτων ὡς ἐκ πηγῆς, χάριτι θαυμάτων, βρύει χρῄζουσι δωρεάν, ὁ Παντελεήμων, ὁ πάνσοφος ἀκέστωρ· οἱ ῥώσεως διψῶντες δεῦτε ἀρύσασθε σε.

Αγία Παρασκευή η Οσιομάρτυς







Θεῷ παρεσκεύασας ἁγνὸν ὡς δόμον,
Σαυτὴν ἄγουσα, Σεμνή, εἰς κατοικίαν.
Παρασκευὴν ἔκτανεν εἰκάδι χαλκὸς ἐν ἕκτῃ.






Βιογραφία
Η Αγία Παρασκευή γεννήθηκε στη Ρώμη στα χρόνια του αυτοκράτορα Αντωνίνου (138 - 160 μ.Χ.). Ήταν κόρη των ευσεβών Χριστιανών, Αγάθωνα και Πολιτείας, οι οποίοι φρόντισαν για την χριστιανική αγωγή της, όπως είχαν υποσχεθεί στο Θεό στην περίπτωση που θα τους έδινε ένα παιδί. Επειδή το παιδί γεννήθηκε ημέρα Παρασκευή έλαβε αυτό το όνομα.

Μετά το θάνατο των γονέων της, η Παρασκευή μοίρασε όλη την περιουσία της στους φτωχούς και ανέπτυξε ιεραποστολική δραστηριότητα στην Ρώμη και στα περίχωρα της πόλης, κηρύσσοντας το λόγο του Χριστού. Η δράση της προκάλεσε τον ειδωλολάτρη αυτοκράτορα Αντωνίνο, ο οποίος την συνέλαβε και της υποσχέθηκε υλικά αγαθά στην περίπτωση που θα θυσίαζε στα είδωλα. Βλέποντας όμως πως η Αγία παρέμενε σταθερή στην πίστη της, την υπέβαλε στο βασανιστήριο της πυρακτωμένης περικεφαλαίας, το οποίο υπέμεινε με καρτερικότητα. Τότε ο Αντωνίνος διέταξε και την έβαλαν σε ένα λέβητα με καυτό λάδι και πίσσα. Επειδή όμως είδε την Αγία άθικτη, πλησίασε το πρόσωπο του στον λέβητα - καθώς δεν μπορούσε να εξηγήσει πώς η αγία είχε μείνει ανέπαφη - για να δοκιμάσει αν πράγματι είναι καυτό, και αμέσως τυφλώθηκε. Η Αγία με προσευχή έδωσε στον Αντωνίνο το φως του, με αποτέλεσμα να πιστέψει στο Χριστό ή κατ' άλλους να σταματήσει τους διωγμούς εναντίον τους. Ελευθέρωσε πάντως την Αγία Παρασκευή, η οποία συνέχισε να κηρύττει το Ευαγγέλιο σε άλλα μέρη, μέχρι που έφτασε στην Ελλάδα.

Στα Τέμπη ένας ειδωλολάτρης άρχοντας την υπέβαλε σε φρικτά βασανιστήρια, τα οποία υπέμεινε καρτερικά, για να τελειωθεί με δια αποκεφαλισμού θάνατο.








Ἀπολυτίκιον Ἦχος α’.
Τὴν σπουδήν σου τῇ κλήσει κατάλληλον, ἐργασαμένη φερώνυμε, τὴν ὁμώνυμόν σου πίστιν εἰς κατοικίαν κεκλήρωσαι, Παρασκευὴ ἀθλοφόρε· ὅθεν προχέεις ἰάματα, καὶ πρεσβεύεις ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Τὸν ναόν σου πάνσεμνε, ὡς ἱατρεῖον ψυχικὸν εὑράμενοι, ἐν τούτῳ πάντες οἱ πιστοί, μεγαλοφώνως τιμῶμέν σε, Ὁσιομάρτυς Παρασκευὴ ἀοίδιμε.

Κοίμηση της Αγίας Άννας Μητέρας της Υπεραγίας Θεοτόκου






Μήτηρ τελευτᾷ Μητροπαρθένου Κόρης,
Ἡ τῶν κυουσῶν μητέρων σωτηρία.
Πέμπτῃ ἐξεβίωσε μογοστόκος εἰκάδι Ἄννα.








Βιογραφία
Η Αγία Άννα, η μητέρα της Υπεραγίας Θεοτόκου, καταγόταν από τη φυλή του Λευί. Ο πατέρας της, που ήταν ιερέας, ονομαζόταν Ματθάν και ιεράτευε την εποχή της βασιλείας της Κλεοπάτρας. Τη δε μητέρα της, την έλεγαν Μαρία.

Η Άννα είχε και δύο αδελφές, την ομώνυμη με τη μητέρα της Μαρία και τη Σοβήν. Και η μεν Μαρία, που παντρεύτηκε στην Bηθλεέμ, είχε κόρη τη Σαλώμη την μαία, η δε Σοβή, που παντρεύτηκε και αυτή στην Bηθλεέμ, την Ελισάβετ.Τέλος, η Αγία Άννα που παντρεύτηκε στην Γαλιλαία τον Ιωακείμ, γέννησε την Παρθένο Μαρία.

Η Αγία Άννα αξιώθηκε να έχει τη μεγάλη τιμή και ευτυχία να αποκτήσει μοναδική κόρη, τη μητέρα του Σωτήρα του κόσμου. Αφού η Αγία Άννα απογαλάκτισε τη Θεοτόκο και την αφιέρωσε στο Θεό, αυτή πέρασε την υπόλοιπη ζωή της με νηστείες, προσευχές και ελεημοσύνες προς τους φτωχούς. Τέλος, ειρηνικά παρέδωσε στο Θεό τη δίκαια ψυχή της, κληρονομώντας τα αιώνια αγαθά. Διότι ο ίδιος ο Κύριος διαβεβαίωσε ότι «οἱ δίκαιοι εἰς ζωὴν αἰώνιο ἀπελεύσονται» (Ματθαίου, κε' 46). Οι δίκαιοι, δηλαδή, θα μεταβούν για να απολαύσουν ζωή αιώνια.

Περικαλλή ναό προς τιμήν της αγίας Άννας έκτισε στην Κωνσταντινούπολη περί το 550 μ.Χ. ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός. Λείψανο της Αγίας υπάρχει στην αγιορείτικη σκήτη της Αγίας Άννας.







Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ζωὴν τὴν κυήσασαν, ἐκυοφόρησας, ἁγνὴν Θεομήτορα, θεόφρον Ἄννα, διὸ πρὸς λῆξιν οὐράνιον, ἔνθα εὐφραινομένων, κατοικία ἐν δόξῃ, χαίρουσα νῦν μετέστης, τοῖς τιμῶσί σε πόθῳ, πταισμάτων αἰτουμένη, ἱλασμὸν ἀειμακάριστε.

Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τά ἄνω ζητῶν.
Προγόνων Χριστοῦ, τὴν μνήμην ἑορτάζομεν, τὴν τούτων πιστῶς, αἰτούμενοι βοήθειαν, τοῦ ῥυσθῆναι ἅπαντας, ἀπὸ πάσης θλίψεως, τοὺς κραυγάζοντας, ὁ Θεὸς γενοῦ μεθ᾽ ἡμῶν, ὁ τούτους δοξάσας ὡς ηὐδόκησας.

Η Οσια Πελαγια η Τηνια



Βιογραφία
Η Πελαγία ήταν κόρη του παπά Νικηφόρου Νεγρεπόντη. Η μητέρα της ήταν από τον Τριπόταμο της Τήνου και άνηκε στην οικογένεια Φραγκούλη. Γεννήθηκε το 1752 μ.Χ. στο χωριό Κάμπο της Τήνου και το κοσμικό της όνομα ήταν Λούκια. Από διάφορα έγγραφα φαίνεται ότι είχε ακόμα τρεις αδελφές. Η οικογένειά της διακρινόταν για την αγνή πίστη και την προσήλωση στα θρησκευτικά ιδεώδη.

Λίγα χρόνια μετά τη γέννηση της Λουκίας ο πατέρας της πέθανε. Ήταν τότε 12 χρονών και έδειχνε σημάδια έντονης επιθυμίας να αφιερωθεί και να υπηρετήσει το θέλημα του Θεού. Οι δυσκολίες της ζωής έκαναν την μητέρα της να τη στείλει στον Τριπόταμο, στην κάπως πιο ευκατάστατη αδελφή της. Εκεί η Λούκια έμεινε τρία χρόνια και συχνά επισκεπτόταν την άλλη θεία της, που ήταν μοναχή στη Μονή Κεχροβουνίου. Ένοιωσε τότε επιτακτική την ανάγκη ν' ακολουθήσει τον μοναχικό βίο και σε ηλικία 15 χρονών μπήκε στο Μονστήρι σαν δόκιμη, υπό την επίβλεψη της θείας της μοναχής Πελαγίας. Όταν ήλθε η ώρα έγινε και η ίδια μοναχή με το όνομα Πελαγία.

Ως μοναχή αφοσιώθηκε με ψυχή και σώμα στην λατρεία του Θεού και στην ανακούφιση των πασχόντων. Η αγνότητα της ψυχής της, η οσιότητα της ζωής της, η αυταπάρνηση της, η μυστική ζωή της κι ο πόθος της για λύτρωση συντέλεσαν ώστε η μοναχή Πελαγία να γίνει το «σκεύος εκλογής» για ν' αποκαλυφθεί σ' αυτήν η Παναγία για την εύρεση της Αγίας εικόνας της στον αγρό του Δοξαρά στην πόλη της Τήνου (30 Ιανουαρίου 1823 μ.Χ.), γεγονός που έμελλε να κάμει την Τήνο ιερό νησί και να κατατάξει την Πελαγία μεταξύ των Αγίων. Το γεγονός δε αυτό συνέβη όταν η Όσια ήταν 73 χρόνων και αρχιερέας Τήνου ήταν ο Γαβριήλ.

Η Οσία Πελαγία έκανε, με τις πρεσβείες της Παναγίας και τη χάρη του Θεού, αρκετά θαύματα πριν και μετά τον θάνατο της, ο όποιος ήλθε στις 28 Απριλίου 1834 μ.Χ. και τάφηκε στο ναό των Ταξιαρχών του μοναστηριού.

Το 1973 μ.Χ. όμως, κτίστηκε μεγαλοπρεπής ναός στο όνομα της, όπου φυλάσσεται και προσκυνείται η αγία κάρα της σήμερα. Ανακηρύχτηκε αγία με Συνοδική Πατριαρχική Πράξη στις 11 Σεπτεμβρίου 1970 μ.Χ. και η μνήμη της ορίστηκε να τιμάται στις 23 Ιουλίου, την ήμερα δηλαδή του οράματος της.


ΤΟ ΟΡΑΜΑ ΤΗΣ ΕΥΡΕΣΕΩΣ

Η εύρεση της θαυματουργής εικόνας της Παναγίας, έγινε ύστερα από όραμα της Αγίας Πελαγίας.

Την Κυριακή 9 Ιουλίου 1822μ.Χ. βλέπει στον ύπνο της μία μεγαλοπρεπή κυρία με φωτοστέφανο, η οποία της εξηγεί πόσο υπέφερε θαμμένη τόσα χρόνια κάτω από το χώμα. Της ζήτησε όταν ξημερώσει να επισκεφθεί τον επίτροπο εσωτερικών υποθέσεων της Μονής και να του ανακοινώσει την επιθυμία της να αποκαλυφθεί το ερειπωμένο θαμμένο μέγαρό της στον αγρό του Αντ. Δωξαρά.

Όταν ξύπνησε κατάλαβε ότι η κυρία ήταν η Θεοτόκος και ότι το μέγαρο ήταν προφανώς ο Ναός Της. Της γεννήθηκαν όμως αμφιβολίες για το κατά πόσο μπορεί κάτι τέτοιο να συμβαίνει σε εκείνη την άσημη ταπεινή και το πώς θα έπρεπε να υποφέρει τους χλευασμούς και τις κοροϊδίες του δύσπιστου κόσμου. Έτσι αποφάσισε να μην αναφέρει τίποτα.

Την επόμενη Κυριακή 16 Ιουλίου 1822 μ.Χ., εμφανίζεται και πάλι στον ύπνο της η ίδια Κυρία δίνοντας και πάλι την ίδια παραγγελία. Η Πελαγία δεν είχε πλέον καμία αμφιβολία ότι ήταν η εκλεκτή από την Θεοτόκο, αλλά και πάλι την απέτρεψαν οι αμφιβολίες.

Όταν και την τρίτη Κυριακή 23 Ιουλίου 1822 μ.Χ. εμφανίζεται στον ύπνο της με στεναχωρημένο, αλλά αυστηρό ύφος ζητώντας εξηγήσεις για την αγνόηση της παραγγελίας της, η Πελαγία αποφασίζει πλέον να προχωρήσει χωρίς να ολιγωρήσει.

Την ίδια μέρα η Πελαγία κατέφυγε στην Ηγουμένη η οποία γνωρίζοντας τον ενάρετο βίο της την πίστεψε και επισκέφθηκε τον επίτροπο. Ο επίτροπος με την σειρά του ειδοποίησε με την συνοδεία της Πελαγίας τον Μητροπολίτη της Τήνου ο οποίος προσκαλεί τον λαό της Τήνου στον Μητροπολιτικό ναό των Ταξιαρχών, παρακαλώντας τον να συνδράμουν για τον σκοπό αυτό σε χρήμα ή και σε εργασία.

Ο λαός πρόθυμα άρχισε τις ανασκαφές στις αρχές Σεπτεμβρίου 1822 μ.Χ. από τις οποίες αποκαλύφθηκαν ο αρχαίος ναός του Διονύσου και ο ναός του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου. Ωστόσο δεν βρέθηκε κανένα ίχνος εικόνας πράγμα που επισκίασε το θετικό κλίμα και οδήγησε τον κόσμο σιγά, σιγά στην εγκατάλειψη του εγχειρήματος. Η Πανώλη θέριζε εκείνη την εποχή, πράγμα που ο επίτροπος το θεώρησε θεία τιμωρία.

Σε συνεργασία πάλι με τον Μητροπολίτη Τήνου συγκαλούν και πάλι τον λαό της Τήνου με την ίδια έκκληση ορίζοντας επιπλέον και μια επιτροπή ελέγχου του έργου. Όσο οι εργασίες δεν έφερναν αποτέλεσμα, ο λαός χλεύαζε και κατηγορούσε την Πελαγία ως ονειροπόλα.

Με δάκρια στα μάτια η Πελαγία ζητά την βοήθεια της Παναγίας, η οποία της αποκαλύπτει πλέον το ακριβές σημείο στο οποίο ήταν θαμμένη η εικόνα Της.

Στις 30 Ιανουαρίου 1823 μ.Χ., μετά από την υπόδειξη της εν λόγω θέσης, η αξίνα του Δημ. Βλάσση προσκρούει στο θαυματουργό εικόνισμα!






Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.
Ἀμέμτπως ἐβίωσας ἐν ἐγκράτειᾳ πολλὴ καὶ πόνοις ἀσκήσεως καὶ ἐν ἀγάπῃ θερμή, Πελαγία Θεόληπτε. Ὅθεν τὴν Θεοτόκον ἐπαλλήλως κατεῖδες, μηνύουσαν σοὶ Εἰκόνος τὴν ἀνεύρεσιν ταύτης. Ἣν πρέσβευε, Ἁγία Μῆτερ, ὑπὲρ τῶν τιμώντων σέ.

Η Αγία Μαρία η Μαγδαληνή

Η Αγία Μαρία η Μαγδαληνή, καταγόταν από τα Μάγδαλα, πόλη που βρίσκεται δυτικά της θάλασσας της Γαλιλαίας. Όταν πληροφορήθηκε για τον Χριστό, πήγε κοντά του και απαλλάχθηκε από τα επτά δαιμόνια που την ενοχλούσαν και στην συνέχεια έγινε μαθήτρια του. Αυτή, μάλιστα, κατά την Ανάσταση του Κυρίου ήλθε πρώτη στον τάφο Του με αρώματα, και άγγελοι ντυμένοι στα λευκά ανήγγειλαν σ' αυτή την Ανάσταση Του. Η Μαρία, μετά την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος, εξακολούθησε να διακονεί στην πρώτη χριστιανική Εκκλησία στην Ιερουσαλήμ. Έπειτα πήγε στην Έφεσο, κοντά στον Άγιο Ιωάννη το Θεολόγο, οπού και πέθανε. Τάφηκε στην είσοδο της σπηλιάς, όπου αργότερα εκοιμήθησαν οι επτά παίδες εν Εφέσω.








Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Χριστῷ τῷ δι᾽ ἡμᾶς, ἐκ Παρθένου τεχθέντι, Σεμνὴ Μανδαληνή, ἠκολούθεις Μαρία, αὐτοῦ τὰ δικαιώματα, καὶ τοὺς νόμους φυλάττουσα, ὅθεν σήμερον, τὴν παναγίαν σου μνήμην, ἑορτάζοντες, ἀνευφημοῦμέν σε πίστει, καὶ πόθῳ γεραίρομεν.

Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθείς.
Ὁ ὑπερούσιος Θεὸς ἐν τῷ κόσμῳ, μετὰ σαρκὸς ἐπιφοιτῶν Μυροφόρε, σὲ ἀληθῆ Μαθήτριαν προσήκατο, ὅλην σου τὴν ἔφεσιν, πρὸς αὐτὸν κεκτημένην, ὅθεν καὶ ἰάματα, ἀπετέλεσας πλεῖστα· καὶ μεταστάσα νῦν ἐν οὐρανοῖς, ὑπὲρ τοῦ κόσμου πρεσβεύεις ἑκάστοτε.

Ὁ Οἶκος
Τὸ φῶς τοῦ κόσμου ὁ Χριστός, ἀνύστακτον ἰδών σου, τῆς πίστεως τὸ ὄμμα, ἀγάπης τε τὸ φίλτρον τὸ ἀναπόσπαστον Σεμνή, πρώτη ἐμφανίζει ἑαυτὸν σοι, ἀναστὰς ἐκ τοῦ μνημείου, ὤκιστα ἐλθούσῃ μετὰ μύρων, καὶ προσιούσῃ σὺν δάκρυσι τῷ ἀπροσπελάστῳ, καὶ αὐτὸς σοι ἀμειβόμενος, τὴν τοῦ Πνεύματος θείαν ἐνέργειαν δωρεῖται, καὶ τῆς πρὸς τὸν ἄναρχον Πατέρα ἀνόδου ἐμφανίζει σοι βουλήν· καὶ πέμπει δὲ σε, θεῖα εὐαγγέλια τοῖς κατεπτηχόσι Μύσταις τῆς αὐτοῦ ἐγέρσεως ἀπαγγεῖλαι. Διὸ μεγίστην πρὸς αὐτὸν ἔχουσα παρρησίαν, ὑπὲρ τοῦ κόσμου πρεσβεύεις ἑκάστοτε.

Προφήτης Ηλίας ο Θεσβίτης


Ἐπέσχεν ὄμβρον, πῦρ τρίτον φέρων κάτω,
Σχίζει δὲ ῥεῖθρον Ἠλίας τρέχων ἄνω.
Δίφρῳ ἀνηρπάγης περὶ εἰκάδα, Ἠλία ἱππεῦ.






Βιογραφία
Ο προφήτης Ηλίας έζησε τον 9 π.Χ. αιώνα και ήταν γιος του Σωβάκ και καταγόταν από τη Θέσβη (γι' αυτό και ονομάστηκε Θεσβίτης), το σημερινό El Istib, της περιοχής Γαλαάδ, και άνηκε στην φυλή του Ααρών. Όταν γεννήθηκε, ο πατέρας του είδε μία θεία οπτασία: Δύο άνδρες λευκοφορεμένοι τον ονόμαζαν Ηλία, τον σπαργάνωναν με φωτιά και του έδιναν φλόγα να φάει. Τότε ο πατέρας του, πήγε στα Ιεροσόλυμα και αφού περιέγραψε την οπτασία στους ιερείς, εκείνοι του είπαν ερμηνεύοντας την οπτασία, ότι ο γιος του θα γίνει προφήτης και θα κρίνει το Ισραήλ με δίκοπο μαχαίρι και φωτιά.

Ο Προφήτης άσκησε το προφητικό του χάρισμα επί 25 έτη. Προείπε για την έλευση του Χριστού στην γη 816 χρόνια πριν. Ήταν τόσο μεγάλη η πίστη του, που κατέβασε τρεις φορές φωτιά από τον ουρανό κάνοντας τους Ισραηλίτες με μια φωνή να πουν: «ἀληθῶς Κύριος ὁ Θεός, αὐτὸς ὁ Θεός» (Βασιλειών Γ' ιη' 39), δηλαδή, Αληθινά! Ο Κύριος, ο Θεός του Ισραήλ, αυτός είναι ο μόνος πραγματικός και αληθινός Θεός. Επίσης, σταμάτησε την βροχή και ανάστησε νεκρούς, όπως το νεκρό γιο της Σεραφθίας χήρας. Με την φωτιά μάλιστα έκαψε τους εκατό στρατιώτες που είχε στείλει ο βασιλιάς Οχοζίας για να τον συλλάβουν. Στο όρος Χωρήβ είδε τον ίδιο τον Θεό, όσο είναι δυνατό, βέβαια, να Τον δει άνθρωπος, διέσχισε τον Ιορδάνη με την μυλωτή του και τέλος ανελήφθη με άρμα πυρός στον ουρανό. Επίσης παρέστη στην Μεταμόρφωση του Χριστού μαζί με τον Μωϋσή.

Να σημειώσουμε, ότι ο προφήτης Ηλίας, είχε μαθητή τον προφήτη Ελισσαίο (βλέπε 14 Ιουνίου).








Aναπλήρωσις της Aκολουθίας του Προφήτου Hλιού.

Mετά τα τρία πρώτα Προσόμοια τα εν τω Mηναίω, λεγέτω ο θέλων εορτάζειν τον Προφήτην, και το παρόν νέον.

Ήχος α΄. Tων Oυρανίων ταγμάτων.

Eν τω Xωρήβ μεν το πρώην, εν Θαβώρ δ´ ύστερον, την του Θεού κατείδες, θεωρίαν Προφήτα. Eκεί μεν εν τη αύρα, ενταύθα δε, εν φωτί της Θεότητος. Kαι εδοξάσθης δισσώς εν τη Παλαιά, Hλιού και Nέα χάριτι.

Έτερα Στιχηρά νέα. Ήχος β΄. Ποίοις ευφημιών στέμμασιν.

Ποίοις υμνωδιών κάλλεσιν, αναδήσωμεν τον διφρηλάτην; τον Oυρανοδρόμον Iέρακα; Hλιού τον πυρ όλως πνέοντα; τον πυρίνου άρματος ιππέα; τον ρείθρα, του Iορδάνου διαρρήξαντα; και όμβρους, του Oυρανού λόγω πεδήσαντα; τον εν πυρί θυηφόρον; τον Xριστώ λαλούντα; τον και Πρόδρομον της αυτού, δευτέρας ελεύσεως; τον φωστήρα τον φαεινότατον;

Ποίοις ευφημιών άσμασι, τον Θεσβίτην ανυμνήσωμεν Hλίαν; τον ζήλω Θεού πυρπολούμενον; και τους ασεβείς πυρπολήσαντα; τον τους μύστας σφάξαντα της Bάαλ; τον μύστην, ης προεώρακε τω Πνεύματι, εν αύρα, λεπτή Xριστού θείας σαρκώσεως; τον ξενοτρόφον της χήρας; του πυρός τον στύλον; τον πνέοντα τοις νεκροίς, ζωήν θεία χάριτι; το του Πνεύματος ενδιαίτημα;

Ποίοις πνευματικοίς άνθεσι, το του Πνεύματος στέψωμεν σκεύος; τον φλογί πυρός σιτιζόμενον, και τω πυρί σπαργανούμενον; τον μιάς τροφής εν τη ισχύι, οδόν, τεσσαρακονθήμερον ανύσαντα; τροφήν, τον διά του κόρακος δεχόμενον; των Προφητών την κρηπίδα; Hλιού τον μέγαν, τον δι’ ού Δαιμόνων οφρύν, καθείλεν ο Kύριος; ο έχων το μέγα έλεος.

Πάντες οι ευτελείς δούλοι σου, σοι προσπίπτομεν Θεού Προφήτα, δώρησαι ημίν ανακράζοντες, χάριν την του Πνεύματος ένδοξε, ώσπερ Eλισσαίω εδωρήσω, διπλήν, ταύτην μάκαρ εξαιτήσαντι. Kαι δος, ευρείν λύσιν ταις πρεσβείαις σου, οφλημάτων πάντων, ότε Πρόδρομος της Xριστού, δευτέρας ελεύσεως, Hλιού ήξεις θεώνυμε.

Eις τον Όρθρον μετά την α΄ Στιχολογίαν, Kάθισμα. Ήχος α΄.
Tον τάφον σου Σωτήρ.

Φωστήρα παμφαή· διφρηλάτην πυρφόρον· και Άγγελον εν γη, ζήλου πνέοντα θείου. Δυσσέβειαν τρέποντα· παρανόμους ελέγχοντα· κορυφαίον τε, των Προφητών, ομοφώνως, σε κηρύττομεν, μάκαρ θεόπτα Hλία. Διό ημάς φύλαττε.

Δόξα. Tο αυτό. Kαι νυν. Θεοτοκίον.

Kυβέρνησον Aγνή, την αθλίαν ψυχήν μου, και οίκτειρον αυτήν, υπό πλήθους πταισμάτων, βυθώ ολισθαίνουσαν, απωλείας Πανάμωμε, και εν ώρα με τη φοβερά του θανάτου, ελευθέρωσον, κατηγορούντων Δαιμόνων, φρικτής τε κολάσεως.

Mετά την β΄ Στιχολογίαν, Kάθισμα. Ήχος α΄. Tον τάφον σου Σωτήρ.

Θεώ δι’ αρετής, ακραιφνούς ωκειώθης, ουράνιον ζωήν, επί γης βιοτεύσας. Zωήν δε της χάριτος, κεκτημένος μακάριε, σοίς φυσήμασι, παίδα θανόντα εγείρεις. Mένεις δ’ άφθαρτος, κρείττων εισέτι θανάτου, Hλία θεόπνευστε.

Δόξα. Eπεφάνης σήμερον.

Tεσσαρακονθήμερον, οδόν ανύεις, μιά βρώσει ένδοξε, ρωσθείς Aγγέλου τη αφή. Διό τοις πίστει τιμώσι σε, ρώσιν παράσχου, ψυχής τε και σώματος.

Kαι νυν. Θεοτοκίον.

Tας αχράντους χείρας σου, Παρθενομήτορ, εφαπλούσα σκέπασον, τους καταφεύγοντας εις σε, και τω Yιώ σου κραυγάζοντας· πάσι παράσχου, Xριστέ τα ελέη σου.

Mετά τον Πολυέλεον, Kάθισμα. Ήχος πλ. δ΄. Tην σοφίαν και Λόγον.

Hλιού τον πυρίπνουν και ζηλωτήν, τον θεόπτην και Πρόδρομον της Xριστού, δευτέρας ελεύσεως, και της πρώτης συνόμιλον. Tον δι’ ορνέου έωθεν, και δείλης τρεφόμενον· και ξενοτρόπω βρώσει, την χήραν εκτρέφοντα, και τον ταύτης παίδα, εκ νεκρών ανιστώντα. Tον θύμα και σχίδακας, πυρί θείω εμπρήσαντα, εν ωδαίς ευφημήσωμεν, κραυγάζοντες αυτώ εκ ψυχής. Tων πταισμάτων δωρηθήναι άφεσιν, ημίν πρεσβεύοις Προφήτα, τοις πόθω τιμώσι σε.

Δόξα. Tην ωραιότητα.

Tα Iορδάνεια, διήλθες ύδατα, Hλία πρότερον, και τότε άρματι, ανήλθες ως εις Oυρανόν, εμφαίνων τι μυστήριον. Ότι ουδείς δύναται, ανελθείν εις Oυράνια, εκτός ειμή πρότερον, μετανοίας τα ύδατα, διέλθη και ψυχήν εκκαθάρη, ης σύμβολον ο Iορδάνης.

Kαι νυν. Θεοτοκίον.

Kατατιτρώσκει με, βέλος γλυκύτατον, της αγαπήσεως της σης Πανύμνητε. Kαι καταθέλγει με πυκνώς, βοάν σοι ευλογημένη. Xαίρε ηλιόμορφον, Bασιλέως παλάτιον. Xαίρε θρόνε πύρινε, η Θεόν αναδείξασα, άνθρωπον φύσει τω τοκετώ σου, ανθρώπους δε Θεούς κατά χάριν.

Oι Aναβαθμοί. Tο α΄ Aντίφωνον του δ΄ ήχου. Προκείμενον,
Συ Iερεύς εις τον αιώνα. Στίχ. Mη άπτεσθε των χριστών μου.
Πάσα πνοή. Eυαγγέλιον ζήτει τη ε΄ της ιγ΄ εβδομάδος του Λουκά.
O N΄. Δόξα. Tαις του σου Προφήτου. Kαι νυν. Tαις της Θεοτόκου.

Eλεήμον ελέησόν με ο Θεός. Ήχος πλ. β΄.

Tου θείου ζήλου το πυρ, εν ση καρδία δεξάμενος, Hλία θεώνυμε, όλον της ζωής σου τον δίαυλον, εν πυρί διετέλεσας. Eν γαρ τη γεννήσει σου μάκαρ, παρά των Aγγέλων πυρ εσιτίσθης· εν δε τη ζωή σου, τρισσάκις εξ Oυρανού πυρ κατήνεγκας· και εν τω τέλει σου, άρμα πυρός εξαρπάσαν, ως εις Oυρανόν ανεβίβασεν· ω του θαύματος! πώς ο πήλινος ανδριάς, χαλκευθείς εν τη δυνάμει του Πνεύματος, πύρινος όλος εγένετο! Kαι νυν τω αΰλω πυρί της Θεότητος ηνωμένος, πρεσβεύει υπέρ των ψυχών ημών.

Mεγαλυνάριον.

Δεύτε τον πυρίπνουν και ζηλωτήν, τον διά τεθρίππου, αρπαγέντα από της γής, της του Xριστού δευτέρας, Πρόδρομον παρουσίας, Hλίαν τον Θεσβίτην, ύμνοις τιμήσωμεν.


Ἦχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.
Ὁ ἔνσαρκος Ἄγγελος, τῶν Προφητῶν ἡ κρηπίς, ὁ δεύτερος Πρόδρομος, τῆς παρουσίας Χριστοῦ, Ἠλίας ὁ ἔνδοξος, ἄνωθεν καταπέμψας, Ἐλισαίῳ τὴν χάριν, νόσους ἀποδιώκει, καὶ λεπροὺς καθαρίζει, διὸ καὶ τοῖς τιμῶσιν αὐτόν, βρύει ἰάματα.

Κοντάκιον
Ἦχος β’. Αὐτόμελον.
Προφῆτα καὶ προόπτα τῶν μεγαλουργιῶν τοῦ Θεοῦ, Ἠλία μεγαλώνυμε, ὁ τῷ φθέγματί σου στήσας τὰ ὑδατόῤῥυτα νέφη, πρέσβευε ὑπὲρ ἡμῶν, πρὸς τὸν μόνον φιλάνθρωπον.

Ὁ Οἶκος
Τὴν πολλὴν τῶν ἀνθρώπων ἀνομίαν, Θεοῦ δὲ τὴν ἄμετρον φιλανθρωπίαν, θεασάμενος ὁ Προφήτης Ἠλίας, ἐταράπτετο θυμούμενος, καὶ λόγους ἀσπλαγχνίας πρὸς τὸν εὔσπλαγχνον ἐκίνησεν. Ὀργίσθητι βοήσας, ἐπὶ τοὺς ἀθετήσαντάς σε, Κριτὰ δικαιότατε. Ἀλλὰ τὰ σπλάγχνα τοῦ ἀγαθοῦ, οὐδόλως παρεκίνησε πρὸς τὸ τιμωρήσασθαι τοὺς αὐτὸν ἀθετήσαντας· ἀεὶ γὰρ τὴν μετάνοιαν πάντων ἀναμένει, ὁ μόνος φιλάνθρωπος.

Μεγαλυνάριον
Δεύτε τον πυρίπνουν και ζηλωτήν, τον διά τεθρίππου, αρπαγέντα από της γής, της του Xριστού δευτέρας, Πρόδρομον παρουσίας, Hλίαν τον Θεσβίτην, ύμνοις τιμήσωμεν.

Αγία Μαρίνα





Χεὶρ δημίου τέμνει σε Μαρῖνα ξίφει,
Χεὶρ Κυρίου χάριτι θείᾳ δὲ στέφει.
Ἑβδομάτῃ δεκάτῃ Μαρῖνα δειροτομήθη.


--------------------------------------------------------------------------------

Eπιπρέπει σοι, πώς αν είποις, Mαρίνα,
Σων αιμάτων έρευθος, α ξίφει χέεις.
Εβδομάτη δεκάτη Mαρίναν κτάνε φάσγανον οξύ.






Βιογραφία
Η Αγία Μαρίνα γεννήθηκε στην Αντιόχεια της Πισιδίας, στα χρόνια του αυτοκράτορα Κλαυδίου του Β', το 270 μ.Χ. Λίγες μέρες μετά τη γέννησή της, η μητέρα της πέθανε, και ο πατέρας της Αιδέσιος, που ήταν Ιερέας των ειδώλων, την ανέθεσε σε μια χριστιανή γυναίκα, από την οποία η Μαρίνα διδάχθηκε το Χριστό. Όταν έγινε 15 χρονών, αποκαλύπτει στον πατέρα της ότι είναι χριστιανή. Έκπληκτος αυτός απ' αυτό που άκουσε, με μίσος τη διέγραψε από παιδί του.

Μετά από καιρό, έμαθε για τη Μαρίνα και ο έπαρχος Ολύμβριος, που διέταξε να τη συλλάβουν για ανάκριση. Όταν την είδε μπροστά του, θαύμασε την ομορφιά της και προσπάθησε να την πείσει με κάθε τρόπο να αρνηθεί το Χριστό και να γίνει σύζυγος του. Μάταια, όμως. Η Αγία Μαρίνα σε κάθε προσπάθεια του Ολυμβρίου αντέτασσε τη φράση: «Είμαι χριστιανή». Τότε ο σκληρός έπαρχος διέταξε να την ξαπλώσουν στη γη, και την καταξέσχισε άσπλαχνα με ραβδιά τόσο, ώστε η γη έγινε κόκκινη από το αίμα που έτρεξε. Έπειτα, ενώ αιμορραγούσε, την κρέμασε για πολλή ώρα και μετά τη φυλάκισε.

Μέσα στην φυλακή μάλιστα συνέβη το εξής: ο διάβολος μεταμορφωμένος σε άγριο δράκοντα, προσπάθησε να κάνει την αγία να φοβηθεί. Αυτή όμως προσευχήθηκε στον Θεό και αμέσως ο δράκοντας άλλαξε μορφή και έγινε ένας μαύρος σκύλος και τότε η αγία άρπαξε ένα σφυρί και χτυπώντας τον στο κεφάλι και την ράχη τον ταπείνωσε.

Όταν για δεύτερη φορά την εξέτασε και διαπίστωσε ότι η πίστη της Αγίας Μαρίνας ήταν αμετακίνητη στο Χριστό, την έκαψε με αναμμένες λαμπάδες. Αλλά οι πληγές της με θαύμα έκλεισαν, και αυτό είχε σαν αποτέλεσμα πολλοί παρευρισκόμενοι να γίνουν χριστιανοί. Μπροστά σ' αύτόν τον κίνδυνο ο έπαρχος τελικά αποκεφάλισε τη Μαρίνα, που έτσι πήρε το άφθαρτο στεφάνι της αιώνιας δόξας.

Tα άγια λείψανα της φυλάγονταν στην Κωνσταντινούπολη μέχρι την πρώτη άλωση της από τους Λατίνους, το 1204 μ.Χ., ενώ σύμφωνα με άλλες πηγές βρίσκονταν μέχρι το 908 μ.Χ. στην Αντιόχεια και στην συνέχεια μεταφέρθηκαν στην Ιταλία. Σήμερα, τα άγια λείψανα της Αγίας Μαρίνας, φυλάγονται στην Αθήνα, σε ναό που φέρει το όνομα της ενώ η χείρα της έχει μεταφερθεί στη Μονή Βατοπεδίου στο Άγιο Όρος.




Ἀπολυτίκιον
Ἀνδρείαν καὶ φρόνησιν, σὺ κεκτημένη σεμνή, ἀνδρείως κατεπάτησας ὄφιν ἀρχέκακον, Μαρίνα πανεύφημε, ἤσχυνας Ὀλυμβρίου τᾶς πικρᾶς τιμωρίας, εὐφρανας Ἀσωμάτων τᾶς χορείας ἀθλοῦσα, διὸ ἀπαύστως πρέσβευε Χριστῷ, εἰς τὸ σωθήναι ἠμᾶς.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Ἡ ἀμνάς σου Ἰησοῦ, κράζει μεγάλη τῇ φωνῇ. Σὲ Νυμφίε μου ποθῶ, καὶ σὲ ζητοῦσα ἀθλῶ, καὶ συσταυροῦμαι καὶ συνθάπτομαι τῷ βαπτισμῷ σου· καὶ πάσχω διὰ σέ, ὡς βασιλεύσω σὺν σοί, καὶ θνήσκω ὑπὲρ σοῦ, ἵνα καὶ ζήσω ἐν σοί· ἀλλ᾽ ὡς θυσίαν ἄμωμον προσδέχου τὴν μετὰ πόθου τυθεῖσάν σοι. Αὐτῆς πρεσβείαις, ὡς ἐλεήμων, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος πλ. α’. Τόν συνάναρχον Λόγον.
Μνηστευθεῖσα τῷ Λόγῳ Μαρίνα ἔνδοξε, τῶν ἐπιγείων τὴν σχέσιν πᾶσαν κατέλιπες, καὶ ἐνήθλησας λαμπρῶς ὡς καλλιπάρθενος· τὸν γὰρ ἀόρατον ἐχθρὸν κατεπάτησας στερρῶς ὀφθέντα σοὶ Ἀθληφόρε. Καὶ νῦν πηγάζεις τῷ κόσμῳ τῶν ἰαμάτων τὰ δωρήματα.

Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Παρθενίας κάλλεσι, πεποικιλμένη παρθένε, ἀκηράτοις στέμμασιν, ἐστεφανώθης Mαρίνα, αἵμασι, τοῦ μαρτυρίου δε φοινιχθεῖσα, θαύμασι καταλαμπρύνθης τῶν ἰαμάτων, καὶ τῆς νίκης τὰ βραβεῖα, ἐδέξω Μάρτυς χειρὶ τοῦ Κτίστου σου.

Ὁ Οἶκος
Τῷ νυμφίῳ Χριστῷ, ἔρωτι τῆς καρδίας σου ἀπὸ βρέφους σεμνὴ πυρποληθεῖσα, ἔδραμες, δορκὰς ὡς διψῶσα πηγαῖς ἀειρύτοις, Παρθενομάρτυς, καὶ τῇ ἀθλήσει σεαυτήν συντηρήσασα, ἐν τῷ ἀφθάρτῳ ὄντως τοῦ Κτίστου σου, νύμφη εὐκλεής, θαλάμῳ ἔφθασας ἐστολισμένη, πεποικιλμένη, στεφανηφόρος, νικητὴς λαμπαδηφόρος, εὐθαλής, ἀφθάρτου νυμφῶνος τυχοῦσα, καὶ δεξαμένη ὡς χρυσίον, βραβεῖα νίκης τῆς σῆς ἀθλήσεως.

Μεγαλυνάριον
Την Λαμπάδα πάντες Τη φαεινήν, και της παρθενίας, τον ασύλλητον θυσαυρόν, τη νύμφη Κυρίου, και Άσπιλον Αμνάδα, Μαρίναν την αγίαν, ύμνοις τιμήσωμεν.

Άγιος Προκόπιος ο Μεγαλομάρτυς





Ἔοικε Προκόπιος, αὐχένα κλίνων,
Λέγειν, Κοπείτω· τῇ πλάνῃ γὰρ οὐ θύω.
Ὀγδοάτῃ Προκοπίου ἀρηϊθόου κράτα κέρσαν.






Βιογραφία
Ο Άγιος Προκόπιος, έζησε και μεγάλωσε στην Ιερουσαλήμ τα χρόνια που αυτοκράτορας των Ρωμαίων ήταν ο Διοκλητιανός. Ο πατέρας του, ο Χριστοφόρος, ήταν ευσεβής άνθρωπος, σε αντίθεση με την μητέρα του που πίστευε στα είδωλα.

Μετά τον θάνατο του πατέρα του, η μητέρα του τον πήγε στον αυτοκράτορα, ο οποίος τον έκανε ηγεμόνα της πόλης των Αλεξανδρέων και του έδωσε εντολή να καταδιώκει και να βασανίζει τους χριστιανούς. Έτσι ο Προκόπιος ξεκίνησε για την Αλεξάνδρεια.

Κατά την πορεία του όμως, ξαφνικά άρχισαν να πέφτουν αστραπές και βροντές και ταυτόχρονα άκουσε φωνή να τον καλεί με το όνομά του, που τον απειλούσε με θάνατο επειδή θα κατεδίωκε τους χριστιανούς και ταυτόχρονα και τον Αληθινό Θεό.

Μετά από αυτό το γεγονός ο Προκόπιος παρακάλεσε Εκείνον πού του μιλάει να του φανερωθεί περισσότερο για να δει ποίος είναι. Τότε εμφανίστηκε μπροστά του ένας Σταυρός από κρύσταλλο και ακούστηκε μία φωνή να του λέει: «Εγώ είμαι ο Εσταυρωμένος Υιός του Θεού». Μετά από αυτό το θαύμα πίστευσε και έγινε χριστιανός.

Λίγο αργότερα επιστρέφοντας από νικηφόρα αποστολή, η μητέρα του προσπάθησε να τον πείσει να θυσιάσει στα είδωλα. Κατάλαβε όμως ότι είχε γίνει χριστιανός και τον πρόδωσε στον αυτοκράτορα. Εκείνος διέταξε τον ηγεμόνα της Καισάρειας Ουλκιο να τον ανακρίνει. Αυτός τον χτύπησε πολύ μέχρι λιποθυμίας και μετά τον έκλεισε στην φυλακή. Με την χάρη του Κυρίου όμως οι πληγές επουλώθηκαν και απελευθερώθηκε από τα δεσμά.

Στη συνέχεια οδηγήθηκε στον ναό των ειδώλων όπου με την προσευχή του κατάφερε και συνέτριψε τα είδωλα. Το θαύμα αυτό είχε ως αποτέλεσμα να πιστεύσουν σ' αυτόν πολλοί ανάμεσα τους και η μητέρα του. Αμέσως δόθηκε εντολή να αποκεφαλιστούν όλοι όσοι είχαν πιστεύσει. Μετά από αυτό, δόθηκε εντολή να γίνουν φρικτά βασανιστήρια στον Προκόπιο. Ο Άγιος υπέμενε με πάρα πολύ μεγάλη καρτερία όλα αυτό και μάλιστα κατάφερνε να τα ξεπερνά με την βοήθεια του Θεού. Τέλος δόθηκε εντολή να τον αποκεφαλίσουν και έτσι παρέλαβε το στεφάνι της αιωνίου ζωής.







Ἀπολυτίκιον Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἀγρευθεῖς οὐρανόθεν πρὸς τὴν εὐσέβειαν, κατηκολούθησας χαίρων ὥσπερ ὁ Παῦλος Χριστῷ, τῶν Μαρτύρων καλλονὴ Μάρτυς Προκόπιε, ὅθεν δυνάμει τοῦ Σταυροῦ, ἀριστεύσας εὐκλεῶς, κατήσχυνας τὸν Βελίαρ, οὐ τῆς κακίας ἄτρωτους, σῷζε τοὺς πόθω σὲ γεραίροντας.

Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Τῷ ζήλῳ Χριστοῦ, τῷ θείῳ πυρπολούμενος, καὶ ἐν τῷ Σταυρῷ, τῷ τιμίῳ φρουρούμενος, τῶν ἐχθρῶν τὸ φρύαγμα, καὶ τὰ θράση καθεῖλες Προκόπιε, καὶ τὴν σεπτὴν Ἐκκλησίαν ὕψωσας, τῇ πίστει προκόπτων, καὶ φωτίζων ἡμᾶς.

Αγία Κυριακή η Μεγαλομάρτυς





Κυριακὴ θανοῦσα τὴν τομὴν φθάνει
Προαιρέσει, πλὴν καὶ τελειοῦται ξίφει.






Βιογραφία
Η Αγία Κυριακή ήταν κόρη του Δωροθέου και της Ευσεβίας. Αυτοί ήταν άτεκνοι και παρακαλούσαν το Θεό να τους δώσει παιδί. Πράγματι, ο Θεός ευδόκησε, και το χριστιανικό αυτό ζευγάρι, απέκτησε παιδί. Γεννήθηκε ημέρα Κυριακή, γι' αυτό και της έδωσαν το όνομα Κυριακή. Κατά το διωγμό του Διοκλητιανού, το έτος 282 μ.Χ., οι γονείς της συνελήφθησαν και μετά από ανάκριση βασανίστηκαν και αποκεφαλίστηκαν από το δούκα Ιούστο. Η δε Κυριακή παραπέμφθηκε στον Καίσαρα Μαξιμιανό, και από εκεί στον άρχοντα Βιθυνίας Ιλαριανό, ο οποίος της υπενθύμισε ότι η ομορφιά της είναι για απολαύσεις και όχι για βασανιστήρια. Τότε η παρθένος κόρη του απάντησε: «Ούτε στη νεότητα μου, ούτε στην ομορφιά μου δίνω την παραμικρή προσοχή. Και τα λαμπρότερα από τα επίγεια πράγματα είναι προσωρινά, όπως τα άνθη και κούφια, όπως οι σκιές. Σήμερα, έπαρχε, είμαι όμορφη, αύριο μια άσχημη γριά. Να κάνω, λοιπόν, κέντρο της ζωής μου την ομορφιά μου; Την αξία της, όμως, τη γνώρισα στις ρυτίδες, που την περιμένουν και στον τάφο που την καλεί. Νόμισες, λοιπόν, ότι θα κάνω την τερατώδη ανοησία, να χάσω την αιώνια λαμπρότητα για να μείνω λίγο περισσότερο στη γη; Γι' αυτό στο ξαναλέω, έπαρχε: είμαι και θα είμαι στη ζωή και στο θάνατο χριστιανή». Εξοργισμένος ο Ιλαριανός, σκληρά τη βασάνισε και διέταξε να την αποκεφαλίσουν. Αλλά πριν πέσει η σπάθη, προσευχόμενη παρέδωσε το πνεύμα της στον Κύριο.










Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ'. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ως βρύσις πολύκρουνος παρθενομάρτυς Χριστού, κατήρδευσας πάνσοφε την Εκκλησίαν αυτού, και ήθλησας άριστα. έσωσας τους εν σκότει της ειδωλομανίας, αίγλητων σων θαυμάτων, Κυριακή αθλοφόρε. διό εν παρρησία Χριστώ πρέσβευε σωθήναι ημάς.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Ἡ ἀμνάς σου Ἰησοῦ, κράζει μεγάλη τῇ φωνῇ. Σὲ Νυμφίε μου ποθῶ, καὶ σὲ ζητοῦσα ἀθλῶ, καὶ συσταυροῦμαι καὶ συνθάπτομαι τῷ βαπτισμῷ σου· καὶ πάσχω διὰ σέ, ὡς βασιλεύσω σὺν σοί, καὶ θνήσκω ὑπὲρ σοῦ, ἵνα καὶ ζήσω ἐν σοί· ἀλλ᾽ ὡς θυσίαν ἄμωμον προσδέχου τὴν μετὰ πόθου τυθεῖσάν σοι. Αὐτῆς πρεσβείαις, ὡς ἐλεήμων, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Κυρίων τὸν Κύριον, καὶ Βασιλέα Χριστόν, ἐξ ὅλης ἠγάπησας, Κυριακὴ τῆς ψυχῆς, καὶ χαίρουσα ἤθλησας, ὅθεν Παρθενομάρτυς, παρ' αὐτοῦ δοξασθεῖσα, βρύεις τοὶς σὲ τιμώσιν, ἰαμάτων τὴν χάριν, τοὶς πάσιν αἰτουμένη, πταισμάτων συγχώρησιν.

Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Ἡ Μάρτυς Χριστοῦ, ἡμᾶς συνεκαλέσατο, τοὺς ἄθλους αὐτῆς, τοὺς θείους καὶ παλαίσματα, ἐγκωμίοις ᾆσαι νῦν, φερωνύμως αὐτὴ γὰρ πέφηνεν, ὡς ἀνδρεία τώ φρονήματι, κυρία νοός, τε καὶ παθῶν ἀπρεπῶν.

Κατάθεσις της Τιμίας Εσθήτος της Θεοτόκου




Χιτὼν μὲν Υἱοῦ Χριστοφρουροῖς δημίοις.
Ἐσθὴς δὲ Μητρὸς χριστοφρουρήτῳ πόλει.
Δευτερίῃ κατέθεντο σορῷ Ἐσθῆτα Πανάγνου.






Βιογραφία
Στο ναό των Βλαχερνών, που είχε κτίσει η βασίλισσα Πουλχερία, κόρη του αυτοκράτορα Αρκαδίου και σύζυγος του αυτοκράτορα Μαρκιανού (451 - 457 μ.Χ.), είχαν κατατεθεί τα σπάργανα (εντάφια) της Θεοτόκου, τα όποια είχαν σταλεί από τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων Ιουβενάλιο. Όταν δε ήταν αυτοκράτορας ο Λέων Α' ο Θράξ (457 - 474 μ.Χ.), οι πατρίκιοι Γάλβιος και Κάνδιδος έφεραν από τα Ιεροσόλυμα και την τίμια εσθήτα της Υπεραγίας Θεοτόκου. Ο Λέων την παρέλαβε και την κατέθεσε στο ναό των Βλαχερνών, μέσα σε χρυσή λάρνακα.

Η εσθήτα αυτή υπήρχε μέσα στο ναό των Βλαχερνών μέχρι το έτος 820 μ.Χ. Αλλά ο ναός αυτός το 1070 μ.Χ. κάηκε και κατόπιν, αφού ανοικοδομήθηκε, από απροσεξία ξανακάηκε στις 19 Ιανουαρίου του 1434 μ.Χ. Βέβαια, πάντα τα τίμια αντικείμενα της Υπεραγίας Θεοτόκου γίνονται αφορμή στους αγωνιζόμενους χριστιανούς να μιμηθούν την αρετή της. Και όπως, λοιπόν, αυτή «διετήρει πάντα τὰ ρήματα (τοῦ Κυρίου) ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῆς» (Λουκά, θ' 51.), διατηρούσε, δηλαδή, τα λόγια του Υιού της βαθειά χαραγμένα στην καρδιά της, έτσι ας κάνουμε κι εμείς.







Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θεῖον ἔνδυμα, τῶν οίκτιρμῶν σου, καὶ ἱμάτιον ἀθανασίας, τὴν ἁγίαν σου Ἐσθῆτα καὶ ἄφθαρτον, τῇ κληρουχίᾳ σου Κόρη δεδώρησαι, εἰς περιποίησιν πάντων καὶ σύναψιν. Ὅθεν Ἄχραντε, τὴν θείαν αὐτῆς κατάθεσιν, τιμῶντες εὐσεβῶς σὲ μεγαλύνομεν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’.
Θεοτόκε ἀειπάρθενε, τῶν ἀνθρώπων ἡ σκέπη, Ἐσθῆτα καὶ Ζώνην τοῦ ἀχράντου σου σώματος, κραταιὰν τῇ πόλει σου περιβολὴν ἐδωρήσω, τῷ ἀσπόρῳ τόκῳ σου ἄφθαρτα διαμείναντα, ἐπὶ σοὶ γὰρ καὶ φύσις καινοτομεῖται καὶ χρόνος, διὸ δυσωποῦμέν σε, εἰρήνην τῇ οἰκουμένῃ δωρήσασθαι, καὶ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθείς.
Περιβολὴν πᾶσι πιστοῖς ἀφθαρσίας, θεοχαρίτωτε Ἁγνὴ ἐδωρήσω, τὴν Ἱερὰν Ἐσθῆτά σου, μεθ᾽ ἧς τὸ ἱερόν, σῶμά σου ἐσκέπασας, σκέπη πάντων ἀνθρώπων, ἧς περ τὴν κατάθεσιν, ἑορτάζομεν πόθῳ, καὶ ἐκβοῶμεν φόβῳ σοι σεμνή· Χαῖρε Παρθένε, Χριστιανῶν τὸ καύχημα.

Κάθισμα
Ἦχος δ'. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Οἱ τῶν θαυμάτων ποταμοὶ Θεοτόκε, ἐκ τῆς πανσέπτου σου σοροῦ προερχόμενοι, ὡς ἐξ Ἐδὲμ ποτίζουσι τὸ πρόσωπον τῆς γῆς, χάριτας προχέοντες, τοῖς πιστῶς σε τιμῶσιν· ὅθεν ἀνυμνοῦμέν σε, καὶ σεπτῶς εὐφημοῦμεν, καὶ εὐχαρίστως κράζομεν ἀεί· Χαῖρε ἡ μόνη, ἐλπὶς τῶν ὑμνούντων σε.

Ὁ Οἶκος
Τὴν καθαρὰν καὶ ἀληθῆ σκηνὴν τοῦ Θεοῦ Λόγου, τὴν ἔμψυχον νεφέλην, καὶ στάμνον τὴν τοῦ Μάννα, τὴν Θεοτόκον Μαριάμ, πάντες οἱ σωθέντες διὰ τοῦ τόκου αὐτῆς ἐν πίστει μακαρίσωμεν, καὶ τὴν σεπτήν, Ἐσθῆτα προσπτυξώμεθα, ᾗπερ τὸν Δεσπότην περισχοῦσα, ὡς βρέφος ἐβάστασε φορέσαντα σάρκα, δι' ἧσπερ τῶν βροτῶν ἡ φύσις ἐπήρθη πρὸς μετάρσιον ζωὴν καὶ βασιλείαν· ὅθεν γεγηθότες, κραυγάζομεν μεγαλοφώνως· Χαῖρε Παρθένε, Χριστιανῶν τὸ καύχημα.

Μεγαλυνάριον
Τῆς ἀθανασίας τὸν χορηγόν, τέξασα Παρθένε, ἠθανάτισας τὸν Ἀδάμ· τοῦτο γοῦν δηλοῦσα, ἡ ἄφθαρτος Ἐσθής σου, φθορᾶς παθῶν λυτροῦται, τοὺς προσπελάζοντας.

Άγιοι Κοσμάς και Δαμιανός οι Ανάργυροι



Τα δίδυμα αδέρφια Κοσμάς και Δαμιανός, οι οποίοι έζησαν την εποχή που αυτοκράτορας των Ρωμαίων ήταν ο Καρίνος, ήταν γιατροί στο επάγγελμα και παρείχαν ιάσεις σε όλους όσους είχαν ανάγκη, και για αντάλλαγμα δεν έπαιρναν χρήματα, αλλά το μόνο πού ζητούσαν ήταν να πιστεύσουν στον Χριστό.

Κάποιοι όμως καλοθελητές διέβαλαν τους αγίους στον αυτοκράτορα και του είπαν ότι οι θεραπείες και τα θαύματα που επιτελούσαν τα έκαναν με μαγικές τέχνες. Τότε οι Άγιοι Ανάργυροι επειδή δεν ήθελαν να πάνε άλλους αντί αυτών στον αυτοκράτορα, προσήλθαν μόνοι τους ενώπιον του και ο Καρίνος προσπάθησε να τους μεταπείσει να αρνηθούν τον Χριστό. Εκείνοι όμως όχι μόνο δεν αρνήθηκαν την πίστη τους, αλλά κατάφεραν να μεταπείσουν και να αλλάξουν και τον ίδιο τον αυτοκράτορα, αφού και ο ίδιος δέχτηκε τις θεραπευτικές τους ιάσεις. Συγκεκριμένα, όταν ο Καρίνος ανέκρινε τους Αγίους, μετατοπίστηκε η θέση του προσώπου του και στράφηκε προς την ράχη του. Αμέσως τότε οι Άγιοι την θεράπευσαν με την προσευχή τους στον Χριστό. Εξαιτίας αυτού του θαύματος, πίστευσαν στον Χριστό όσοι βρίσκονταν εκείνη την στιγμή μπροστά σ' αυτό πού συνέβη και ο ίδιος ο Αυτοκράτορας τους έστειλε πίσω στους συγγενείς τους με μεγάλες τιμές.

Αργότερα όμως, μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα, οι Άγιοι φθονήθηκαν από τον ίδιο τον δάσκαλο που τούς είχε μάθει την ιατρική επιστήμη, γιατί είχαν αποκτήσει μεγάλη δόξα και φήμη. Γι' αυτό τον λόγο τους ανέβασε σε κάποιο όρος για να μαζέψουν δήθεν κάποια βότανα και εκεί τους επιτέθηκε με πέτρες και τους θανάτωσε.









Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.
Ὡς θεῖοι θεράποντες, καὶ ἰατῆρες βροτῶν, ἀνάργυρον βλύζετε, τὴν θεραπείαν ἠμίν, Ἀνάργυροι ἔνδοξοι, ὅθεν τοὺς προσιόντας, τὴ σεπτὴ ὑμῶν σκέπη, ρύσασθε νοσημάτων, καὶ παθῶν ἀνιάτων, Κοσμᾶ καὶ Δαμιανέ, Ρώμης βλαστήματα.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος πλ. δ’.
Ἅγιοι Ἀνάργυροι καὶ θαυματουργοί, ἐπισκέψασθε τὰς ἀσθενείας ἡμῶν, δωρεὰν ἐλάβετε, δωρεὰν δότε ἡμῖν.

Κοντάκιον
Ἦχος β’.
Οἱ τὴν χάριν λαβόντες τῶν ἰαμάτων, ἐφαπλοῦτε τὴν ῥῶσιν τοῖς ἐν ἀνάγκαις, Ἰατροὶ θαυματουργοὶ ἔνδοξοι· ἀλλὰ τῇ ἡμῶν ἐπισκέψει, καὶ τῶν πολεμίων τὰ θράση καταβάλλετε, τὸν κόσμον ἰώμενοι ἐν τοῖς θαύμασι.