Powered By Blogger

18.5.10

Απολυτίκιον Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης

Άγιοι Κωνσταντίνος και Ελένη οι Ισαπόστολοι



Βιογραφία
Ως γενέτειρα πόλη του Μεγάλου Κωνσταντίνου αναφέρεται τόσο η Ταρσός της Κιλικίας όσο και το Δρέπανο της Βιθυνίας. Ωστόσο η άποψη που επικρατεί φέρει τον Μέγα Κωνσταντίνο να έχει γεννηθεί στη Ναϊσό της Άνω Μοισίας (σημερινή Νις της Σερβίας). Το ακριβές έτος της γεννήσεώς του δεν είναι γνωστό, θεωρείται όμως ότι γεννήθηκε μεταξύ των ετών 272-288 μ.Χ.

Πατέρας του ήταν ο Κωνστάντιος, που λόγω της χλωμότητος του προσώπου του ονομάσθηκε Χλωρός, και ήταν συγγενής του αυτοκράτορα Κλαυδίου. Μητέρα του ήταν η Αγία Ελένη, θυγατέρα ενός πανδοχέως από το Δρέπανο της Βιθυνίας.

Το 305 μ.Χ. ο Κωνσταντίνος ευρίσκεται στην αυλή του αυτοκράτορα Διοκλητιανού στη Νικομήδεια με το αξίωμα του χιλίαρχου. Το ίδιο έτος οι δύο Αύγουστοι, Διοκλητιανός και Μαξιμιανός, παραιτούνται από τα αξιώματά τους και αποσύρονται. στο ύπατο αξίωμα του Αυγούστου προάγονται ο Κωνστάντιος ο Χλωρός στη Δύση και ο Γαλέριος στην Ανατολή. Ο Κωνστάντιος ο Χλωρός πέθανε στις 25 Ιουλίου 306 μ.Χ. και ο στρατός ανακήρυξε Αύγουστο τον Μέγα Κωνσταντίνο, κάτι όμως που δεν αποδέχθηκε ο Γαλέριος. Μετά από μια σειρά διαφόρων ιστορικών γεγονότων ο Μέγας Κωνσταντίνος συγκρούεται με τον Μαξέντιο, υιό του Μαξιμιανού, ο οποίος πλεονεκτούσε στρατηγικά, επειδή διέθετε τετραπλάσιο στράτευμα και ο στρατός του Κωνσταντίνου ήταν ήδη καταπονημένος.

Από την πλευρά του ο Μέγας Κωνσταντίνος είχε κάθε λόγο να αισθάνεται συγκρατημένος. δεν είχε καμία άλλη επιλογή εκτός από την επίκληση της δυνάμεως του Θεού. Ήθελε να προσευχηθεί, να ζητήσει βοήθεια, αλλά καθώς διηγείται ο ιστορικός Ευσέβιος, δεν ήξερε σε ποιόν Θεό να απευθυνθεί. Τότε έφερε νοερά στη σκέψη του όλους αυτούς που μαζί τους συνδιοικούσε την αυτοκρατορία. Όλοι τους, εκτός από τον πατέρα του, πίστευαν σε πολλούς θεούς και όλοι τους είχαν τραγικό τέλος. Άρχισε, λοιπόν, να προσεύχεται στον Θεό, υψώνοντας το δεξί του χέρι και ικετεύοντάς Τον να του αποκαλυφθεί. Ενώ προσευχόταν, διαγράφεται στον ουρανό μία πρωτόγνωρη θεοσημία. Περί τις μεσημβρινές ώρες του ηλίου, κατά το δειλινό δηλαδή, είδε στον ουρανό το τρόπαιο του Σταυρού, που έγραφε «τούτῳ νίκα». Και ενώ προσπαθούσε να κατανοήσει τη σημασία αυτού του μυστηριακού θεάματος, τον κατέλαβε η νύχτα. Τότε εμφανίζεται ο Κύριος στον ύπνο του μαζί με το σύμβολο του Σταυρού και τον προέτρεψε να κατασκευάσει απομίμηση αυτού και να το χρησιμοποιεί ως φυλακτήριο πιο πολέμους.

Έχοντας ως σημαία του το Χριστιανικό λάβαρο, αρχίζει να προελαύνει προς την Ρώμη εκμηδενίζοντας κάθε αντίσταση.

Όταν φθάνει στη Ρώμη ενδιαφέρεται για τους Χριστιανούς της πόλεως. Όμως το ενδιαφέρον του δεν περιορίζεται μόνο σε αυτούς. Πολύ σύντομα πληροφορείται για την πενιχρή κατάσταση της Εκκλησίας της Αφρικής και ενισχύει από το δημόσιο ταμείο τα έργα διακονίας αυτής.

Το Φεβρουάριο του 313 μ.Χ., στα Μεδιόλανα, όπου γίνεται ο γάμος του Λικινίου με την Κωνσταντία, αδελφή του Μεγάλου Κωνσταντίνου, επέρχεται μια ιστορική συμφωνία μεταξύ των δύο ανδρών που καθιερώνει την αρχή της ανεξιθρησκείας.

Τα προβλήματα που είχε να αντιμετωπίσει ο Μέγας Κωνσταντίνος ήσαν πολλά. Η αιρετική διδασκαλία του Αρείου, πρεσβυτέρου της Αλεξανδρινής Εκκλησίας, ήλθε να ταράξει την ενότητα της Εκκλησίας. Η διδασκαλία αυτή, που ονομάσθηκε αρειανισμός, κατέλυε ουσιαστικά το δόγμα της Τριαδικότητας του Θεού.

Μόλις ο Μέγας Κωνσταντίνος πληροφορήθηκε τα όσα θλιβερά συνέβαιναν στην Αλεξάνδρεια, απέστειλε με τον πνευματικό του σύμβουλο Όσιο, Επίσκοπο Κορδούης της Ισπανίας, επιστολή στον Επίσκοπο Αλεξανδρείας Αλέξανδρο (313 - 328 μ.Χ.) και τον Άρειο. Η προσπάθεια επιλύσεως του θέματος δεν ευδοκίμησε. Έτσι αποφασίσθηκε η σύγκλιση της Α' Οικουμενικής Συνόδου στη Νίκαια της Βιθυνίας το 325 μ.Χ.

Η περιγραφή της εναρκτήριας τελετής από τον ιστορικό Ευσέβιο είναι ομολογουμένως ενδιαφέρουσα. στο μεσαίο οίκο των ανακτόρων είχαν προσέλθει όλοι οι σύνεδροι. Επικρατούσε απόλυτη σιγή και όλοι περίμεναν την είσοδο του αυτοκράτορα, τον οποίο οι περισσότεροι θα έβλεπαν για πρώτη φορά. Ο Κωνσταντίνος εισήλθε ταπεινά, με σεμνότητα και πραότητα. στην ομιλία του προς τη Σύνοδο χαρακτηρίζει τις ενδοεκκλησιαστικές συγκρούσεις ως το μεγαλύτερο δεινό και από τους πολέμους. Ο λόγος του υπήρξε ευθύς και σαφής. Δεν ήθελε να ασχοληθεί παρά μονάχα με θέματα που αφορούσαν στην ορθοτόμηση της πίστεως. Η κρίσιμη φράση του, «περὶ τῆς πίστεως σπουδάσωμεν», διασώζεται σχεδόν από όλους τους ιστορικούς συγγραφείς.

Μετά το πέρας των εργασιών της Συνόδου ο αυτοκράτορας ανέλαβε πρωτοβουλίες για την εδραίωση των αποφάσεών της. Απέστειλε εγκύκλιο επιστολή προς την Εκκλησία της Αιγύπτου, Λιβύης, Πενταπόλεως, Αλεξανδρείας, στην οποία γνωστοποιεί τις αποφάσεις της Συνόδου. Ο ίδιος γνωστοποιεί προς όλη την επικράτεια της αυτοκρατορίας την καταδίκη του Αρείου και απαγορεύει την απόκτηση και την απόκρυψη των συγγραμμάτων του. Η εντυπωσιακή του όμως ενέργεια είναι η επιστολή του προς τον Άρειο. Επιτιμά τον αιρεσιάρχη και τον καταδικάζει με αυστηρότητα για τις κακοδοξίες του.

Όμως περί τα τέλη του 327 μ.Χ. ο Μέγας Κωνσταντίνος καλεί τον Άρειο στα ανάκτορα. Ο αιρεσιάρχης φυσικά δεν χάνει την ευκαιρία και υποβάλλει μία ομολογία γεμάτη από έντεχνες θεολογικές ανακρίβειες, πείθοντας μάλιστα τον Μέγα Κωνσταντίνο ότι αυτή δεν διαφέρει ουσιαστικά από όσα είχε αποφασίσει η Α' Οικουμενική Σύνοδος. Τελικά ο αυτοκράτορας συγκαλεί νέα Σύνοδο, το Νοέμβριο του 327 μ.Χ., η οποία ανακαλεί τον Άρειο από την εξορία και αποκαθιστά τους εξόριστους Επισκόπους Νικομηδείας Ευσέβιο και Νικαίας Θεόγνιο. Η ανάκληση του Αρείου και η αποκατάσταση των περί αυτών πυροδότησε νέες έριδες πιο κόλπους της Εκκλησίας. Ο Επίσκοπος Αλεξανδρείας Αλέξανδρος και στην συνέχεια ο διάδοχός του Μέγας Αθανάσιος αρνούνται να δεχθούν τον Άρειο στην Αλεξάνδρεια. Ο Μέγας Κωνσταντίνος απειλεί με καθαίρεση τον Μέγα Αθανάσιο, ενώ σε Σύνοδο που συνήλθε στην Αντιόχεια το 330 μ.Χ. καθαιρείται και εξορίζεται από τους αιρετικούς ο Άγιος Ευστάθιος, Επίσκοπος Αντιοχείας (τιμάται 21 Φεβρουαρίου). Η Σύνοδος της Τύρου της Συρίας, που συνήλθε το 335 μ.Χ., καταδικάζει ερήμην με την ποινή της καθαιρέσεως τον Μέγα Αθανάσιο, ο οποίος φεύγει, για να συναντήσει τον Μέγα Κωνσταντίνο.

Είναι γεγονός πως ο Μέγας Κωνσταντίνος δεν έδειξε να αποδέχεται το αίτημα του Μεγάλου Αθανασίου για ακρόαση. Πείσθηκε όμως να τον ακούσει, όταν ο Μέγας Αθανάσιος του απηύθυνε την ρήση: «Δικάσει Κύριος ἀνὰ μέσον ἐμοῦ καὶ σοῦ». Ο Μέγας Κωνσταντίνος κατενόησε την κατάφωρη αδικία και τις άθλιες μεθοδεύσεις σε βάρος του Μεγάλου Αθανασίου και έκανε δεκτό το αίτημά του νά προσκληθούν όλοι οι συνοδικοί της Τύρου και η διαδικασία να λάβει χώρα ενώπιόν του.

Ο Ευσέβιος Νικομηδείας αγνόησε την αυτοκρατορική εντολή. Πήρε μόνο ελάχιστους από τους συνοδικούς και εμφανίσθηκε στον αυτοκράτορα. Ξέχασε όλες τις υπόλοιπες κατηγορίες και για πρώτη φορά έθεσε το θέμα της δήθεν παρακωλύσεως της αποστολής σιταριού προς την Βασιλεύουσα. Ο αυτοκράτορας εξοργίζεται και εξορίζει τον Μέγα Αθανάσιο στα Τρέβιρα της Γαλλίας. Παρά ταύτα δεν επικυρώνει την απόφαση της Συνόδου της Τύρου για καθαίρεση και ούτε διατάσσει την αναπλήρωση του επισκοπικού θρόνου της Αλεξάνδρειας.


Η τελευταία περίοδος της ζωής του Μεγάλου Κωνσταντίνου είναι αυτή που τον καταξιώνει στην εκκλησιαστική συνείδηση και τον οδηγεί στο απόγειο της πνευματικής του πορείας. Ο Άγιος, κατά τον Απρίλιο του 337 μ.Χ., αισθάνεται τα πρώτα σοβαρά συμπτώματα κάποιας ασθένειας. Οι πηγές μάς πληροφορούν πως ο Μέγας Κωνσταντίνος κατέφυγε σε ιαματικά λουτρά. Βλέποντας όμως την υγεία του να επιδεινώνεται θεώρησε σκόπιμο να μεταβεί στην πόλη Ελενόπολη της Βιθυνίας, που είχε ονομασθεί έτσι λόγω της Αγίας μητέρας του. Εκεί παρέμεινε στο ναό των Μαρτύρων, όπου ανέπεμπε ικετήριες ευχές και λιτανείες προς τον Θεό. Ο Μέγας Κωνσταντίνος αντιλαμβάνεται πως η επίγεια ζωή του πλησιάζει στο τέλος της. Η μνήμη του θανάτου καλλιεργείται στην καρδιά του και τον οδηγεί στο μυστήριο της μετάνοιας και του βαπτίσματος. Μετά από αυτά καταφεύγει σε κάποιο προάστιο της Νικομήδειας, συγκαλεί τους Επισκόπους και τους απευθύνει τον εξής λόγο: «Αυτός ήταν ο καιρός που προσδοκούσα από παλιά και διψούσα και ευχόμουν να καταξιωθώ της εν Θεώ σωτηρίας. Ήλθε η ώρα να απολαύσουμε και εμείς την αθανατοποιό σφραγίδα, ήλθε η ώρα να συμμετάσχουμε στο σωτήριο σφράγισμα, πράγμα που κάποτε επιθυμούσα να κάνω στα ρείθρα του Ιορδάνου, στα οποία, όπως παραδίδεται, ο Σωτήρας μας έλαβε το βάπτισμα εις ημέτερον τύπον. Ο Θεός όμως, που γνωρίζει το συμφέρον, μας αξιώνει να λάβουμε το βάπτισμα εδώ. Ας μην υπάρχει λοιπόν καμία αμφιβολία. Γιατί και εάν ακόμη είναι θέλημα του Κυρίου της ζωής και του θανάτου να συνεχισθεί η επίγεια ζωή μας και να συνυπάρχω με το λαό του Θεού, θα πλαισιώσω τη ζωή μου με όλους εκείνους τους κανόνες που αρμόζουν στον Θεό».

Μετά το βάπτισμα ο Άγιος Κωνσταντίνος δεν ξαναφόρεσε τον αυτοκρατορικό χιτώνα, αλλά παρέμεινε ενδεδυμένος με το λευκό ένδυμα του βαπτίσματος, μέχρι την ημέρα της κοιμήσεώς του το 337 μ.Χ. Ήταν η ημέρα εορτασμού της Πεντηκοστής, γράφει ο ιστορικός Ευσέβιος.

Είναι χαρακτηριστικός ο τρόπος με τον οποίο περιγράφει ο Ευσέβιος τα γεγονότα, τα οποία ακολούθησαν την κοίμηση του Αγίου. Όλοι οι σωματοφύλακες του αυτοκράτορα, αφού έσχισαν τα ρούχα τους και έπεσαν στο έδαφος, έκλαιγαν και φώναζαν δυνατά, σαν να μην έχαναν το βασιλέα τους, αλλά τον πατέρα τους. Οι ταξίαρχοι και οι λοχαγοί έκλαιγαν τον ευεργέτη τους. Οι δήμοι ήσαν λυπημένοι και κάθε κάτοικος της Κωνσταντινουπόλεως πενθούσε, σαν να έχανε το κοινό αγαθό.

Αφού οι στρατιωτικοί τοποθέτησαν το σκήνωμα του Αγίου σε χρυσή λάρνακα, το μετέφεραν στην Κωνσταντινούπολη και το εναπέθεσαν σε βάθρο στον βασιλικό οίκο. Το ιερό λείψανό του ενταφιάσθηκε στο ναό των Αγίων Αποστόλων.

Δίκαια η ιστορία τον ονόμασε Μέγα και η Εκκλησία Ισαπόστολο.

Η Αγία Ελένη γεννήθηκε στο Δρέπανο της Βιθυνίας της Μικράς Ασίας περί το 247 μ.Χ. Φαίνεται ότι ήταν ταπεινής καταγωγής. στην ιστοριογραφία υπάρχει σχετική διχογνωμία ως προς το αν η μητέρα του Αγίου Κωνσταντίνου υπήρξε σύζυγος ή νόμιμη παλλακίδα του Κωνσταντίου του Χλωρού.

Μεταξύ των ετών 272 - 288 μ.Χ. γέννησε στη Ναϊσό της Μοισίας τον Κωνσταντίνο. Όταν, πέντε έτη αργότερα, ο Κωνσταντίνος Χλωρός έγινε Καίσαρας από τον Διοκλητιανό, αναγκάσθηκε να την απομακρύνει, για να συζευχθεί τη Θεοδώρα, θετή κόρη του αυτοκράτορα Μαξιμιανού, και να έχει έτσι το συγγενικό εκείνο δεσμό, ο οποίος θα εξασφάλιζε τη στερεότητα του Διοκλητιανού τετραρχικού συστήματος. Παρά το γεγονός αυτό ο Μέγας Κωνσταντίνος τιμούσε ιδιαίτερα τη μητέρα του. Της απένειμε τον τίτλο της αυγούστης, έθεσε τη μορφή της επί νομισμάτων και έδωσε το όνομά της σε μία πόλη της Βιθυνίας.

Η Αγία έδειξε την ευσέβειά της με πολλές ευεργεσίες και την ανοικοδόμηση νέων Εκκλησιών στη Ρώμη (Τιμίου Σταυρού), στην Κωνσταντινούπολη (Αγίων Αποστόλων), στη Βηθλεέμ (βασιλική της Γεννήσεως) και επί του Όρους των Ελαιών (βασιλική της Γεθσημανή). Η Αγία Ελένη πήγε το 326 μ.Χ. στην Ιερουσαλήμ, όπου «μὲ μέγαν κόπον καὶ πολλὴν ἔξοδον καὶ φοβερίσματα ηὗρεν τὸν τίμιον σταυρὸν καὶ τοὺς ἄλλους δύο σταυροὺς τῶν ληστῶν», όπως γράφει ο Κύπριος Χρονογράφος Λεόντιος Μαχαιράς. Επιστρέφοντας στην Κωνσταντινούπολη, ένα χρόνο μετά την εύρεση του Τιμίου Σταυρού του Κυρίου, η Αγία Ελένη πέρασε και από την Κύπρο.

Η Αγία Ελένη κοιμήθηκε με ειρήνη μάλλον το 327 μ.Χ. σε ηλικία ογδόντα ετών. Ο ιστορικός Ευσέβιος γράφει ότι η Αγία προαισθάνθηκε το θάνατό της και με διαθήκη άφησε την περιουσία της στον υιό της και τους εγγονούς της.

Όπως ήταν φυσικό ο υιός της μετέφερε το τίμιο λείψανό της στην Κωνσταντινούπολη και την ενταφίασε στο ναό των Αγίων Αποστόλων.

Η Σύναξη αυτών ετελείτο στη Μεγάλη Εκκλησία, στο ναό των Αγίων Αποστόλων και στον ιερό ναό αυτών στην κινστέρνα του Βώνου.

Οι Βυζαντινοί τιμούσαν ιδιαίτερα τον Μέγα Κωνσταντίνο και την Αγία Ελένη. Απόδειξη τούτου αποτελεί το γεγονός ότι κατά το Μεσαίωνα ήταν πολύ δημοφιλής στους Βυζαντινούς η απεικόνιση του πρώτου Χριστιανού βασιλέως με τη μητέρα του, που κρατούσαν στο μέσον Σταυρό. Η παράδοση αυτή διατηρείται μέχρι και σήμερα με τα κωνσταντινάτα.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’.
Τοῦ Σταυροῦ σου τὸν τύπον ἐν οὐρανῷ θεασάμενος, καὶ ὡς ὁ Παῦλος τὴν κλῆσιν οὐκ ἐξ ἀνθρώπων δεξάμενος, ὁ ἐν βασιλεῦσιν, Ἀπόστολός σου Κύριε, Βασιλεύουσαν πόλιν τῇ χειρὶ σου παρέθετο· ἣν περίσωζε διὰ παντὸς ἐν εἰρήνη, πρεσβείαις τῆς Θεοτόκου, μόνε Φιλάνθρωπε.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Πρῶτος πέφηνας, ἐν Βασιλεῦσι, θεῖον ἕδρασμα, τῆς εὐσεβείας, ἀπ’ οὐρανοῦ δεδεγμένος τὸ χάρισμα· ὅθεν Χριστοῦ τὸν Σταυρὸν ἐφανέρωσας, καὶ τὴν Ὀρθόδοξον πίστιν ἐφήπλωσας. Κωνσταντῖνε Ἰσαπόστολε, σὺν Μητρὶ Ἑλένῃ τῇ θεόφρονι, πρεσβεύσατε ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Κωνσταντῖνος σήμερον, σὺν τῇ μητρὶ τῇ Ἑλένη, τὸν Σταυρὸν ἐμφαίνουσι, τὸ πανσεβάσμιον ξύλον, πάντων μὲν τῶν Ἰουδαίων αἰσχύνην ὄντα, ὅπλον δὲ πιστῶν, ἀνάκτων κατ᾽ ἐναντίων, δι᾽ ἡμᾶς γὰρ ἀνεδείχθη, σημεῖον μέγα, καὶ ἐν πολέμοις φρικτόν.

Μεγαλυνάριον
Τους της ευσέβειας θείους πυρσούς, και των Αποστόλων, θιασώτας και μιμητός, συν τω Κωνσταντίνω, Ελένην την Αγίαν, ως βασιλέων δόξαν, ανευφημήσωμεν.

Η αγία Ελένη


Γέννηση και καταγωγή
Η Ελένη γεννήθηκε το 248 ή το 249 μ.Χ. στο Δρέπανο (σημερινή Γιάλοβα) της Βιθυνίας. Αργότερα, ο Μέγας Κωνσταντίνος μετονόμασε το Δρέπανο σε Ελενόπολις, για να τιμήσει τη μητέρα του. Τη χρονολογία γέννησης την συμπεραίνουμε από την πληροφορία που μας δίνει ο Ευσέβιος (VC., 3.46) ότι η Ελένη πέθανε σε ηλικία 80 χρονών σε συνδυασμό με ιστορικά στοιχεία (βλ. Κεφάλαιο 7:«Αγία Ελένη#Ο θάνατός της») .

Ήταν οπωσδήποτε ταπεινής καταγωγής και ο πατέρας της ήταν ξενοδόχος. Ο Αμβρόσιος (De obit. Theod.,42) την αποκαλεί «stabularia», γυναίκα δηλαδή η οποία εργαζόταν σε πανδοχείο (χαρακτηρισμός μάλλον με αρνητική απόχρωση τη μακρινή εκείνη εποχή), ενώ ο Φιλοστόργιος στην Εκκλησιαστική του Ιστορία (Hist. Eccl., 2.16) την κατηγορεί ότι ήταν «κοινή γυναίκα», όχι πολύ διαφορετική από τις πόρνες. Ο Ευτρόπιος (Breviarium 10.2) αναφέρει ότι γεννήθηκε «ex obscuriore matrimonio», δηλαδή είναι εντελώς άγνωστες οι μητρικές της καταβολές. Οι πληροφορίες αυτές πρέπει να εξετάζονται με ιδιαίτερη προσοχή και σε συνάρτηση με τη στάση που κρατάει ο κάθε ιστορικός συγγραφέας έναντι του γιου της. Ίσως ο Ευσέβιος να υπερβάλει λίγο, όταν εξυμνεί την αρετή και την ευφυΐα της Ελένης, εντούτοις, η ενασχόλησή της με τη μελέτη του Ευαγγελίου και τα διδάγματα του Χριστιανισμού, από την παιδική ακόμη ηλικία, σκιαγραφούν μια νέα γυναίκα που διήγαγε κάποιον αξιοπρεπή βίο χωρίς να σκανδαλίζει την κοινωνία του καιρού της.

Η πληροφορία που δίνουν ορισμένοι Άγγλοι χρονογράφοι του Μεσαίωνα, ότι δηλαδή η Ελένη ήταν Βρετανίδα πριγκίπισσα, κόρη βασιλιά, είναι πέραν πάσης αμφιβολίας ιστορικά ανυπόστατη. Μάλλον οφείλεται σε λανθασμένη ερμηνεία κάποιας φράσης του Κωνσταντίνου: Στο τέταρτο κεφάλαιο του πανηγυρικού λόγου, που εκφώνησε ο Μέγας Κωνσταντίνος κατά τους γάμους του με τη Φαύστα, αναφέρει ότι ο ίδιος τιμούσε τη Βρετανία «oriendo», δηλαδή από την αρχή, από τα πρώτα του χρόνια. Πιθανόν, θεωρήθηκε ότι στο σημείο αυτό αναφερόταν στη γέννησή του, στην πραγματικότητα όμως ο Κωνσταντίνος αναφερόταν στις απαρχές της βασιλείας του, η οποία ξεκίνησε στη Βρετανία (στο Γιορκ ανακηρύχθηκε Καίσαρας).

[Επεξεργασία] Ο γάμος της και η γέννηση του Μεγάλου Κωνσταντίνου
Στο Δρέπανο πιθανότατα και στο πανδοχείο του πατέρα της, την γνώρισε ο νεαρός τότε Ιλλυριός αξιωματικός Κωνστάντιος Χλωρός και την ερωτεύτηκε (η Ελένη ήταν ονομαστή για την καλλονή της). Όμως και η Ελένη αγάπησε τον ευγενή στρατιωτικό και το 270 μ.Χ. παντρεύτηκαν.

Σε αυτά τα 23 χρόνια γάμου, η Ελένη ακολούθησε το σύζυγό της στη σκληρή στρατιωτική ζωή, σε εκστρατείες στη Γερμανία, τη Βρετανία κ.α. Περίπου το 274, στη Ναϊσσό της Μοισίας (σημερινή Νίσσα της Σερβίας), η Ελένη γέννησε το γιο τους, το Μέγα Κωνσταντίνο. Δεν είναι βέβαιο, αν το ζευγάρι απόκτησε κι άλλα παιδιά. Ορισμένες πηγές πάντως, αναφέρουν ότι η Κωνσταντία ήταν κόρη του Κωνστάντιου από την Ελένη κι όχι από τη Θεοδώρα.

Όταν έφτασε η στιγμή του διαζυγίου (κάτι ιδιαίτερα ατιμωτικό για τις γυναίκες εκείνων των χρόνων), η Ελένη απέδειξε την αγάπη της στο πρόσωπο του Κωνστάντιου, καθώς δεν τον ενόχλησε με ψεύτικα διλήμματα. Αποχώρησε ήσυχα από τη ζωή του, αφήνοντάς του ελεύθερο το δρόμο για τη λαμπρή πορεία που ανοιγόταν μπροστά του. Η ίδια μαζί με το γιο τους Κωνσταντίνο παρέμειναν όμηροι του Διοκλητιανού και αργότερα του Γαλέριου στη Νικομήδεια, για να εξασφαλιστεί η υπακοή του Κωνστάντιου.

[Επεξεργασία] Τα «σκοτεινά» χρόνια
Θα ήταν ενδιαφέρον να γνωρίζαμε πώς έζησε η χριστιανή Ελένη στην επικράτεια του διώκτη του Χριστιανισμού Διοκλητιανού και του διαδόχου του Γαλέριου. Όμως, για την περίοδο αυτή της ζωής της δεν έχουμε απολύτως καμία πληροφορία.

[Επεξεργασία] Η Ελένη στην αυλή του Μεγάλου Κωνσταντίνου
Αυτό το κενό στις πληροφορίες, που αφορούν τη ζωή της Ελένης, διακόπτεται το 306 μ.Χ. Τότε, ο Κωνσταντίνος μετά το θάνατο του πατέρα του ανακηρύσσεται από τους στρατιώτες στο Γιορκ της Μ. Βρετανίας Καίσαρας, οπότε και καλεί τη μητέρα του κοντά του. Έτσι, η Ελένη βρίσκεται στην αυλή του γιου της στους Τρεβήρους (σημερινή Trier της Γερμανίας) και στη Ρώμη. Σχετικές ενδείξεις για τη διαμονή της στη γερμανική επαρχία της αυτοκρατορίας αποτελούν τα ερείπια και οι τοιχογραφίες του ανακτόρου της Τρηρ. Στη Ρώμη μετέβη πιθανόν μετά τη νίκη του Μ. Κωνσταντίνου στη Μιλβία Γέφυρα, όπου ηττήθηκε ο Μαξέντιος.

Έζησε από κοντά όλη την εξελικτική πορεία του Κωνσταντίνου (Καίσαρας, Αύγουστος, Αυτοκράτορας) και κάτι ακόμη πιο σημαντικό, το περίφημο όραμα του μεγάλου Κωνσταντίνου το 322 μ.Χ., πριν τη μάχη της Μιλβίας Γέφυρας: το φωτεινό σταυρό με την επιγραφή «εν τούτω νίκα». Τότε, η Ελένη πρέπει να έλαβε το χριστιανικό βάπτισμα, σε ηλικία 60 περίπου ετών, έπειτα από πολυετή κατήχηση, προετοιμασία και αφοσίωση στα διδάγματα του χριστιανισμού. Αντιμετωπίζεται με πολύ σκεπτικισμό η πληροφορία που μας δίνει ο Ευσέβιος (VC, 3.47) ότι ήταν ο Κωνσταντίνος που οδήγησε την Ελένη στο χριστιανισμό, κυρίως αν λάβουμε υπόψη μας το γεγονός ότι ο ίδιος ο Μέγας Κωνσταντίνος, όσο κι αν προστάτεψε το Χριστιανισμό και σταμάτησε τους διωγμούς, ασπάστηκε τη νέα θρησκεία πολύ αργότερα στη ζωή του και βαπτίστηκε χριστιανός λίγο πριν το θάνατό του.

Στην αυτοκρατορική αυλή, η Ελένη πρέπει να κατείχε εξέχουσα θέση. Ήδη πριν το 324, ο Mέγας Κωνσταντίνος της είχε απονείμει τον τίτλο της Nobilissma Femina και έκοψε νομίσματα με τη μορφή της. Μετά το 324 κι αφού νίκησε τον αντίπαλό του Λικίνιο, την ονόμασε Αυγούστα. Ακόμη, στο Φόρο της Κωνσταντινούπολης, ύψωσε τις στήλες «Κωνσταντίνου και Ελένης». Της παραχώρησε το ανάκτορο στο Σεσσόριο του Λατερανού, όπου της έκτισε κι έναν ωραίο ναό. Εκεί η Ελένη ζούσε μια διακριτική ζωή, αφιερωμένη σε φιλανθρωπικά έργα και στη διάδοση της χριστιανικής διδασκαλίας. Υπέδειξε μάλιστα στο γιο της να ιδρύσει δημόσια πτωχοκομεία, νοσοκομεία, ορφανοτροφεία (κατά παραχώρηση, θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε το σύγχρονο όρο «κρατική πρόνοια», του οποίου σκαπανέας φαίνεται ότι υπήρξε η Ελένη).

[Επεξεργασία] Το ταξίδι της στους Αγίους Τόπους
Τη θέση της όμως στην Ιστορία, η Ελένη την οφείλει στο ταξίδι της στην Παλαιστίνη και τις υπόλοιπες ανατολικές επαρχίες της αυτοκρατορίας. Κατά τη διάρκεια της Α’ Οικουμενικής Συνόδου (325 μ.Χ.) πληροφορήθηκε για την κατάσταση που επικρατούσε στους Αγίους Τόπους και προς το τέλος του 326 μ.Χ. αναχώρησε για την Ιερουσαλήμ, με σκοπό να φέρει στο φως τα διάφορα μέρη στα οποία έζησε και δίδαξε ο Χριστός.

Στο διάστημα αυτό (δηλαδή από την Α΄Οικουμενική Σύνοδο μέχρι και την αναχώρησή της), έζησε τα γεγονότα του θανάτου του εγγονού της καίσαρα Κρίσπου, μεγαλύτερου γιου του Μ. Κωνσταντίνου, καθώς και της συζύγου του Φαύστας, μητριάς του Κρίσπου, που έπεσαν θύματα δολοφονίας για λόγους που παραμένουν σκοτεινοί. Μολονότι δεν είναι απόλυτα εξακριβωμένο, σύμφωνα με τον Ρωμαίο ιστορικό, Βίκτωρα Σέξτο Αυρήλιο (Caes. 41.11-12), η εκτέλεση του Κρίσπου, έγινε κατά διαταγή του πατέρα του, Μεγάλου Κωνσταντίνου. Καθώς η Ελένη επέκρινε αυστηρότατα το γιο της για τη σκληρή πράξη του και τον ώθησε να ερευνήσει περαιτέρω τις κατηγορίες που ειπώθηκαν εις βάρος του Κρίσπου, ο Κωνσταντίνος, σύμφωνα με τον ίδιο ιστορικό, διέταξε την εκτέλεση και της γυναίκας του Φαύστας (πρβλ. τα λήμματα «Κρίσπος» και «Φαύστα»). Δεν είναι απολύτως βέβαιο αν η Ελένη ήταν στη Ρώμη, όταν εκτελέστηκε η Φαύστα ή είχε ήδη αναχωρήσει για τους Αγίους Τόπους. Πάντως, ένα κίνητρο ακόμη που της αποδίδεται για τη δύσκολη αυτή περιοδεία, είναι η συγχώρεση που ζητούσε από το Θεό για τις πράξεις του γιου της (πρέπει να είναι η μοναδική περίοδος που οι σχέσεις του Κωνσταντίνου και της μητέρας του διήλθαν κρίση, χωρίς όμως να άρει και την εύνοιά του από το πρόσωπό της).

Ο Ευσέβιος περιγράφει με λεπτομέρειες το ταξίδι της Ελένης (VC, 3.42-47). Το παρουσιάζει ως ένα ευλαβέστατο προσκύνημα στους Αγίους Τόπους, κατά το οποίο η Ελένη επιδιδόταν σε πράξεις φιλανθρωπίας συντηρώντας ολόκληρες κοινότητες, ανεγείροντας ιδρύματα κοινής ωφελείας με αυτοκρατορικές επιχορηγήσεις και ιδρύοντας μονές. Κάποιοι σύγχρονοι ιστορικοί όμως εκφράζουν ορισμένες επιφυλάξεις για το κατά πόσο τα κίνητρα της Ελένης πήγαζαν αποκλειστικά από τη θερμή χριστιανική της πίστη. Είναι πιθανόν, το κύρος του μεγάλου Κωνσταντίνου να είχε κλονιστεί μετά από την υιοκτονία και συζυγοκτονία που είχε διαπράξει. Έτσι, σκοπός της Ελένης ίσως ήταν να κατευνάσει τη δυσαρέσκεια των κατοίκων στις ανατολικές περιοχές της αυτοκρατορίας.

Μπορεί η απόφαση της Ελένης να οφείλεται σε όλους τους προαναφερθέντες λόγους. Το γεγονός όμως ότι σε τόσο μεγάλη ηλικία (πρέπει να ήταν περίπου 78 χρονών, όταν ξεκίνησε την περιοδεία της) ανέλαβε μία τόσο κοπιαστική αποστολή, καταδεικνύει μία γυναίκα με εξαιρετική δύναμη χαρακτήρα και ισχυρή θέληση.

Στη Βηθλεέμ και το Γολγοθά διεξήγαγε μεγάλες ανασκαφές, κατά τις οποίες βρέθηκαν οι τόποι της Γέννησης, της Σταύρωσης και της Ανάστασης του Χριστού. Εκεί, αφού έδωσε εντολή να κατεδαφιστεί ο ναός της Αφροδίτης από το Γολγοθά, η Ελένη ανέγειρε με αυτοκρατορικές χορηγίες τους μεγαλοπρεπείς ναούς της Γέννησης (στη Βηθλεέμ) και της Ανάστασης (στο λόφο του Γολγοθά), που μέχρι σήμερα αποτελούν τα σημαντικότερα μνημεία του Χριστιανισμού.

[Επεξεργασία] Η Ελένη και η εύρεση του Τιμίου Σταυρού
Η μεγάλη δόξα της Ελένης, μεταξύ προπάντων των χριστιανικών πληθυσμών, οφείλεται στην εύρεση του Τιμίου Σταυρού. Οι ιστορικοί διατηρούν κάποιες επιφυλάξεις για το κατά πόσο η παράδοση αυτή αποτελεί ιστορικό γεγονός. Ο Ευσέβιος, παρόλο που δίνει λεπτομερείς πληροφορίες για τα έργα της Ελένης στα Ιεροσόλυμα, δεν αναφέρει την ανακάλυψη του Τιμίου Σταυρού. Από τα γραπτά του αγίου Κυρίλλου, Πατριάρχη Ιεροσολύμων, φαίνεται ξεκάθαρα ότι τεμάχιο του ιερού κειμηλίου βρισκόταν στα Ιεροσόλυμα (Cat. 4.10, 10.19, 13.4 PG 33, 467ff, 685-687, 777) στα τέλη του 340. Ο ίδιος Πατριάρχης, μετά το 351, γράφει στον αυτοκράτορα Κωνστάντιο Β΄, γιο του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ότι ο Σταυρός ανακαλύφθηκε στα χρόνια του Κωνσταντίνου, δεν αναφέρει όμως ποιος τον βρήκε (Ep. ad Const., 3 PG 33, 1168B). Ο Ρουφίνος είναι εκείνος, που στη δική του «Εκκλησιαστική Ιστορία», συνδέει την Ελένη με την εύρεση του Τιμίου Σταυρού (Hist. Eccl 10, 7-8). Όπως και να έχει, τόσο η Ορθόδοξη Εκκλησία όσο και η Καθολική έχουν εγκολπωθεί τη σχετική παράδοση, η οποία ήδη από το δεύτερο μισό του 4ου αιώνα είχε εξαπλωθεί σε ολόκληρη τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία (η Ελένη πέθανε στο πρώτο μισό του 4ου αιώνα).

[Επεξεργασία] Ο θάνατός της
Αφού ολοκλήρωσε το ταξίδι της στην Ανατολή, η Ελένη εγκαταστάθηκε στη Νικομήδεια. Εκεί απεβίωσε σε ηλικία 80 ετών έχοντας στο πλευρό της το γιο της Κωνσταντίνο, όπως μας πληροφορεί ο Ευσέβιος (VC, 3.46). Το γεγονός ότι από τις αρχές του 329 μ.Χ. σταματάει απότομα η κοπή νομισμάτων με τη μορφή της, μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο θάνατός της επήλθε στα τέλη του 328 ή στις αρχές του 329. Ενταφιάστηκε με βασιλικές τιμές στη Ρώμη, στο μαυσωλείο της οδού Λαβικάνας. Αργότερα, το σώμα της μεταφέρθηκε στις κατακόμβες Πέτρου και Μαρκελλίνου. Η πορφυρή σαρκοφάγος που περιείχε το σκήνωμά της, σήμερα βρίσκεται στο μουσείο του Βατικανού. Η Εκκλησία την ανακήρυξε αγία και ισαπόστολο. Η μνήμη της εορτάζεται από τους Ορθοδόξους, μαζί με το γιο της Κωνσταντίνο, στις 21 Μαΐου, ενώ από τους Καθολικούς στις 18 Αυγούστου (η Καθολική Εκκλησία δεν έχει κατατάξει στους αγίους της το Μέγα Κωνσταντίνο).

[Επεξεργασία] Η αγία Ελένη στην τέχνη

Αγία ΕλένηΣτην αγιογραφία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, η Ελένη απεικονίζεται με πολυτελή αυτοκρατορικά ενδύματα, μαζί με το Μέγα Κωνσταντίνο, ενώ ανάμεσά τους βρίσκεται ο Τίμιος Σταυρός. Λίγες είναι οι εικόνες, όπου έχει αγιογραφηθεί μόνο η αγία Ελένη. Από τις σπανιότερες, είναι μια φορητή εικόνα του 1500, όπου η αγία στέκεται δίπλα στον Εσταυρωμένο. Πιο πρόσφατα, τον 20ο αιώνα, εικόνα μόνο της αγίας Ελένης έχει αγιογραφήσει ο αγιορείτης μοναχός Μιχαήλ.

Στη δυτική τέχνη, η αγία Ελένη και πάλι παρουσιάζεται ντυμένη ως βασίλισσα, συνδέεται όμως μόνο με το Σταυρό και όχι και με τον Κωνσταντίνο. Από τους γνωστότερους πίνακες ζωγραφικής είναι «Το όραμα της αγίας Ελένης» του Paolo Veronese, φιλοτεχνημένος στα 1528.

[Επεξεργασία] Η αγία Ελένη στην ελληνική λαϊκή παράδοση
Η αγία Ελένη, λόγω της μεγάλης φιλανθρωπικής δράσης που ανέλαβε και του έργου που επιτέλεσε στους Αγίους Τόπους, είναι ιδιαίτερα αγαπητή μεταξύ των χριστιανών. Ο ελληνικός λαός έχει συνδέσει πλήθος παραδόσεις με το όνομά της. Μαζί με το γιο της Κωνσταντίνο, θεωρούνται προστάτες των προσκυνητών στους Αγίου Τόπους. «Με τη βοήθεια του αγίου Κωνσταντίνου να πάτε και με την ευχή της αγίας Ελένης να γυρίσετε» έλεγε ο μικρασιατικός Ελληνισμός.

Σε πάρα πολλές περιοχές της Ελλάδος, διηγούνται στις τοπικές τους ιστορίες ότι η αγία πέρασε και ευλόγησε τα μέρη τους ιδρύοντας εκκλησίες είτε πηγαίνοντας προς τα Ιεροσόλυμα είτε επιστρέφοντας. Η Ρόδος, η Κάλυμνος, η Τήλος, το Καστελόριζο (όπου με τον άγιο Κωνσταντίνο είναι οι πολιούχοι του νησιού), η Νάξος, η Πάρος είναι μερικά μόνο από τα ελληνικά νησιά που επαίρονται ότι φιλοξένησαν την Ελένη.

Στην Πάρο, η Ελένη προσευχήθηκε να την αξιώσει η Παναγία να βρει το Σταυρό και έταξε να χτίσει ναό στο όνομά Της. Αργότερα, εκπλήρωσε το τάμα της και έχτισε το ναό που σήμερα επονομάζεται Παναγία η Εκατονταπυλιανή. Το σωζόμενο κτίσμα είναι έργο της εποχής του Ιουστινιανού, όμως κατά τις αναστηλώσεις που πραγματοποιήθηκαν τη δεκαετία του 1960, με την επίβλεψη του ακαδημαϊκού Αναστάσιου Ορλάνδου, αποδείχτηκε ότι η παράδοση ήταν σωστή: του ιουστινιάνειου ναού προϋπήρχε μια ξυλόστεγη βασιλική της εποχής του Μεγάλου Κωνσταντίνου.

Στην ιερά μονή Σινά, η αγία Ελένη ανέγειρε παρεκκλήσι αφιερωμένο στην Παναγία και αμυντικό πύργο για την προστασία των μοναχών από επιθέσεις των νομάδων της περιοχής. Ο πύργος σώζεται μέχρι σήμερα και αποκαλείται «πύργος της αγίας Ελένης».

Τη μεγαλύτερη σύνδεση με την αγία Ελένη όμως διεκδικεί το μαρτυρικό νησί της Κύπρου. Σύμφωνα με το «Χρονικό» του Λεόντιου Μαχαιρά, στο χωριό Μαρί της Κύπρου αποβιβάστηκε η Ελένη, γι’ αυτό και ο ποταμός που υπάρχει εκεί ονομάστηκε Βασιλοπόταμος.

Η παράδοση λέει ότι η Κύπρος μαστιζόταν από πολλά χρόνια ανομβρίας. Η ξηρασία την είχε ερημώσει, οι κάτοικοι είχαν φύγει και όσοι απόμειναν βασανίζονταν από πείνα, δίψα κι από τα δηλητηριώδη φίδια που είχαν κατακλύσει το νησί. Η αγία Ελένη προσευχήθηκε και τότε άνοιξαν οι ουρανοί. Καταρρακτώδεις βροχές πότισαν τη διψασμένη γη και για πρώτη φορά, έπειτα από πάρα πολλά χρόνια, εμφανίστηκε ουράνιο τόξο στον ουρανό. Γι’ αυτό και το ουράνιο τόξο αποκαλείται από τον κυπριακό λαό «ζωνάρι της αγιας-Ελένης».

Άλλη παράδοση της Κύπρου αναφέρει ότι η αγία Ελένη παγίδευσε σε ένα λάκκο 40 διαβόλους και από πάνω έχτισε ένα εκκλησάκι αφιερωμένο σε εκείνη και στον άγιο Κωνσταντίνο. Το λαό δε φαίνεται να απασχολεί το αντιφατικό στοιχείο ότι κανείς δε χτίζει εκκλησία αφιερωμένη στο όνομά του. Έτσι, οι διάβολοι παραμένουν εκεί μέχρι σήμερα, γιατί η χάρη της αγίας δεν τους αφήνει να φύγουν.

Στην Κύπρο, η αγία ίδρυσε σύμφωνα με την παράδοση τρία μοναστήρια: την Ιερά Μονή Σταυροβουνίου, έπειτα από θεϊκή αποκάλυψη, όπου άφησε τμήμα του Τιμίου Σταυρού, το σταυρό του καλού ληστή και ένα από τα καρφιά της Σταύρωσης. Το μοναστήρι βρίσκεται 9 χλμ. δυτικά του δρόμου Λευκωσίας-Λεμεσού, σε υψόμετρο 750 μέτρων και όλο το βουνό ονομάστηκε Σταυροβούνι από το Τίμιο Ξύλο που φιλοξενείται σε αυτό. Το μοναστήρι προς τιμήν της Ελένης ονομάζεται και «Βασιλομονάστηρο».

Η δεύτερη μονή είναι η μονή Τιμίου Σταυρού Ομόδους λίγο έξω από το χωριό Όμοδος (ετυμολογείται από το λατινικό “Homodeus”, το σπίτι του Θεού). Η μονή υπήρχε ήδη όταν έφτασε στην Κύπρο η Ελένη, αλλά άφησε κομμάτι από τον ιερό Κάνναβο (το σχοινί με το οποίο είχαν δέσει το Χριστό πάνω στο Σταυρό) και έτσι συνδέθηκε με το όνομά της. Την πληροφορία αυτή μας δίνει ο χρονογράφος Κυπριανός και είναι η μόνη που έχουμε για το πρώτο χτίσιμο της μονής.

Τέλος, στη νότια πλευρά του όρους Πενταδάκτυλου βρίσκεται το παλαίφατο μοναστήρι της Αγίας Τριάδος, που αποκαλείται και «Μονή της αγίας Ελένης».

Στον κυρίως ελλαδικό χώρο, το έθιμο το οποίο είναι κατεξοχήν συνδεδεμένο με εορταστικές εκδηλώσεις προς τιμή της αγίας Ελένης (και του αγίου Κωνσταντίνου) είναι τα πασίγνωστα «Αναστενάρια». Επίκεντρο του εθίμου είναι το χωριό αγία Ελένη στις Σέρρες. Η κοινότητα παλιότερα ονομαζόταν Κακαράσκα. Στις 14-1-1927 μετονομάστηκε σε αγία Ελένη. Η πλειοψηφία των κατοίκων είναι απόγονοι προσφύγων. Κατέφυγαν στην περιοχή, έπειτα από τους τραγικούς διωγμούς της περιόδου 1914-1922, κατά τους οποίους διώχτηκαν βίαια από το χωριό Κωστί της Ανατολικής Θράκης. Οι πρόσφυγες έφεραν το έθιμο στη νέα τους πατρίδα και η παράδοσή τους το θέλει να συνδέεται με το εξής θαύμα: όταν οι Έλληνες διώκονταν από την Ανατολική Θράκη, το χωριό τους είχε πυρποληθεί και ο ναός των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης είχε παραδοθεί στις φλόγες. Οι κάτοικοι ήθελαν πάρα πολύ να πάρουν από τη φλεγόμενη εκκλησία την εφέστια εικόνα των αγίων, να την έχουν για στήριγμα και βοήθεια στις δύσκολες στιγμές που τους περίμεναν, αλλά η μεγάλη φωτιά που κατέστρεφε το ναό τους απέτρεπε. Όμως, κάποιος τόλμησε να διακινδυνεύσει τη ζωή του και να εισέλθει στο ναό. Τότε, μέσα στις φλόγες που κατέστρεφαν τα ιερά κειμήλια, είδε τους δυο αγίους να τον σκεπάζουν με τους μανδύες τους, να τον καθοδηγούν μέσα από τους πυκνούς καπνούς στο σημείο που βρισκόταν η παλαίφατη εικόνα τους και να τον οδηγούν και πάλι έξω. Έτσι, ο άνθρωπος αυτός πέρασε μέσα από τη φωτιά με ασφάλεια και έβγαλε έξω την εικόνα, την οποία οι φλόγες δεν είχαν αγγίξει. Σε ανάμνηση λοιπόν αυτού του θαύματος, κάθε χρόνο στις 21 Μαΐου, τελούνται τα Αναστενάρια. Αξίζει ίσως να σημειωθεί ότι η Εκκλησία αντιτάσσεται στο έθιμο αυτό, το οποίο στην πραγματικότητα σχετίζεται με πανάρχαιες διονυσιακές τελετές.

Ο μυρωδάτος και χιλιοτραγουδισμένος βασιλικός, το πολυαγαπημένο φυτό του ελληνικού λαού, συνδέεται με την Ελένη. Όταν η αγία είχε φτάσει στα Ιεροσόλυμα, δεν ήξερε πού να σκάψει για να βρει τον Τίμιο Σταυρό. Καθώς βάδιζε προβληματισμένη, μύρισε ένα υπέροχο άρωμα. Ψάχνοντας να δει από πού προέρχεται η εξαίσια ευωδιά, εντόπισε ένα μέρος όπου ήταν γεμάτο από πράσινους θάμνους, αυτοί ήταν που μύριζαν τόσο όμορφα. Τότε κατάλαβε ότι έπρεπε να σκάψει σε αυτό το σημείο και εκεί, κάτω από τη ρίζα του εύοσμου φυτού βρήκε το Σταυρό του Χριστού. Από τότε το ταπεινό αυτό φυτό ονομάστηκε «βασιλικός», επειδή φύτρωσε στο σημείο που σταυρώθηκε ο «Βασιλιάς του κόσμου» και επειδή οδήγησε τη Βασίλισσα να βρει το ιερό κειμήλιο.

Ενδιαφέρουσα είναι και η προσπάθεια του λαού μας, να εξηγήσει γιατί η αγία Ελένη δε γιορτάζεται ποτέ μόνη της. Στα Πεζά Πεδιάδος, στην Κρήτη, τη Μεγάλη Παρασκευή οι γυναίκες τραγουδούν ένα αριστουργηματικό «Μοιρολόι» της Παναγιάς. Σε αυτό, τα δύο θεία πρόσωπα, η Παναγία και ο Χριστός, διεξάγουν ένα διάλογο, ο οποίος συγκλονίζει με την ανθρωπιά του. Όταν αντικρίζει το Γιο Της στο σταυρό, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε ευαγγελική περικοπή ή σχετική πατερική διδαχή, η Παναγία θέλει απεγνωσμένα να αυτοκτονήσει. Όμως ο Εσταυρωμένος Την αποτρέπει από την απελπισμένη πράξη: Αν αυτοκτονήσει η Παναγία, το ίδιο θα πράττουν και οι υπόλοιπες απορφανεμένες μητέρες. Πρέπει να δείξει υπομονή και κουράγιο, για να αντλούν θάρρος και παρηγοριά και οι άλλες μάνες που στο πέρασμα των αιώνων θα χάνουν τα παιδιά τους. Έτσι, η Παναγία επιστρέφει σπίτι της και με τις γειτόνισσές της στρώνει το τραπέζι «της παρηγοριάς». Εκείνη τη στιγμή περνάει από το σπίτι και η αγία Ελένη: « Κι η Αγιά Ελένη πέρασε από το παραθύρι:/ - «Ποιός είδε γιον εις το Σταυρό και μάνα στο τραπέζι;»/ - Άψαλτη κι αλειτούργητη νά’σαι Αγιά Ελένη,/που δεν επαρηγόρησες τη μάνα την καημένη». Επειδή λοιπόν η Ελένη φάνηκε σκληρή και χλεύασε την Παναγία, τη στιγμή που Εκείνη θρηνούσε, δεν έχει εκκλησίες στο όνομά της, ούτε γιορτάζεται ποτέ μόνη της. Ο λαός και πάλι αδιαφορεί για το γεγονός ότι η αγία Ελένη έζησε περίπου 300 χρόνια μετά από τη Σταύρωση. Με ένα απλοϊκό και όμορφο συμβάν, θέλει να εξηγήσει το «αξιοπερίεργο» ότι μια αγία δεν έχει αποκλειστικά δική της γιορτή.

Ο Μέγας Κωνσταντίνος


Ο Μέγας Κωνσταντίνος γεννήθηκε το 274 μ.Χ. Πατέρας του ήταν ο Κωνστάντιος ο Α' ο Χλωρός και μητέρα του η Ελένη από το Δρέπανο της Βιθυνίας. Ο Κωνσταντίνος σε ηλικία 18 ετών έγινε στρατιωτικός και χάρη στην ανδρεία του, προάχθηκε γρήγορα στα ανώτατα αξιώματα του στρατού.

Ο Κύριος θέλοντας να τον βοηθήσει στον αγώνα του κατά του Μαξεντίου και του Λικίνιου, στη συνέχεια σχημάτισε στον ουρανό το σημείο του Σταυρού με την επιγραφή «Εν τούτω Νίκα», προσφέροντάς του ένα ισχυρότατο όπλο για να κατατροπώσει τους εχθρούς του. Με το χριστιανικό σταυροειδές λάβαρο με το ελληνικό μονόγραμμα «Εν τουτω νικα», τελικά νίκησε τα στρατεύματα του Μαξεντίου και έπειτα του Λικινίου.

Επίσης, ήταν ο πρώτος αυτοκράτορας που ευνόησε την Εκκλησία, μετά από τρεις αιώνες ανελέητου διωγμού. Μετέφερε την πρωτεύουσα του κράτους του στο αρχαίο βυζάντιο, και εκεί έκτισε την βασίλισσα των πόλεων, την Κωνσταντινούπολη.

Λίγο πριν πεθάνει, ο Κωνσταντίνος αξιώθηκε και του Αγίου Βαπτίσματος, και αμέσως μετά είπε: «Νυν αληθει λογω μακαριον οιδ’ εμαυτον, νυν της αθανατου ζωης πεφαναι αξιον, νυν του θειου μετειληφεναι φωτος πεπιστευκα». Τώρα, δηλαδή, σύμφωνα με το λόγο της αληθείας, ξέρω ότι είμαι μακάριος, τώρα έχω γίνει άξιος της αθανάτου ζωής, τώρα έχω πιστέψει πως έλαβα το θείο φως. Εκοιμήθη σε ηλικία 63 ετών, την 21 Μαΐου 327. Η Ιστορία ονόμασε τον Κωνσταντίνο Μέγα και η Εκκλησία τον ανεκήρυξε Άγιο και Ισαπόστολο.

Ο Κωνσταντίνος ενδιαφέρθηκε πολύ και για τα ιερά σεβάσματα των χριστιανών, για το λόγο αυτό απέστειλε στα Ιεροσόλυμα την μητέρα του, για να βρει τον Τίμιο Σταυρό. Μετά την εύρεσή του, η Αγία Ελένη, αφού διχοτόμησε τις κεραίες του δημιούργησε δύο Σταυρούς εκ των οποίων τον ένα μετέφερε στην Κωνσταντινούπολη.

Η Αγία Ελένη ήταν αυτή η οποία έδωσε στον Μ. Κωνσταντίνο την πρέπουσα διαπαιδαγώγηση. Άλλωστε, και ο ίδιος την τίμησε, όταν στην μεγάλη πλατεία της Κωνσταντινούπολης έκτισε δύο στήλες, μία δική του και μία της Αγίας Ελένης, που έφερε την επιγραφή: «Εις Αγιος εις Κυριος Ιησους Χριστος, εις δοξαν Θεου Πατρος, Αμην». Η Αγία Ελένη βοήθησε να χτιστούν οι πρώτοι μεγάλοι ιεροί ναοί της Χριστιανοσύνης. Εκοιμήθη ειρηνικά το 327 μ.Χ. σε ηλικία 83 ετών.

Απολυτίκιο
«Πρωτος πεφηνας, εν Βασιλευσι, θειον εδρασμα, της ευσεβειας, απ’ ουρανου δεδεγμενος το χαρισμα· οθεν Χριστου τον Σταυρον εφανερωσας, και την Ορθοδοξον πιστην εφηπλωσας. Κωνσταντινε ισαποστολε, συν Μητρι Ελενη θεοφρονι, πρεσβευσατε υπερ των ψυχων ημων»

Απολυτίκιο
«Του Σταυρου σου τον τυπον εν ουρανω θεασαμενος, και ως ο Παυλος την κλισιν ουκ εξ ανθρωπων δεξαμενος, ο εν Βασιλευσιν Αποστολος σου Κυριε, Βασιλευουσαν πολιν τη χειρι σου παρεθετο· ην περισωζε δια παντος εν ειρηνη, πρεσβειαις της Θεοτοκου, μονε Φιλανθρωπε»