Powered By Blogger

1.1.09


Η ΠΑΡΑΜΟΝΗ των Θεοφανείων, που τη λέγανε και Σταυρό — γιατί γύριζε ο παπάς στα σπίτια με το σταυρό κι έκανε αγιασμό — ήταν η τελευταία μέρα του Δωδεκάμερου. (2)
Τα νερά που ως τότε θεωρούνταν ακάθαρτα, γιατί τα «μαγάριζαν τα καρκαντζέλια», τώρα με τις πολλές και μακρόσυρτες προφητείες καιί με τις πολλές επικλήσεις που έκαναν οι παπάδες στις εκκλησίες, «τα νερά βαφτίζονταν» και μαζί μ’ αυτά και οι αέριδες και όλα «τα σύμπαντα». (2)
Επειδή τούτη τη μέρα οι προφητείες ήταν πολλές και μεγάλες και επειδή «τα γράμματα ήταν πολλά», όπως λέγανε, νύχτα χτυπούσε η καμπάνα για την εκκλησιά και νύχτα πάλι τελείωνε. Και τότε ο παπάς, κρατώντας στο χέρι του ένα κακάβι με αγιασμό, γύριζε από σπίτι σε σπίτι και ψάλλοντας το «Έν Ίορδάνη....», ράντιζε τους ανθρώπους, και τα σπίτια, για να διώξει όλα τα κακά πνεύματα και τους καλλικάντζαρους, που γύριζαν ελεύθεροι όλες τις μέρες του Δωδεκάμερου και «μαγάρ'ζαν τα φαϊά, τα νερά, τα κρέατα, τα λουκάνικα και τα τυριά». Οι καλλικάντζαροι, που ο λαός τους είχε δώσει πολλά ονόματα, παίρνοντας μυρουδιά πως ο παπάς θα έβγαινε να τους κυνηγήσει και να τους διώξει με την αγιαστούρα του, άρχιζαν και φώναζαν μεταξύ τους:

Φεύγατε να φύγουμε!
Έρχετ' ο ζουρλόπαπας
με την αγιαστούρα του
και με την βρεχτούρα του!

Και τότε, κατατρομαγμένοι μη τους πιάσει και τους δείρει ο παπάς, με την αγιαστούρα του, χάνονταν από το πρόσωπο της γης και κατέβαιναν στα σκοτάδια του Κάτω Κόσμου, για ν' αρχίσουν και πάλι να τρώνε τα στύλο, που κρατούσε τη γη, όπως έκαναν κάθε χρόνο, για να τη ρίξουν. (2)
Σε μερικά μέρη, οι παπάδες δεν αρκούνταν μονάχα στον αγιασμό, μα έβγαιναν και τους κυνηγούσαν κι έξω απ' το χωριό, φωτίζοντας τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα σταυρωτά και ψάλλοντας τέσσερεις φορές το «Έν Ιορδάνη». Παράλληλα με τον αγιασμό και επειδή ο λαός πίστευε πως κάποιοι καρκάντζαλοι θα έμεναν κρυμμένοι στα ρέματα, στις χαράδρες, στους νερόμυλους και στα χαλάσματα των γκρεμισμένων και ακατοίκητων σπιτιών, που ο παπάς δεν πήγαινε να ραντίσει, έφτιαχναν τα ρουγκατσιάρια τα Φώτα και τον 'Αι - Γιάννη και με τα κουδούνια, τις φωνές και τα τραούδια, τους έκαναν να βγουν από τις τρύπες τους και να χαθούν στον Κάτω Κόσμο, μαζί με τους άλλους. (2)
Η αντίληψη πως οι καλλικάντζαροι κατέβαιναν στον Κάτω Κόσμο εκείνη τη μέρα, ήταν διάχυτη στο λαό μας και γι' αυτό από κείνη τη μέρα αισθάνονταν τον εαυτό τους ξαλαφρωμένο και ελευθερωμένο από το φόβο των καλλικάντζαρων. Γι' αυτό και λούζοταν και καθαρίζονταν και ετοιμάζονταν για τα Φώτα, που όλοι έπρεπε να λάμπουν από την πάστρα και τα καλά τους τα ρούχα. Το λούσιμο και το άλλαγμα, που ως τότε ήταν απαγορευμένα από την πρόληψη πως τα «νερά ήταν αβάφτ'στα» και μολυσμένα από τους καλικάντζαρους, τώρα με το Μεγάλο Αγιασμό, τα νερά ξαναβαφτίζονταν και οι άνθρωποι, απαλλαγμένοι από το φόβο, θα μπορούσαν, όχι μόνο καινούργια ρούχα να φορέσουν, μα και να κάνουν ότι θέλουν, χωρίς να έχουν το φόβο των καλλικάντζαρων. (2)
Με το πέρασμα του παπά από τα σπίτια, όλες οι νοικοκυρές βάζανε μπρος και καθαρίζανε όχι μόνο τα σπίτια και τις αυλές, μα και τα ρούχα και τα πιατικά και τα τζάκια, μαζεύοντας τη στάχτη του Δωδεκάμερου σε χωριστούς τενεκέδες και δοχεία, για να τη ρίξουν στ' αμπέλια και στα χωράφια, κρατώντας την τελευταία για το σπόρο, που θα φτιαχναν το φθινόπωρο, για τη σπορά. Η στάχτη του Δωδεκάμερου, όχι μόνο τ' αμπελοχώραφα πίστευαν πως προστάτευε απ' τα ζιζάνια και το χαλάζι, μα και το σπόρο της σποράς καθάριζε κι ήταν τόσο απολυμαντική, που δεν άφηνε τίποτε να φυτρώσει στο χωράφι, εκτός απ’ το σιτάρι. (2)
Τη μέρα αυτή, θα βάζανε χέρι και στα λουκάνικα, που ως τώρα δεν τα τρώγανε, γιατί πίστευαν πως «τάχαν κατουρήσει τα καρκαντζέλια» και την αρχή θα την έκανε ο παπάς, για να δώσει το σύνθημα και στο «ποίμνιό του». Γι' αυτό και μετά τον αγιασμό που έκανε σε κάθε σπίτι, εκτός από τα χρήματα που έριχναν στο κακάβι με τον αγιασμό, του δίναν και μια θηλειά λουκάνικα ή ό,τι άλλο μπορούσαν να του δώσουν από τα προϊόντα τους (καρύδια, συτζιούκια, αυγά κλπ.), γιατί τότε οι παπάδες ήταν άμισθοι και μόνο «απ' τα ελέη των χριστιανών και από το λίγο στάρι που τους δίναν για «χρονιάτικο» μπορούσαν να συντηρήσουν τις οικογένειες τους. Το στάρι αυτό, δεν το λέγανε μόνο «χρονιάτικο», γιατί το δίναν μια φορά το χρόνο, στ’ αλώνια, μα και «στεφανιάτικο», γιατί το υπολόγιζαν στα «στεφάνια», δηλαδή στα στεφανωμένα ζευγάρια κάθε σπιτιού. (2)
Ο αγιασμός των υδάτων γίνεται αρχικά την παραμονή των Θεοφανείων στην εκκλησία και λέγεται «πρωτάγιαση ή φώτιση». Στη συνέχεια ο παπάς, με τον Σταυρό και την πρωτάγιαση, επισκέπτεται όλα τα σπίτια και αγιάζει ή φωτίζει, δηλαδή ραντίζει μ' ένα κλωνί βασιλικού όλους τους χώρους του σπιτιού. Την πρωτάγιαση τη ρίχνουν και στα κτήματα τους και στις βρύσες? είναι το ασφαλές μέσο, με το οποίο διώχνονται οι Καλικάντζαροι. (2)

Την παραμονή των Φώτων ακούγονται τα τελευταία κάλαντα. Επίσης, ο παπάς της ενορίας τελεί το μικρό αγιασμό σε όλα τα σπίτια και... διώχνει, όπως αναφέραμε, τους καλλικάντζαρους με την αγιαστούρα, ραντίζοντας εδώ κι εκεί τον αγιασμό που υπάρχει μέσα στη λεκανίτσα (αγιασματάρι). Τότε, μετά τον αγιασμό, φυλάσσουν και τη στάχτη του τζακιού. (3)

ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑ

Την έννοια του καθαρμού και της απαλλαγής από την επίδρα-ση των δαιμονίων του Δωδεκαημέρου έχουν και μερικές άλλες συνήθειες, όπως να ανάβουν μεγάλες φωτιές, να σταυρώνουν το σπίτι με τα κεριά των Φώτων κ.τ.λ. Π.χ., στην Ανακού της Καπ-παδοκίας την παραμονή των Θεοφανείων, τα παιδιά εγύριζαν τα σπίτια φωνάζοντας: Σιγίρια, σιγίρια (φρύγανα) αδιά την καλόγρια. Αφού εμάζευαν αρκετά, τα έφερναν εις το προαύλιον της εκκλησίας, όπου μετά την απόλυσιν μαζευόταν ο κόσμος και έβαζαν φωτιά εις τον σωρόν' έκαιγαν τον Σιφώτ', δηλαδή τον δαίμονα. (1)

ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ

Την παραμονή όλοι νήστευαν, για να πιούν αγιασμό το πρωί της γιορτής. Ο αγιασμός της μέρας αυτής λεγόταν Μεγάλος Αγιασμός ή Δεύτερη Κοινωνία και τον έπιναν ειδικά εκείνοι που δεν είχαν εξομολογηθεί και δεν μπορούσαν να κοινωνήσουν ή εκείνοι που «είχαν λάβει κανόνα», δηλαδή λόγω κάποιου αμαρτήματος δεν επιτρεπόταν να μεταλάβουν για κάποιο χρονικό διάστημα, ανάλογα με το αμάρτημα. Ό,τι έλεγε ο παπάς ήταν νόμος - άγραφος μεν, αλλά νόμος, εξίσου, αν όχι περισσότερο, σοβαρός από το νόμο του δικαστή. Τον αγιασμό των Θεοφανείων, σε αντίθεση μ' αυτόν που γινόταν την παραμονή της γιορτής του Αγίου Ιωάννου, δεν τον φύλαγαν στο σπίτι- μέχρι το βράδυ έπρεπε να μην έχει μείνει ούτε σταγόνα. Αν κάποιος ξεχνούσε λίγο κάπου μέσα στο σπίτι, φώναζε τον παπά κι εκείνος ερχόταν με το πετραχήλι του και τον έπαιρνε στην εκκλησία. Οι θρησκευτικές μας παραδόσεις ήταν πολύ αυστηρές κι αυτά τα πράγματα τα σεβόμασταν πολύ. (4)

— Στη Σμύρνη, το κορίτσι που ήθελε να παντρευτή μέσα στο χρόνο, εφύτευεν ένα βασιλικό το Μάη κ' εφρόντιζε να τον διατήρηση ως τα Φώτα, που έρχονται οι παπάδες κι αγιάζουν. Τότε έκοβε μια φούντα από το βασιλικό της, την έδιδε στον παπά κ' έπαιρνε αυτήν που κρατούσε αυτός και τη φύλαγε στα εικονίσματα. Αν το κατάφερνε, θα παντρευότανε εκείνο το χρόνο.(1)

ΠΟΝΤΟΣ

— Στη Σινώπη εσταύρωναν το σπίτι, δηλαδή κολλούσαν τέσσερα κεριά στους τέσσερις τοίχους του δωματίου, για να φύγουν οι έξω απ' εδώ. Παντού όμως οι γεωργοί δεν παραλείπουν να φω-τίσουν με τη λαμπάδα «των Φώτων» και τα ζώα που οργώνουν, για τα οποία ζυμώνουν και τότε τη λεγόμενη βουδόπιτα, όπως και τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά. Και όπως τότε, έτσι και την παραμονή των Φώτων βράζουν σιτάρι ή και άλλους σπόρους (πολυσπόρια) και δίνουν από αυτούς και στα ζώα. (1)

—Στο Ντεμιρτζάντο και το Σεϊτανάντο της Τραπεζούντας, καθώς και στ’ άλλα χωριά της περιοχής, το βράδυ της παραμονής των Θεοφανείων, δε σήκωναν το τραπέζι με τα απομεινάρια των φαγητών από κάτω, αλλά τάφηναν έτσι όλη τη νύχτα και κολλούσαν τόσα αναμμένα κεριά γύρω απ’ το τραπέζι, όσοι ήταν και οι ζωντανοί και οι πεθαμένοι του σπιτιού τους. Μαζί μ' αυτά, ανάβανε κι ένα στη μέση, λέγοντας: «Ολ' οι αποθαμέν' αδά να τηρούν». Μαζί μ’ αυτά ανάβανε κι ένα κερί στο εικονοστάσι, ένα στην πόρτα του σπιτιού κι ένα στην πόρτα του στάβλου. (2)

ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ

— Στο Λιτόχωρο του Ολύμπου, λίγες μέρες πριν απ’ την παραμονή, οι επίτροποι έστελναν τα παιδιά και συγκέντρωναν όλα τα λάβαρα και τα «σίχνα» από τα ξωκλήσια σ' ένα ξωκλήσι κι εκεί, τάπλεναν, τα καθάριζαν, βάλανε τα κοντάρια τους ασπρογάλαζα και την παραμονή που «αγιάζανε τα νερά», και φεύγανε «τα βασκανία» (οι καλλικάντζαροι), ταπαιρναν και μαζί με τους παπάδες και τους ψαλτάδες τάφερναν με πομπή στην κεντρική εκκλησιά του χωριού, ενώ όλος ο άλλος κόσμος που ακολουθούσε, φώναζε σ' όλο το δρόμο δυνατά και ρυθμικά: «Κύριεεε! έλέέέεεεησόοοον!! Κύριεεε έλέέέεεεεησοοοονί• Οι γυναίκες, καθώς περνούσε ο κόσμος από τους κεντρικότερους δρόμους και φώναζε, έβγαιναν στα μπαλκόνια, στις πόρτες και στα παράθυρα και κρατώντας στα χέρια τα θυμιατήρια τους, γέμιζαν τους δρόμους από καπνούς κι όλη γύρω η ατμόσφαιρα μοσχοβολούσε από το μοσκολίβανο.
Μερικοί, για να διώξουν ακόμα πιο μακριά τα «βασκανία», απ' το χωριό τους, «τφεκούσαν» στον αέρα, ενώ εκείνοι που κρατούσαν τα «σίχνα» και τα χρωματιστά φανάρια με τα κοντάρια φώναζαν: «Κύριεεεε!! Έλέεεησοοον! Κύριεεεεε Έλέεεεησοοον!
Μια φώναζαν τα παιδιά που κρατούσαν, τα φανάρια με τις λεπτές τους φωνές και μια οι μεγάλοι, που κρατούσαν τα λάβαρα.
Μετά τον αγιασμό, οι καντηλανάφτες τ’ Άι - Δημητρίου και τ’ Άι - Νικόλα γύριζαν σ' όλα τα σπίτια με τη σειρά και μοίραζαν από ένα πορτοκάλι λέγοντας: «Χρόνα πολλά! Βοήθειάν σας!». (2)

— Στην Ερμακιά της Κοζάνης, μια μέρα γρηγορότερα, τα παιδιά πήγαιναν κι έφερναν τις εικόνες από τα ξωκλήσια και πριν τις πάνε στην κεντρική εκκλησιά, τις ακουμπούσαν σ' έναν καθορισμένο βράχο, εκεί που τις βάζανε κάθε χρόνο κι όλα μαζί φωνάζανε τρεις φορές δυνατά και ρυθμικά: «Κύργιαααααλέεεεεεοοοοοοον!!» (2)

— Στο Ξυνό Νερό της Φλώρινας, όλες οι νοικοκυρές έφτιαχναν από έναν σταυρό με μια φούντα από λιανοκαλάμποκο και μερικά στάχυα από βριζάχερο και στα πλάγια του κρεμούσαν δύο μικρά κουλουράκια, ένα για τα βόδια σε σχήμα 8 και ένα στρογγυλό, για τους ανθρώπους, που τάτρωγαν τα Φώτα μετά τη λειτουργία, «για νάναι γεροί». (2)

— Στη Νιγρίτα των Σερρών, την παραμονή των Φώτων, ό-λες οι νοικοκυρές καθάριζαν τα τζάκια των σπιτιών τους με πουρνάρια, που τα βάζανε φωτιά, «για να φύγουν οι καρκάντζαλοι», και συγκέντρωναν τα ρούχα και τα σκεπάσματα σ' ένα δωμάτιο, για να τα φωτίσει ο παπάς με τον αγιασμό. (2)

— Στα χωριά των Γρεβενών, μαζί με τη στάχτη που μάζευαν, έβγαζαν από το τζάκι τον «ξύστρο» και το πέταλο, που τάχαν εκεί χωμένα και σταματούσαν να καίνε κόκκαλα, κουρέλια και παλιοτσάρουχα. (2)

ΗΠΕΙΡΟΣ

— Τα Φώτα στην Ήπειρο δεν γυρίζουν τα παιδιά στα σπίτια για να πούνε τραγούδια, λένε όμως το έξης τραγουδάκι, που είναι μάλλον παραμύθι(5):

Σήμερα είν' τα Φώτα
καρκαλιέτ' η κόττα,
πίσω από την πόρτα.
Τη φωνάζει ο πέτος
δεν απολογιέται.
Παίρνει ένα λιθάρι,
«τσίγκι» στο ποδάρι.
- Ωϊ λελέ το πόδι μου,
και το παραπόδι μου.
Φέρτε μου τη σέλα
να καβαλικέψω
να πανώ στα Γιάννινα,
να φωνάξω Ντριμιτζή,
Ντριμιτζή καλόγερε
και ντραγκατζιοκέφαλε.
Τα παιδιά που βάφτισες
στην Κυρά την Παναγιά
πώχει άνυλια και καντύλια.

ΘΕΣΣΑΛΙΑ

— Στη Θεόπετρα της Καλαμπάκας, καθώς και στ’ άλλα τα γύρω χωριά, εκτός από τα χρήματα, που δίναν στον παπά, την ώρα που περνούσε από τα σπίτια, για τον αγιασμό, του δίναν και λουκάνικα και κάτι μεγάλες κουρούρες που τις λέγανε «κόλιαντρες». Γι' αυτό κι έπαιρναν κι έναν άνθρωπο μαζί τους με τ' άλογο, για να μαζεύει τις «κόλιαντρες» και τα λουκάνικα. (2)

— Στο Γοργογύρι των Τρικάλων, αγόρια και κορίτσια γύριζαν από σπίτι σε σπίτι και τραγουδούσαν (2):

Σήμερα τα Φώτα κι Αι - Φώτης μας
και χαρές μεγάλες στον Κύργιο μας.
Σήμερα βαφτίζεται Θεούν παίδι
μέσ' στην κολυμπήθρα την αργυρή

— Σε μερικούς τόπους γυρίζουν και μεγάλοι, μεταμφιεσμένοι με φοβερές όψεις, δημιουργώντας θόρυβο με τα κουδούνια που κρεμούν επάνω τους. Σκοπός και της περιφοράς και των θορύβων είναι αρχικά να εκφοβίσουν τους Καλικάντζαρους, που ετοιμάζονται τότε να φύγουν. Κάποτε παριστάνουν κι αυτούς τους ίδιους τους Καλικάντζαρους και περιφέρονται σαν μπαμπούλας για τα παιδιά. Άλλοτε πάλι παριστάνουν τα πρόσωπα μιμικού δράματος και με τις παραστάσεις αυτές τέρπουν και διασκεδάζουν τους θεατές, όπως και τις προηγούμενες ημέρες. Στη Θεσσαλία π.χ. την ομάδα των μεταμφιεσμένων αποτελούν πέντε πρόσωπα: η νύφη, ο γαμπρός, η πεθερά, ο αράπης και ο γιατρός. Η νύφη άξαφνα πέφτει λιπόθυμη, φωνάζουν το γιατρό και μ' ένα γιατρικό (μια κουταλιά κρασιού) την ανασταίνει.(1)

ΣΤΕΡΕΑ ΕΛΛΑΔΑ

— Στην Εύβοια την παραμονή των Φώτων που γυρίζει ό παπάς και φωτίζει τα σπίτια, έχει μαζί του και δύο - τρία παιδιά, που κρατούν από ένα ταγάρι κι έναν ντενεκέ λαδιού. Ο παπάς παίρνει απ’ τα σπίτια που αγιάζει διάφορα φιλοδωρήματα, καρπό, λάδι, λουκάνικα κ.λ.π.(6)

ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ

— Στους Σχίνους της Όλυμπίας, απ' την παραμονή των Χριστουγέννων κι ως την «πρωτάγιαστη» (παραμονή των Φώτων), όλες οι γυναίκες δε βράζανε φασόλια να φάνε, «για να μη βγάλουν σπειριά τα παιδιά».
Κι εδώ ούτε τα ρούχα τους έπλεναν αυτές τις μέρες ούτε και τα μαλλιά τους λούζανε, «για να μη πάθουν κανένα κακό από τους καλλικάντζαρους. Μόνο, σαν έφτανε η πρωτάγιαστη και φεύγανε τα «καλλικαντζάρια», τότε νιώθανε ησυχία και σιγουριά και τότε έκαναν τις ετοιμασίες τους ελεύθεροι, για τα Φώτα. Τη μέρα αυτή, ο λαός μας πίστευε, πως οι καλλικάντζαροι, ζωρισμένοι από το διάβασμα του αγιασμού, έβγαιναν από τους μόλους, τα ρέματα και τις σπηλιές κι όλοι μαζί φεύγανε για τον κάτω κόσμο φωνάζοντας (2):

Φύγετε να φύγουμε,
εφτασε ο τουρλόπαπας
με την αγιαστούρα του
και με τη βρεχτούρα του.

Τα ίδια λέγανε και στην Ύπατη, άλλα με άλλη παραλλαγή.

Φευγάτε, για να φύγουμε!
Έρχετ' ο ζουρλόπαπας
με το ζουρλομπράκατσο.

— Στη Λουτρόπολη των Μεθάνων, ο παπάς έβγαινε και κυνηγούσε τους καλλικάντζαρους, ως έξω απ’ το χωριό με την αγιαστούρα του «γιατί κάποια χρονιά, που βαρέθηκε να βγει, μόλις γύρισε στην εκκλησιά ν' αφήσει το Σταυρό και τη βρεχτούρα του, οι καλλικάντζαροι που ήταν συγκεντρωμένοι έκει, ρίχτηκαν όλοι μαζί απάνω του και άρχισαν να τον χτυπούν. Τότε κι αυτός, αφήνοντας κάτω την αγιαστούρα του, άρπαξε τη μαγκούρα και τους ψώφησε όλους στο ξύλο. (2)

— Στην περιοχή της Αχαΐας, το βράδυ της παραμονής των Θεοφανείων, οι γυναίκες, «την ώρα που πήγαιναν να κοιμηθούν, αδειάζανε το παλιό νερό απ’ τα δοχεία «για να πάρουν αγιασμένο» την άλλη μέρα, γιατί πίστευαν, πως «οι κατσιμποχέρηδες» είχαν κατουρήσει το παλιό και δεν έπρεπε να το πιουν. «Αν διψούσε κανένας εκείνη τη νύχτα, έπρεπε να πάει στη βρύση να πιει νερό, γιατί στο σπίτι δεν είχαν ούτε μια σταλιά».
Την ίδια μέρα, την «πρωτάγιαστη», μόλις τελείωνε η εκκλησιά, έπαιρνε ο παπάς το σταυρό και τη βρεχτούρα του και καβάλα στ’ άλογο του γύριζε όλα τα αγρόσπιτα, που ήταν σκορπισμένα στα χτήματα και πήγαινε όσο μακριά κι αν ήταν, «για να τους φωτίσει». Κι εκείνοι, ανάλογα με την απόσταση, του δίναν δεκάρικα, εικοσάρικα κι εκατοστάρικα για τον κόπο του. (2)

— Στο Βλαχόπουλο της Πυλίας, τη στάχτη του δωδεκάμερου τη μάζευαν σε μια σακκούλα και την έριχναν γύρω στα σπίτια ξορκίζοντας τα φίδια και τα ποντίκια λέγοντας:

«Να φύγετ' από δω! Να πάτε στον τόπο και στο βρόντο και στον έρημο τον κόσμο! Εκεί να πα να μείνετε και πίσω μη γυρίσετε.»(2)

ΝΗΣΙΑ ΑΙΓΑΙΟΥ

— Στη Λήμνο το πρωί της παραμονής, η νοικοκυρά του σπιτιού έπρεπε να φτιάξει τις μαρμαρίτες, στις οποίες βέβαια συμμετείχαν και οι καλλικάντζαροι. Οι μαρμαρίτες ήταν μικρές πίτες, γεμάτες τρύπες, που ψήνονταν από τη νοικοκυρά με ιδιαίτερο τρόπο. Ψήνονταν επάνω σε μια μικρή πέτρα, το πλακί, που χρησιμοποιούνταν μόνο γι' αυτήν τη δουλειά. Το πλακί τοποθετούνταν ο' ένα είδος πυροστιάς μέσα στη γωνιά (τζάκι) της κουζίνας και από κάτω άναβαν φωτιά με ξύλα. Όταν το πλακί πύρωνε καλά, η νοικοκυρά έριχνε κουταλιές από τη ζύμη, που είχε ετοιμάσει χωρίς προζύμι. Οι μαρμαρίτες ψήνονταν έτσι και επειδή δεν είχαν προζύμι δημιουργούνταν πάρα πολλές τρύπες στην επιφάνεια. Αυτές τις τρύπες οι μανάδες και οι γιαγιάδες έλεγαν στα παιδιά ότι τις έκαναν οι καλλικάντζαροι με τη μύτη τους, που κατέβαιναν από την καμινάδα του σπιτιού. Έτσι εκείνη την ημέρα η αγωνία των μικρών παιδιών κορυφώνονταν στην προσπάθεια τους, να διακρίνουν μέσα στους καπνούς της καμινάδας, τους καλλικάντζαρους.
Οι μαρμαρίτες, αφού ψήνονταν, τοποθετούνταν σ' ένα ψάθινο πανέρι ή καλάθι και όταν τις έτρωγαν το μεσημέρι και το βράδυ τις βουτούσαν στο μούστο (πετιμέζι) οι φτωχοί και σε μέλι οι πλούσιοι. Αυτό ήταν το φαγητό εκείνης της ημέρας, δηλαδή φαγητό νηστήσιμο, που δεν είχε ούτε λάδι. Γιατί η παραμονή των Φώτων ήταν μια από τις μεγαλύτερες νηστείες.
Το βράδυ της παραμονής, αφού είχε νυχτώσει για τα καλά, έβγαιναν οι μεγάλοι άντρες και τα παλικάρια για να πουν το τραγούδι των Φώτων. Τις παρέες συνόδευε απαραίτητα και λυράρης, ο οποίος έπαιζε τη λημνιακή λύρα. Το τραγούδι των Φώτων άρχιζε με τη φράση:

Εδώ μας 'στείλαν κι ήρταμε σε τούτα τα παλάτια,
που 'ναι τα σπίτια δίπατα κι αυλές μαρμαρωμένες.
Τρεις άρχοντες τα φκιάνανε κι οι τρεις αντριωμένοι,
με το ψηφί, με το γυαλί, με το μαργαριτάρι.
Από 'ξω με το μάλαμα, 'πο μέσα με τ' ασήμι...

Όταν τελείωνε το τραγούδι, ο νοικοκύρης του σπιτιού έβγαινε στην πόρτα και κερνούσε κρασί τα παλικάρια ενώ η νοικοκυρά τους έδινε διάφορα τρόφιμα, αυγά, λουκάνικα, χοιρινό κρέας κρασί και μαρμαρίτες. Όλα αυτά συγκεντρώνονταν την επαύριο στο καφενείο του χωριού, όπου και καταναλώνονταν από τις παρέες των χωριανών, που διασκέδαζαν. (7)

— Σε ορισμένα χωριά της ανατολικής Λήμνου και ιδιαίτερα στα Καμίνια και στο Μούδρο την παραμονή των Φώτων, κάνουνε τις μπαντατσούδες. Οι μπαντατσούδες είναι ένα έθιμο, που συναντιέται και στη Μακεδονία. Σύμφωνα μ' αυτό το έθιμο, κάθε χρόνο, την παραμονή των Φώτων τα παλικάρια του χωριού μεταμφιέζονται. Φορούσαν προβιές ζώων, μαύρες βράκες, τσερβούλια στα πόδια ρους, κρεμούσαν στη μέση τους πελώρια κουδούνια, κρατούσαν γκλίτσες στα χέρια τους και έχοντας βαμμένα τα πρόσωπά τους με μαύρη μπογιά γύριζαν από σπίτι σε σπίτι και εύχονταν σ' όλους "χρόνια πολλά".
Χτυπούσαν πολύ δυνατά τα κουδούνια και φοβέριζαν τα μικρά παιδιά κάθε σπιτιού. Οι νοικοκυραίοι τους υποδέχονταν και τους πρόσφεραν διάφορα τρόφιμα, χοιρινό, αυγά, κρασί και μαρμαρίτες. Το βράδυ των Φώτων γίνονταν στην πλατεία του χωριού γλέντι με τη συμμετοχή όλων των χωριανών, όπου και καταναλώνονταν τα τρόφιμα και τα ποτά, που συγκέντρωσαν οι μπαντατσούδες. (7)

ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΑ

— Στη Ρόδο, οι ζευκάδες την παραμονήν των Φώτων, κάθε ένας άνθρωπος πάει στην εκκλησιά με το φαναράκι του κι άμα γίνη απόλυση το ανάφτει με τ' άγιον φως που του δίνει ο παπάς. Είναι μια χαρά να τους θωρής όλους με τα φαναράκια αναμμένα. Άμα πάνε στα σπίτια φωτίζουν τα παιδάκια, τες γυναίκες? και οι μεγάλοι άνθρωποι φωτίζουνται. Άλλοι φωτίζουν και τα βόδια (καίουν δηλαδή τις τρίχες στα διάφορα μέρη του σώματος των). Επίσης την ίδια ώρα κρεμούν στο ένα κέρατο ένα κουλλουράκι, που του το δίνουν την άλλη μέρα και το τρώγει. (1)

ΚΥΚΛΑΔΕΣ

— Στην Πάρο, το πρωί της παραμονής των Φώτων μετά το ψαλμό του μικρού αγιασμού οι παπάδες «φώτιζαν» τα σπίτια, φορώντας μόνο το πετραχήλι, κρατούσαν στο χέρι το σταυρό μ' ένα κλαδί φρέσκο βασιλικό έχοντας μαζί τους ένα παιδί που κρατούσε τη «σίγκλα», κουβαδάκι, με τον αγιασμό κι ένα λαδοφάναρο αναμμένο για να παίρνουν οι νοικοκυρές φως Πηγαίνοντας από σπίτι σε σπίτι έψαλλαν το «εν Ιορδάνη...» και φώτιζαν τους ανθρώπους, τα δωμάτια του σπιτιού, για να φύγουν τα κακά πνεύματα. Ο «φωτισμένος» έριχνε στη σίγκλα τον οβολό του, μέσα στον αγιασμό.
Στο τραπέζι υπήρχε το «φωτόψωμο» για να το ραντίσει κι αυτό ο παπάς με αγιασμό κι ένα μικρό κουλούρι με σταυρό στη μέση που το κρεμούσαν στα εικονίσματα μέχρι τον άλλο χρόνο. Πολλές νοικοκυρές, ιδιαίτερα στη Μάρπησσα, έλεγαν στον παπά να καθίσει στον καναπέ λέγοντάς του «κάτσε παπά για να καθίσει κι η κλώσα μας» και τον κερνούσαν νηστίσιμα μπουρεκάκια.
Το απόγευμα της παραμονής μικρές ομάδες παιδιών αλλά και μεγάλοι με τσαμπούνες και τουμπάκια έλεγαν τα κάλαντα των Φώτων. Τα Παριανά κάλαντα των Φώτων είναι κυρίως επηρεασμένα από την αναγγελία του χαρμόσυνου γεγονότος της Βάπτισης του Χριστού και όλων αυτών που ακολούθησαν. (8)

— Στους Γαλανάδες της Νάξου, την ημέρα των Φώτων η νοικοκυρά κάθε σπιτιού, που επισκέπτεται ο παπάς, παίρνει ολίγον γέννημα από το δισάκκι του παπά, δια να κλωσσήσουν οι όρνιθες της. Επίσης δια τον αυτόν σκοπόν τον βάζει και κάθεται κομμάτι. (1)

ΚΡΗΤΗ

— Στο Κατσιδόνι της Κρήτης, την παραμονή τω Φωτών ψήνουνε τα παλληκάρια για τα βούγια, δηλαδή μείγμα από αρακά, κουκκιά, ροβίθια, στάρι και από όλα τα όσπρια και τα δίδουν στα βούγια να τα φάνε. Το πρωί έπαιρναν από τα πολυσπόρια αυτά και, ενώ τα εσκορπούσαν εις το δώμα, έλεγαν: Φάτε πουλιά κι ασκορδαλοί, μη φάτε τη σπορά μου. Σε πολλά μέρη η νοικοκυρά χύνει το βράδυ της παραμονής το νερό από τα λαγήνια, για να πάρει το πρωί καινούργιο, αγιασμένο. Συνήθεια είναι να μαζεύουν τη στάχτη από την παραστιά και το πρωί, πριν πάνε στην εκκλησία, να τη ρίχνουν ολόγυρα στις τέσσερις γωνίες του σπιτιού, επειδή, όπως πιστεύουν, η στάχτη του Δωδεκαημέρου έχει δύναμη αποτρεπτική και προφυλάγει το σπίτι από τα μαμούδια και άλλα κακά. Οι γεωργοί τη στάχτη αυτή τη βαστούν και την ανακατεύουν στο σπόρο, για να μη βγάζουν τα γεννήματα δαυλό. (1)
Έθιμο της παραμονής των Θεοφανείων είναι και οι αγυρμοί των παιδιών, που, όπως και την παραμονή των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, γυρνούν από σπίτι σε σπίτι και λέγουν τα κάλαντα(1):

Σήμερον τα Φώτα και ο φωτισμός
και χαρά μεγάλη στον Κύριο.
Σήμερον η Κυρά μας -η Παναγιά κ.τ.λ.

— Στην Ατσιπάδα της Κρήτης, οι «καραντζόκωλοι», βλέποντας τα λουκάνικα κρεμασμένα και θέλοντας να τα φάνε, τραγουδούσαν (2):

Οπόταν αποθάναμε,
σύγλινα δεν εφάγαμε.
Εδά π’ αναστηθήκαμε
θα φάμε και θ’ αφήκουμε.

Οι δυο πρώτοι στίχοι δείχνουν καθαρά την πίστη του λαού μας, πως οι καλλικάντζαροι είναι ψυχές των πεθαμένων και που αυτή την εποχή, βρίσκοντας την πόρτα του Άδη ανοιχτή, ανέβαιναν από τον Κάτω στον Απάνω Κόσμο, μα οι ζωντανοί τους κυνηγούσαν και τους έδιωχναν με κάθε τρόπο από τα σπίτια τους. Τι ζητούσαν οι πεθαμένοι με τους ζωντανούς; (2)

Την παραμονή των Θεοφανείων, όχι μονάχα οι νοικοκυρές βρίσκονταν σε κίνηση και σε οργασμό καθαριότητας, περιμένοντας τα Φώτα «να φωτίσουν» όλα τα καινούργια και πρωτοφόρετα ρούχα και στολίδια τους, μα και οι επίτροποι της εκκλησιάς κάθε χωριού ή μαχαλά. Γι’ αυτό και καθάριζαν την εκκλησιά το τέμπλο, τις εικόνες και τα καντήλια, για νάναι καθαρά καθαρά και να παρουσιάζουν κάποια λαμπράδα την άλλη μέρα, που θα γινόταν η βάφτιση του Χριστού. Οι πολυέλαιοι έπρεπε να λάμπουν κι αυτοί. Το ίδιο και τα χρωματιστά φανάρια και τα λάβαρα, γιατί μαζί με το Χριστό, όλα θα βαφτίζονταν εκείνη τη μέρα κι έπρεπε όλα να είναι καθαρά. (2)

«Σήμερα τα Φώτα και ο φωτισμός

και χαρά μεγάλη στον αφέντη μας.

Κάτω στον Ιορδάνη τον ποταμό

είναι η Μαρία η Δέσποινα

με τα θυμιατήρια στα δάχτυλα

και τον Άγιο Γιάννη παρακαλεί:

- Άγιε μου Γιάννη και Πρόδρομε,

δύνασαι βαφτίσεις Θεού παιδί

και να παραδώσεις Χριστού ψυχή;

- Δύναμαι και θέλω και προσκυνώ

και τον Κύριό μου παρακαλώ.

Αύριο θ’ ανέβω στους ουρανούς

να καταπατήσω τα είδωλα».

Δεν υπάρχουν σχόλια: