Powered By Blogger

23.2.12

Ελληνική Επανάσταση του 1821





Η Ελληνική επανάσταση του 1821 υπήρξε ο απελευθερωτικός αγώνας των Ελλήνων. Αποτέλεσε προϊόν εθνικού κινήματος πο αναπτύχθηκε από τα μέσα του 18ου αιώνα, με την συμβολή Ελλήνων διαφωτιστών. Προετοιμάστηκε από την Φιλική Εταιρία τα μέλη της οποίας δημιούργησαν επαναστατικές εστίες από την Μολδοβλαχία μέχρι την Κρήτη. Στις περιοχές που επαναστάτησαν συγκαταλέγονται η Πελοπόννησος, η Στερεά Ελλάδα, τα περισσότερα νησιά του Αιγαίου, η Κρήτη, περιοχές της Ηπείρου και της Θεσσαλίας, περιοχές της Μακεδονίας και η Κύπρος. Παρά την προσπάθεια καταστολής από τη πλευρά του Σουλτάνου, η επανάσταση κατάφερε να επιζήσει οδηγώντας μετά από μία σειρά διεθνών συνθηκών μεταξύ 1827 και 1832 στη δημιουργία ανεξάρτητου ελληνικού κράτους.


Η Ελληνική επανάσταση υπήρξε από τα σημαντικότερα γεγονότα του 19ου αιώνα. Διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στις εξελίξεις της Δυτικής Ευρώπης, προκάλεσε τη διάλυση της Ιεράς Συμμαχίας, ενέπνευσε διανοούμενους και καλλιτέχνες της δύσης και γέννησε το κίνημα του Φιλελληνισμού.

Η περίοδος είναι ευρέως γνωστή στην σύγχρονη Ελλάδα με τον όρο "επανάσταση του 21", και η επέτειος εορτασμού της έναρξής της είναι η 25η Μαρτίου, ημέρα επίσημης αργίας για το Ελληνικό κράτος.



Προεπαναστατική περίοδος
Πολλές επαναστάσεις ενάντια στην οθωμανική κυριαρχία είχαν λάβει χώρα στον ελληνικό γεωγραφικό χώρο πριν από την μεγάλη επανάσταση του 1821. Άλλες από αυτές ήταν μικρότερης και άλλες μεγαλύτερης σημασίας, όλες όμως είχαν γενικά τοπικό χαρακτήρα. Η επανάσταση του 1821 ήταν η μόνη που οργανώθηκε προσεκτικά, πολλά χρόνια πριν την έκρηξή της στην Ελλάδα (σαν Ελλάδα εννοείται την περίοδο αυτή ο ιστορικός ελληνικός γεωγραφικός χώρος). Στον απόηχο των μεγάλων γεγονότων που συγκλόνισαν την Ευρώπη (Γαλλική Επανάσταση του 1789, Ναπολεόντιοι πόλεμοι) αλλά και τον κόσμο (Αμερικανική Επανάσταση), που δεν είχαν αντίκτυπο στις οπισθοδρομικές πλέον δομές της αχανούς Οθωμανικής Αυτοκρατορίας του Μαχμούτ Β' (1808-1839), οι Έλληνες της διασποράς που αποτελούσαν το πιο ενημερωμένο και προοδευτικό κομμάτι του ελληνισμού, ίδρυσαν αρχικά, το 1809, την οργάνωση Ελληνόγλωσσο Ξενοδοχείο με πρωτοβουλία του Θεσσαλονικέα λογίου Γρηγορίου Ζαλύκη και της Κύπριας λογίας Ελισάβετ Σαντή Λουμάκη Σενιέ. Η οργάνωση πέτυχε τη στήριξη του Ναπολέοντα Βοναπάρτη και συγκέντρωσε οπλισμό που διαμοιράστηκε στη Μακεδονία και την Ήπειρο προκειμένου να προετοιμαστεί η επανάσταση. Η κίνηση αυτή προδόθηκε στις αρχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τελικά το εγχείρημα απέτυχε.

Από τα σπλάχνα του Ελληνόγλωσσου Ξενοδοχείου και κατά το πνεύμα της εποχής ιδρύθηκαν δύο εταιρείες, που αντιπροσωπεύουν ανάγλυφα τις δύο τάσεις του Ελληνισμού στην προσπάθεια για την παλιγγενεσία του στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα.

Η Φιλόμουσος Εταιρεία, που ιδρύθηκε στη Βιέννη το 1814[1], ήταν νόμιμη, είχε μέλη πολλούς επιφανείς (Καποδίστριας, Κοραής) και οικονομικά ισχυρούς Έλληνες της διασποράς, έθετε σαν πρώτο στόχο την πνευματική ανύψωση του γένους των Ελλήνων (συγκέντρωση πόρων για ίδρυση σχολείων στην Ελλάδα, επάνδρωσή τους με φωτισμένους δασκάλους, υποτροφίες για σπουδές νέων στο εξωτερικό κλπ.) και κατόπιν όταν οι συνθήκες το ευνοούσαν επανάσταση με εκμετάλλευση κάποιου πιθανού νέου ρωσοτουρκικού πολέμου ή (και αυτό μάλλον ήταν πιο διαδεδομένο στους κόλπους της εταιρείας) εσωτερική "διάβρωση" της αυτοκρατορίας και σταδιακή κατά το δυνατόν "ελληνοποίησή" της με την προώθηση Ελλήνων σε καίριες θέσεις της.






Η Φιλική Εταιρεία, που ιδρύθηκε στην Οδησσό της Ρωσίας το 1814, ήταν μυστική και παράνομη, θεωρούσε ότι το γένος ήταν έτοιμο και είχε σαν στόχο την συγκέντρωση πόρων αλλά και την δημιουργία των δομών για άμεση οργάνωση επανάστασης, με επιδίωξη την ίδρυση ανεξάρτητου κράτους και αν οι συνθήκες δεν το επιτρέψουν παραχώρηση αυτονομίας υπό τους κόλπους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ιδρύθηκε από φλογερούς πατριώτες, ριζοσπαστικά μέλη της (μικρο)αστικής τάξης και μετά από κάποιες πρώτες δυσκολίες μυήθηκαν σε αυτήν πολλοί λόγιοι, φοιτητές, έμποροι, οικονομικά ισχυροί Έλληνες της διασποράς και ιδίως μετά την μεταφορά της "έδρας" της στην Κωνσταντινούπολη, πολλοί οικονομικά και πολιτικά ισχυροί, ιεράρχες, στρατιωτικά ισχυροί (κλέφτες και αρματολοί) αλλά και απλός κόσμος μέσα στα όρια της αυτοκρατορίας. Ο Πρίγκιπας Αλέξανδρος Υψηλάντης, που ανέλαβε την αρχηγία της Εταιρείας στις 12 Απριλίου 1820, μετά την άρνηση του Ι. Καποδίστρια, επιδίωκε να προετοιμάσει μια γιγαντιαία εθνικοαπελευθερωτική επιχείρηση, που θα συντάρασσε τα Βαλκάνια και για το σκοπό αυτό η Εταιρεία εκτός από την εθνεγερτική δράση της στον ελληνικό γεωγραφικό χώρο και τους Έλληνες έκανε ή προσπάθησε να κάνει μυστικές συμφωνίες με Ρουμάνους, Σέρβους και Βουλγάρους πατριώτες. Τα συντηρητικά στοιχεία της Φιλικής μαζί με τους προεστούς (κοτζαμπάσηδες) του Μοριά δεν ήθελαν εκτεταμένες στρατιωτικές επιχειρήσεις στον Ελληνικό χώρο και προωθούσαν την ιδέα να γίνει εκμετάλλευση της προστριβής μεταξύ Πύλης και Αλή πασά. Φήμες ότι τα σχέδια της Φιλικής είχαν προδοθεί στον σουλτάνο από τους Άγγλους υποχρέωσαν τον αρχηγό της να αναπροσαρμόσει το αρχικό σχέδιο, προχωρώντας σε μια τοπική εξέγερση στις ρουμανικές ηγεμονίες, ελπίζοντας ότι θα τραβήξει προς τα εκεί την προσοχή των Οθωμανών, ώστε να γίνει δυνατή αργότερα η εξέγερση στην Ελλάδα χωρίς μεγάλη οθωμανική στρατιωτική πίεση.

Τα γεγονότα του 1821 Σημείωση: Όλες οι ημερομηνίες του παρόντος άρθρου αναφέρονται στο παλιό ημερολόγιο, εκτός και αν σημειώνεται διαφορετικά.
Η προετοιμασία της επανάστασης [Επεξεργασία]


Το γενικό των Φιλικών πρόβλεπε ότι η επανάσταση έπρεπε να ξεκινήσει τις πενήντα πρώτες ημέρες του 1821, όταν ο Υψηλάντης θα έφτανε στη Μάνη για να αναλάβει την αρχηγία της. Για την προετοιμασία της επανάστασης έφτασε στον Μοριά ήδη από το τέλος του 1820, ο αρχιμανδρίτης Γρηγόριος Δικαίος Παπαφλέσσας, εξουσιοδοτημένος από την Εταιρεία να προετοιμάσει γενικά την επανάσταση και υπεύθυνος μαζί με τον Αναγνωσταρά για την Μεσσηνία.

Στις 24 Δεκεμβρίου 1820 εκστρατεύει από την Τριπολιτσά εναντίον του Αλή πασά στα Ιωάννινα, ο Χουρσίτ Μεχμέτ Πασάς του Μοριά και μειώνονται σημαντικά οι αξιόμαχες τουρκικές στρατιωτικές δυνάμεις στην περιοχή. Στις 6 Ιανουαρίου περνά στο Μοριά από την Ζάκυνθο, ειδοποιημένος από τους Φιλικούς ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Ο Παπαφλέσσας οργώνει τον Μοριά μιλώντας για την επανάσταση σε πόλεις και χωριά. Ο Κολοκοτρώνης κάνει συγκεντρώσεις καπεταναίων από όλη την Πελοπόννησο και τους ενημερώνει να πάρουν τα όπλα μόλις δοθεί το σύνθημα. Άλλοι Φιλικοί προετοιμάζουν την επανάσταση σε Ρούμελη, Θεσσαλία και Μακεδονία.

Στις 26 Ιανουαρίου γίνεται στη Βοστίτσα (Αίγιο) η λεγόμενη σύναξη των προεστών του Μοριά. Μετέχουν επίσημοι αντιπρόσωποι των προεστών της Πάτρας και των Καλαβρύτων, τρεις ιεράρχες (δεσπότες) μεταξύ των οποίων ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, διάφοροι προεστοί και καπεταναίοι από όλη την Πελοπόννησο και ο Παπαφλέσσας. Παπαφλέσσας και καπεταναίοι δηλώνουν έτοιμοι για εξέγερση, οι προεστοί είναι διστακτικοί και ζητούν εγγυήσεις για την υποστήριξη της Ρωσίας, τελικά συμφωνούν όλοι να περιμένουν την άφιξη του Υψηλάντη για να ξεκινήσει η εξέγερση.



Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης

Μετά την ουσιαστική αποτυχία στο συντονισμό μιας βαλκανικής εξέγερσης, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης αποφασίζει να εισβάλει στα ρουμανικά πριγκιπάτα κηρύσσοντας την επανάσταση. Πρώτη πολεμική πράξη ήταν η διάβαση του ποταμού Προύθου, στην Μολδαβία στις 22 Φεβρουαρίου 1821 και η είσοδος στο Γιάσι (Ιάσιο). Στις 24 Φεβρουαρίου βγάζει την ιστορική του προκήρυξη που καλεί τους Έλληνες να πάρουν τα όπλα, βεβαιώνοντας ότι "μια κραταιά δύναμις" είναι έτοιμη να βοηθήσει τον αγώνα. Την 1 Μαρτίου αρχίζει την πορεία του προς τη Βλαχία αφού ενώθηκε με τα τμήματα του Γεωργάκη Ολύμπιου, του Φαρμάκη και πολλών Ελλήνων εθελοντών. Μαζί με τον Ιερό Λόχο που είχε συγκροτηθεί από 500 περίπου σπουδαστές των σχολών των πριγκιπάτων, η στρατιωτική δύναμη του Υψηλάντη έφτανε τους 7.000, μεταξύ των οποίων ήταν Βαλκάνιοι γείτονες (Σέρβοι, Βούλγαροι, Αρβανίτες).

Την 1 Μαρτίου ξεκινά από την Κωνσταντινούπολη με προορισμό την Πελοπόννησο, μετά από ενέργειες του Φιλικού Ξάνθου, ένα καράβι φορτωμένο με προκηρύξεις για εξέγερση. Με το καράβι αυτό θα φτάσει στη Μάνη στα τέλη Μαρτίου και η είδηση της εξέγερσης στα ρουμανικά πριγκιπάτα. Κάποιες αναταραχές των χριστιανών στην Πόλη σχετικές με την εξέγερση στα πριγκιπάτα, θα δώσουν όταν ξεσπάσει η επανάσταση στο Μοριά αφορμή για σφαγές.


Η Πύλη θεωρούσε πρωταρχικό θέμα την αντιμετώπιση της ανταρσίας του Αλή πασά, αλλά ανησυχούσε σοβαρά από τις φήμες και τις καταγγελίες των Άγγλων για εξέγερση στο Μοριά. Λίγο μετά την εξέγερση στις ρουμανικές ηγεμονίες, αλλά όχι εξαιτίας της, οι Τούρκοι της Τριπολιτσάς κάλεσαν τους προεστούς του Μοριά με πρόσχημα την συνηθισμένη κοινή ετήσια σύσκεψη, με στόχο όμως να τους κρατήσουν ομήρους. Οι περισσότεροι προεστοί ήταν διστακτικοί και δεν πήγαν και σωστά, αφού όσοι πήγαν εκτελέστηκαν με το ξέσπασμα της επανάστασης.

Στις 11 Μαρτίου φτάνει με καράβι στην Χαλκιδική ο Φιλικός Εμμανουήλ Παππάς με εντολή να οργανώσει την επανάσταση. Πολλοί καλόγεροι από το Άγιο Όρος ξεσηκώνονται έτοιμοι να τον ακολουθήσουν και γίνονται επαφές με Μακεδόνες οπλαρχηγούς σε μια προσπάθεια να προετοιμαστεί μια συντονισμένη εξέγερση.

Στα μέσα Μαρτίου 1821 ο Παπαφλέσσας είχε ολοκληρώσει τον κύκλο των περιοδειών του στην Πελοπόννησο και βρισκόταν μαζί με τον Αναγνωσταρά στη Μεσσηνία, που ήταν η περιοχή για την οποία είχε ταχθεί υπεύθυνος από την Φιλική Εταιρεία. Ο Κολοκοτρώνης ήταν επίσης στο χώρο ευθύνης του, τη Μάνη. Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος ήταν κρυμμένος στην Πάτρα, έτοιμος να αναλάβει δράση. Άλλοι Φιλικοί ήταν σε διάφορους χώρους ευθύνης ο καθένας. Παρά τις αμφιβολίες των προεστών, το κλίμα στην Πελοπόννησο ήταν έντονα επαναστατικό και ένας σπινθήρας έλειπε για την έκρηξη.

Το ξέσπασμα της επανάστασης στην Πελοπόννησο




Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης
Στο δεκαήμερο μεταξύ 14-25 Μαρτίου δόθηκε το έναυσμα της επανάστασης σε διαφορετικά σημεία στο Μοριά. Στις 14 Μαρτίου 1821 καταφθάνει στη Ζάχολη, από το Μοναστήρι του Προφήτη Ηλία του Κούτου, ο ηγούμενος Γερμανός, όπου μετά από πανηγυρική δοξολογία στον ναό του Αγίου Γεωργίου, υψώνει την Σημαία της Επαναστάσεως με τα σύμβολα της Φιλικής Εταιρείας και μαζί με τους Ζαχολίτες οπλαρχηγούς Παναγιωτάκη Γεραρή και Χρήστο Ζίνη ή Ζαχολίτη εκδιώκουν από την Ζάχολη τις τούρκικες οικογένειες. Στο Φενεό ο Αναγνώστης Κορδής και ο Χρήστος Ζαχολίτης, μετά από συμπλοκή σκότωσαν Τούρκους γυφτοχαράτζηδες και ύστερα με ένοπλους Ζαχολίτες ενίσχυσαν τη μικρή δύναμη του Φιλικού Νικόλα Σολιώτη που μαζί με τους Ζαχολίτες επιτέθηκε σε Οθωμανούς φοροεισπράκτορες (χαρατζήδες) στο χωριό Πόρτα των Καλαβρύτων. Παράλληλα ο Παναγιωτάκης Γεραρής με 60 Ζαχολίτες ξεκίνησε για να λάβει μέρος στην πολιορκία της Ακροκορίνθου που άρχισε στις 24 Μαρτίου. Στις 20 Μαρτίου ο Σολιώτης με τους Πετμεζαίους χτύπησαν τους Οθωμανούς στους τρεις πύργους των Καλαβρύτων, όπου κλείστηκαν οι ντόπιοι μουσουλμάνοι και ξεκίνησαν την πολιορκία τους πιάνοντας τον πασά των Καλαβρύτων Αρναούτογλου. Στις 21 Μαρτίου, ξεσηκώθηκε η Πάτρα από τους Φιλικούς Παναγιώτη Καρατζά, Βαγγέλη Λειβαδά και Ν. Γερακάρη και οι Οθωμανοί αναγκάστηκαν να κλειστούν στο φρούριό της και η Μάνη[2] με τους Κολοκοτρώνη, Παπαφλέσσα, Νικηταρά και Κεφάλα. Στη Μάνη εξοπλίστηκαν 2.000 Μανιάτες και Μεσσήνιοι με πολεμοφόδια που είχαν σταλεί από τους Φιλικούς της Σμύρνης και είχαν φτάσει εκεί με καράβια. Στις 23 Μαρτίου μπήκαν στην Καλαμάτα και αυτό είναι η πρώτη πολεμική επιτυχία της επανάστασης. Στις 24 Μαρτίου μαζεύτηκαν στα περίχωρα της Καλαμάτας γύρω στους 5.000 Έλληνες για να πάρουν την ευλογία της Εκκλησίας και την ίδια μέρα ξεσηκώθηκε η Φωκίδα στη Ρούμελη.

Στην Καλαμάτα συστάθηκε η Μεσσηνιακή γερουσία και ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης τοποθετήθηκε επικεφαλής της. Πρώτη πράξη της νέας εξουσίας ήταν να στείλει έγγραφο προς τα χριστιανικά έθνη ζητώντας τη βοήθειά τους και αυτό το έγγραφο είναι και η πρώτη πράξη διεθνούς δικαίου της επανάστασης. Στην Πάτρα ιδρύθηκε το Αχαϊκό διευθυντήριο, από τους προεστούς Ανδρέα Λόντο και Χαραλάμπη, τον Παπαδιαμαντόπουλο και το δεσπότη Παλαιών Πατρών Γερμανό.

Στα πριγκιπάτα η επανάσταση εξαπλώνεται με επιτυχία. Οι Ρουμάνοι σύμμαχοι ήταν συσπειρωμένοι γύρω από τον εθνικό τους ηγέτη, συνεργάτη των Φιλικών Τούντορ (Θεόδωρος) Βλαντιμιρέσκου, που είχε κηρύξει επανάσταση ένα μήνα πριν ο Υψηλάντης περάσει τον Προύθο. Στις 21 Μαρτίου ο Βλαντιμιρέσκου με 6.000 πεζούς και 2.500 ιππείς καταλαμβάνει το Βουκουρέστι μέσα σ ένα κλίμα γενικού ενθουσιασμού του πληθυσμού και ακολουθεί ο Υψηλάντης που μπήκε στην πόλη με τον στρατό του στις 27 Μαρτίου. Όλα έδειχναν ότι τα δύο κινήματα, θα συνεργάζονταν για την επιτυχία της εξέγερσης όμως για ποικίλους λόγους αυτό δεν έγινε.






Τα κύρια γεγονότα κατά το πρώτο έτος της Επανάστασης
Η 25η Μαρτίου είναι εθνική εορτή, όπως ορίστηκε με βασιλικό διάταγμα του Όθωνα στις 15 Μαρτίου του 1838 ως επέτειος της έναρξης της Επανάστασης. Είναι γνωστό από πολλές πηγές ότι η ημέρα αυτή είχε οριστεί από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη το 1820 ως ημέρα έναρξης της επανάστασης[1][2]. Είχε μάλιστα επιλεγεί ακριβώς επειδή είναι η ημέρα του Ευαγγελισμού[3]. Παρ' ότι για διάφορους λόγους η επανάσταση άρχισε ενωρίτερα στην Πελοπόννησο, σε άλλα μέρη της Ελλάδας άρχισε ακριβώς την προκαθορισμένη ημερομηνία. Για το τί έγινε εκείνες τις ημέρες υπάρχουν πολλές διαφορετικές απόψεις. Σύμφωνα με ορισμένες πηγές αλλά και την παράδοση στις 25 Μαρτίου του 1821, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ευλόγησε το λάβαρο σύμβολο της Επανάστασης (δεν υπήρχε ακόμα σημαία) και κήρυξε την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης στο μοναστήρι της Αγίας Λαύρας. Ο ίδιος ο Γερμανός δεν αναφέρει κάτι στα απομνημονεύματά του για την ημέρα εκείνη.[3] Παρ'ολα αυτά το γεγονός ότι ο Παλαιών Πατρών Γερμανός άφησε ανολοκλήρωτα απομνημονεύματα δεν μας αφήνει να βγάλουμε ασφαλή συμπεράσματα. [4] Γαλλική εφημερίδα που εκδόθηκε στις 15 Ιουνίου 1821 (3 Ιουνίου με το παλαιό ημερολόγιο), χωρίς να δίνει ακριβή ημερομηνία, αναφέρει ότι έγινε θρησκευτική τελετή και κήρυξη της Επανάστασης στη Μονή Αγίας Λαύρας από τον Γερμανό:

"Ο Αρχιεπίσκοπος Πατρών, στο διάγγελμά τους προς τους Έλληνες στο μοναστήρι του όρους Βελιά, αφού διάβασε στους υπόδουλους Έλληνες πολλά αποσπάσματα από τους Προφήτες, ανακοίνωσε ότι, με το σταυρό μπροστά και με τα όπλα στα χέρια οι χριστιανοί προχωρούν για την Θεία αποστολή τους. Για το λόγο αυτό τους απάλλαξε από τη νηστεία της Σαρακοστής."[5]

Από άλλα στοιχεία προκύπτει ότι την 26 Μαρτίου ο Γερμανός υπέγραψε διεθνή διακήρυξη της Επανάστασης την οποία επέδωσε στους ξένους διπλωμάτες που βρίσκονταν στην Πάτρα[6]. Οι περισσότεροι ιστορικοί, όπως αναφέρει ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, ήταν της άποψης που αναφέρεται στα απομνημονεύματα του Παλαιού Πατρών Γερμανού, δηλαδή, "οι δε συγκεντρωθέντες αποφάσισαν να μην δώσουν αιτίαν τινά, αλλά ως φοβισμένοι να παραμερίσωσι εις ασφαλή μέρη". Άλλοι ιστορικοί υποστηρίζουν ότι ο πυρήνας της όλης ιστορίας διασώζει κάποια ιστορική αλήθεια, βασιζόμενοι σε προσωπικά αρχεία αγωνιστών και ιεραρχών του 1821, που ισχυρίζονται ότι ο Παλαιών Πατρών Γερμανός τέλεσε δοξολογία στις 17 Μαρτίου στην Αγία Λαύρα, ύψωσε το λάβαρο και όρκισε ορισμένους κοτζαμπάσηδες και επισκόπους του Μωριά, που βρίσκονταν εκεί για τον εορτασμό του Αγίου Αλεξίου. [7] Το μόνο σίγουρο είναι ότι οι συγκεντρωμένοι έφυγαν από την Αγία Λαύρα έχοντας γνώση της επικείμενης έναρξης επανάστασης. Βλέπε και Δοξολογία στην Αγία Λαύρα.

Εξάπλωση της επανάστασης στη Στερεά Ελλάδα [Επεξεργασία]

Στην Στερεά Ελλάδα κηρύχθηκε επίσημα η έναρξη της επανάστασης στις 27 Μαρτίου, στη μονή Οσίου Λουκά κοντά στη Λιβαδειά, με παρόντες τους οπλαρχηγούς Αθανάσιο Διάκο και Βασίλη Μπούσγο και προκρίτους της περιοχής.

Στο συμβούλιο των οπλαρχηγών στη Μεσσηνία ο Κολοκοτρώνης πρότεινε σαν βασικό στόχο την Τρίπολη, που ήταν το στρατιωτικό και διοικητικό κέντρο της Πελοποννήσου και μετά από τη διαφωνία του Μαυρομιχάλη, που είχε οριστεί αρχιστράτηγος, άρχισε πορεία στρατολόγησης στην Αρκαδία. Ανάλογες πορείες έκαναν άλλοι οπλαρχηγοί σε διάφορες περιοχές. Στις 29 Μαρτίου ο Κολοκοτρώνης είχε μαζέψει 6.000 άνδρες και προσπάθησε να πολιορκήσει την Καρύταινα, όμως στην πρώτη έξοδο των Τούρκων, το στράτευμα διαλύθηκε. Δεν απογοητεύτηκε και μεθοδικά εγκατέστησε φρουρές σε επίκαιρα σημεία γύρω από την Τρίπολη (Λεβίδι, Πιάνα, Χρυσοβίτσι, Βέρβαινα, Βαλτέτσι, Τρίκορφα), για να μπορούν να ελεγχθούν οι δρόμοι που οδηγούσαν προς τα εκεί.





"Η κατάληψη του κάστρου των Σαλώνων 1821", Louis Dupré (1825)
Η επανάσταση επεκτάθηκε γρήγορα σε όλη την Πελοπόννησο και Ανατολική Στερεά και είχε μεγάλη επιτυχία αφού πέρασαν στον έλεγχο των επαναστατών πολύ σύντομα,Ζάχολη (14 Μαρτίου), Καλαμάτα (23 Μαρτίου), Αίγιο (23 Μαρτίου), Καλάβρυτα (26 Μαρτίου), Άργος, Καρύταινα, Μεθώνη, Νεόκαστρο, Φανάρι, Γαστούνη, Ναύπλιο στην Πελοπόννησο και Σάλωνα (Πανουργιάς, 27 Μαρτίου), Γαλαξίδι (Γκούρας, 28 Μαρτίου), Λιδωρίκι (Σκαλτζάς, 28 Μαρτίου), Μαλανδρίνο (Σκαλτζάς, 30 Μαρτίου), Λιβαδειά (Διάκος, 31 Μαρτίου), Θήβα (Μπούσγος, 3 Απριλίου), Αταλάντη στη Στερεά Ελλάδα.

Οι Οθωμανοί περιορίστηκαν στα κάστρα όπου είχαν αρχίσει πολιορκίες. Τα σπουδαιότερα από αυτά τα κάστρα ήταν: το κάστρο του Μοριά (Ρίο) με το αντίστοιχο κάστρο της Ρούμελης (Αντίρριο), της Πάτρας, του Ακροκορίνθου πάνω από την Κόρινθο, τα δύο κάστρα του Ναυπλίου (το Παλαμήδι και το Μπούρτζι), της Μονεμβασιάς, της Μεθώνης, της Κορώνης, το Νεόκαστρο και το Παλαιόκαστρο του Ναυαρίνου (Πύλος) και το κάστρο της Τριπολιτσάς (Τρίπολη). Στο κάστρο του Άργους που ήταν παραμελημένο δεν κλείστηκαν Οθωμανοί. Όλα τα κάστρα ήταν κτισμένα (Βυζαντινοί, Ενετοί, Οθωμανοί) κατά βάση παράλια σε δύσβατα σημεία και είχαν το πλεονέκτημα της δυνατότητας τροφοδοσίας από θάλασσα (οθωμανικός στόλος), πλην του κάστρου της Τρίπολης που ήταν κτισμένο γύρω από την πόλη. Μέχρι το τέλος Μαρτίου οι μουσουλμάνοι είχαν απωθηθεί ή εγκαταλείψει τα πεδινά της Πελοποννήσου (ένα τμήμα της Ηλείας γύρω από το Λάλα έμενε υπό τον έλεγχο των ντόπιων Αλβανών) και είχαν περιοριστεί στα κάστρα, μερικά από τα οποία (αν άντεχαν στην πολιορκία) θεωρούνταν ικανά για ανάκτηση ολόκληρης της Πελοποννήσου. Οι περισσότεροι από αυτούς είχαν συγκεντρωθεί στην Τρίπολη.

Τα κάστρα πολιορκούσαν ομάδες ατάκτων υπό την "διοίκηση" ντόπιων καπεταναίων, προεστών ή ιεραρχών που είχαν ξεσηκωθεί και ο αριθμός των πολιορκητών δεν ήταν σταθερός αλλά αυξομειώνονταν ανάλογα με τις περιστάσεις. Η πιο οργανωμένη πολιορκία ήταν της Τρίπολης (Κολοκοτρώνης, Νικηταράς) η οποία δεν ήταν ασφυκτική αλλά επιτελική με κατοχή και οχύρωση καίριων υψωμάτων γύρω από την πόλη, που έλεγχαν της προσβάσεις προς αυτή. Το οθωμανικό ιππικό όμως είχε το πάνω χέρι στο οροπέδιο της πόλης, επιτρέποντας τον ανεφοδιασμό της με τα απαραίτητα.

Σε διεθνές (ευρωπαϊκό) επίπεδο η είδηση για εξέγερση στα πριγκιπάτα από τον Υψηλάντη δεν έγινε ευνοϊκά δεκτή από τις ισχυρές δυνάμεις της εποχής και μετά από μια σειρά διπλωματικών διεργασιών (Αγγλία, Αυστρία) και πιέσεων ο τσάρος της Ρωσίας Αλέξανδρος αποκηρύσσει τελικά την εξέγερση και ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε' της Κωνσταντινούπολης αφορίζει τον Υψηλάντη και καλεί τον πληθυσμό να μείνει υπάκουος στο καθεστώς. Τα γεγονότα αυτά επηρεάζουν το κίνημα στις ηγεμονίες και από το σημείο αυτό και μετά λανθασμένες επιλογές από το ελληνικό και ρουμανικό στρατόπεδο φέρνουν την τελική αποτυχία της εξέγερσης στα πριγκιπάτα.

Αντίδραση των Οθωμανικών αρχών



«Ο Πατριάρχης Γρηγορίος Ε΄ συρόμενος στην αγχόνη», Λεπτομέρεια από τον πίνακα του Νικηφόρου Λύτρα
Οι ειδήσεις για εξέγερση και στο Μοριά έφτασαν στο τέλος Μαρτίου και στην Υψηλή Πύλη. Η πρώτη αντίδραση ήταν η προσπάθεια περιορισμού της εξέγερσης στο Μοριά, που εκδηλώθηκε με τρομοκρατικές σφαγές διακεκριμένων προσώπων και προεστών στην Πόλη, αλλά και σε άλλες πόλεις της αυτοκρατορίας που το ελληνικό στοιχείο ήταν σημαντικό, όπως τις Κυδωνίες (Αϊβαλί), Ρόδο, Κύπρο. Δεν είναι δυνατό να εκτιμηθεί η έκταση και ο αριθμός των θυμάτων των σφαγών σε αυτές τις περιοχές. Ανήμερα το Πάσχα (10 Απριλίου 1821), μετά τη θεία λειτουργία, καθαιρέθηκε και απαγχονίστηκε στην κεντρική πύλη του πατριαρχείου στην Κωνσταντινούπολη ο πατριάρχης Γρηγόριος Ε' (πάνω από 70 ετών τότε), σε μια καθαρά πολιτική κίνηση της Πύλης, αφού δεν είχε δοθεί κανενός είδους αφορμή για αυτή την ενέργεια. Το σώμα του, αφού έμεινε κρεμασμένο για τρεις μέρες, περιφέρθηκε στην πόλη από τον όχλο, μεταφέρθηκε με ακάτιο και ρίχτηκε στην μέση του Κεράτιου κόλπου[4].

Η πρώτη στρατιωτική αντίδραση από τους Οθωμανούς στις ειδήσεις για εξέγερση των Ελλήνων ήρθε από τον Γιουσούφ πασά Σέρεζλη (από τις Σέρρες). Βρισκόταν με στρατό στο Βραχώρι (Αγρίνιο) καθ' οδόν προς την Εύβοια όταν έμαθε για την πολιορκία της Πάτρας. Διεκπεραιώθηκε μέσω Ρίου στην Πελοπόννησο στις 3 Απριλίου, έκαψε την Πάτρα, αιφνιδίασε και διάλυσε τους πολιορκητές του φρουρίου της και εγκαταστάθηκε εκεί. Το φρούριο (ακρόπολη) της Πάτρας και τα γειτονικά φρούρια του Μοριά (Ρίο) και της Ρούμελης (Αντίρριο) θα μείνουν στα χέρια των Οθωμανών σε όλη τη διάρκεια του πολέμου, δίνοντας στα τουρκικά στρατεύματα μια σημαντική δίοδο πρόσβασης προς τα ενδότερα της Πελοποννήσου.

Αρχές Απριλίου άρχισαν να κινούνται και τα νησιά. Παρόλο που η Φιλική Εταιρεία είχε διείσδυση σε αυτά παρατηρείται σχετική καθυστέρηση στον ξεσηκωμό, που οφείλεται σε τοπικές οργανωτικές αλλά και κοινωνικές ιδιαιτερότητες, και σε κάποια από αυτά λαϊκές εξεγέρσεις προηγούνται και επισπεύδουν την κήρυξη της επανάστασης. Στις 30 Μαρτίου ξεσηκώθηκε η Ύδρα από τον πλοίαρχο δεύτερης σειράς Αντώνη Οικονόμου. Οι οικοκυραίοι (πλοιοκτήτες) ήταν διστακτικοί και ο Οικονόμου ίδρυσε στις 31 Μαρτίου τη Διοίκηση, σε αντιδιαστολή με την υπάρχουσα Καγγελαρία. Στις 3 Απριλίου ξεσηκώθηκαν από ντόπιους φιλικούς οι Σπέτσες και ακολούθησαν ο Πόρος, η Σαλαμίνα και η Αίγινα και στις 10 Απριλίου τα Ψαρά. Την ίδια μέρα ο αρματολός Γιάννης Δυοβουνιώτης μπήκε στην Μπουδουνίτσα (Μενδενίτσα) της Ρούμελης. Στην Αττική ο Φιλικός Μελέτης Βασιλείου και άλλοι ντόπιοι μικροκαπετάνιοι αφού στρατολόγησαν αγρότες και χωρικούς για αρκετές μέρες, μπήκαν αιφνιδιαστικά στην Αθήνα στις 15 Απριλίου, περιορίζοντας τους ντόπιους μουσουλμάνους στο κάστρο της Ακρόπολης και την ίδια μέρα η Ύδρα κήρυξε επισήμως την επανάσταση. Στις 18 Απριλίου οι Ρουμελιώτες αρματολοί Διάκος, Δυοβουνιώτης και Πανουργιάς μπήκαν στο Πατρατζίκι (Υπάτη) και την ίδια μέρα ξεσηκώθηκε η Σάμος με τον Φιλικό Λυκούργο Λογοθέτη.





Η μάχη της Αλαμάνας
Η στρατιωτική απάντηση του Χουρσίτ πασά της Πελοποννήσου, που βρισκόταν[5] στα Γιάννενα διευθύνοντας τις επιχειρήσεις εναντίον του Αλή πασά, προέβλεπε την προσβολή της εξέγερσης στην Πελοπόννησο με τακτικό στρατό, πεζικό και ιππικό, από δύο μεριές: Από τη μια απευθείας διεκπεραίωση στρατευμάτων μέσω Ρίου-Αντιρρίου και από την άλλη κάθοδο διαμέσου της ανατολικής Στερεάς με καταστολή της εξέγερσης που είχε ήδη αρχίσει εκεί. Το πρώτο σκέλος των στρατευμάτων υπό τη διοίκηση του Μουσταφάμπεη, πέρασε στην Πελοπόννησο πολύ νωρίς (6 Απριλίου) και επιδόθηκε σε συστηματικές καταστροφές πόλεων που είχαν περιέλθει στους εξεγερμένους. Το δεύτερο σκέλος των στρατευμάτων υπό τον Ομέρ Βρυώνη και τον Κιοσέ Μεχμέτ βρισκόταν στη Φθιώτιδα στις 19 Απριλίου με εντολή τη διενέργεια τακτικών εκκαθαριστικών επιχειρήσεων από βορά προς νότο.

Τα ελληνικά στρατιωτικά τμήματα που (μια μέρα πριν) είχαν καταλάβει την Υπάτη, αποφάσισαν να την εγκαταλείψουν και να αντιμετωπίσουν την οθωμανική στρατιά στην Φθιώτιδα σε τρία σημεία: Ο Πανουργιάς στη Χαλκωμάτα, ο Δυοβουνιώτης στο Γοργοπόταμο και ο Διάκος στην Αλαμάνα. Στις 24 Απριλίου, ο Ομέρ Βρυώνης επιτέθηκε και στα τρία σημεία ταυτόχρονα. Ο Πανουργιάς και ο Δυοβουνιώτης αναγκάστηκαν σε υποχώρηση, όμως το τμήμα του Διάκου που αντιστάθηκε πεισματικά στη γέφυρα της Αλαμάνας σφαγιάστηκε και ο ίδιος συνελήφθη επιτόπου[6]. Λίγες μέρες αργότερα τα ελληνικά στρατιωτικά σώματα ηττήθηκαν στο Ελευθεροχώρι της Λαμίας. Στις 8 Μαΐου ο Οδυσσέας Ανδρούτσος κατάφερε πλήγμα στον Ομέρ Βρυώνη στο χάνι της Γραβιάς. Με 120 μαχητές αντιμετώπισε επιτυχημένα όλη την ημέρα τις οθωμανικές επιθέσεις προξενώντας τους σημαντικές απώλειες και αποσύρθηκε τη νύχτα προς τα βουνά, με ελάχιστες δικές του απώλειες. Λίγες μέρες αργότερα οθωμανικό στρατιωτικό σώμα απέτυχε να καταλάβει τα Βλαχοχώρια της Γκιώνας, που υπερασπίζονταν ο Γιάννης Γκούρας. Οι τελευταίες αυτές επιτυχίες αναπτέρωσαν το ηθικό των επαναστατημένων και προβλημάτισαν τους Τούρκους, που αποσύρθηκαν προσωρινά στην Μενδενίτσα.






Ναυτικό κανόνι του 1821

Στις 6 Απριλίου είχε περάσει μέσω Ρίου στην Πελοπόννησο ο Μουσταφάμπεης, κεχαγιάμπεης του Χουρσίτ πασά, με εντολή την καταστολή της εξέγερσης. Έκαψε τη Βοστίτσα (Αίγιο), διάλυσε την πολιορκία του Ακροκόρινθου, έκαψε το Άργος, σύντριψε την αντίσταση που βρήκε στον ποταμό Ξεριά[7], διάλυσε την πολιορκία του Ναυπλίου και μπήκε πανηγυρικά στην Τρίπολη στις 6 Μαΐου. Στις 12 Μαΐου επιχείρησε μια πρώτη απόπειρα διάσπασης της πολιορκίας της Τρίπολης και επιτέθηκε με ισχυρές δυνάμεις εναντίον των πολιορκητών, στο Βαλτέτσι από βορά και νότο. Τη θέση υπερασπίσθηκαν λυσσαλέα, στρατιωτικά σώματα των Μαυρομιχαλαίων (Κυριακούλης, Ηλίας και Γιάννης), του Κολοκοτρώνη, των Πλαπουταίων και άλλων καπεταναίων. Την επόμενη ο Μουσταφάμπεης άρχισε υποχώρηση που η ελληνική αντεπίθεση μετέτρεψε σε άτακτη φυγή με σημαντικές απώλειες. Επιζητώντας με κάθε τρόπο την διάνοιξη δρόμου προς τη Μεσσηνία ο Μουσταφάμπεης επιτέθηκε στις 18 Μαΐου στα Δολιανά και στα Βέρβαινα, όπου ηττήθηκε από τα ελληνικά στρατιωτικά σώματα και επέστρεψε άπρακτος στην Τρίπολη. Οι νίκες αυτές, που οφείλουν πολλά στην επιμονή, την μεθοδικότητα αλλά και τις στρατηγικές ικανότητες του Κολοκοτρώνη (αρχιστράτηγος από τις αρχές Μαΐου), επέτρεψαν την στενότερη πολιορκία των φρουρίων, στα οποία άρχισαν να σημειώνονται ελλείψεις των αναγκαίων αφού ο ελληνικός στόλος είχε ήδη περιορίσει με τη δραστηριότητά του, την από θάλασσα τροφοδοσία τους.

Στις πρώτες του εξόδους και περιπολίες τον Απρίλιο, ο ελληνικός στόλος κυρίεψε αρκετά πλοία και μαζεύτηκαν μεγάλες ποσότητες από λάφυρα. Η θέα του ελληνικού στόλου με την επαναστατική σημαία, βοηθούσε να ξεσηκωθούν νησιά ή παραθαλάσσιες περιοχές που δεν είχαν μέχρι τότε ξεσηκωθεί και τα πληρώματα του στόλου δεν δίσταζαν να βγουν οπλισμένα στη στεριά και να συμμετέχουν σε επιχειρήσεις. Σημαντική ήταν η συμβολή του στόλου και στον από θαλάσσης αποκλεισμό και κανονιοβολισμό των φρουρίων που πολιορκούνταν (Ναύπλιο, Μονεμβασία).


Η επανάσταση στην υπόλοιπη Ελλάδα





Μακεδόνας ανάπηρος του Αγώνα κατά την έξοδο του Μεσολογγίου, Θεόδωρος Βρυζάκης

Στις 7 Μαΐου επαναστάτησαν με πρώτο τις Μηλιές, τα Εικοσιτέσσερα (τα χωριά του Πηλίου) της Θεσσαλίας, όπου ο υπεύθυνος για την περιοχή Φιλικός Άνθιμος Γαζής είχε προετοιμάσει το έδαφος από νωρίς με σημαντική εθνεγερτική δράση και επαφές με τους ντόπιους αρματολούς Μπασδέκηδες (Κυριάκο και Παναγιώτη). Οι ισχυροί προεστοί (κοτζαμπάσηδες) ήταν πολύ αρνητικοί στην ιδέα της επανάστασης, όμως όταν εμφανίστηκαν από το Τρίκερι τρία πλοία του ελληνικού στόλου, ο λαός δεν μπορούσε πια να συγκρατηθεί. Στις 9 Μαΐου οι επαναστάτες από όλα τα χωριά μαζεύτηκαν έξω από το Βόλο και πολιόρκησαν τους Οθωμανούς που κλείστηκαν στο φρούριο της πόλης. Στην πολιορκία βοήθησαν και τα ελληνικά πλοία και πληρώματα. Στις 11 Μαΐου οι επαναστάτες μπήκαν στο Βελεστίνο (οι Οθωμανοί κλείστηκαν στους 4 ισχυρότερους πύργους) και εκεί μαζεύτηκαν την ίδια μέρα αντιπρόσωποι από τα επαναστατημένα χωριά, κηρύχθηκε επίσημα η επανάσταση και συστάθηκε η Βουλή της Θετταλομαγνησίας, με πρόεδρο τον Άνθιμο Γαζή και γραμματέα τον Φίλιππο Ιωάννου. Οι επαναστάτες στη Θεσσαλία ήταν στην συντριπτική τους πλειοψηφία άτακτοι χωρικοί, χωρίς κανενός είδους στρατιωτική εμπειρία, αλλά και χωρίς τα απαραίτητα όπλα και πολεμοφόδια και όταν λίγες μέρες αργότερα εμφανίστηκε πολυπληθής οθωμανική στρατιά από τη Λάρισα υπό τη διοίκηση του Μαχμούτ πασά Δράμαλη (από τη Δράμα), διαλύθηκαν αμέσως προς τα χωριά τους. Ο Δράμαλης έκαψε την Κάπουρνα και τα Κανάλια, ανέβηκε μέχρι τη Μακρυνίτσα και ζήτησε από όλα τα χωριά να πληρώσουν μεγάλα πρόστιμα. Οι περισσότεροι επαναστάτες φοβισμένοι υπέκυψαν και οι κοτζαμπάσηδες προσκύνησαν φέρνοντας στον Δράμαλη πλούσια δώρα. Αυτός προωθήθηκε προς το Λαύκο επιδιώκοντας να μπει στις Μηλιές, που ήταν το στρατηγείο της επανάστασης, όμως στις 25 Μαΐου συνάντησε αντίσταση στα Λεχώνια και δεν προχώρησε. Στις Μηλιές η κατάσταση ήταν αντιφατική, με τους κοτζαμπάσηδες να θέλουν να προσκυνήσουν και τους επαναστάτες με τον Γαζή να θέλουν να αντισταθούν. Τελικά ο Γαζής αναγκάστηκε να φύγει στη Σκιάθο και οι Μηλιές προσκύνησαν στα μέσα Ιουνίου τον Δράμαλη που έφτασε μέχρι τη Μηλίνα και δεν προχώρησε άλλο. Όσοι επαναστάτες απέμειναν προωθήθηκαν προς το Τρίκερι και πολλά γυναικόπαιδα πέρασαν σε Σκιάθο και Σκόπελο. Όταν αποχώρησε ο Δράμαλης η επανάσταση έμεινε ζωντανή στο Λαύκο, την Αργαλαστή, το Προμμύρι και το Τρίκερι.

Την ίδια μέρα που γίνονταν η μάχη στη Γραβιά (8 Μαΐου) και μια μέρα μετά την έναρξη της επανάστασης στη Θεσσαλία, επαναστάτησε και το γειτονικό Ξεροχώρι (Ιστιαία) στην βόρεια Εύβοια. Από εκεί η επανάσταση διαδόθηκε στην Λίμνη και στην Κύμη της Εύβοιας, που ανήκε στο ισχυρό πασαλίκι του Εγρίπου (Ευρίπου) με πρωτεύουσα τη Χαλκίδα και είχε σημαντικές οθωμανικές στρατιωτικές δυνάμεις. Τέλη Μαΐου οι επαναστάτες προσπάθησαν δύο φορές να πολιορκήσουν την Χαλκίδα χωρίς όμως επιτυχία και στη συνέχεια κυνηγήθηκαν από το οθωμανικό ιππικό, που τους προκάλεσε μεγάλες απώλειες.

Μετά από την αποτυχία των επίμονων προσπαθειών συντονισμού ταυτόχρονης έκρηξης της επανάστασης στον Όλυμπο και την Χαλκιδική ο Εμμανουήλ Παπάς κήρυξε τελικά την επανάσταση στη Μακεδονία, στον Πολύγυρο στις 17 Μαΐου. Η οθωμανική απάντηση ήταν εδώ άμεση με συλλήψεις ομήρων και καταλήψεις πόλεων. Ιδιαίτερα δεινοπάθησε η Θεσσαλονίκη, όπου εξοντώθηκαν χιλιάδες Έλληνες και οι περιουσίες τους δημεύτηκαν ή καταστράφηκαν. Χρειάστηκε να περάσουν τουλάχιστον πενήντα χρόνια για να επανέλθει ο ελληνισμός της πόλης στα πριν του 1821 επίπεδα και να συνέλθει από αυτό το συντριπτικό χτύπημα. Οι οπλαρχηγοί του Ολύμπου και του Βερμίου ήταν διστακτικοί και περίμεναν ενισχύσεις σε μαχητές και πολεμοφόδια από την νότια Ελλάδα. Μόνο ο Διαμαντής Νικολάου προσφέρθηκε να εξεγερθεί άμεσα και πέρασε με το στρατιωτικό σώμα του στη Χαλκιδική τον Ιούνιο.

Στις 21 Μαΐου προεστοί από όλες τις επαρχίες και ντόπιοι οπλαρχηγοί συγκεντρώθηκαν στο Λουτρό των Σφακιών, ίδρυσαν Καγκελαρία και κήρυξαν την επανάσταση και στην Κρήτη. Στο νησί υπήρχε ισχυρό και εμπειροπόλεμο τουρκικό στοιχείο και η επανάσταση καταπνίγηκε γρήγορα με κατάληψη και της κοιτίδας της στα Σφακιά.

Στις 20 Μαΐου επαναστάτησε το Μεσολόγγι με τον αρματολό του Ζυγού Δημήτρη Μακρή και την επόμενη ο Μακρής ξεσήκωσε και το Ανατολικό (Αιτωλικό). Στις 25 Μαΐου ο Γιώργος Βαρνακιώτης κήρυξε με προκήρυξη την επανάσταση στο Ξηρόμερο και στις 4 Ιουνίου επαναστάτησε και το Καρπενήσι με τους Γιολντάσηδες. Η καθυστέρηση στην κήρυξη της επανάστασης στη Δυτική Ελλάδα, φαίνεται ότι οφείλεται στην ύπαρξη ισχυρών οθωμανικών δυνάμεων στην Ήπειρο, λόγω της στρατιωτικής αναμέτρησης της Πύλης με τον Αλή Πασά, αλλά και στην απροθυμία ισχυρών αρματολών (Γιώργος Βαρνακιώτης, Ανδρέας Ίσκος) της περιοχής να εμπλακούν, ίσως λόγω φόβων για την απώλεια των προνομίων τους.





Κωνσταντίνος Βολανάκης, Η πυρπόληση της τουρκικής φρεγάτας στον κόλπο της Ερεσού από τον Δημήτριο Παπανικολή.
Τον Μάιο πλοία του ελληνικού στόλου υπό τη διοίκηση του Γιακουμάκη Τομπάζη προσέγγισαν στη Χίο, σε μια προσπάθεια να πεισθούν οι Χιώτες να προσχωρήσουν στην επανάσταση. Δεν υπήρξε ανταπόκριση ούτε από τους επώνυμους αλλά ούτε από τους χωρικούς και ο στόλος απέπλευσε. Οι Οθωμανοί συνέλαβαν ομήρους μεταξύ των επιφανών Ελλήνων και ένα σώμα ατάκτων πέρασε από τα τουρκικά παράλια στο νησί για τη "διατήρηση της τάξης". Στην πρώτη του έξοδο από τα Δαρδανέλλια ο οθωμανικός στόλος βρήκε μπροστά του τα ελληνικά πολεμικά. Στις 27 Μαΐου ο Τομπάζης κυνήγησε την οθωμανική μοίρα και κατάφερε να αποκλειστεί το μεγαλύτερο πλοίο (πλοίο της γραμμής με 76 πυροβόλα) στον κόλπο της Ερεσσού, το οποίο ανατινάχτηκε τελικά από τον Παπανικολή με πυρπολικό φτιαγμένο στα Ψαρά, με σημαντικές απώλειες των Οθωμανών.

Το Μάιο με πρωτοβουλία της Μεσσηνιακής γερουσίας συγκλήθηκε πανπελοποννησιακή συνέλευση στην Μονή των Καλτεζών, υπό την προεδρία του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη. Συμμετείχαν ισχυροί προύχοντες ή αντιπρόσωποί τους, ιεράρχες και λίγοι στρατιωτικοί και Φιλικοί. Προσκλήσεις στάλθηκαν και στα τρία ναυτικά νησιά τα οποία όμως δεν συμμετείχαν. Με ανακοίνωσή της στις 26 Μαΐου, συστάθηκε η Πελοποννησιακή Γερουσία, στην οποία περιήλθαν όλες οι εξουσίες και η ευθύνη της διεύθυνσης των επαναστατικών πραγμάτων για όλη την Πελοπόννησο. Μέλη της Γερουσίας αυτής ήταν αντιπρόσωποι από όλα τα μεγάλα προυχοντικά τζάκια της Πελοποννήσου, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης και γραμματέας ο Ρήγας Παλαμήδης. Επρόκειτο για μια εσπευσμένη αλλά συντονισμένη ενέργεια των ισχυρών να αντιπαρατεθούν στην εξουσία του Δημήτριου Υψηλάντη, που αναμενόταν να φτάσει στην Πελοπόννησο. Μέχρι την άφιξή του η Γερουσία αυτή έκανε εκλογές επαρχιακών και κοινοτικών αντιπροσώπων και προκήρυξε γενική επιστράτευση.

Η επανάσταση στη Μολδοβλαχία [Επεξεργασία]

Στα πριγκιπάτα η επανάσταση δεν είχε καλή εξέλιξη. Πρώτα ήρθε η διάσπαση των επαναστατών και η σύλληψη και εκτέλεση του Βλαντιμιρέσκου από τους Έλληνες, την νύχτα της 27 Μαΐου. Οι Οθωμανοί μπαίνουν με ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις στο Βουκουρέστι και ο Υψηλάντης, σε απελπιστική θέση υποχωρεί αμαχητί προς τα Καρπάθια. Στις 7 Ιουνίου δίνεται από τους μαχητές του Ιερού Λόχου υπό τον στρατηγό του Υψηλάντη, Αλέξανδρο Μακεδόνσκη[8], η πολυαίμακτη μάχη στο Δραγατσάνι, όπου έπεσαν νεκροί διακόσιοι νέοι σπουδαστές και σαράντα πιάστηκαν αιχμάλωτοι από τους Οθωμανούς. Ο Υψηλάντης υποχωρώντας φτάνει στα αυστριακά σύνορα, συλλαμβάνεται από τους αυστριακούς και φυλακίζεται στο φρούριο του Μούνκατς. Λίγο μετά την αποφυλάκισή του επτά χρόνια αργότερα, θα πεθάνει από καρδιά.

Στη Μολδαβία τα τμήματα του Ολύμπιου, του Φαρμάκη και του Καρπενησιώτη συνέχισαν τον άνισο αγώνα με τις οθωμανικές δυνάμεις. Ο Καρπενησιώτης συγκρούεται με τους Οθωμανούς στο Γαλάτσι και τον Προύθο με σοβαρές απώλειες. Ο Ολύμπιος, μετά από πολλές συγκρούσεις, καταφεύγει με έντεκα μαχητές στη Μονή Σέκου, αντιστέκεται ηρωικά και στις 23 Οκτωβρίου βάζουν φωτιά στη μπαρουταποθήκη του μοναστηριού και τινάζονται στον αέρα μαζί με τους εχθρούς. Ο Φαρμάκης προδόθηκε στους Οθωμανούς από Άγγλους και Αυστριακούς και θανατώθηκε με φρικτά βασανιστήρια. Στις αρχές του 1822 το κίνημα στα ρουμανικά πριγκιπάτα είχε κατασταλεί εντελώς. Η απασχόληση στα πριγκιπάτα σοβαρών στρατιωτικών οθωμανικών δυνάμεων βοήθησε να ανάψει και να διατηρηθεί η επαναστατική φλόγα στην Ελλάδα.

Τον Ιανουάριο του 1822 η πρώτη εθνική σύνοδος, στην Επίδαυρο ανακήρυξε την ανεξαρτητοποίηση της Ελλάδας απο την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η ανακήρυξη αυτή επισφραγίστηκε μετά τις αξιοσημείωτες νίκες των μαχόμενων Ελλήνων, σε στεριά και θάλασσα.





Νικηφ. Λύτρας, Η πυρπόληση της τουρκικής ναυαρχίδας από τον Κανάρη (π. 1866-1870). Λάδι σε μουσαμά, 143 εκ. x 109 εκ. Πινακοθήκη Αβέρωφ, Μέτσοβο.
Οι πολεμικές επιχειρήσεις έληξαν, όταν ο Σουλτάνος υποχρεωμένος από την Ρωσία, αποδέχθηκε την αυτονομία της Ελλάδας με την Συνθήκη της Αδριανούπολης το 1829.
Τα γεγονότα του 1822
Στις αρχές του 1822 ολοκληρώθηκε η πρώτη Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου η οποία κήρυξε την ανεξαρτησία του Ελληνικού έθνους.

Καθοριστικό γεγονός στις αρχές του έτους ήταν η πτώση του Αλή Πασά που απελευθέρωσε τουρκικές δυνάμεις για να στραφούν κατά της Ελληνικής επανάστασης. Ο αρχηγός της εκστρατείας Χουρσίτ, κατευθύνθηκε αρχικά εναντίον του Σουλίου για να καταστρέψει την μόνιμη εστία αντίστασης στην Ήπειρο. Κυρίευσε αρχικά το Σούλι, άλλα οι Σουλιώτες οργάνωσαν νέα άμυνα στις θέσεις Κιάφα και Ναβαρίκο (ή Αβαρίκο). Λίγο αργότερα ο Χουρσίτ κλήθηκε στη Λάρισα κατηγορούμενος από τους κύκλους του Σουλτάνου για οικειοποίηση μέρους της περιουσίας του Αλή Πασά. Παρέμεινε στη θέση του ο Ομέρ Βρυώνης, να συνεχίσει την πολιορκία των Σουλιωτών.

Οι Έλληνες για να βοηθήσουν τους Σουλιώτες που βρίσκονταν σε δυσμενή θέση, επιχείρησαν αντιπερισπασμό στέλνοντας στρατό στα νότια της Ηπείρου με αρχηγό τον Μαυροκορδάτο. Παράλληλα ένα στρατιωτικό σώμα με αρχηγό τον Κυριακούλη Μαυρομιχάλη αποβιβάστηκε στην περιοχή του Φαναρίου κοντά στις εκβολές του Αχέροντα άλλα απέτυχε. Το σώμα του Μαυροκορδάτου στο οποίο συμπεριλαμβανόταν και ένας λόχος φιλελλήνων μετά από ορισμένες επιτυχίες στο Κομπότι, ηττήθηκε στη μάχη του Πέτα από τις δυνάμεις του Κιουταχή. Τα υπολείμματα του στρατού κατέφυγαν στο Μεσολόγγι. Λίγο μετά έπεσε και το Σούλι και οι δυνάμεις του Ομέρ Βρυώνη συναντήθηκαν με αυτές του Κιουταχή προελαύνοντας κατά του Μεσολογγίου. Η πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου κατέληξε σε αποτυχία για τις τουρκικές δυνάμεις οι οποίες αποσύρθηκαν τον Νοέμβριο του 1822.






Η μάχη στα Δερβενάκια
Στο διάστημα που μεσολάβησε από τις αρχές του 1822 μέχρι την μάχη του Πέτα οι επιχειρήσεις στην Πελοπόννησο και στη Στερεά Ελλάδα συνεχίστηκαν. Τον Ιανουάριο παραδόθηκε η Ακροκόρινθος. Το ίδιο διάστημα οι Έλληνες πολιορκούσαν την Πάτρα, ενώ στην Στερεά συνεχιζόταν η πολιορκία της Αθήνας η οποία παραδόθηκε στις 9 Ιουνίου του 1822. Οι Τούρκοι συγκεντρώνοντας μεγάλο στρατό στη Λαμία με αρχηγό τον Δράμαλη. Η στρατιά του Δράμαλη διέσχισε τη Στερεά σχεδόν χωρίς αντίσταση, κατέλαβε αμαχητί την Ακροκόρινθο και εισήλθε στην πεδιάδα του Άργους. Ο Κολοκοτρώνης εφαρμόζοντας την τακτική της καμένης γης ανάγκασε τον Δράμαλη να οπισθοχωρήσει πίσω στην Κόρινθο. Κατά την επιστροφή του δέχτηκε επίθεση στα Δερβενάκια, που είχαν καταληφθεί από τις δυνάμεις του Κολοκοτρώνη. Στη μάχη των Δερβενακίων η στρατιά του Δράμαλη καταστράφηκε και ο κίνδυνος για την επανάσταση στην Πελοπόννησο αποτράπηκε. Λίγο αργότερα οι Έλληνες κατέλαβαν το Ναύπλιο.






Κωνσταντίνος Κανάρης
Στη θάλασσα ο τουρκικός στόλος κατάφερε να ανεφοδιάσει τα κάστρα της Μεθώνης και της Πάτρας που πολιορκούνταν ακόμα από Έλληνες. Τον Φεβρουάριο του 1822 όμως δέχτηκε επίθεση από Έλληνες στον Πατραϊκό κόλπο και οπισθοχώρησε καταφεύγοντας στη Ζάκυνθο. Ένας νέος στόλος συγκεντρώθηκε στην Κωνσταντινούπολη με Ναύαρχο τον Καρά Αλή. Πρώτη του δουλειά ήταν να καταπνίξει την επανάσταση στη Χίο. Στις 30 Μαρτίου 1822 οι Τούρκοι αποβιβάστηκαν στη Χίο χωρίς ιδιαίτερη παρενόχληση από τον ελληνικό στόλο που είχε αποχωρήσει νοτιότερα και προχώρησαν σε εκτεταμένες λεηλασίες και σφαγές άμαχου πληθυσμού. Χιλιάδες κάτοικοι του νησιού σφαγιάστηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν ενώ μεγάλο μέρος του πληθυσμού διέφυγε προς τα Ψαρά, τις Κυκλάδες και την Πελοπόννησο. Η σφαγή της Χίου είχε μεγάλο αντίκτυπο στην κοινή γνώμη των δυτικοευρωπαϊκών κρατών και μετέβαλε τη στάση της υπέρ του αγώνα των Ελλήνων. Ο τουρκικός στόλος παρέμεινε στο λιμάνι της Χίου μέχρι τον Ιούνιο του 1822. Τότε οι Έλληνες επιχείρησαν με πυρπολικά να προκαλέσουν καταστροφές στον τουρκικό στόλο. Ο Κωνσταντίνος Κανάρης κατάφερε να ανατινάξει την τουρκική ναυαρχίδα προκαλώντας τεράστιο πλήγμα στον τουρκικό στόλο. Ο Καρά Αλή βρήκε τον θάνατο και ο τουρκικός στόλος απέπλευσε πίσω στον Ελλήσποντο. Ένα άλλο τμήμα τουρκικού στόλου προσπάθησε να ανεφοδιάσει το πολιορκημένο Ναύπλιο. Τον δρόμο του τον έκλινε ο στόλος της Ύδρας και των Σπετσών. Μετά από σύγκρουση στα ανοιχτά των Σπετσών οι Τούρκοι υποχώρησαν αδυνατώντας να διασπάσουν την ελληνική άμυνα. Στη συνέχεια ο στόλος κατέπλευσε στην Τένεδο. Την νύχτα, 28 του Οκτώβρη του 1822 ο Κανάρης πυρπόλησε την υποναυαρχίδα του τουρκικού στόλου, αναγκάζοντας τα τουρκικά πλοία να υποχωρήσουν στα Στενά.

Το 1822 άναψαν και νέες εστίες επανάστασης. Στις αρχές του χρόνου επαναστάτησαν η Νάουσα, η Βέροια και οι περιοχές του Ολύμπου. Οι Τούρκοι απάντησαν άμεσα και με μία στρατιά του Πασά της Θεσσαλονίκης, καταστρέφοντας τη Νάουσα. Οι γυναίκες της πόλης κατέφυγαν στο ρέμα Αραπίτσα και για να αποφύγουν την αιχμαλωσία προτίμησαν να πέσουν στον γκρεμό.

Αντίθετα στην Κρήτη η επανάσταση σημείωνε επιτυχίες. Ο Πασάς του Ηρακλείου σε συνεργασία με τη στρατιά που έστειλε από την Αίγυπτο ο Μωχάμετ Άλη απέτυχαν να καταστείλουν την επανάσταση. Οι Έλληνες πέτυχαν σημαντική νίκη στην μάχη του Κρουσσώνα. Τον Μάΐο του 1822 δημιουργείται προσωρινή διοίκηση στο νησί με το όνομα προσωρινό πολίτευμα νήσου Κρήτης.

Σε διπλωματικό επίπεδο, οι Έλληνες έστειλαν αντιπροσώπους στο συνέδριο της Ιερής Συμμαχίας στη Βερόνα, οι οποίοι δεν έγιναν δεκτοί. Στο συνέδριο της Βερόνας επικράτησαν οι θέσεις του Μέττερνιχ και η ελληνική επανάσταση καταδικάστηκε.
Τα γεγονότα του 1823
Στις αρχές του 1823 σημειώθηκε μεταστροφή της Αγγλικής πολιτικής σε σχέση με τους επαναστατημένους Έλληνες. Οι Άγγλοι αναγνώρισαν τους Έλληνες ως εμπόλεμους και στη συνέχεια αναγνώρισαν τον ναυτικό αποκλεισμό που είχαν επιβάλλει οι Έλληνες στα τουρκικά λιμάνια. Η αλλαγή πολιτικής της Αγγλίας είχε ως συνέπεια την αποδέσμευσή της από την πολιτική της Ιεράς Συμμαχίας. Στην συνδιάσκεψη της τελευταίας στο Τσέρνοβιτς, το φθινόπωρο του 1823, προκλήθηκε η πρώτη μεγάλη ρήξη μεταξύ των δυνάμεων που την αποτελούσαν.



Ο θάνατος του Μάρκου Μπότσαρη
Πίνακας από τον Ludovico Lipparini, που βρίσκεται στο μουσείο της Τεργέστης στην Ιταλία
Την ίδια περίοδο οι Οθωμανικές αρχές αδυνατούσαν να αναλάβουν αξιόλογες επιχειρήσεις για να καταπνίξουν την ελληνική επανάσταση. Οι στρατιωτικές δυνάμεις της αυτοκρατορίας ήταν διασκορπισμένες σε διάφορα ανοικτά μέτωπα και το βάρος της αντιμετώπισης των Ελλήνων ανέλαβαν βαλκάνιοι Πασάδες, Το τουρκικό σχέδιο προέβλεπε δύο παράλληλες εκστρατείες, μία μέσω της Δυτικής Ελλάδας και μία μέσω της Ανατολικής που θα κατέληγαν και οι δύο στη Ναύπακτο. Από ‘κει διαπλέοντας το στενό Ρίου-Αντιρρίου οι ενωμένες πλέον στρατιές θα ξεχύνονταν στην Πελοπόννησο και θα κατέπνιγαν την επανάσταση. Την αρχηγία της δυτικής στρατιάς ανέλαβαν ο Ομέρ Βρυώνης και ο Μουσταής Πασάς της Σκόδρας, ενώ την ανατολική ανέλαβε ο Γιουσούφ Πασάς γνωστός ως Μπερκόφτσαλης. Η στρατιά του Ομέρ Βρυώνη και του Μουσταή διασχίζοντας τις ορεινές περιοχές των Αγράφων για να συντρίψει τους τοπικούς οπλαρχηγούς συνάντησε ισχυρή αντίσταση από Ελλήνικές δυνάμεις με αρχηγό τον Μάρκο Μπότσαρη, στη θέση Κεφαλόβρυσο κοντά στο Καρπενήσι. Αν και οι Έλληνες υπερείχαν στη μάχη ο θανάσιμος τραυματισμός του Μπότσαρη τους ανάγκασε να αποσυρθούν. Οι Τούρκοι προέλασαν τότε προς το Μεσολόγγι, όμως προτίμησαν να πολιορκήσουν πρώτα το Αιτωλικό (τότε λεγόταν Ανατολικό). Η πολιορκία αποκρούστηκε και η τουρκική στρατιά αποχώρησε. Στην επιστροφή δέχτηκε επίθεση από σώμα κλεφτών και επέστρεψε στην Ήπειρο αποδεκατισμένη. Η άλλη στρατιά του Μπερκόφτσαλη αφού πολιόρκησε ανεπιτυχώς την Αθήνα πραγματοποίησε ορισμένες επιτυχημένες επιχειρήσεις στην Εύβοια και στη συνέχεια αποσύρθηκε. Η υποταγή της Βόρειας Εύβοιας απομόνωσε τους Έλληνες στο Τρίκερι της Μαγνησίας όπου είχαν καταφύγει και τα σώματα των επαναστατών από την περιοχή του Ολύμπου. Ο Καρατάσος, αρχηγός των συγκεντρωμένων Ελλήνων στο Τρίκερι, πρότεινε μία συμφωνία στους Τούρκους προκειμένου να παραδοθεί η οποία έγινε δεκτή. Η παράδοση των σωμάτων αυτών είχε ως συνέπεια τον τερματισμό της επανάστασης στη Μαγνησία.

Τον Απρίλιο του 1823 πραγματοποιήθηκε η δεύτερη Εθνοσυνέλευση στο Άστρος. Η Εθνοσυνέλευση κατάργησε τις τοπικές διοικήσεις Ανατολικής Ελλάδας, Δυτικής Ελλάδας και Πελοποννήσου και τις αντικατέστησε από μία κεντρική διοίκηση που την αποτελούσαν δύο σώματα το Βουλευτικό και το Εκτελεστικό. Παράλληλα κατάργησε το αξίωμα της αρχιστρατηγίας που το αντικατέστησε από μία τριμελή επιτροπή στρατιωτικών. Η απόφαση αυτή στόχευε να περιορίσει την εξουσία του Κολοκοτρώνη. Στα τέλη του χρόνου τα δύο σώματα εξουσίας κατέληξαν να εκφράζουν δύο αντίπαλες πτέρυγες επαναστατών, με αποτέλεσμα τη ρήξη μεταξύ τους που οδήγησε στο ξέσπασμα του εμφυλίου, στα τέλη του 1823.
Τα γεγονότα του 1824

Μετά την καταστροφή των Ψαρών». Έργο του Νικόλαου Γύζη
Από το 1824 άρχισε η κάμψη της Επαναστάσεως, εξαιτίας κυρίως δύο εμφυλίων πολέμων και των συντονισμένων επιχειρήσεων εναντίον των Τούρκων και των Αιγυπτίων. Παρά την αντίσταση ο αγώνας των Ελλήνων υποχώρησε στην Κρήτη,ενώ η Κάσος και τα Ψαρά καταστράφηκαν. Σώθηκε την τελευταία στιγμή η Σάμος, μετά τις νίκες του Σαχτούρη και του Μιαούλη.

Ο Σουλτάνος διαπιστώνοντας τη δυσκολία της κατάσβεσης της ελληνικής επανάστασης με τις δικές του δυνάμεις, κατέφυγε στη βοήθεια του σχεδόν αυτόνομου Πασά της Αιγύπτου, Μωχάμετ Άλη. Για να εξασφαλίσει την βοήθειά του του παραχώρησε το Πασαλίκι της Κρήτης και στον γιο του Ιμπραήμ παραχώρησε το πασαλίκι της Πελοποννήσου. Μετά τις παραχωρήσεις του Σουλτάνου ο τουρκοαιγυπτιακός στόλος κατέπλευσε στο Αιγαίο για να συμπράξει στις επιχειρήσεις με τον Τουρκικό. Στόχος του τουρκοαιγυπτιακού στόλου που διοικούσε ο Χουσεΐν Μπέη έγινε η Κάσος που υπήρξε σημαντική ναυτική δύναμη με αξιόλογη προσφορά στην επανάσταση. Στα τέλη Μαΐου 1824 οι τουρκοαιγύπτιοι έκαναν απόβαση στο νησί και ακολούθησε μεγάλη καταστροφή. Ο Τουρκικός στόλος διοικητής του οποίου ήταν ο Κοτζά Μεχμέτ Χιουσρέφ Πασάς στράφηκε κατά των Ψαρών της μίας από τις τρεις μεγάλες ναυτικές δυνάμεις των Ελλήνων. Στα τέλη Ιουνίου αποβιβάστηκε στο νησί και παρά την σθεναρή αντίσταση των κατοίκων του ακολούθησε σφαγή αγωνιστών και αμάχων. Η ολοσχερής καταστροφή των Ψαρών αποτέλεσε μεγάλο πλήγμα για την επανάσταση. Ενωμένος πλέον ο Τουρκοαιγυπτιακός στόλος (με διοικητή πλέον των Αιγυπτιακών δυνάμεων τον Ιμπραήμ) κατέπλευσε προς τη Σάμο. Μπροστά στον κίνδυνο να επαναληφθεί η τραγωδία στην Κάσο και στα Ψαρά ο ελληνικός στόλος με ναύαρχο τον Ανδρέα Μιαούλη ανέλαβε δράση. Στα τέλη Αυγούστου 1824 συγκρούστηκε με τους ενωμένους εχθρικούς στόλους μεταξύ Λέρου και του κόλπου του Γέροντα. Στη ναυμαχία του Γέροντα όπως έγινε γνωστή, οι έλληνες επικράτησαν και ο αγώνας στη θάλασσα επιβίωσε. Στη συνέχεια ο ελληνικός στόλος κατάφερε επιτυχώς να εμποδίσει τον στόλο του Ιμπραήμ να αποβιβάσει στρατό στην Κρήτη. Ο Ιμπραήμ κατάφερε να αποβιβαστεί στη Σούδα μόλις το Φθινόπωρο του 1824, όπου προτίμησε να ξεχειμωνιάσει πριν εισβάλλει στην Πελοπόννησο. Η επανάσταση στο νησί είχε υποχωρήσει σημαντικά και παρέμενε ζωντανή σχεδόν μόνο στην περιοχή των Σφακίων.


Ο Ανδρέας Μιαούλης
Στην Πελοπόννησο βρισκόταν σε εξέλιξη ο εμφύλιος πόλεμος μεταξύ των υποστηριχτών των δύο κυβερνήσεων. Η μία με αρχηγό τον Γεώργιο Κουντουριώτη είχε μεταφέρει την έδρα της στο Κρανίδι, στα νότια της Αργολίδας και υποστηριζόταν από τους νησιώτες, τους στερεοελλαδίτες, τους ετερόχθονες πολιτικούς και ορισμένους πελοποννήσιους προκρίτους όπως ο Λόντος και ο Ζαΐμης. Η άλλη με αρχηγό τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη είχε μεταφέρει την έδρα της στην Τριπολιτσά και υποστηριζόταν από τον Κολοκοτρώνη και άλλους πελοποννήσιους οπλαρχηγούς. Η σύναψη του πρώτου δανείου από αγγλικές τράπεζες έκανε ακόμα εντονότερη την προσπάθεια επικράτησης της μίας ή της άλλης πλευράς ώστε να περιέλθει στη διαχείρισή της το δάνειο. Τελικά η υπεροχή των δυνάμεων της κυβέρνησης του Κουντουριώτη ανάγκασε την πλευρά του Κολοκοτρώνη να εγκαταλείψει τον αγώνα ζητώντας συνθηκολόγηση. Η κυβέρνηση Κουντουριώτη που απέμεινε μοναδική κυβέρνηση των Ελλήνων προσέφερε αμνηστία στους αντιπάλους της και η πρώτη φάση του εμφυλίου ολοκληρώθηκε. Σύντομα όμως ξέσπασε νέα κρίση. Η συγκρότηση νέου βουλευτικού σώματος στο οποίο δεν υπήρχε εκπροσώπηση πελοποννήσιων προκρίτων οδήγησε τους τελευταίους σε συμμαχία με τον Κολοκοτρώνη και σύγκρουση με την κυβέρνηση. Οι νέες παρατάξεις, οι κυβερνητικοί και οι αντικυβερνητικοί επιδόθηκαν σε νέο γύρο εχθροπραξιών. Η κυβέρνηση Κουντουριώτη ανέθεσε στον Κωλέττη την αντιμετώπιση των αντιπάλων της. Αυτός κατασπαταλώντας το δάνειο της Ελλάδας συγκρότησε στρατό από την Στερεά Ελλάδα και κατάφερε να επικρατήσει. Ο Κολοκοτρώνης παραδόθηκε και φυλακίστηκε στην Ύδρα.

Οι Τούρκοι δεν ανέλαβαν σημαντικές επιχειρήσεις στη στεριά κατά τη διάρκεια του 1824. Οργάνωσαν μία επιχείρηση στην ανατολική Στερεά, άλλα ηττήθηκαν στην μάχη της Άμπλιανης από δυνάμεις ρουμελιωτών και σουλιωτών.

Παπαφλέσσας
Τα γεγονότα του 1825
Στις αρχές του 1825 ο Ιμπραήμ μετέφερε στρατό από την Κρήτη στην Πελοπόννησο. Αποβίβασε στην περιοχή της Μεθώνης, που βρισκόταν ακόμα σε τουρκικά χέρια, περίπου 11.000 στρατιώτες και 1.000 ιππείς. Οι Έλληνες απασχολημένοι με τον εμφύλιο δεν αντιμετώπισαν έγκαιρα τον Ιμπραήμ επιτρέποντας στις δυνάμεις του να αναπτυχθούν. Η πρώτη αποστολή των Ελλήνων για την αντιμετώπιση του Ιμπραήμ στάλθηκε στη Μεσσηνία τον Απρίλιο του 1825. Στην πρώτη μάχη που δόθηκε στο Κρεμμύδι οι Έλληνες ηττήθηκαν. Ακολούθησε νίκη του Ιμπραήμ στη Σφακτηρία και κατάληψη του Νεόκαστρου (σημερινής Πύλου). Η κυβέρνηση Κουντουριώτη μπροστά στον μεγάλο κίνδυνο αναγκάστηκε να παραμερίσει τις διαφορές της με την αντίπαλή της πτέρυγα. Με απαίτηση του λαού αποφυλάκισε τον Κολοκοτρώνη και του επέδωσε ξανά τον τίτλο του αρχιστράτηγου. Την περίοδο που αποφυλακίστηκε ο Κολοκοτρώνης ο Παπαφλέσσας εγκατέλειψε την κυβερνητική θέση που κατείχε και ηγήθηκε σώματος που επιχείρησε να σταματήσει τον Ιμπράημ. Στη μάχη στο Μανιάκι οι Έλληνες ηττήθηκαν και ο Παπαφλέσσας σκοτώθηκε. Ο Ιμπραήμ συνέχισε την προέλασή του καταλαμβάνοντας την Τριπολιτσά στα μέσα Ιουνίου του 1825 και το Άργος λίγες μέρες αργότερα. Τότε συγκροτήθηκε ελληνικό σώμα με αρχηγούς τον Δημήτριο Υψηλάντη και τον Ιωάννη Μακρυγιάννη, το οποίο αντιμετώπισε επιτυχώς τον Ιμπραήμ στους Μύλους της Λέρνας, λίγο νοτιότερα του Άργους αναγκάζοντάς τον να επιστρέψει στην Τριπολιτσά. Προς το τέλος του χρόνου αποφάσισε να ενισχύσει την πολιορκία του Μεσολογγίου όπου βρισκόταν καθηλωμένος ο στρατός του Κιουταχή από τον Απρίλιο της ίδιας χρονιάς. Μεταβαίνοντας στο Μεσολόγγι κατέστρεψε τη δυτική Πελοπόννησο στα τέλη του 1825.

Στη Στερεά επήλθε πλήρης ρήξη του Οδυσσέα Ανδρούτσου με την κυβέρνηση. Τον Μάρτιο του 1825, έχοντας και τουρκική βοήθεια, συγκρούστηκε στις Λιβανάτες με στρατιωτικό σώμα διοικητής του οποίου ήταν ο Γκούρας. Ο Ανδρούτσος που ηττήθηκε, αιχμαλωτίστηκε και φυλακίστηκε στην Ακρόπολη της Αθήνας. Λίγο αργότερα δολοφονήθηκε.

Στην Κρήτη η επανάσταση αναζωπυρώθηκε μετά την κατάληψη του φρουρίου της Γραμβούσας από Έλληνες, τον Αύγουστο του 1825.





Η "Έξοδος του Μεσολογγίου",Θεόδωρος Βρυζάκης (1855)

Τα γεγονότα του 1826
Από τις αρχές του έτους οι ενωμένες στρατιές του Ιμπράημ και του Κιουταχή πολιορκούσαν το Μεσολόγγι. Οι πολιορκημένοι του Μεσολογγίου απέρριψαν τις προτάσεις του Ιμπραήμ για παράδοση και επέλεξαν να συνεχίσουν να αντιστέκονται. Όμως η συντριπτική υπεροχή του αντιπάλου σε στρατιωτικές δυνάμεις καθιστούσε την προσπάθεια εξαιρετικά δύσκολη. Κατά τη διάρκεια του Φεβρουαρίου του 1826 οι Έλληνες κατάφερναν να αποκρούουν με επιτυχία τις επιθέσεις του Ιμπραήμ, προκαλώντας συνεχείς απώλειες στον στρατό του. Όμως από τον Μάρτιο η κατάσταση άρχισε να αλλάζει. Η κατάληψη σημαντικών νησίδων της λιμνοθάλασσας από τους Τούρκους και η αποτυχία του Μιαούλη να ανεφοδιάσει την πόλη στις αρχές Απριλίου, έφερε σε δυσχερέστατη θέση τους αμυνόμενους. Η κατάσταση στην πόλη ήταν πλέον δραματική. Τα τρόφιμα είχαν σχεδόν τελειώσει και τα πολεμοφόδια είχαν λιγοστέψει σημαντικά. Μπροστά σε αυτή την κατάσταση το συμβούλιο των οπλαρχηγών και προκρίτων της πόλης πήρε την απόφαση για την έξοδο των κατοίκων από το Μεσολόγγι. Η έξοδος ορίστηκε για την νύχτα του Σαββάτου του Λαζάρου (9 Απριλίου) με ξημερώματα Κυριακής των Βαΐων (9 Απριλίου). Το σχέδιο της εξόδου πιθανότατα προδόθηκε, με αποτέλεσμα οι τουρκοαιγύπτιοι να απαντήσουν με σφοδρή επίθεση που συνοδεύτηκε από σφαγή. Χιλιάδες Έλληνες σφαγιάστηκαν οι αιχμαλωτίστηκαν και μόνο 1.500 περίπου κατάφεραν να διασωθούν. Η ηρωική έξοδος του Μεσολογγίου συγκλόνισε την Ευρωπαϊκή κοινή γνώμη και συνέβαλε καθοριστικά, στην αλλαγή στάσης των μεγάλων δυνάμεων της εποχής, υπέρ της Ελλάδας. Η πτώση του Μεσολογγίου οδήγησε σε παραίτηση την Κυβέρνηση Κουντουριώτη και την διαδέχτηκε η κυβέρνηση Ζαΐμη. Η τρίτη εθνοσυνέλευση που είχε ξεκινήσει τις διεργασίες της στην Επίδαυρο διαλύθηκε.

Μετά την πτώση του Μεσολογγίου ο Κιουταχής στράφηκε προς την Αθήνα για να αναλάβει την πολιορκία της πόλης και ο Ιμπραήμ πέρασε ξανά στην Πελοπόννησο. Την παρενόχληση του Κιουταχή ανέλαβε ο Καραϊσκάκης που με μία σειρά επιχειρήσεων κατέστρεφε τις προσπάθειες ανεφοδιασμού των Τούρκων. Τον Νοέμβριο του 1826 πέτυχε καθοριστικής σημασίας νίκη στην μάχη της Αράχωβας απέναντι σε τουρκικό σώμα υπό τη διοίκηση του Μουσταφάμπεη. Ο Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο στράφηκε κατά της Μάνης, όμως απέτυχε τρεις φορές να υποτάξει τους Μανιάτες γνωρίζοντας απανωτές ήττες, στον Διρό στη Βέργα και στον Πολυάραβο και στη συνέχεια αδράνησε περιμένοντας νέες ενισχύσεις από την Αίγυπτο.

Σε διπλωματικό επίπεδο υπογράφηκε το πρωτόκολλο της Πετρούπολης, μεταξύ Άγγλων και Ρώσων με το οποίο τα δύο κράτη δέχονταν ως λύση την αυτονομία της Ελλάδας και δεσμεύτηκαν να μεσολαβήσουν ώστε να τερματιστούν οι συγκρούσεις.

Τα γεγονότα του 1827
Στις αρχές του 1827 οι Έλληνες αγωνίζονταν να διατηρήσουν την Ακρόπολη, την οποία πολιορκούσε στενά ο Κιουταχής. Για την σωτηρία της Ακρόπολης συγκεντρώθηκε ελληνικός στρατός στην Αττική υπό τις διαταγές του Γεώργιου Καραϊσκάκη και του Κάρολου Φαβιέρου. Ταυτόχρονα ο Φρανκ Άστιγξ με τον στόλο του εμπόδιζε τον ανεφοδιασμό του Κιουταχή από τη θάλασσα. Ο Καραϊσκάκης πέτυχε μεγάλη νίκη στην μάχη του Κερατσινίου άλλα στο Φάληρο τραυματίστηκε θανάσιμα και υπέκυψε. Μία μέρα μετά τον θάνατο του Καραϊσκάκη, οι Έλληνες ηττήθηκαν στη μάχη του Ανάλατου και λίγο αργότερα η φρουρά της Ακρόπολης αποφάσισε να διαπραγματευτεί τους όρους παράδοσής της.

Την ίδια περίοδο που βρίσκονταν σε εξέλιξη οι μάχες στην Αττική, ξεκίνησαν οι εργασίες της τρίτης εθνοσυνέλευσης. Η εθνοσυνέλευση δεν ξεκίνησε ομαλά αφού οι δύο αντίπαλες παρατάξεις εκείνης της περιόδου απεύθυναν κάλεσμα για συγκέντρωση σε διαφορετικό τόπο. Η μία πλευρά συγκεντρώθηκε στην Ερμιόνη της Αργολίδας και ξεκίνησε της εργασίες της εθνοσυνέλευσης ενώ η άλλη πλευρά επέλεξε ως τόπο συγκέντρωσης την Αίγινα. Τελικά επήλθε συμβιβασμός μεταξύ τους και η εθνοσυνέλευση μεταφέρθηκε στην Τροιζήνα. Η τρίτη εθνοσυνέλευση εξέλεξε τον Ιωάννη Καποδίστρια κυβερνήτη της Ελλάδας και όρισε μία τριμελή αντικυβερνητική επιτροπή που θα τον αντικαθιστούσε μέχρι την άφιξή του. Την ηγεσία του στρατού την ανέθεσε στον Ρίτσαρντ Τσωρτς και την ηγεσία του στόλου στον Τόμας Κόχραν. Η εθνοσυνέλευση ψήφισε ένα νέο σύνταγμα που υπήρξε περισσότερο φιλελεύθερο από το προηγούμενο.





Η ναυμαχία του Ναυαρίνου
Λίγο μετά την πτώση της Αθήνας η κατάσταση στο στρατόπεδο των Ελλήνων ήταν δραματική. Οι Έλληνες ήταν περιορισμένοι στην ανατολική Πελοπόννησο και στα νησιά του Αργοσαρωνικού και απειλούνταν ταυτόχρονα από τον στρατό του Κιουταχή και του Ιμπραήμ. Στο Ναύπλιο είχε ξεσπάσει νέος εμφύλιος με εκπροσώπους των δύο πλευρών τον Γρίβα και τον Φωτομάρα. Η μία πλευρά είχε οχυρωθεί στο Παλαμήδι και η άλλη στην Ακροναυπλία και αντάλλασαν πυρά. Η λύση για τους Έλληνες δόθηκε από μία νέα συνθήκη που υπέγραψαν οι τρεις μεγάλες δυνάμεις, Αγγλία, Ρωσία και Γαλλία, τον Ιούλιο του 1827. Με την Ιουλιανή συμφωνία, όπως είναι γνωστή, οι τρεις μεγάλες δυνάμεις δεσμεύονταν να τηρήσουν τη συμφωνία της Πετρούπολης και επιπλέον αποκτούσαν τη δυνατότητα να παρέμβουν και στρατιωτικά εφόσον χρειαστεί. Σύντομα οι στόλοι των τριών δυνάμεων κατέπλευσαν στο Ιόνιο για να επιτηρήσουν τη συμφωνία. Ο Ιμπραήμ δεν έδειξε προθυμία να συμμορφωθεί με αποτέλεσμα σύντομα να προκληθεί σύγκρουση. Οι αντίπαλοι στόλοι συγκρούστηκαν στο Ναυαρίνο. Η ναυμαχία του Ναυαρίνου προκάλεσε την συντριβή του στόλου του Ιμπραήμ και άνοιξε τον δρόμο για την δημιουργία ελληνικού κράτους.

Δεν υπάρχουν σχόλια: